Τη γνωρίσαμε –και την αγαπήσαμε– με αφορμή το Νησί, το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο με θέμα το λεπροκομείο της Σπιναλόγκα, το οποίο μάλιστα έγινε και εξαιρετικά επιτυχημένη ελληνική τηλεοπτική σειρά. Από τότε, η Βικτόρια Χίσλοπ εξακολουθεί να επιστρέφει κυριολεκτικά και δημιουργικά στη χώρα μας, με άλλα τρία ως τώρα μυθιστορήματα (Το Νήμα, Η Ανατολή και Οι Καρτ Ποστάλ) και μια συλλογή διηγημάτων (Ο Τελευταίος Χορός) που διαδραματίζονται στην Ελλάδα και την Κύπρο και κυκλοφορούν σε ιδιαίτερα καλαίσθητους τόμους από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Σε ωραία μετάφραση της Φωτεινής Πίπη και πλαισιωμένο από θαυμάσιο φωτογραφικό υλικό του Αλέξανδρου Κακολύρη, το πιο πρόσφατο βιβλίο της, με τον τίτλο Οι Καρτ Ποστάλ, καλεί τους αναγνώστες να ακολουθήσουν την ηρωίδα του σ’ ένα παράτολμο όσο και συναρπαστικό οδοιπορικό στην Ελλάδα του σήμερα και του χτες, της ιστορίας και του μύθου, του θρύλου και της λαϊκής δοξασίας, της φημισμένης πατροπαράδοτης φιλοξενίας και των εχθρικών απομονωμένων χωριών με τα σκοτεινά και άγρια πρωτόγονα έθιμα – για να λύσουν μαζί της το αίνιγμα μιας σειράς από ανεπίδοτες κάρτες ανώνυμου (αρχικά) αποστολέα και των φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους «επεισοδίων» που τις συνοδεύουν.
Ήξερα απ’ την αρχή τι ήθελα να γράψω, δεν προβληματίστηκα ούτε λεπτό για το πού όδευε η πλοκή. Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχα καθυστερήσει λίγο ακόμα την περάτωσή του, αλλά η ανταπόκριση του κόσμου δείχνει να δικαιώνει το αποτέλεσμα.
Ομολογώ ότι οι Καρτ Ποστάλ με εξέπληξαν και μάλιστα πολύ ευχάριστα. Από τις διαφημιστικές καταχωρίσεις του βιβλίου, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο για μια ρομαντική ιστορία: μια μοναχική κοπέλα, η Έλι, λαβαίνει κατά λάθος κάρτες απευθυνόμενες σε άλλη γυναίκα και μέσω αυτών γνωρίζει και ερωτεύεται τον αποστολέα τους. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια «ανθολογία» από (σχεδόν) αυτόνομες ιστορίες –στα χνάρια, θα έλεγα, της Μέρι Ρενό ή της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ– που βγαίνουν η μια μέσα από την άλλη, όπως οι ρώσικες κούκλες...
Πολύ ωραία παρομοίωση! Η αλήθεια είναι ότι ενώ η Έλι με ενδιαφέρει αρκετά ως πρόσωπο, ο Άντονι και οι εντυπώσεις του υπήρξαν το κίνητρο για τη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος. Εκείνος είναι ο πρωταγωνιστής. Η Έλι αποτελεί κατά κάποιον τρόπο «τέχνασμα πλοκής». Είναι το μόνο απ’ τα βιβλία που έχω γράψει το οποίο αφήνει ερωτηματικά για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Και αυτό είναι καλό για μένα, καθώς το τέλος μένει ανοιχτό. Ξέρετε, όλοι μιλούν απαξιωτικά για τα κλισέ, οπότε προτιμώ κι εγώ να τα αποφεύγω. Μπορεί η Έλι να τα φτιάξει τελικά με τον Άντονι, μπορεί και όχι. Ίσως αποφασίσει να μείνει με τα άλλα δυο κορίτσια, την Αθηνά και την Άννα.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα ανατροπή: περίμενα ο Άντονι να είναι στο τέλος με την Αθηνά...
Και για μένα ήταν απρόσμενη αυτή η εξέλιξη! Το βράδυ εκείνο που η Αθηνά πηγαίνει να τον δει, μου ήρθε ξαφνικά η σκέψη ότι δεν πολυενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Η ιστορία της είχε ως άξονα τη δική της αυτογνωσία. Δεν τη νοιάζει να παντρευτεί «ένα καλό παιδί», αφού συνειδητοποιεί πως την ελκύουν περισσότερο οι γυναίκες. Είναι μια πραγματικότητα με την οποία θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί μέσα στην ελληνική κοινωνία. Από συζητήσεις μου με πολλούς φίλους εδώ, αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδεχτεί κανείς τη σεξουαλικότητά του, διότι αυτό σημαίνει πως δεν θα μπορεί πια να ενταχθεί απόλυτα στο σύνολο. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στο ζήτημα, η αποφυγή τού να μιλά κανείς ανοιχτά γι’ αυτό, ακόμα και στους στενούς φίλους ή τους γονείς του... είναι μια νοοτροπία που πρέπει επειγόντως να αλλάξει, γιατί δυσκολεύει τη ζωή πολλών ανθρώπων. Χαίρομαι που δεν σας ξένισε η ανατροπή. Όταν γράφω, δεν έχω ιδέα αν το αποτέλεσμα θα αρέσει στον κόσμο. Κατανοώ φυσικά ότι είναι προσωπική υπόθεση του καθενός –κι εμένα μου τυχαίνει να διαβάσω ένα βιβλίο και να μην το βρω του γούστου μου–, αλλά σε τελική ανάλυση, ο κάθε συγγραφέας γράφει ό,τι ο ίδιος θέλει να γράψει.
Πιθανώς μερικοί αναγνώστες να μην κατάλαβαν το πνεύμα του συγκεκριμένου βιβλίου, γιατί δεν είναι προφανές από την αρχή – αν και πιστεύω πως αυτό πρέπει να θεωρείται προσόν και όχι ελάττωμα.
Μα εσκεμμένα δεν είναι προφανές. Διάβασα κριτικές που χαρακτηρίζουν ορισμένες από τις ιστορίες του βιβλίου «twee» – δεν μεταφράζεται ακριβώς αυτή η λέξη, σημαίνει κάτι ανάμεσα σε «κλισέ» και «γλυκερό» και χρησιμοποιείται επιτιμητικά. Για μένα όμως ήταν έπαινος, καθώς τα κομμάτια αυτά είχαν ηθελημένα γραφτεί έτσι.
Ανάμεσα στις ιστορίες που ξεχώρισα, είναι εκείνη που αναφέρεται στον Μπάιρον και τον θάνατό του από... μάτιασμα.
Αν σας πω ότι έπεισα τον εαυτό μου πως αυτή ήταν όντως η αιτία του θανάτου του; Είμαι πλέον σίγουρη! Όλος αυτός ο θαυμασμός και η λατρεία προς το πρόσωπό του έριξαν πάνω του ένα κακό ξόρκι. Και στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μαθεύτηκε από τι ακριβώς είχε αρρωστήσει. Προσπαθώντας απεγνωσμένα να τον συνεφέρουν, οι γιατροί τού έκαναν θεραπείες για επιληψία, ελονοσία και ό,τι άλλο βάζει ο νους. Δεν μπορούσαν να βρουν από τι έπασχε, άρα δεν αποκλείεται να ήταν κάτι όχι εντελώς σωματικό. Γιατί λοιπόν να μην ευθυνόταν το κακό μάτι; Στο βιβλίο, τη σχετική ιστορία συνοδεύει η φωτογραφία ενός αντιβασκανικού με πολλά γαλάζια «ματάκια», σαν αυτό που φοράτε κι εσείς στο λαιμό σας. Είναι η μοναδική εικόνα την οποία «στήσαμε» εκ των υστέρων, ειδικά για να πλαισιώσει την ενότητα αυτή. Όλες οι υπόλοιπες φωτογραφίες τραβήχτηκαν ταυτόχρονα με τις επισκέψεις μου στα διάφορα μέρη, ενώ κοιτούσα τα αγάλματα και τα μνημεία. Ήθελα όμως οπωσδήποτε να συμπεριλάβω την εικόνα με τα «ματάκια».
Έχω γράψει κάποια ποιήματα, αλλά δεν τα έχω δημοσιεύσει. Δεν τολμώ. Το ποίημα είναι κατεξοχήν ιδιωτικό δημιούργημα και το να αφήσεις τους άλλους να το διαβάσουν σημαίνει να τους ανοίξεις διάπλατα τον εσωτερικό σου κόσμο.
Ο Μπάιρον είναι ένας από τους πολλούς συγγραφείς που βρήκαν ανεξήγητο θάνατο – όπως και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, που επίσης δεν εξακριβώθηκε ποτέ από τι είχε αρρωστήσει πριν πεθάνει.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου ο νεκρός κηδεύεται μόλις 24 ώρες μετά την «κατάληξή» του, μπορεί να γίνει κάθε είδους εικασία για την αιτία του θανάτου. Πρώτης τάξεως υλικό για αστυνομικό μυστήριο! Και ο Άντονι παραξενεύεται με την τόση βιασύνη – σύντομα βέβαια του εξηγούν το λόγο, που είναι καθαρά πρακτικός. Έτσι λοιπόν κι εγώ έφτιαξα τη δική μου θεωρία για το θάνατο του Μπάιρον. Μακάρι να είχα καταφέρει να αντισταθώ στο συγκεκριμένο θέμα, στο ενδιαφέρον μου για τον ποιητή... έλα όμως που, παρατηρώντας τις προσωπογραφίες του, είδα ότι ήταν σαν να φορούσε διαφορετική «στολή» κάθε φορά! Είχε μεγάλη επιδεξιότητα στο να «μεταμφιέζεται», δηλαδή στο να δημιουργεί μια ιδιαίτερα πειστική, όχι απαραίτητα αληθινή εικόνα του εαυτού του: μια εκτυφλωτική επίφαση. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι με τα υπέροχα μάτια του. Είχε τη φήμη του γυναικοκατακτητή – πρόσφατα μάλιστα βγήκε κι ένα ογκωδέστατο βιβλίο με θέμα τις γυναίκες του Μπάιρον. Δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Με ενδιαφέρουν οι σχέσεις του με τις γυναίκες αυτές, που δεν κρατούσαν ποτέ για πολύ. Τους φερόταν απάνθρωπα και φαντάζομαι ότι εκείνες δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη σεξουαλικότητά του. Τον έλκυαν κυρίως οι άντρες και τα αγόρια, αλλά στην εποχή του κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο και παράνομο, πήγαινε κανείς φυλακή γι’ αυτό. Οπότε βαθιά μέσα του πρέπει να βασανιζόταν και να ένιωθε απίστευτα δυστυχής. Πέθανε πάρα πολύ νέος, μόλις είχε περάσει τα τριάντα. Στην Ελλάδα, όπως και στη Βρετανία, υπάρχει η αντίληψη ότι έδιωξε τους Τούρκους ολομόναχος, ορμώντας καταπάνω τους με το σπαθί για να τους αποδεκατίσει. Ο κόσμος συνεχίζει να πιστεύει πως έπεσε ηρωικά στη μάχη. Αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ο Μπάιρον δεν είχε καν λάβει μέρος στην Έξοδο του Μεσολογγίου, μια από τις κρισιμότερες ιστορικές στιγμές της απελευθέρωσης των Ελλήνων. Κειτόταν ανήμπορος και μαράζωνε από έρωτα για ένα δεκατετράχρονο αγόρι. Πρέπει να πω ότι τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Είχε όμως προλάβει να χτίσει ολόκληρο μύθο γύρω απ’ το πρόσωπό του. Και ό,τι κρύβεται πίσω από το μύθο με καταγοητεύει – γιατί και πώς καλλιεργήθηκε και διαδόθηκε αυτός ο μύθος, τον οποίο μάλιστα είχε δημιουργήσει ο Μπάιρον αυτοπροσώπως; Είναι τρομερά ενδιαφέρον να εξιχνιάσει κανείς τον ίδιο το μύθο, τα κρυφά του νοήματα. Η ελληνική μυθολογία βρίθει από ιστορίες με τέτοιες έμμεσες προεκτάσεις – ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου, για παράδειγμα...
Στον οποίο είναι επίσης αφιερωμένη μια απ’ τις ενότητες του βιβλίου σας.
Το γράψιμο της συγκεκριμένης ιστορίας το καταευχαριστήθηκα! Γενικά απολαμβάνω τη συγγραφή. Και περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχω γράψει, ευχαριστήθηκα αυτό ειδικά το βιβλίο. Το τελείωσα πάρα πολύ γρήγορα, σχεδόν στον μισό χρόνο απ’ όσο μου παίρνει συνήθως. Ήξερα απ’ την αρχή τι ήθελα να γράψω, δεν προβληματίστηκα ούτε λεπτό για το πού όδευε η πλοκή. Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχα καθυστερήσει λίγο ακόμα την περάτωσή του, αλλά η ανταπόκριση του κόσμου δείχνει να δικαιώνει το αποτέλεσμα.
Στην ιστορία με το κάψιμο του Ιούδα, πάλι, κυριαρχεί εντελώς άλλου τύπου ατμόσφαιρα.
Όντως. Το θέμα της δεν είναι και τόσο ευχάριστο – μου βγήκε μάλλον... γοτθικό! Πρόκειται για ένα χωριό στη μέση του πουθενά, με κατοίκους κάθε άλλο παρά φιλικούς προς τους ξένους. Φοβόμουν κιόλας μήπως η έκβαση της υπόθεσης παραήταν προβλέψιμη, καθώς απ’ την αρχή κινούσε ισχυρές υποψίες. Διασκέδασα πολύ περιγράφοντας το ζευγάρι των τουριστών ως Γάλλους – δεν γινόταν να είναι Βρετανοί, γιατί δεν θα έπειθαν κανέναν. Οι Άγγλοι επισκέπτονται συνήθως τα οικεία, προφανή αξιοθέατα (την Ακρόπολη, για παράδειγμα, όταν έρχονται στην Αθήνα). Οι Γάλλοι είναι γνήσιοι περιηγητές, αντίθετα από μας. Αγαπούν την περιπέτεια και δεν διστάζουν να εξερευνήσουν άγνωστα μέρη. Βρέθηκα στη Γαλλία πρόσφατα με αφορμή την κυκλοφορία των βιβλίων μου, που έτυχαν θερμότατης υποδοχής εκεί. Ξέρω καλά γαλλικά και με καλούν συχνά. Παρατηρώντας λοιπόν τους Γάλλους, είδα πως ενώ μας χωρίζουν μόλις σαράντα χιλιόμετρα θάλασσας, οι ιδιοσυγκρασίες μας είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα. Εμείς είμαστε πιο συγκρατημένοι – αν δεν υπήρχε κρέας να φάμε τη Μεγάλη Παρασκευή, θα παίρναμε μια σοκολάτα απ’ το περίπτερο και δεν θα πολυσκοτιζόμασταν. Το ζευγάρι των Γάλλων από τη μια γκρινιάζει για το φαγητό κι από την άλλη ενθουσιάζεται αντικρίζοντας ένα μπουκάλι ακριβό κρασί στη βιτρίνα του μπακάλικου. Το τραγικό βέβαια είναι ότι στο τέλος η καημένη η Σιλβί, σαν να μην της έφταναν όλα όσα έπαθε, κατηγορείται και για φόνο και έχει να αντιμετωπίσει την καχυποψία των πάντων...
Οι Καρτ Ποστάλ είναι «υβριδικό» έργο, με την έννοια ότι συνυπάρχουν διήγημα και μυθιστόρημα. Ποιο από τα δύο αυτά είδη σας είναι προσφιλέστερο;
Κατά έναν περίεργο τρόπο, το να γράφω αυτόνομα διηγήματα δεν με ικανοποιεί και τόσο. Μου λείπει ένας λόγος ώστε να τα δημοσιεύσω μαζί, ένα κοινό σημείο αναφοράς. Την ιδέα να τα συνδυάσω σε ένα ενιαίο έργο μού την έδωσε ο φωτογράφος, ενώ ταξιδεύαμε. Νωρίτερα είχα βγάλει μια συλλογή διηγημάτων, με τον τίτλο Ο Τελευταίος Χορός. Όλα εκτυλίσσονταν στην Κρήτη – και αυτό ήταν αρκετό για να τα συνδέσει. Ο φωτογράφος θεωρούσε ότι το σύνολό τους θα μπορούσε να σχηματίζει μια και μόνη, ολοκληρωμένη ιστορία. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Και είχε δίκιο! Ο Άντονι στις Καρτ Ποστάλ, ας πούμε, ξεκινά το ταξίδι του με ραγισμένη την καρδιά, χωρίς όρεξη να φάει και στην ουσία, ούτε να ζήσει. Στην πορεία όμως ανακαλύπτει διάφορα πράγματα που τον κάνουν να αλλάξει στάση και στο τέλος να ξαναγεννηθεί, «πέφτοντας» σαν τον Ίκαρο στα νερά της Ικαρίας. Το ταξίδι του ήταν και δικό μου – το ιδανικό μου προσωπικό ταξίδι, αφού έτσι μπόρεσα να αφηγηθώ τη μεγαλύτερη ιστορία. Και ειλικρινά απόλαυσα την κάθε στιγμή!
Με την ποίηση έχετε ασχοληθεί;
Η ποίηση είναι το δυσκολότερο είδος. Έχω γράψει κάποια ποιήματα, αλλά δεν τα έχω δημοσιεύσει. Δεν τολμώ. Το ποίημα είναι κατεξοχήν ιδιωτικό δημιούργημα και το να αφήσεις τους άλλους να το διαβάσουν σημαίνει να τους ανοίξεις διάπλατα τον εσωτερικό σου κόσμο. Για παράδειγμα, διαβάζω Καβάφη και διαπιστώνω πόσο προσωπική είναι η ποίησή του. Βγαίνει κατευθείαν απ’ τα έγκατα της ψυχής. Μπορεί βέβαια κανείς να μάθει τις τεχνικές για να γράψει, αλλά αν δεν υπάρχει έμφυτη τάση, δεν νομίζω πως θα έχει τίποτα σημαντικό να πει...
Την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου, στις 18:00, η Βικτόρια Χίσλοπ θα υπογράψει τα βιβλία της και θα συνομιλήσει με το κοινό στο αναγνωστήριο του βιβλιοπωλείου Public Συντάγματος (στον 3ο όροφο).
Οι καρτ ποστάλ
Victoria Hislop
Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη
Διόπτρα
424 σελ.
ISBN 978-960-605-165-4
Τιμή: €18,80