«Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως η απόλαυση του κειμένου που πηγάζει από την αναπαραστατική δύναμη της μεγάλης τέχνης, όχι η ερμηνεία των φαινομένων. Εάν κανείς θέλει να μάθει για τον κόσμο και τον εαυτό του, πρέπει να διαβάζει φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχανάλυση, κλπ., όχι λογοτεχνία. Ωστόσο, ο άνθρωπος που δεν απολαμβάνει την τέχνη φτωχαίνει απελπιστικά τη ζωή του».
Tο 2017 ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Σταμάτης Ν. Φιλιππίδης επέστρεψε ξανά στον αγαπημένο του Νίκο Καζαντζάκη για να παραδώσει στο κοινό μια ακόμα μελέτη που φωτίζει πτυχές του έργου του κορυφαίου Κρητικού συγγραφέα. Το «Έξι και ένα μελετήματα για τον Νίκο Καζαντζάκη» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Βικελαίας Βιβλιοθήκης έρχεται να φωτίσει την καλλιτεχνική οργάνωση των έργων του Ηρακλειώτη λογοτέχνη.
Με αφορμή το νέο αυτό πόνημα αλλά και το γεγονός ότι το 2017 έχει κηρυχθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού έτος Νίκου Καζαντζάκη οι «Διαδρομές» συνάντησαν τον κ. Φιλιππίδη και μίλησαν μαζί του για το έργο του Καζαντζάκη, τη βαθύτερη συγκίνηση που προσδίδει στη διαδικασία της ανάγνωσης μια ματιά εφοδιασμένη με τη γνώση του μελετητή αλλά και τη γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί ο συγγραφέας του «Ζορμπά», του «Καπετάν Μιχάλη» και του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» στους σημερινούς νέους.
Ο Καζαντζάκης είναι ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες συγγραφείς το έργο του οποίου έχει μελετηθεί σε σημαντικό βαθμό. Ποιες πτυχές του έργου έρχεται να φωτίσει η νέα σας μελέτη;
Ο λογοτέχνης είναι καλλιτέχνης, όπως ο ζωγράφος, ο μουσικός. Ο Καζαντζάκης βέβαια γράφει «μυθιστόρημα ιδεών», δηλαδή τα έργα του δεν είναι μόνο «ωραίες ιστορίες ειπωμένες ωραία», αλλά αναφέρονται σε «βαθύτερα νοήματα», όπως η σύγκρουση υλικού/πνευματικού στην ψυχή του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη/αδικία, η ύπαρξη ή άρνηση του Θεού, κ.λπ. Η πλειονότητα των κριτικών μελετών επεξηγούν το περιεχόμενο, τις ιδέες στα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη. Το δικό μου βιβλίο επιχειρεί να αποκαλύψει στον αναγνώστη την καλλιτεχνική οργάνωση των έργων του.
Κατά το παρελθόν έχετε ασχοληθεί ξανά με τον Καζαντζάκη. Τι σας κάνει να επιστρέφετε ξανά και ξανά σε αυτόν;
Με τον Καζαντζάκη συμβαίνει ό,τι με τους μεγάλους δημιουργούς: κάθε φορά που επιστρέφεις στο λογοτέχνημά τους, στον πίνακά τους, στη μουσική τους σύνθεση, ανακαλύπτεις καινούργια πράγματα.
Eτος Καζαντζάκη το 2017. Πού αποδίδετε τη διαχρονικότητα του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα;
Είναι ένα ερώτημα, στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω, γιατί δεν έχω όλα τα στοιχεία. Θα έπρεπε να κρίνουμε από συνέδρια που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και το εξωτερικό, από το εάν διδάσκεται στα πανεπιστήμια, εάν γράφονται διδακτορικές διατριβές για τα έργα του, εάν δημοσιεύονται άρθρα και βιβλία γι’ αυτά.
Χαρακτηριστικό των μεγάλων κλασικών συγγραφέων είναι ότι συνδυάζουν μέσα στα έργα τους τις μυθιστορηματικές αρετές, με τον φιλοσοφικό στοχασμό, την ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων, το πολιτικό σχόλιο κ.λπ. Ο Καζαντζάκης ανήκει σίγουρα σε αυτή την κατηγορία. Ωστόσο, το έντονα προσωπικό ύφος της γραφής του θα λέγαμε ότι ίσως δεν επέτρεψε να αποκτήσει λογοτεχνικούς επίγονους. Είναι έτσι; Eχει ο Καζαντζάκης λογοτεχνικούς “συγγενείς” στο σήμερα;
Είμαι κάποιας ηλικίας και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι κάποτε η νεολαία με φιλοδοξίες συγγραφικές (αλλά και ώριμοι συγγραφείς) εμιμείτο ενοχλητικά τον Καζαντζάκη. Η μόδα αυτή έχει ευτυχώς περάσει, όπως κι εκείνη της μίμησης του Ελύτη. Ο κόσμος του Καζαντζάκη είναι η Κρήτη του τέλους του 19ου αιώνα και ο ευρωπαϊκός προβληματισμός για τις ανθρώπινες αξίες στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Μετά την μεταπολίτευση πεζογραφία μας έχει πάρει τελείως άλλες ατραπούς.
Aναρωτιέμαι αν η ματιά του μελετητή-αναλυτή “αλλοιώνει” τη χαρά της ανάγνωσης. Iσως να βάζει “φρένο” καμιά φορά και στη συγκίνηση. Το αισθάνεστε αυτό;
Eχω ακριβώς την αντίθετη αντίληψη για τα πράγματα. Η δουλειά του σωστού κριτικού δεν είναι να αναμασά και να συζητά αυτά που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται με την πρώτη, επιπόλαια ανάγνωση, αλλά να αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις πολλαπλές πτυχές, την πολυπλοκότητα της κατασκευής του κειμένου. Oταν, εφοδιασμένος με τις διαφωτίσεις του κριτικού, ο αναγνώστης ξαναγυρίζει στο κείμενο προσέχοντας τώρα εκείνα που του είχαν διαφύγει, το απολαμβάνει βαθύτερα, εντονότερα, καλύτερα. Κατά την άποψή μου δηλαδή, ο κριτικός αντί να μειώνει την αισθητική συγκίνηση, την επαυξάνει.
Eχετε διδάξει στη Δευτεροβάθμια αλλά και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τι πιστεύετε ότι έχει να πει ο Καζαντζάκης σε έναν νέο της σημερινής εποχής; Ποια είναι τα στοιχεία που μπορεί να τον γοητεύσουν;
Το συμπέρασμα της πολυετούς ενασχόλησής μου με τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη είναι ότι ο συγγραφέας οργανώνει την αφήγησή του πάνω σε σχήμα του τύπου «άσπρο/μαύρο» (διπολική αντίθεση) όχι μόνο στο επίπεδο του ιδεολογικού βάθους (καλό/κακό, υψηλό/χυδαίο, σάρκα/πνεύμα, πλούτος/φτώχεια, ελευθερία/σκλαβιά, κ.λπ.), αλλά και στο επίπεδο των χαρακτήρων (δυο παραδείγματα: ο καπετάν Μιχάλης με άσπρη φοράδα/ο Νουρή μπέης με άσπρο άλογο ή η παρακμασμένη μαντάμ Ορτάνς και η ποθητή χήρα Σουρμελίνα) και στο επίπεδο της αφήγησης (δυο παραδείγματα: ο Πολυξίγκης πρώτα συνεφέρνει τη λιπόθυμη Εμινέ χανούμ με άρωμα κι έπειτα, όταν πάει σπίτι του, την αδερφή του που λιποθυμά, με ξίδι ή οι αλληλοδιάδοχοι γάμοι του Ζορμπά με δύο Ρωσίδες, τη νταρντάνα Σοφίνκα και τη μικροκαμωμένη Νούσια), ακόμα και στο επίπεδο της φράσης («το Νικολιό… έμοιαζε με όρθιο τράγο… και συνάμα με νιούτσικο αρχάγγελο»). Αυτό το συγκρουσιακό, αντιπαραθετικό σχήμα είναι μια παντοδύναμη αναπαράσταση της ανθρώπινης ιστορίας (ακόμα η κοινωνική αδικία επικρατεί στον κόσμο μας) και του ανθρώπινου ψυχισμού (ο καθένας μας είναι ένας εσμός από συγκρουόμενες ενορμήσεις, από τις οποίες κάποια επικρατεί προσωρινά, δηλαδή ο καθένας μας είναι τελικά γεμάτος αντιφάσεις). Πιστεύω πως αυτό είναι ένα πολύ καλό μοντέλο για να διδαχθεί κανείς, μικρός ή μεγάλος, και να σκεφτεί για τον κόσμο και την ιστορία, αλλά και για τον εαυτό του, για την αυτοσυνειδησία του. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνιόμαστε: η λογοτεχνία είναι πρωτίστως η απόλαυση του κειμένου που πηγάζει από την αναπαραστατική δύναμη της μεγάλης τέχνης, όχι η ερμηνεία των φαινομένων. Εάν κανείς θέλει να μάθει για τον κόσμο και τον εαυτό του, πρέπει να διαβάζει φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχανάλυση, κ.λπ., όχι λογοτεχνία. Ωστόσο, ο άνθρωπος που δεν απολαμβάνει την τέχνη (λογο-τεχνία στην προκειμένη περίπτωση), φτωχαίνει απελπιστικά τη ζωή του.
ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ