Επιστρέφοντας στο χωριό,Απίδια Σητείας, περάσαμε από το σπίτι κάποιου από τους φίλους «εξερευνητές». Οι γονείς του έλειπαν. Ιδρωμένοι και διψασμένοι, τρέξαμε όλοι στο σταμνί για νερό. Ο φίλος μας εμπόδισε λέγοντας :«Πριν πιούμε νερό, να πιούμε λίγη ρακή. Βλέπω τον πατέρα μου κάθε φορά που γυρίζει από τη δουλειά, ιδρωμένος και διψασμένος, να πίνει πριν από το νερό ένα ποτηράκι ρακή». Έτσι είχε δει και ακούσει το παιδί. Το παράδειγμα είναι το καλύτερο μάθημα. Ανέβηκε στην καρέκλα. Κατέβασε από το ράφι του τζακιού το γυάλινο μπουκάλι της ρακής. Ένας –ένας κεραστήκαμε και ήπιαμε, ξεροσφύρι, ένα μικρό ποτηράκι ρακή. Καυτερή μας έκανε να μείνομε με το στόμα ανοιχτό. Έπρεπε όμως να δείξομε πως είμαστε μεγάλοι και παλικάρια!
Μετά το κέρασμα φύγαμε για τα σπίτια μας. Λείπαμε πολλή ώρα. Ήταν καιρός να μας δουν λίγο και οι δικοί μας! Αμέσως μετά θα μαζευόμαστε στην πλατεία για άλλο παιγνίδι.
Έφτασα στο σπίτι της θείας Πιπίνας. Ήταν εκεί και ο παππούς Γιακουμάκης. ΄Ετρωγαν χλωροκούκια με ελιές. Ο παππούς έπινε το υπέροχο κοκκινέλι από τα τσουπιανά λιάτικα, κοτσυφάλια και βουιδοματερά σταφύλια. «Έλα, Γιωργιό, να φας δυο χλωροκούκια! Είναι νόστιμα! Πιες κι αυτό το λίγο κρασάκι» , είπε ο παππούς, καθώς μου έδινε το κρασοπότηρο με μικρή ποσότητα κρασιού. Το ήπια, έφαγα και μερικά χλωροκούκια και λίγες μικρές, μαύρες ελιές και σαν βολίδα βγήκα στην πλατεία. Ακούγονταν οι φωνές των φίλων μου. Είμαστε όλοι έτοιμοι για νέο παιγνίδι. Είχαμε τόσα πολλά παιγνίδια να παίξομε! Παιγνίδια, που καλλιεργούσαν την ομαδικότητα, την αυτενέργεια, την κινητικότητα , την αίσθηση της ελευθερίας αλλά και της συντροφικότητας! Με ενθουσιασμό και διάθεση εξαιρετική να παίξομε το γνωστό
και πολύ συνηθισμένο παιγνίδι ,το χωστό (κρυφτό), αλλά αυτή τη φορά σε διαφορετικό από το συνηθισμένο
περιβάλλον, πάνω στα χωμάτινα δώματα των σπιτιών.
και πολύ συνηθισμένο παιγνίδι ,το χωστό (κρυφτό), αλλά αυτή τη φορά σε διαφορετικό από το συνηθισμένο
Στις γειτονιές του χωριού κάποια σπίτια ακουμπούσαν και μπορούσαμε να περνούμε από το ένα στο άλλο. Τσιμεντένιο δώμα δεν είχε κανένα σπίτι. Όλα ήταν από δωματόχωμα (γιολείφα). Το έβγαναν από ειδική τοποθεσία κοντά στο χωριό. Ήταν τόσο πολύ το δωματόχωμα, που έπαιρναν, ώστε να γίνονται τεράστιες λακκούβες, σωστές λιμνούλες, αρκετά βαθιές. Πυργιολίκια τα έλεγαν. Σε μια τέτοια λιμνούλα, λίγα χρόνια αργότερα, θα συμβεί ένα συνταρακτικό γεγονός, που παρά λίγο να καταλήξει σε τραγωδία και στιγμάτισε την παιδική μου ψυχή. Εκεί, λοιπόν, πάνω στα δώματα σκαρφαλώσαμε μια παρέα παιδιών, για να παίξομε χωστό. Υπήρχαν καλές κρυψώνες. Πάνω από την παραστιά και τον ανηφορά (καπνοδόχο) του κάθε σπιτιού έβαναν, συνήθως, πήλινα πιθάρια. Πολλοί, από έλλειψη χώρου στις αυλές, έβαναν στοίβες καυσόξυλα και αγκαλιές ξερά κλήματα πάνω στα χωμάτινα δώματα. Υπήρχε, λοιπόν, τόπος να κρυφτούμε για το παιγνίδι μας.