Η Σπιναλόγκα χτυπάει πάντα ένα καμπανάκι στην ψυχή μου, ένα ξεχασμένο σήμαντρο και είναι δίχως άλλο αιτία η απαράμιλλη αυτοτέλεια της νοσταλγίας μιας εφηβικής σκέψης, που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα παλιά και νέα και ίδια πάντα για να κάνει σαφές με ένα τρόπο ανερμήνευτο το ουσιώδες και το ιδανικό αυτής της ασκητικής πολιτείας των άφτερων αγγέλων. Αύριο… όταν η αίγλη και το θαύμα της Ζωής θα βιώνεται και θα συντελείται στο νου, όχι μόνο ως ανθρώπινη κατάσταση αλλά και ως αγέννητη αστροφεγγιά της αιωνιότητας. Μέχρι τότε εκεί θα παγιδεύεται με χρώματα και αρώματα και δάκρυα και λυγμούς αφανέρωτους η μνήμη και μια εν’ δυνάμει υπόσχεση θα γεννιέται για να χτυπά πάντα η καρδιά πιο δυνατά με δικαιωμένες όλες τις προθέσεις και όλα τα κίνητρα.
Λιγοστό το χώμα ξερό
κι' αυτό ζυμωμένο με θαλασσαρμύρες
και δάκρυα.
Μοναχά πέτρες, γκρεμισμένους καστρότοιχους
και χορταριασμένους τάφους θ' αντικρίσεις, ανοικτούς ακόμη
ενθύμια της ζωής που κάποτε πέρασε
ναυάγια του χρόνου
σκορπισμένα λάφυρα των καιρών.
Αμφιβάλλεις ακόμη, το νιώθω
ξεχειλίζει στο βλέμμα σου.
Ο ήλιος καίει το μεσημέρι
πυρωμένος τα όνειρα
μην ονειρεύεσαι, δεν κάνει
νιώσε το μονοπάτι της οδύνης εκείνων
που οδοιπορώντας προς το θάνατο
έμειναν άνθρωποι.
Ταράζονται οι ψυχές
Ακούς... στην πάχνη που χάνεται,
αλειτούργητες κι ασύχαστες
οι ξεχασμένοι κοιμούνται
μα δε ξεχνούν
εφιάλτες δε βλέπουν πια
έχοντας μηδενίσει την απόσταση με το θείο
τυλίγουν σε μαγικό αδράχτι
το βουβό πόνο ξαναγεννημένοι
στο φωτεινό στερέωμα.
Μια τέτοια ώρα,
με ευλάβεια σκύψε κι' αφουγκράσου
την πέτρινη εκδικήτρα σιωπή
το μεγαλείο της αντοχής,
νιώσε την αρμύρα
να καίει τα ματοτσίνορα τ' αδάκρυτα
άπλωσε το χέρι να ψηλαφίσεις
τα ίχνη του καιρού
στις σκουριασμένες σιδεριές των παραθύρων,
ανίκητος ο χρόνος,
πίσω απ’ την καστρόπορτα
κρυμμένες μαρτυρίες και το μαρτύριο.
Δάφνες δεν θα βρεις μήτε μυρτιές,
αχνές οι λέξεις,
διστακτικές κρύβουν την κόλαση
κοίταξε πέρα μακριά
όρισε τη ζωή σου από την αρχή
στην αντοχή της προσμονής
και της Αγάπης.
Ο πελαγίσιος αέρας
ζωντανεύει τις φωνές
γεμίζει η θάλασσα άσπρους καβαλάρηδες
άγγελοι εκτελεστές μιας θείας βούλησης
κουρσάροι πειρατές Σαρακηνοί
ποιός ξέρει...
Στις σκισμάδες των βράχων
ανεκπλήρωτοι πόθοι λιώνουν
κάτω από το φώσφορο του αλατιού
λυγμοί της ερημιάς, κακοκαιριάζει πάλι απότομα.
Όμορφη που γίνεσαι
καρδιά σα δε ξεχνάς, όμορφη.
Ανοίγει τα παραθυρόφυλλα ο νους
πίσω και μπρος απ' τον καιρό
το φως σκεπάζει τις ταφόπλακες
μπερδεύτηκαν τα θαύματα,
οι θύμησες τα οράματα
μυρίζει αγιοσύνη η ασαβάνωτη ψυχή
η όραση δοξάζει τις αισθήσεις
πέρα από τον αφρό των κυμάτων
δεν κλειδώνεται η μνήμη,
δεν κλειδώνεται...
όσο κι αν ο καπνός της λήθης
πασκίζει να μαυρίσει την εικόνα
το αναφιλητό απ' τα σπλάχνα της γης
θ' ακούς
πριν εξαντλήσεις το ταξίδι
πριν απ' τη μοναξιά εξαντληθείς
πριν σπεύσεις μ' ένα αίσθημα
αθώου και εναγούς μαζί
με χέρια υψωμένα κατά τον ουρανό
μια ικεσία να γυρέψεις.
"Ευλογημένη εκείνη η λέπρα
που σακατεύει τα σώματα
αφήνοντας απείραχτες τις ψυχές
στην ηδονή της αιωνιότητας,
φως... φως... φως"
το 'λεγε ο γέρος με τα ροζιασμένα χέρια
και το παραμορφωμένο πρόσωπο
μα ποιός ξέρει αν κι ίδιος το πίστευε.
Σάρκες που βιάστηκαν
να γίνουν ένα με το χώμα
θαρρείς για ν' ανοίξουν γρηγορότερα
οι δρόμοι της ψυχής
θαρρείς για να 'ρθει μια άνοιξη γελαστή... Αύριο..
και άλλη μια κόκκινη παπαρούνα
να πεταχτεί απ' την πέτρα
στο φύσημα του πελαγίσιου ανέμου
χορεύοντας, να λιτανεύει το αίμα,
το αίμα και την αγέννητη ανάσταση.
Οι ίσκιοι αντιστέκονται
στα παρακάλια αμίλητοι
πέπλα της λήθης κρύβουν τις μορφές
εικόνες ιερές απ' τα άδυτα σκοτάδια
ξεθωριάζουν στην πρώτη αχτίδα
της αυγής
χωρίς πια να ζητούν τίποτα.
Τρέμει η ευθεία του ορίζοντα
πίσω από το χαμηλό πέταγμα
των γλάρων
ζωντανεύοντας το αναμεταξύ τους κενό.
Τούτη η κλειστή Αγάπη σε καλωσόρισε
ασώματη κι αναμάρτητη
σημειοδοτώντας μια άλλη διαδρομή
κεντημένες σπίθες στο τριμμένο βελούδο
και οι πρώτες καμπάνες μακριά
η συντροφιά των απόντων
έλκει στην καρδιά τα μυστήρια
αδιαίρετα τα θαύματα
στα γυμνά μάτια, με δάκρυα
συνοψίζονται οι αντιθέσεις
κάθε τοπίο απαιτεί τη γλώσσα του.
Το χτιστό πηγάδι
δείχνει την επιείκεια του στην ελπίδα
και τη σκληρότητα του στη ζωή.
Σκέψεις ανίκητες χαρούμενες,
πένθιμες... προσευχές
εξομοιωμένες με το βαρύ πελαγίσιο αχό
στερεωμένος ο λόγος στην καρδιά
χαράζεις τη φυγή
λαχτάρησες το διάφανο της αλήθειας
ευωδιάζει η ζωή
πάνω στο ανάγλυφο της τραχιάς πέτρας
η πρώτη του φθινοπώρου βροχή
στην αστραφτερή κόψη
της λεπίδας του μαυρομάνικου
χαραγμένοι φόβοι
κι ο φόβος, που έχεις το θάρρος να αγαπάς.
Πως ν' ανταποκριθείς στο δέος
πως ν' ανταποδώσεις την αγάπη
ένιωσες την ήττα του θανάτου
τώρα που ζήλεψες τούτο το δρόμο της Ζωής
ποιά γαλήνη μαγνητίζει τa μάτια,
τώρα, που τα βήματα σ' οδηγούν εδώ
ζωντανεύεις τις φωνές των ξεχασμένων
άγιος και ασκητής αγνός
στην καλύβα της μοναξιάς μου έφτασες
με κληρονομημένες θύμησες του χτες.
Εδώ, σε αποδίδει η μοίρα... Αύριο
τη λέπρα την έχω στην ψυχή, μη γυρέψεις σημάδια
παγίδες του νου,
εδώ, το αξόφλητο χρέος... Αύριο
και αύριο στο χτες θα ανήκω
περισσότερο στο χτες
επιτάφιος ψίθυρος μιας άλλης αποκάλυψης
_
γράφει η Ζωή Δικταίου