Στην Κρήτη τα ρακοκάζανα όπως κάθε χρόνο, κάνουν την εμφάνιση τους.
Αν βρεθείτε στην Κρήτη αυτό το μήνα, ψάξτε σε κάποιο ορεινό χωριό της ενδοχώρας και σίγουρα θα βρείτε κάποια παρέα να αποστάζει το παραδοσιακό ποτό των Κρητών με το ίδιο απαράλλακτο τρόπο όπως εδώ και χρόνια .
Η ρακή ή τσικουδιά συνοδεύει πάντα τις κοινωνικές εκδηλώσεις των Κρητικών. Είτε με παρέα είτε μοναχοί, οι Κρητικοί μοιράζονται πόνους και χαρές με το διάφανο, μυρωδάτο οινόπνευμα. Οπότε και η παραγωγή της τσικουδιάς δεν θα μπορούσε παρά να κατέχει σημαντική θέση στην αγροτική ζωή των Κρητικών.
Τα «καζανέματα», όπως λέγονται, γίνονται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους όπου περίοπτη θέση κατέχει φυσικά το καζάνι. Το καζάνι ποικίλει σε διαστάσεις αναλόγως την δυναμική απόσταξης του. Η διαδικασία όμως είναι πάντα η ίδια. Το καζάνι αποτελείται από 3 βασικά μέρη. Την βάση ή τσουκάλι, το καπάκι και ένα σωλήνα όπου μεταφέρεται ο ατμός.
Η τσικουδιά είναι ποτό μονής απόσταξης, σε αντίθεση με το ούζο και το τσίπουρο. Τα στράφυλλα ή τσίκουδα, δηλαδή τα πατημένα σταφύλια (φλούδια και σπόροι) που προορίζονται για την τσικουδιά, μετά το πάτημα φυλάσσονται για περίπου 40 μέρες σε βαρέλια όπου «βράζουν» γίνεται η ζύμωση. Όταν έρθει η ώρα του καζανιού, η παραγωγή της τσικουδιάς, μπαίνουν στο καζάνι μαζί με νερό. Από κάτω ανάβουν την φωτιά με ξύλα, όπου τα στράφυλλα αρχίζουν να ψιλοβράζουν. Η φωτιά δεν πρέπει να ναι ούτε πολύ δυνατή ούτε χαλαρή. Η ένταση της είναι σημαντική ώστε να μην τσουδίστουν (καούν) τα στράφυλλα και η τσικουδιά καπνιστεί., πάρει μια άσχημη μυρωδιά. Η απόσταξη συνεχίζεται μπροστά στα μάτια μας. Το καζάνι αρχίζει να βράζει, το οινόπνευμα που έχουν τα στράφυλλα λόγω των υψηλών σακχάρων εξατμίζεται.
Ο ατμός κυκλοφορεί στο σωλήνα που ξεκινάει από το καζάνι. Λόγο της διαφοράς της θερμοκρασίας (ψυχρό νερό που κυκλοφορεί εξωτερικά στο σύστημα του σωλήνα) στην πορεία ψύχεται και υγροποιείται όπου και καταλήγει μέσω του σωλήνα σε ένα πήλινο κιούπι σταγόνα, σταγόνα η «πρωτόρακη». Η φετινή ρακή. Εκεί συλλέγεται το δυνατό ποτό με ιδιαίτερη υπομονή. Το «αφεντικό», αυτός που «κάνει» το καζάνι, (αυτός που παράγει) μετράει τους βαθμούς του αποστάγματος και αναλόγως προσθέτει νερό. Όταν οι βαθμοί του ποτού κατέβουν στο επιθυμητό επίπεδο, το καζάνι ολοκληρώνεται. Συνήθως το καζάνι κλείνει περίπου στους 18 βαθμούς ή και πιο χαμηλά.
Κάποιοι προτιμούν να κρατήσουν και κάποια μπουκάλια με 20 βαθμούς όπου όπως μου εξήγησαν, η ποιότητα της τσικουδιάς είναι ανώτερη, μιας και τα στράφυλλα έχουν βράσει λιγότερο χρόνο, έχουν υποστεί μικρότερη επεξεργασία.
Η νέα τσικουδιά σε αυτή την φάση είναι ιδιαίτερα δυνατή και στα παραδοσιακά καζάνια, όπου δεν υπάρχει το στάδιο της ψύξης, η ράκη βγαίνει σχεδόν καυτή. Σας συμβουλεύω να μην δοκιμάσετε πέρα τους δέοντος και αν θέλετε να συνεχίσετε με την περσινή τσικουδιά που σίγουρα θα υπάρχει κάπου γύρω.
Η οικιακή απόσταξη αλκοολούχων ποτών δεν είναι νόμιμη. Η παραδοσιακή απόσταξη όπως συναντιέται σήμερα γίνεται σε «καζάνια» χώρους όπου υπάρχει άδεια από το κράτος. Το έθιμο του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1920 όπου και δόθηκαν άδειες για τα ρακοκάζανα στους Κρητικούς αγρότες.
Ο ιδιοκτήτης της άδειας κατέχει και τον χώρο που φιλοξενείται το καζάνι. Παραδοσιακά οι άδειες μεταβιβάζονται από πατέρα σε γιο. Αν κάποιος βέβαια θέλει μπορεί να «πωλήσει» την άδεια καζανιού σε κάποιον χωριανό του, όπως ακριβώς λειτουργούν και οι άδειες ταξί στις πόλεις. Το σίγουρο είναι ότι στις μέρες μας η έκδοση άδειας καζανιού είναι περιορισμένη (κλειστή όπως λένε) οπότε ψάξτε μήπως κατέχετε κάποια άδεια από την εποχή των προπάππων σας ..
Στο καζάνι όμως δεν είναι τόσο η οικονομική δραστηριότητα που το κάνει σημαντικό, πέρα από κάποιο επιπλέον εισόδημα. Πάνω απ’ όλα, είναι κοινωνικό φαινόμενο και παράδοση. Γύρω από ένα καζάνι μπορούν να βρεθούν από 2 έως 100 άτομα. Λόγου της ιδιαιτερότητας, στην παραγωγή της τσικουδιάς το καζάνι μπορεί να μείνει ανοιχτό μια, δύο ή και παραπάνω μέρες αναλόγως την ποσότητα των στραφυλών που έχει φέρει προς απόσταξη ο «πελάτης». Αυτό επιτρέπει ένα ολοήμερο γλέντι όπου οι καλεσμένοι κάνουν την παρουσία τους οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Οπότε ο κόσμος συσσωρεύεται, μέχρι να έρθει η μέθη.. Μαντινάδες, χορός, ερασιτέχνες μουσικοί, βάζουν τις καλύτερες προδιαγραφές για την έκβαση της βραδιάς. Οι ευχές που ακούγονται από τα κόκκινα πρόσωπα είναι κάποιες φορές πρωτότυπες και αντανακλούν την ιδιοσυγκρασία και την ετοιμολογία των Κρητικών της ενδοχώρας. «Καλόπιοτη» «πάντα σε χαρές» «καλοξόδευτη» «του χρόνου τα διπλά» « με καλό να χηρέψουμε» ..
Το τραπέζι στα ρακοκάζανα μπορεί να ναι λιτό ή υπερβολικό. Σε κάθε περίπτωση τοπικά παραδοσιακά προϊόντα σίγουρα θα κάνουν την εμφάνιση τους είτε ως μεζέδες είτε ως κυρίως πιάτο. Τα κάρβουνα και η χόβολη της φωτιάς του καζανιού φυσικά δίνουν την λύση είτε ως εστίες μαγειρέματος είτε ως θέρμανση.. πέρα της τσικουδιάς.
Πατάτες οφτές, δηλαδή ολόκληρες πατάτες με την φλούδα ψημένες στην καυτή στάχτη, απάκια και λουκάνικα στα κάρβουνα, άφθονο αντικρυστό (ψημένο αντίκρυ της φωτιάς) ντόπιο κατσίκι, συνοδεύουν την πρωτόρακη.
Τα πιο όμορφα και γνήσια χρώματα που συναντά κανείς στα αυτοσχέδια τραπέζια, είναι τα εποχικά Κρητικά προϊόντα. Φρέσκα καρύδια, κάστανα, ρόδια, μήλα και κυδώνια.
Από πολύ παλιά, χωρίς να προσδιορίζεται αυτό ιστορικά, ένα άχρωμο αλκοολούχο ποτό παράγεται και πίνεται κάθε χρόνο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είναι γνωστό με διάφορα ονόματα: τσίπουρο, αράκ, γκράπαΙ Αποστάζεται από τα υπολείμματα των σταφυλιών, σαν ο άνθρωπος να θέλησε να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο το δώρο των θεών, το αμπέλι. Τσίπουρο ονομάζεται στην Ελλάδα το απόσταγμα από στέμφυλα (ή στράφυλα ή τσίπουρα). Ειδικά στην Κρήτη ονομάζεται ρακί ή τσικουδιά, από τη λέξη τσίκουδα, που επίσης σημαίνει στέμφυλα.
Παράδοση στην παραγωγή τσίπουρου έχουν η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος. Πρώτη ύλη για την παραγωγή αποστάγματος είναι τα στέμφυλα, δηλαδή η μάζα που απομένει μετά τη συμπίεση των σταφυλιών. Αυτή η μάζα αποτελείται από βοστρύχους (κοτσάνια), γίγαρτα (κουκούτσια) και φλοιούς, ενώ μπορεί να περικλείει και κάποιο ποσοστό αζύμωτου γλεύκους (μούστου), γλεύκους σε ζύμωση ή και κρασιού. Γενικά, οι βόστρυχοι αποτελούν το 2-7% του συνολικού βάρους του σταφυλιού, τα γίγαρτα το 3-6%, η φλούδα το 6-9% και η σάρκα το 75-85%. Η σάρκα του σταφυλιού αποτελείται κατά 0.5% από στερεά.
Τα στέμφυλα, για να δώσουν αλκοολούχο απόσταγμα, θα πρέπει αφενός να μην έχουν αποστραγγιστεί εντελώς (τα στέμφυλα από μηχανόπρεσσες περιέχουν ελάχιστο μούστο και δεν είναι κατάλληλα) και αφετέρου να έχουν υποστεί αλκοολική ζύμωση, ώστε τα ζάχαρα του εναπομένοντος μούστου να μετατραπούν σε αλκοόλη. Το τσίπουρο μπορεί να παραχθεί από αζύμωτα στέμφυλα, τα οποία προέρχονται συνήθως από λευκά σταφύλια. Επίσης μπορούν να προέλθουν και από ερυθρά σταφύλια, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ροζέ ή λευκού κρασιού με απευθείας συμπίεση. Ακόμη χρησιμοποιούνται στέμφυλα που είναι ζυμωμένα και προέρχονται από ερυθρή οινοποίηση με μικρότερη ή μεγαλύτερη ποσότητα κρασιού.
Πρώτη ενέργεια για την παραγωγή αποστάγματος από λευκά αζύμωτα στέμφυλαείναι η ζύμωσή τους. Η ζύμωση διαρκεί περίπου 30 ημέρες όταν τα στέμφυλα ζυμώνονται μόνα τους, και πολύ λιγότερο όταν ζυμώνονται μαζί με το μούστο. Κατά την πρώτη απόσταξη παίρνουμε ένα απόσταγμα (σούμα) που αποτελεί το 15 με 20% του αρχικού όγκου. Μετά το τέλος της απόσταξης, το υπόλειμμα απορρίπτεται. Στη δεύτερη απόσταξη γεμίζουμε τον άμβυκα (καζάνι) κατά 80-90% με σούμα. Πολλές φορές, το προϊόν που λαμβάνεται από την πρώτη απόσταξη καταναλώνεται χωρίς να υποστεί δεύτερη απόσταξη. Το διπλοαποσταγμένο τσίπουρο, όμως, είναι καθαρότερο και λεπτότερο σε άρωμα και γεύση.
Στη δεύτερη απόσταξη είναι δυνατόν να προσθέσουμε αρωματικές πρώτες ύλες όπως γλυκάνισο, μάραθο, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο και μαστίχα. Μετά τη δεύτερη απόσταξη αφαιρούμε το πρώτο 0.5 με 1 λίτρο. Έχει μεγάλο αλκοολικό βαθμό και αποτελεί την «κεφαλή». Κατόπιν συλλέγουμε την «καρδιά» η οποία αντιπροσωπεύει το 50% του αρχικού όγκου. Είναι το κλάσμα που περιέχει τα επιθυμητά συστατικά και το οποίο, αφού αραιωθεί για να επιτύχουμε τους επιθυμητούς αλκοολικούς βαθμούς, θα δοθεί στην κατανάλωση ως τσίπουρο. Το υπόλοιπο, την «ουρά», το συλλέγουμε και το τοποθετούμε στα στέμφυλα ή στη σούμα για να γίνει νέα απόσταξη. Γενικά, καλός αλκοολικός βαθμός θεωρείται αυτός των 38-45% κατ' όγκο.
Η παρακολούθηση της απόσταξης θέλει μεγάλη προσοχή. Η θέρμανση του άμβυκα μπορεί να γίνει με ξύλα, κάρβουνο ή υγραέριο. Στην περίπτωση χρησιμοποίησης ξύλων ή κάρβουνου, η θέρμανση ρυθμίζεται ανάλογα με την τροφοδοσία και με την παροχή αέρα, ανοίγοντας ή κλείνοντας την πόρτα που βρίσκεται κάτω από την εστία.
Οι ατμοί νερού, αλκοόλης και άλλων πτητικών συστατικών θα κατευθυνθούν προς τον ψυκτήρα και θα παραληφθούν ως απόσταγμα. Από τα τέλη του Οκτώβρη έως τα μέσα του Δεκέμβρη σε όλη την Ελλάδα «βράζει» ο τόπος. Παραδοσιακά καζάνια ετοιμάζουν το «φρέσκο ύδωρ», με αποκορύφωμα τις διάφορες γιορτές τσίπουρου σε πολλές περιοχές (Ήπειρο, Μακεδονία κ.α.), οι οποίες συνοδεύονται με παραδοσιακά γλέντια (βράσιμο με τον παραδοσιακό τρόπο, εδέσματα, τοπική μουσική, χοροί).
Στην Ελλάδα, η πώληση αποσταγμάτων για απ' ευθείας κατανάλωση ήταν απαγορευμένη μέχρι το 1988. Μόνο οι αμπελουργοί σε ορισμένες περιοχές είχαν το δικαίωμα να αποστάζουν και να εμπορεύονται, σε τοπικό επίπεδο, τα στέμφυλα, ενώ επιτρεπόταν και η πώληση του αποστάγματος σε εταιρείες παραγωγής οινοπνεύματος. Σήμερα, με την ψήφιση νόμου από το 1988 για την παραγωγή αποστάγματος στέμφυλων, επιτρέπεται η παραγωγή και διάθεση τσίπουρου σε όλη την Ελλάδα μόνο με ειδική άδεια και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος. Το τσίπουρο αυτό φορολογείται, ενώ η διάθεση του μη εμφιαλωμένου (χύμα) αποστάγματος απαγορεύεται.
Στο χωριό Αλάγνι του δήμου Αρχανών Αστερουσίων του Νομού Ηρακλείου το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 470 μέτρων και απέχει από το Ηράκλειο 25 χιλιόμετρα υπάρχει ένα ρακοκάζανο - λαογραφικό μουσείο κόσμημα για την περιοχή.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ / ΕΓΧΡΩΜΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ