Του Γιώργη Μπαγκέρη
Η οικογένεια των Καλομοίρηδων σας προσκαλεί στα αποκαλυπτήρια της προτομής του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και αείμνηστου προγόνου της Μπάμπη Καλομοίρη. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο Περαχώρι, στα Καλομοιριανά, σήμερα Κυριακή 1 Οκτωβρίου στις 10.45 π.μ . Θα γίνει επιμνημόσυνος δέηση ενώ η φιλόλογος Αρετή Σπαχή θα μιλήσει για τη ζωή και το έργο του Μπάμπη Καλομοίρη. Μετά την εκδήλωση η οικογένεια θα προσφέρει κέρασμα στην παραδοσιακή ταβέρνα “Γκαγκάρης”.
Ο Μπάμπης Καλομοίρης με έντονη δράση στην περίοδο της Ναζιστικής Κατοχής σκοτώθηκε στις 29 Ιουνίου του 1947 ως μέλος του Δημοκρατικού στρατού σε ηλικία 29 ετών στην Μάχη της Λοχριάς στον Ψηλορείτη. Στην ίδια μάχη και την ίδια ημέρα σκοτώθηκε και ο αδερφός του Απόστολος Καλομοίρης 17 ετών. Η ΑΝΩΓΗ συνομίλησε με τον αδερφό τους Γιάννη Καλομοίρη ή Τσίκης 13 ετών τότε που με μια συγκλονιστική περιγραφή και με ιδιαίτερη συγκίνηση μιλάει για εκείνη την ημέρα που έχασε τα δυο του αδέρφια, αλλά και για τη περηφάνια που νιώθει σήμερα, 70 χρόνια μετά με τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Μπάμπη Καλομοίρη.
Η αφήγηση του έχει ως εξής:
“Στην Κατοχή ήμασταν μια φτωχή και πολυμελή οικογένεια. Ο Μπάμπης έφυγε και πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν εκεί ο σάντολος μου ο Δασκαλομανώλης. Ο Μπάμπης ύστερα πήγε και κατατάχθηκε ως εθελοντής στην Αεροπορία. Ήταν λίγο πριν την Κατοχή, περίπου το 1940. Με το που κηρύχθηκε ο πόλεμος ο Μπάμπης μπήκε στην παρανομία ντελόγο. Είχε ενταχθεί στο Κ.Κ.Ε Με την κατάρρευση της Ελλάδος από τους Γερμανούς κατέβηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο εκεί Κ.Κ.Ε. Ήτανε στην ομάδα την ΟΠΛΑ. Αυτός, ο Μανόλης ο Βρέντζος (Γιαγκομανώλης), ο Μανόλης ο Μανουράς ο Ζωνομανόλης ο δάσκαλος, ο Μιχάλης ο Κουτεντάκης και ο Μένιος Μανουράς. Η αποστολή τους ήταν να καθαρίζουν το έδαφος, να σκοτώνουν τους γκεσταμπίτες. Μια μέρα τον επιάσανε οι Γερμανοί και τον επηγαίνανε για τα κάτεργα στη Γερμανία να τον εκάμουνε σαπούνι. Αλλά στη Λάρισα κατάφερε να δραπετεύσει.
Μπήκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, στο βουνό. Από το βουνό εσυνδέθηκε με τον Πέτρο τον Κόκκαλη που ήταν Υπουργός Υγείας στο βουνό. Μετά γύρισε στην Αθήνα και πήγε ως νοσοκόμος στο 401 Νοσοκομείο. Η δράση του ήταν βέβαια στην Καισαριανή και τη Καλλιθέα, μαζί με το Μένιο Μανουρά. Ήταν άνθρωπος που πρωτοστάτησε στο μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα για να μη γενεί επιστράτευση να πάρουν τσι ανθρώπους να τσι πάνε στη Γερμανία για εργάτες. Ήτανε ο άνθρωπος που όταν εμπήκε η φοιτήτρια μπροστά στο τανκ και σήκωσε τα χέρια για να μη περάσει να σκοτώσει τσι ανθρώπους και τη πάτησε, έπαιξε δυο σάλτους ο Μπάμπης και βγαίνει απάνω στο τανκ και σηκώνει το καπάκι και έριξε χειροβομβίδα και τσι σκοτώνει. Αυτός ο άνθρωπος όπως μου είπανε και οι σύντροφοι του που προανέφερα δεν εγνώριζε τι θα πει φόβος. Δεν είχε όρια για αυτό που πίστευε.
Μετά την απελευθέρωση κατέβηκε εδώ κάτω στη Κρήτη. Τονε επιάσανε και επήγανε να τονε δικάσουνε να τονε σκοτώσουνε. Στο δικαστήριο μέσα επήγε ο Κουντομανώλης ο Κεφαλογιάννης ο Μανόλης που έγινε μετά υπουργός. Και μπαίνει μέσα στο δικαστήριο και τονε λέει -“Βρε άτιμοι, αυτόν πάτε να δικάσετε;Εδώ ρε είναι όλη η Αντίσταση τσι Ελλάδας, εσείς οντέν εχώνουστε αυτός επολεμούσε!”.
Έτσι γλίτωσε. Σταμάτησε η δίκη. Και ήταν πάλι στη Κρήτη. Κυνηγημένος όμως. Και βγήκανε στο βουνό, απάνω εδώ. Το αποτέλεσμα ήτονε ότι βγήκανε 2000 ανθρώποι, μπορεί και παραπάνω και κυνηγούσανε 60 ανθρώπους. Όταν γυρίσανε στη Μαύρη κορφή από πίσω, στα “Κόλλητα” δυο τρεις μέρες χωρίς φαΐ, χωρίς νερό ήτανε όλοι ξεραμένοι τσι δίψας. Αλλά τσι κυνήγουσανε 2000 άτομα. Και λέει ο Μπάμπης εγώ θα πάω για το νερό που γατέχω. Και παίρνει τα παγούρια και πάει. Ήτανε σκοτεινά. Εγέμισε το νερό αλλά όταν έφευγε σκόνταψε στα όπλα που είχαν στέσει οι άλλοι που τα στέναν σαν πυραμίδες στο χώμα. Σκόνταψε και τον αντιληφθήκανε και άρχισαν να πυροβολούν, αλλά στον αέρα γιατί ήταν νύχτα και φοβήθηκαν μη σκοτωθούν μεταξύ τους. Κάποιος τονε γνώρισε με τα φώτα που εδίδανε οι σφαίρες. Και λέει αυτός είναι από τσι Κομμουνιστές. Ένας από τη Λοχριά που τόνε γνώρισε εγύρισε και του παίξε. Την ώρα που έπεφτε ο Μπάμπης γύρισε και αυτός το ταχυβόλο και του παίξε και τονε σκότωσε κι αυτόν.
Ο Αποστόλης είδε ότι σκοτώθηκε ο Μπάμπης. Και πήραν αυτοί απάνω να φύγουνε και εγενίκανε δυο ομάδες. Ο Αποστόλης ακολούθησε την ομάδα που ήτανε ο Πατραμάνης. Ήτανε 11 άτομα. Βγήκανε όπως μου έλεγε ο Θεόφιλος ο Τρουλινός, σε ένα μέρος που είναι Μύλοι. Πιστεύω ή στον Άρδαχτο ή στη Νίθαυρο, κάπου εκεί. Σε ένα σώπατο που είναι Μύλοι.Μπήκανε σε ένα Μύλο μέσα γιατί πια είχε αρχίσει να φέγγει, να ξημερώνει. Κατά τσι 9 με 10 το πρωί επήγε εκεί ένας πιτσιρικάς 16-17 χρονών να πάει στα ζα να τα βλέπει. Δεν ήξερε ότι μέσα ήτανε οι αντάρτες. Την ώρα που τσι δε πάει να φύγει αλλά τονε πιάσανε. Οι αντάρτες σκεφτόντουσαν ίντα να κάμουνε με το κοπέλι που τσι δε. Αυτό τον έλεγε ότι ο πατέρας του ήτονε Κομμουνιστής μονό να το αφήσουνε να φύγει μα δε θα τσι πρόδιδε. Ο Πατραμάνης έκαμε ψηφοφορία. Και επήγε 6 με 5. Οι έξι να το μολάρουνε και οι 5 να το κρατήσουνε εκεί μέχρι το βράδυ. Και εφήκα ντο.
Την ώρα που επήγε λέει το κοπέλι 500 μέτρα απόσταση αρχινά και εφώνιαζε “Οι Κομμμουνιστές μέσα στο μύλο”. Και πορίζουνε όξω. Την ώρα που εκατεβαίνανε ανάμεσα σε πολλά κλαδιά για να φτάσουν σε ένα ξεροπόταμο να περάσουνε απέναντι στο κέδρος, τραυματίστηκε ο Πατραμάνης. Τονε επιδέσανε και τονε κρύψανε σε ένα γύρο εκεί. Οι άλλοι φύγανε . Τελικά τον Πατραμάνη δε τονε βρήκανε και γλίτωσε. Μέχρι να κατεβούνε στο ποταμό σκοτώνει η μια μπάντα την άλλη. Αυτή είναι η κατάρα του Εμφυλίου. Την ώρα που κατεβήκανε στον ποταμό είχε πομείνει μόνο ο Αποστόλης με το Θεόφιλο τον Τρουλινό, όλοι οι άλλοι σκοτωμένοι.Και έλεγε ο γης του αλλού να περάσει πρώτος τον ποταμό. Σφαίρες παντού. Τελικά επέρασε ο Θεόφιλος. Έρποντας λέει επεράσανε. Την ώρα που ήταν στην άκρη του ποταμού του λέει ο Αποστόλης -φύγε μα εμένα με σκοτώσανε. Είχε φάει μια σφαίρα. Δε σε αφήνω εγώ Αποστόλη θα σε επιδέσω και θα φύγουμε, μόνο παίζε που και μπαλωθιά να παίζω και εγώ όπως θα έρχομαι να σε βάλω στη πλάτη μου να σε πάρω του είπε ο Θεόφιλος.
Όπως και έγινε τον επήρε στη πλάτη του και επεράσανε τον ποταμό. Την ώρα εκείνη του φώναζε ο Θεόφιλος -“Αποστόλη εγλιτώσαμε!”. Δε μιλεί ο Αποστόλης.. Και γυρίζει και πέφτει. Έχει πάρει άλλη μια σφαίρα επαέ στη πλάτη. Και πιάσανε και το Θεόφιλο. Τσι βάλανε όλους σε μουλάρια και εφύγανε. Ο Θεόφιλος λέει ότι μέχρι το Τυμπάκι ήτανε μαζί μετά δε γατέχει ίντα τσι κάμανε τσι σκοτωμένους. Και πραγματικά δε βρέθηκε ποτέ του Αποστόλη το πτώμα.Αυτά πως τα έμαθα; Είχε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο τότε η ΕΡΤ και έλεγε όσοι έχουνε αγνοούμενους ανθρώπους και θένε να μάθουνε να στείλουνε. Για τη μαύρη τη μάνα μου το κάμα που είχε πάντα την ελπίδα πως μπορεί και να ζει. Και έστειλα στο ραδιόφωνο για το αν γνωρίζει κάποιος για τον Αποστόλη τον Καλομοίρη.
Μου έστειλαν μια επιστολή από την Αθήνα από την ΕΔΑ το κόμμα και μου λένε αν θες να μάθεις έλα στην Αθήνα και βρες τον Παπαδομιχελάκη από το Μάραθος.Πήγα και τονε βρήκα και με πήγε νομίζω στη Καισαριανή και βρίνω το Θεόφιλο που εγλίτωσε. Μου είπε για τα βασανιστήρια που πέρασε μετά. Τον Αποστόλη δεν τόνε εβρήκαμε ποτέ, 17 χρονών ήτονε.
Του Μπάμπη τη κεφαλή τη κόψανε να τη πάνε στο Ρέθυμνο.Προλαβαίνει λέει ο Κατσιάς ο Αντώνης, πρέπει να τόνε πολύ καλός και του λέει:” ξέρεις μρε ποιος είναι αυτός; Μέχρι οψές επολεμούσαμε μαζί, δε θα φτάσουμε μέχρι αυτό το σημείο..” Και κάνει λέει και μια αμαθιά του Μίχαλου του Βρέντζου και τη κρύψανε τη κεφαλή σε μια σχίστρα. Για πολλές μέρες δεν ετολμούσανε να τόνε θάψουνε. Ήτανε εκειά στο λακκί, χωρίς κεφαλή βέβαια. Και περνούσε ο Καράγιωργας, άλλη καλή φυσιογνωμία του χωριού και του λένε για τον άταφο νεκρό. Και έβαλε μπέτη και σιμώσανε και τόνε θάψανε. Εβάλανε και πέτρες απάνω γιατί είχε χοίρους εκεί κοντά και φοβούνταν μη το ξεθάψουν. Όπως τον εθάψανε εκεί έτσι τόνε βρήκαμε. Αλλά το κεφάλι δε μπορέσαμε να το βρούμε ποτέ.
Είναι τόσο μεγάλη η συγκίνηση μου που θα γίνει αυτή η τιμή στα αδέρφια μου με αυτό το άγαλμα που φοβούμαι ότι μπορεί και να μη το φτάξω να το δω. Σας ευχαριστώ όλους και εσένα και τον πατέρα Ανδρέα αλλά και όλους τσι ανθρώπους που συμβάλλουνε να μαθευτεί αυτή η ιστορία. Μετά από τόσους κατατρεγμούς και διώξεις που περάσανε αυτοί οι ανθρώποι έχουνε μια τιμή που τόνε αξίζει..”