Του Παν.Βέμμου
Πέρασαν 74 χρόνια από την καταστροφή των Ανωγείων που ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Το σκληρό εκείνο Αύγουστο του 1944 οι κάτοικοι ξεσπιτωμένοι και κυνηγημένοι στα αόρη σαν αγρίμια τις νύχτες, όταν οι ναζί αποσύρονταν το βράδυ στα Σίσαρχα, αντίκρυζαν μια εικόνα βιβλικής καταστροφής του χωριού και η μπόχα από τα αποκαίδια τους έκοβε την ανάσα. Μέσα στα ερείπια αναζητούσαν τροφή και προσπαθούσαν κάτι να περισώσουν από αυτά που είχαν δημιουργήσει στον άγονο τόπο τους και στα δύσκολα χρόνια που είχαν προηγηθεί. Είναι πολλά τα επεισόδια που εκτυλίχθηκαν εκείνες τις αποφράδες μέρες. Ένα από αυτά θα σας υπενθυμίσουμε, που συνέβη τέλη του μήνα.
Μια νυχτιά κατέβαινε από τα αόρη ο Στεφανής ο Χαιρέτης(Δαμιανοστεφανής) έπεσε σε ενέδρα και συνελήφθη. Οδηγήθηκε στα Σίσαρχα σε έκτακτο «στρατοδικείο» των ναζί, άκουσε την απόφαση «καπούτ» και όρμησε έξω από την σκηνή να αποδράσει. Οργίασαν τα σκυλιά, έριξαν φωτοβολίδες, έκαναν τη νύχτα μέρα και τον έψαχναν. Μάταιος ο κόπος τους, ο Στεφανής καταματωμένος από τα βάτα και τους ασπαλάθους, πηδώντας δαμάκους και δεσιές έφθασε στο Πλατάνι και τους ξέφυγε.
Την ίδια βραδιά ο Μανώλης Βρέντζος (Στριφίτσιος) και ο Μιχάλης Ρούλιος (Ρουλομιχάλης) ειδοποιημένοι από τις οικογένειες που κρύβονταν στα κατωμέρια κατέβαιναν χωριστά από τα αόρη. Ο Μανώλης, καλός κουραδάρης, ήταν προμηθευτής των ανταρτών κάθε αντιστασιακής ομάδας και ενταγμένος στην ομάδα «Ψηλορείτης», ο δε Μιχάλης μέλος του γραφείου του ΕΑΜ Ανωγείων. Έμπειροι και οι δύο απέφυγαν τις ενέδρες, κρύφτηκαν όταν έπεσαν οι φωτοβολίδες και έφθασαν στο «φαράγγι». Βρίσκουν τους ανθρώπους, κατορθώνουν με νυχτερινές επισκέψεις στο χωριό να πάρουν από τα σπίτια τους κάποια πράγματα. Λίγες μέρες μετά στις 30 Αυγούστου, ο Στριφίτσιος με το ξημέρωμα στο «μελισσουργάκι» φορτώνει τους γαιδάρους με μέρος απ’όσα είχε περισώσει η οικογένεια του και η γυναίκα του παίρνει το δρόμο για το Σφυρί Μετόχι. Τους επεσήμανε μια γερμανική περίπολος και έσπευσε στην περιοχή, η γυναίκα του Στριφίτσιο, επιτάχυνε και ξέφυγε.Τα υπόλοιπα πράγματα φρόντισαν οι γερμανοί και οι συνεργάτες τους να τα απαλλοτροιώσουν. Την πράξη αυτή ο λαός τη λέει λεηλασία και πλιάτσικο.
Ο Ρουλομιχάλης, ο Στριφίτσος και ο Γεώργιος Χαχλιούτης (Χαχλιουτογιώργης) με το γιό του Κώστα, που βρισκόταν στον ίδιο χώρο κρύφτηκαν σε σπηλιές όπου δεν τους βρήκε η περίπολος. Μετά από αρκετή ώρα έστειλαν με προσοχή το παιδί να δει αν υπάρχουν Γερμανοί στην περιοχή. Το παιδί επέστρεψε και είπε ότι δεν είδε τίποτα. Ο Χαχλιουτογιώργης έψαχνε για τον γάιδαρο του που είχε χάσει. Ο Ρουλομιχάλης πήγε να πιεί νερό στην πηγή «Τρούμπα» στο περιβόλι του Σταυρακάκη και εκεί τον συνέλαβαν. Αμέσως συνέλαβαν το Στριφίτσιο και το παιδί. Τον Χαχλιουτογιώργη αφού τον πυροβόλησαν τους ξέφυγε στο φαράγγι. Οι τρείς οδηγήθηκαν προς το «ξικοπέραμα» και στο δρόμο βρήκαν και συνέλαβαν τον Κώστα Πετροκόπο, μπάρμπα του Ρουλομιχάλη, που έβοσκε τις αγελιές στου «μάκρη». Ο Πετροκόπος μετανάστης στην Αμερική, είχε χάσει όλες του τις αποταμιεύσεις του στην οικονομική κρίση του 1929, έπαθε νευρικό κλονισμό και είχε επιστρέψει στα Ανώγεια τις παραμονές του πολέμου.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ SITE ANOGI.GR
Τους οδήγησαν σε ένα ρυάκι, μπροστά πήγαινε ένας αξιωματικός και πίσω οι κρατούμενοι με σκοπό να τους εκτελέσουν. Ο Ρουλομιχάλης σπρώχνει τον αξιωματικό στο ρυάκι και επιχείρησε να αποδράσει. Ο αξιωματικός που είχε το πιστόλι στη θήκη, αιφνιδιάστηκε, έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε χωρίς να τον πετύχει. Η υπόλοιπη περίπολος δεν τον έβλεπε γιατί βρισκόταν πίσω στο δρόμο. Ακροβολίστηκαν και περίμεναν να βγεί από το ρυάκι. Ο Ρουλομιχάλης έμπειρος από τον πόλεμο στην Αλβανία, χρησιμοποίησε το έδαφος και στα 300 περίπου μέτρα βγήκε, τον είδαν, του έριξαν, έπεσε κάτω, έκανε 2-3 άλματα και βρέθηκε πάλι σε απυρόβλητο τόπο. Από τους πυροβολισμούς κινητοποιήθηκαν οι Γερμανοί στα Σίσαρχα και παρακολούθησαν την έναντι περιοχή. Ο Ρουλομιχάλης βγήκε στην κορυφή του λόφου, εκεί κοντά που σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Παντελεήμονας, κατηφόρισε στη δυτική πλευρά που δεν είναι ορατή από τα Σίσαρχα, κρύφτηκε και παρά τις ανιχνευτικές προσπάθειες των Γερμανών που ήταν σε λάθος κατεύθυνση, σώθηκε.
Οι υπόλοιποι τρεις οδηγήθηκαν στο Πλατάνι στο διχάλι εκεί που σμίγουν τα ρυάκια από Σίσαρχα και «Ανεμόμυλο» και εκτελέστηκαν. Από πληροφορίες και έρευνα που έγινε στους κάλυκες των σφαιρών διαπιστώθηκε ότι εκτελέσθηκαν από «γκεσταμπίτες» που κυκλοφορούσαν με γερμανικές στολές. Πιθανότατα είχαν αναγνωρισθεί από τον Στριφίτσιο, ο οποίος μάλλον ήταν ο στόχος. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει τις εγκληματικές ευθύνες των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, που δολοφόνησαν έναν υπερήλικα ανάπηρο, τον Στριφίτσιο, ένα πνευματικά διαταραγμένο αθώο άτομο και ένα παιδί.
Γι ’αυτό το έγκλημα και δυστυχώς για πολλά άλλα που συνέβησαν σε αυτόν τον τόπο οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους ποτέ δεν κρίθηκαν και δεν έδωσαν λόγο. Η νέμεσις ποτέ δεν ήρθε. Η ιστορική δικαίωση εκείνου του αγώνα δεν συνοδεύτηκε από την ηθική και υλική δικαίωση των θυμάτων. Είναι ζητήματα ανοιχτά και έχουμε χρέος να τα υπενθυμίζουμε και να τα διεκδικούμε, όταν μάλιστα τα τότε παθήματα δεν έγιναν μαθήματα από την πλειοψηφία του λαού και την πολιτική ηγεσία του τόπου.
Ανώγεια, Αύγουστος 2015
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
1. Αναμνηστική πλάκα στο τόπο εκτέλεσης
2. Μιχάλης Ρούλιος ( γενν. 1919)
3. Κωνσταντίνος Χαχλιούτης
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Σταθμό στην ιστορία της Αντίστασης των Ανωγείων αποτελούν οι μορφές των Ανωγειανών γυναικών. Η ιστορία ακόμη δεν έχει σκύψει να καταγράψει τη μεγάλη προσφορά της γυναίκας των Ανωγείων τα χρόνια 1941-1944.
Μια σημαντική Ανωγειανή μορφή ήταν η Ζαφειρένια Ξυλούρη ή Μπαμπακιούδενα. Στο πρόσωπό της συνδέονται η γυναίκα του αντάρτη, η μάνα που μεγάλωνε τα παιδιά της με υπερηφάνεια και καρτερία, η Ανωγειανή που τροφοδοτούσε το αντάρτικο, η γυναίκα που είδε το χωριό της να εξαφανίζεται και να δημιουργείται πάλι από την αρχή, η χαροκαμένη μητέρα που είχε την «τιμή» να ξεψυχήσει το παιδί της ο Στεφανής στα χέρια της από το βόλι ενός βάρβαρου εχθρού. Βάρβαρος γιατί δε σεβάστηκε ούτε τα μικρά παιδιά, ικανοποιώντας τη δίψα του για αίμα και πόνο πατώντας πάνω στις αθώες παιδικές ψυχές. Σήμερα 30 Ιανουαρίου 2014 πέρασε στην αιωνιότητα. Αφιερώνουμε την παρακάτω αφήγηση της ίδιας στο Γιώργο Καλογεράκη την Άνοιξη του 2004.
Αφήγηση Ζαφειρένιας Ξυλούρη -Σκουλά του Εμμανουήλ ή Μπαμπακιούδαινας :
...το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπεδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες. Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπεδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπεδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει :
Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου :
-Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.
Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ένα τσουβάλι. Γρικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.
Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά :
-Έ καημένη, εσκοτώσα το.α το.
Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα.
Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.
Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε. Του’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό. Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα την λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα. Όλα τα γυναικόπαιδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά - Γιάννη.
Μας επήρε και μας επήγε σ’ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα :
-Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα και επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια. Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θειά μου η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε. Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου’πε ότι θα’ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι. Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή την λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί. Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το’δα μου’λεγε μετά η Χρυσαυγή. Ο άντρας μου είπε στην Χρυσαυγή να τονε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο. Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα’χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη την προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει την πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι :
Μόλις το’πε από πάνω από το δρόμο σ’ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.
Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τση σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τση σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο.
Ήρθε μετά ένας Παπαδογιάννης που γνώριζε ένα μου αδερφό το Λευτέρη και έρχεται και μας παίρνει και πάμε στην Αγυιά. Εκάναμε εκιά δυο τρεις ημέρες. Μετά ήρθε η κουνιάδα μου η παπα – Γιάνναινα και με πήρε και πήγαμε στον Άη –Γιάννη. Από τον Άη – Γιάννη επήγα στην Αξό. Εκεί εγέννησα και έκαμα ένα κοριτσάκι. Και επέθανε κι αυτό στο χρόνο απάνω. Όντεν ήμουνε στην Αγυιά, τα Ανώγεια εφαίνουντανε από κει και εθώριες μαύρους καπνούς και εβγαίνανε από το χωριό μας.
Οι Γερμανοί εκαίγανε πρώτα τα σπίτια και μετά τα ρίχνανε.
Μια μέρα από την Αξό εθέλανε να ρθούνε στο χωριό η πεθερά μου και η μάνα μου μήπως βρούνε τίποτα από τα σπίτια μας. Εγώ τονα ακλούθουνα και εμπήκαμε ποταμό ποταμό να ρθουμε στ’Ανώγεια. Εφτάξαμε. Εγώ δεν ήρθα στο σπίτι. Αυτές ήρθανε μα εγώ επήγα στο νεκροταφείο. Απάνω στον τάφο του παιδιού μου έκλαιγα. Κι εκιά που έκλαιγα και ήμουνε μοναχή στο νεκροταφείο θωρώ έναν άνθρωπο ψηλό με τα θερινά ρούχα και έρχεται και μ’αγκαλιάζει Στρέφομαι και βλέπω τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη. Ξυρισμένο. Δεν τονε γνώρισα στην αρχή γιατί δεν τον είχα θωρώντας ξυρισμένο. Από δω έφυγε παπάς και μετά έγινε στην Μέση Ανατολή αλεξιπτωτιστής.
Σαν εγίνηκα εννιά μερών λουχούνα ήρθενε ο πατέρας μου και μας επήρε και επήγαμε στο Κεραμούτσι. Από κει ήτανε τση μάνας μου ο πατέρας. Και κάμαμε στο Κεραμούτσι ένα χρόνο. Στο χρόνο απάνω ο άντρας μου επολέμησε κι έκανε ένα μικρό σπιτάκι εδώ στ’Ανώγεια και εγυρίσαμε πίσω…