Της Χρυσούλας Τζομπανάκη*
Είπα λοιπόν να σας πάρω μαζί μου σ’ ένα ταξίδι στο πρόσφατο, σχετικά παρελθόν της πόλης μας. Θα πάμε στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου. Το λυκόφως του 19ου αι. χανόταν παίρνοντας ό,τι ήταν παλαιό και ξεπερασμένο, για να δώσει τη θέση του στο λυκαυγές του 20ου αι. και σε όλα τα σημαντικά νέα πράγματα που αυτή η εποχή έφερνε και χάριζε πλουσιοπάροχα στην Κρήτη.
Τα χρόνια αυτά ήταν συγκλονιστικά: η μακρά περίοδος της τουρκικής κατοχής τελειώνει και η Μεγαλόνησος, έστω κάτω από το ιδιότυπο καθεστώς της Αυτονομίας, γνωρίζει επιτέλους τι σημαίνει ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη.
Αμέσως μετά τα μέσα του 19ου αι., δύο ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα καθορίζουν τη μορφή και ασφαλώς και την εξέλιξη του Ηρακλείου για τα επόμενα χρόνια: τον Ιανουάριο του 1851 ο σουλτάνος, αναγνωρίζοντας τις μεγάλες δυνατότητες του τεράστιου φυσικού λιμένα της Σούδας, μεταφέρει την πρωτεύουσα της Κρήτης από το Ηράκλειο στα Χανιά. Πέντε μόλις χρόνια αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1856, ένας ιδιαίτερα καταστροφικός σεισμός που τον ακολούθησε μεγάλο παλιρροϊκό κύμα καθώς και πυρκαγιά, πλήττει το Ηράκλειο. Η πόλη σχεδόν ισοπεδώνεται αφού, όπως γράφει ο Στ. Ξανθουδίδης, “από τα 3.620 κτίρια έμειναν κατοικήσιμα μόνο 18”. Τότε κατέρρευσε ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Τίτου, ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου και η Πύλη Voltone. Ο Στ. Ξανθουδίδης στο βιβλίο του “Χάνδαξ-Ηράκλειον” γράφει: Η πόλις την πρωίαν της 1ης Οκτωβρίου 1856 ήτο άμορφος όγκος λίθων και ξύλων και χωμάτων και ευκολώτερον εβάδιζε τις δια μέσου των οικιών παρά δια των οδών, αι οποίαι είχαν σκεπασθή τελείως.
Καθώς τελειώνει το 1856, και το κατεστραμμένο από τον σεισμό Ηράκλειο μετράει ακόμη τις πληγές του, γίνεται σαφές ότι η ανοικοδόμηση των κτισμάτων της ερειπωμένης πόλης ήταν ένας πρώτης τάξεως λόγος για να επιβάλλει η τουρκική διοίκηση και εδώ, τις μορφές και την οικοδομική πρακτική μιας αρχιτεκτονικής ευρύτατα διαδεδομένης στις μεγάλες πόλεις και στα μικρότερα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ανάγκη να κατασκευαστούν με αντισεισμικό τρόπο τα νέα κτίρια του Ηρακλείου, ώθησε τις Αρχές να εφαρμόσουν με αυστηρότητα τις πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές διατάξεις που καθορίζονταν από τον αυτοκρατορικό οργανισμό. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει η ανοικοδόμηση της πόλης με τέτοιο τρόπο, ώστε να ομοιάζει πλέον και το Ηράκλειο με τις άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχαν διαμορφωθεί στη Βαλκανική Χερσόνησο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Τα οικοδομήματα, διώροφα συνήθως και με υπόγειο, συχνά κατασκευάζονται σε μεγάλο οικόπεδο που περιβάλλεται από υψηλό μαντρότοιχο. Τα κτίσματα που απαρτίζουν την κάθε ιδιοκτησία μπορεί να είναι περισσότερα του ενός και να ανοίγονται σε μια ή και περισσότερες λιθόστρωτες ή βοτσαλόστρωτες αυλές. Τα κτίρια έχουν λιθόκτιστο ισόγειο με περιορισμένα σε μέγεθος και αριθμό ανοίγματα, τα οποία ενισχύονται με ξυλοδεσιές για να αυξάνεται η αντισεισμική τους αντοχή. Οι μη φέροντες τοίχοι του ορόφου κατασκευάζονται ξυλόπηκτοι. Τα κτίσματα χαρακτηρίζονται από την κατασκευή κλειστών εξωστών, ενός ή περισσοτέρων, που ονομάζονται “σαχνισιά”. Κάθε σαχνισί (sahnisin) έχει παράθυρα τοποθετημένα εν σειρά και προωθείται έξω από τη γραμμή του ισογείου στηριζόμενο σε φουρούσια, ξύλινα ή σιδερένια. Η στέγαση των κτιρίων γίνεται με ξύλινες τετράριχτες κεραμοσκεπείς στέγες.
Τα τεκταινόμενα όμως στη Δυτική Ευρώπη και μετά το 1830 και στην Ελλάδα ήταν πολύ ισχυρά ώστε να μείνει ανεπηρέαστη η Κρήτη. Ετσι, μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ο κλασικισμός που ξεκίνησε από την Ευρώπη και εφαρμόστηκε αρχικά από ξένους-Βαυαρούς κυρίως-μηχανικούς και αρχιτέκτονες στα κτίσματα του Ναυπλίου, της Αθήνας και άλλων αστικών κέντρων της Ελλάδας, έχει διαδοθεί σταδιακά σε όλη την ελεύθερη χώρα, καθώς και στις υπόδουλες ακόμη στους Τούρκους ελληνικές περιοχές. Οι βασικές αρχές τους ήταν η στροφή προς την κλασική αρχαιότητα, η μνημειακότητα, η αρμονία στη σύνθεση και η ισορροπία.
Στην υπόδουλη ακόμη στους Τούρκους Κρήτη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι., κυρίως δε από το 1878 και μετά, αναδύεται μια νέα τάξη Ελλήνων χριστιανών αστών που την απαρτίζουν έμποροι και μεγάλοι γαιοκτήμονες οι οποίοι αποκτούν οικονομική και κοινωνική ισχύ.
Οι άνθρωποι αυτοί διαμορφώνουν, κατά τα πρότυπα της Ευρώπης και της Αθήνας ένα νέο τρόπο ζωής, της λεγόμενης δηλαδή “καλής κοινωνίας”, που τους διαφοροποιεί σαφώς από τις χαμηλότερες κοινωνικές ομάδες.
Στη Μεγαλόνησο το χριστιανικό στοιχείο αρχίζει λοιπόν να συμμετέχει όλο και περισσότερο ενεργά στην κοινοτική διοίκηση. Παράλληλα, προσπαθεί να διαμορφώσει τον περιβάλλοντα χώρο του-την πόλη όπου ζει και το σπίτι όπου κατοικεί-σύμφωνα με τα πρότυπα του κλασικισμού και λίγο αργότερα του νεοκλασικισμού, αρχιτεκτονικών ρευμάτων τα οποία βρίσκονται πια σε πλήρη ανάπτυξη στην πρωτεύουσα του μικρού αλλά ραγδαία αναπτυσσόμενου ελληνικού κράτους.
Εν τω μεταξύ, τα προνόμια που αναγκάζεται να παραχωρεί ο σουλτάνος προς τους χριστιανούς υπηκόους του μετά από κάθε επαναστατικό τους κίνημα, δημιουργούν νέες, σοβαρές ανακατατάξεις:
Με την Συνθήκη των Παρισίων (1856) ο σουλτάνος υποχρεώνεται να εκδώσει το “Χάττι Χουμαγιούν” (“Λαμπρά Γραφή”, δηλαδή ιδιόχειρη σουλτανική διαταγή) σύμφωνα με το οποίο, στους χριστιανούς, παραχωρούνται σημαντικά και πρωτοφανή προνόμια: ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση της ιδιοκτησίας και της τιμής. Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, η μεγάλη επανάσταση του 1866-1869 είχε ως επακόλουθό της να εκδοθεί από τον σουλτάνο “Διάταγμα Αυτοκρατορικόν” που ονομάστηκε “Οργανικός Νόμος”.
Αναγνωριζόταν η ισοτιμία των δυο γλωσσών, θεσπίζονταν φορολογικές ελαφρύνσεις και προβλεπόταν η ίδρυση Εμπορικής Τράπεζας. Χρειάστηκε να κυλήσουν άλλα δέκα χρόνια και μια σοβαρή ήττα της Τουρκίας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο για να υποχρεωθεί ο σουλτάνος να παραχωρήσει την “Σύμβαση της Χαλέπας”το 1878. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χαλέπας, ο γενικός διοικητής της Κρήτης θα μπορούσε να είναι και χριστιανός, με πενταετή θητεία και με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας του. Τότε ιδρύεται η Κρητική Χωροφυλακή και αναγνωρίζεται η ελληνική ως επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων.
Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν φιλεκπαιδευτικοί συλλογοι και αναπτύχθηκε ζωηρή πνευματική κίνηση με την έκδοση εφημερίδων και τη δημιουργία βιβλιοθηκών. Παράλληλα, ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και πάρθηκαν μέτρα για την προστασία και διαφύλαξη των κρητικών αρχαιοτήτων. Τα πράγματα μοιάζουν να γίνονται καλύτερα, αλλά δυστυχώς, πολύ γρήγορα δυσκολεύουν και πάλι.
Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη Μεγαλόνησο την τελευταία δεκαετία του 19ου αι., είναι καταιγιστικά. Μετά από μια σειρά πολεμικών εμπλοκών των χριστιανών με τους Τούρκους, οι Μεγάλες Δυνάμεις απαντούν δυναμικά: αποκλείουν τα κρητικά παράλια, εμποδίζοντας έτσι τη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων και εγκαθιστούν φρουρές στις οχυρώσεις των πόλεων. Στο Ηράκλειο εγκαθίστανται οι Αγγλοι και αυτό το γεγονός θα επηρεάσει σημαντικά αρκετά πράγματα στη ζωή της πόλης.
Και τότε, λίγο πριν εκπνεύσει ο 19ος αι., ήρθε επιτέλους το “πλήρωμα του χρόνου” για την ελευθερία της Μεγαλονήσου. Η τουρκική κατοχή όμως έμελλε να πάρει τέλος με ένα γεγονός φοβερής βίας που διαδραματίστηκε στο Ηράκλειο και έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως η Μεγάλη Σφαγή της 25ης Αυγούστου του 1898.
Η νομοτέλεια της ανθρώπινης μοίρας όμως μας έχει διδάξει ότι, συνήθως, μετά από κάθε μεγάλη συμφορά έρχονται καλύτερες εποχές. Και για την Κρήτη είχε πια φτάσει το “πλήρωμα του χρόνου”. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονται την αυτονομία της Κρήτης ενώ διοικητής της Μεγαλονήσου ορίζεται ένας πρίγκιπας της Ελλάδας, ο πρίγκιπας Γεώργιος, με τον τίτλο του Υπατου Αρμοστή.
Μέσα σε εξαιρετικά θερμές εκδηλώσεις του κρητικού λαοόυ και ενθουσιαστικής υποδοχής των ναυάρχων των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάζεται από τη ρωσική ναυαρχίδα “Νικόλαος Α’” στη Σούδα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Την επόμενη ημέρα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Μπέτολλο και Σκρίδλωφ έχοντας πλέον παραδώσει την εξουσία, αναχωρούν από την Κρήτη. Δεν αναχωρούν όμως τα στρατεύματα των Μεγάλων Δυνάμεων που θα παραμείνουν στο νησί έως και το 1908, υπογραμμίζοντας έτσι με την παρουσία τους τα ιδιότυπα στοιχεία που χαρακτήριζαν την Κρητική Πολιτεία, η οποία τελούσε “υπό διεθνή εγγύηση και κηδεμονία”. Ο πρίγκιπας εγκαθίσταται βέβαια στα Χανιά και η πόλη αυτή, ούσα πρωτεύουσα της Κρήτης, κατέχει πλέον περίοπτη θέση στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης.
Γρήγορα τα Χανιά αλλάζουν όψη. Κι αυτό ήταν φυσικό αφού ένας ολόκληρος νέος κόσμος κατοικεί πλέον στην πόλη. Πρώτα-πρώτα η αυλή του Γεωργίου που συνοδεύει τον πρίγκιπα και τις πριγκίπισσες. Οι αξιωματικοί του στρατού με τις οικογένειές τους, οι έμποροι και οι διπλωμάτες που εγκαθίστανται εδώ καθώς και τα μέλη της κυβέρνησης της Κρητικής Πολιτείας. Η αστική τάξη των Χανίων, δέχεται όπως ήταν φυσικό, την επίδραση της διεθνούς κοινωνίας που η ιστορική συγκυρία έφερε στον τόπο τους. Παρακολουθούν από κοινού τις επίσημες γιορτές και παίρνουν μέρος στις κυβερνητικές ή προξενικές δεξιώσεις. Στην πολιτική προικισμένοι άνδρες, ανάμεσα στους οποίους κυριαρχεί η ιδιοφυής προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου έχουν πλέον στα χέρια τους τη διακυβέρνηση της Μεγαλονήσου. Μια νέα πόλη, έξω από την παλαιά, αρχίζει να διαμορφώνεται, η οποία σχεδιάζεται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Τα παραπάνω δεν ισχύουν εν πολλοίς για το Ηράκλειο που δεν είναι πλέον πρωτεύουσα της Μεγαλονήσου. Αλλά το Ηράκλειο έχει μια ιδιαίτερη δυναμική που το καθιστά πραγματικά μοναδική περίπτωση. Σιγά-σιγά είχε γίνει κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., το οικονομικό κέντρο της Κρήτης, ενώ οι ιδιαίτερα πλούσιες οικογένειες των χριστιανών εμπόρων της εποχής εξελίσσονται και σχηματίζουν τα πρώτα οικονομικά και κοινωνικά “τζάκια”. Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές για την πόλη
,
Γύρω στα 1870 αρχίζει να γίνεται λόγος στα τουρκικά έγγραφα περί καζίνων. Το παλαιό “καφενείο του Ροϊδη”, που βρισκόταν στη δυτική πλευρά της σημερινής οδού Χάνδακος, μετατρέπεται σε καζίνο και ακούγεται πλέον με το όνομα “του Ροϊδη το καζίνο”. Η πόλη αποκτά το πρώτο τηλεγραφείο της το 1877. Οι σοβαρές όμως αλλαγές θα κάνουν την εμφάνισή τους λίγο αργότερα, μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας, το 1878. Τότε, διάφορα πρωτόγνωρα και άκρως σημαντικά πράγματα αρχίζουν να διαδραματίζονται στο Ηράκλειο: ιδρύεται το 1878 ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, εκδίδεται στις 20 Δεκεμβρίου 1880 από τον Πέτρο Λυδάκη η εβδομαδιαία εφημερίδα “Μίνως” και διορίζεται χριστιανός στη θέση του “Χιλιάρχου Χωροφυλακής”. Τον επόμενο χρόνο, οι συντεχνίες των οινοπωλών και των παπουτσήδων εορτάζουν τις εορτές των αγίων τους με υψωμένες τις σημαίες τους να προηγούνται της πομπής, γεγονός που έκανε τους Τούρκους “να αρχίσουν τους γογγυσμούς για το πρωτοφανές τούτο” όπως αναφέρει ο Στ. Νικολαϊδης. Ο ίδιος γράφει επίσης: 1880. Την 6η Ιανουαρίου ερρίφθη ο Σταυρός εις τον λιμένα προπορευομένων δυο σημαιών, τούτο ίσως πρώτη φορά γινόμενον. Τον επόμενο μήνα, όπως και πάλι αναφέρει ο Νικολαϊδης, επανηγυρίσθη η εορτή των μαραγκών δια της σημαίας αθορύβως.
Το 1881 ιδρύεται στο Ηράκλειο το πρώτο Γυμνάσιο, το οποίο το 1883 αναγνωρίζεται από την Ελληνική Κυβέρνηση ως ισότιμον προς τα άλλα ελληνικά Γυμνάσια της χώρας. Το 1883 επίσης, στις 8 Σεπτεμβρίου, τίθεται ο θεμέλιος λίθος των νέων τουρκικών στρατώνων, οι οποίοι θα κατασκευαστούν στη θέση των παλαιών βενετικών που είχαν ερειπωθεί από τον μεγάλο σεισμό του 1856. Τα σχέδια του νέου , τεράστιου κτιρίου εκπονήθηκαν από τον Αθανάσιο Μούση. Αμάξια διαφόρων τύπων κυκλοφορούν πλέον στην πόλη-λαντό, παετόνια, κουπέ-ενώ ένα νέο μεταφορικό μέσο, το ποδήλατο, κάνει την εμφάνισή του. Την ίδια περίοδο η κρητική εφημεριδογραφία γνωρίζει άνθηση, με την έκδοση, από το 1878 έως το 1898, είκοσι τριών εφημερίδων σε όλη την Κρήτη, από τις οποίες οι πέντε εκδίδονται στο Ηράκλειο.
Η σχέση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα και η παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, είχαν δημιουργήσει νέα δεδομένα στον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων του Ηρακλείου ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Η παρουσία των Αγγλων στην πόλη είχε λειτουργήσει σαν καταλύτης ώστε να γίνει δυνατός κάποιας μορφής “εκσυγχρονισμός” στην κοινωνική ζωή. Ετσι, ανάμεσα σε άλλα, είχε επιτρέψει στους χριστιανούς κατοίκους να κάνουν τον περίπατό τους στην πλατεία των Τριών Καμαρών, προνόμιο που μόνον οι Τούρκοι είχαν πριν το 1883. Διευκόλυνε επίσης να ωριμάσουν εκείνες οι κοινωνικές συνθήκες που επέτρεπαν-ή και επέβαλλαν-τη λειτουργία καφενείων, cafe chantant, λέσχης, καζίνου, θεάτρου. Δένδρα που σχημάτιζαν δενδροστοιχία, φυτεύτηκαν και στις δυο παρειές της βασικής οδικής αρτηρίας που ξεκινούσε από την πλατεία των Τριών Καμαρών και κατέληγε στην Πύλη του Παντοκράτορα. Το δενδροφυτευμένο τμήμα της οδού έφτανε έως την διασταύρωση της “Πλατειάς Στράτας” με τη σημερινή οδό Αγίου Μηνά. Στο τμήμα αυτό, πολύ σύντομα άρχισε να κυκλοφορεί και η πρώτη “ευρωπαϊκή” άμαξα, που ήρθε στο Ηράκλειο το 1894.
Ο Ευάγγελος Νικολαϊδης στο “Περί Κρήτης και ιδία της πόλεως Ηρακλείου” (1891) πόνημά του αναφέρει περιγράφοντάς την: Η πόλις δεν είναι πυκνώς κατωκημένη, εκτός δε των υπαιθρίων αυλών, ας έχουσιν άπασαι αι οικίαι και αίτινες κοσμούνται δια κομψών ανθοκηπίων, υπάρχουσι και ευρείαι εκτάσεις θαλερών κήπων εκ δένδρων οπωροφόρων. Το Ηράκλειο αποκτά το 1888 θεατρική αίθουσα, που βρισκόταν στην οδό Πλάτωνος, της σημερινής περιοχής Αγίου Δημητρίου, με επιστασία του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου.
Το 1895, φτάνει το “ευρωπαϊκόν άροτρον” ενώ ο πρώτος φωνογράφος άρχισε να διασκεδάζει τους Ηρακλειώτες τον Φεβρουάριο του 1896. Στα χρόνια αυτά, οι νέοι “ευρωπαϊκοί χοροί”, το βαλς, η πόλκα, οι καντρίγιες αρχίζουν να χορεύονται στην πόλη και το “κλειδοκύμβαλον” εδραιώνεται ως σημαντικό μουσικό όργανο στις συναθροίσεις της αστικής κοινωνίας. Νέο θέατρο που οικοδομείται το 1898 στη βόρεια πλευρά της σημερινής λεωφόρου Δικαιοσύνης, εκεί όπου αργότερα κατασκευάστηκε ο κινηματογράφος “Απόλλων”, αρχίζει τη λειτουργία του στα τέλη του 1899.
Εχει ασφαλώς εντελώς ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι από τους πρώτους νόμους της Κρητικής Πολιτείας ήταν ο νόμος 24/1899 “Περί Αρχαιοτήτων” και ο νόμος 332/1901 “Περί σχεδίου των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων”.
Στο νόμο “Περί αρχαιοτήτων” ορίζεται ότι “Πάντα τα εν Κρήτη αρχαία, κινητά τε και ακίνητα, είνε ιδιοκτησία της Κρητικής Πολιτείας. Κατ’ ακολουθίαν το δικαίωμα και η φροντίς περί διασώσεως, ανακαλύψεως, περισυλλογής και καταθέσεως αυτών εν δημοσίοις Μουσείοις ανήκει εις την Κρητικήν Κυβέρνησιν”.
Στο νόμο “Περί σχεδίου των πόλεων” ορίζεται ότι από εδώ και στο εξής στους κυριότερους δρόμους του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου τα κτίρια πρέπει να είναι τουλάχιστον διώροφα, να στεγάζονται με κεραμίδια ενώ απαγορεύεται πλέον να κατασκευάζονται κλειστοί εξώστες (κιόσκια). Ετσι, αρχίζουν σταδιακά να αλλάζουν όψη οι πόλεις της Κρήτης.
Τα Χανιά αποκτούν την νέα πόλη έξω από την παλιά, όπου κατακευάζονται νεοκλασικά κτίρια μέσα σε μεγάλους κήπους. Στο Ηράκλειο η οδός Μαρτύρων 25ης Αυγούστου γεμίζει λαμπρά μέγαρα, διώροφα ή και τριώροφα και ονομάζεται σκωπτικά “οδός Πλάνης”, επειδή πίσω από τα μέγαρα αυτά το Ηράκλειο εξακολουθούσε να έχει την παλαιά μορφή του.
Δυστυχώς, σύμφωνα με τις απόψεις της εποχής στο νόμο “Περί σχεδίου των πόλεων” ορίζεται επίσης ότι “Οχυρώματα, περιτοιχίσματα, τείχη πόλεων, εμποδίζοντα την ελευθέραν των ανέμων κυκλοφορίαν και πνοήν πρέπει να αποφεύγονται, τα δε υπάρχοντα πρέπει βαθμιδόν να καταστρέφονται”.
Το λιμάνι της πόλης παρουσιάζει μεγάλη κίνηση. Εκτός από τους επιβάτες, τα πλοία φέρνουν εκλεκτά προϊόντα από όλη την Ευρώπη, που απευθύνονται βέβαια στην πλούσια αστική τάξη των εμπόρων και επιχειρηματιών της εποχής. Το μαύρο χαβιάρι εισάγεται σε ξύλινα βαρέλια ενώ φτάνει ακόμη εκλεκτή γραβιέρα Ελβετίας, ζαμπόν, ουγγαρέζικα αλλαντικά, φουά γκρά και ιταλικό σαλάμι σαλιτσότο, γαλλικές σαμπάνιες και κονιάκ, σκωτσέζικο ουϊσκυ και ακριβά λικέρ. Εισάγονται τα καλύτερα μάλλινα και βαμβακερά ευρωπαϊκά υφάσματα ενώ οι οίκοι ραπτικής από το Παρίσι στέλνουν, με ειδικούς απεσταλμένους, τα μοντέλα της μόδας.
Την εποχή αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη ξενοδοχείων στο Ηράκλειο. Η κατασκευή κτιρίων τα οποία θα εξασφάλιζαν άνετη διαμονή στους πολυπληθείς επισκέπτες της, αποκτά προτεραιότητα. Μετά την αυτονομία, το 1902, λειτουργεί το πρώτο σύγχρονο ξενοδοχείο με την επωνυμία “Κνωσός”. Το κτίριο, ένα ενδιαφέρον νεοκλασικό κτίσμα, είχε στο ισόγειο εστιατόριο και καφενείο και διέθετε πατάρι όπου υπήρχε αναγνωστήριο. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. λειτουργούν επίσης το “Ξενοδοχείο της Αγγλίας” καθώς και δυο ακόμη ξενοδοχεία, έργα του Δημ. Κυριακού, το “Παλλάς” και το “Μίνως”, τα οποία κατασκευάζονται στη λεωφόρο Μαρτύρων 25ης Αυγούστου. Αργότερα, το ξενοδοχειακό δυναμικό θα ενισχυθεί με το ξενοδοχείο “Λόντον” που κατασκευάστηκε στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το δημοτικό κτίριο “Αχτάρικα” και η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Οι συνοικίες όπου κατοικούν οι εύποροι Ελληνες και Τούρκοι, βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, στις ανατολικές και τις βορειοανατολικές περιοχές της, καθώς και στο ανατολικό μέρος του δυτικού παράκτιου μετώπου, στο τμήμα που ορίζεται μεταξύ του κόλπου του Δερματά και του ενετικού λιμανιού. Αλλά σε κάθε μεγάλη πόλη, πέρα από το κέντρο της και τις συνοικίες όπου ζούσαν οι πλούσιοι αστοί, υπάρχουν οι περιοχές που διαμένουν οι λιγότεροι ευνοημένοι από τη ζωή κάτοικοί της. Το Ηράκλειο δεν αποτελούσε εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Σε ολόκληρο το βορειοδυτικό, δυτικό και νότιο τμήμα της εντός τειχών περιοχής, εκτείνονταν συνοικίες στις οποίες στεγάζονταν οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις.
Τη διαφορά ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές συνοικίες, περιγράφει με τον ιδιότυπο τρόπο του ο Μανώλης Δερμιτζάκης στο βιβλίο του “Το Παλιό Κάστρο”. Στα σοκάκια ετούτου του μαχαλά από την γωνιά του Κουργιαλίδη ως τους 7 Μπαλτάδες (εννοεί την συνοικία Επτά Μπαλτάδες) έστεκαν τα μεγάλα κονάκια με τα καφασωτά κιόσκια των Τούρκων Μπεΐδων και Αγάδων μαζί με τα μεγαλόσπιτα των φανίσημων Χριστιανοκαστρινών. Ανάμεσα στα σοκάκια ετούτα ήτανε και δύο προξενεία: Το Γαλλικό με πρόξενο τον Ρόζενμπουχ με το κοκκινωπό του γενάκι στο πηγούνι, μεγαλέμπορα στο Βεζύρ Τσαρσί, και το Ιταλικό με πρόξενο τον Ιταλό Κόρπι που ήταν και καθηγητής στο Καστρινό Γυμνάσιο παραδίδοντας εκείνο τον καιρό το μάθημα της Γαλλικής αν δεν κάνω λάθος. Το κάτω μέρος όλων των σοκακιών ετούτου του μαχαλά έφτανε εις το Μικρό Λιμάνι έχοντας πίσω τους το Εγγλέζικο τηλεγραφείο και τη Φραγκοεκκλησιά.
Ο εύπορος χριστιανικός πληθυσμός κατοικεί τώρα πια στις καλύτερες συνοικίες της πόλης. Η Μαρίκα Φρέρη στο βιβλίο της “Το Κάστρο μας”, περιγράφει με τον δικό της τρόπο τη νέα κατάσταση: Η μητέρα μου με πήγε στη θεία Ελενίτσα. Το σπίτι της ήταν στον Αραστά - μια γειτονιά σαν να πούμε Κολωνάκι της Αθήνας... Στενός ο δρόμος εκεί, μα μόνον Χριστιανικά σπίτια ήταν μέχρι το Πλατύ Σοκάκι που ήταν συνέχεια του Αραστά... επί το φαρδύτερον... Ηταν ένα όμορφο διώροφο σπίτι με μιαν αυλή μπροστά, φτιαγμένη κάτω με χρωματιστά βοτσαλάκια μπηγμένα και που σχημάτιζαν σχέδια ψηφιδωτά και ήταν καταστόλιστη με γλάστρες γεμάτες εκλεκτά λουλούδια. Φούλια, μπιγκόνιες, σκουλαρίκια, ωραία φύλλα και πλατύφυλλοι βασιλικοί χάριζαν ομορφιά στο μάτι και μοσκοβολιά στον αέρα.
Οι κατοικίες των οικογενειών της μεσαίας αστικής τάξης είναι ως επί το πλείστον, διώροφα κτίσματα με υπόγειο. Είναι λιθόδμητες και στεγάζονται με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη. Μικρό τμήμα της κατασκευής είναι δυνατόν να στεγάζεται με επίπεδο βατό δώμα, ώστε από κει να γίνεται ο έλεγχος της ανωδομής του οικοδομήματος. Τα σπίτια διαθέτουν μια ή περισσότερες αυλές, συνήθως γεμάτες δέντρα και λουλούδια, όπου οι οικογένειες περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους.
Την περίοδο της αυτονομίας η εύπορη τάξη των Χριστιανών εμπόρων, που είχε κάνει έντονα αισθητή την παρουσία της στη ζωή του τόπου ήδη μετά από τα μέσα του 19ου αι., γνωρίζει πραγματική ακμή. Μια νέα αστική τάξη, ακμαία και δυναμική, έχει πλέον σχηματιστεί στο Ηράκλειο. Οι πλούσιοι αστοί επιθυμούν να ζήσουν σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προβάλλοντας ιδιαίτερα την οικονομική τους ευμάρεια και την κοινωνική τους καταξίωση. Κτίζουν λοιπόν, εξαιρετικής κατασκευαστικής ποιότητας και υψηλής αισθητικής αντίληψης κτίσματα, διώροφα ή τριώροφα, όπου θα κατοικήσουν. Σε πολλές περιπτώσεις τα γραφεία της επιχείρησής τους στεγάζονται στους ισόγειους χώρους των ιδιόκτητων οικοδομών τους. Τα κτίσματα αυτά που ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο του “μεγάρου”, δεσπόζουν στην αστική αρχιτεκτονική του Ηρακλείου τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Η κατασκευή των μεγάρων, τα οποία είναι σημαντικότατα δείγματα του όψιμου νεοκλασικισμού και του εκλεκτικισμού, αναβαθμίζει ολόκληρες περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο περίπατος με άμαξες ή με τα πόδια, γίνεται πλέον και στη βόρεια παράκτια πλευρά της πόλης. Εκεί τα νέα μέγαρα, που έχουν αρχίσει να κτίζονται το ένα μετά το άλλο, προσδίδουν αίγλη στην υποβαθμισμένη κατά το παρελθόν περιοχή.
Γράφει η Μαρίκα Φρέρη: “Πηγαίναμε κατά το Μπεντενάκι για να καμαρώσουμε την άγρια θάλασσα και μια σειρά από τ’ αρχοντικά σπίτια της Πολιτείας, που κτισμένα εκεί είχαν το προνόμιο να την χαίρονται... αλλά και να τα κατατρώει με την αλμύρα της.
Τα μέγαρα αυτά ήταν του Καλοκαιρινού, του Βογιατζάκη, του Θειακάκη, του Περίδη, του γιατρού Στεφανίδη, του Ξανθουδίδη και άλλα”.
Η αστική τάξη έχει και την ιδιαίτερη κοσμική ζωή της με δεξιώσεις, γεύματα και δείπνα με σπουδαιότερα γεγονότα βέβαια τους χορούς. Στους επίσημους οι άντρες πρέπει να είναι ντυμένοι υποχρεωτικά με φράκο ή σμόκιν και οι γυναίκες με έξωμες τουαλέτες. Στους ανεπίσημους αρκεί το “ενδυμα περιπάτου”.
Και στις δύο όμως περιπτώσεις ακολουθείται μια αυστηρή εθιμοτυπία. Οι γραπτές προσκλήσεις είναι απαραίτητες ενώ σε περίοπτη θέση βρίσκεται πάντα το πρόγραμμα όπου είναι γραμμένοι οι χοροί με τη σειρά που θα χορευθούν: πόλκα, βαλς, παντεκατρ, μαζούρκα, λαυσιέδες, καντρίλιες.
Μέσα στα μεγάλα σπίτια υπάρχει πάντα η σάλα με πλήθος επίπλων, συνήθως αγορασμένων από τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Ανάκλιντρα, τραπέζια και τραπεζάκια, ανθοστήλες, εταζέρες, καναπέδες και πολυθρόνες χαμά, μπιμπελό και φωτογραφίες, απαρτίζουν ένα ονειρικό αλλά και ιδιαίτερα “φορτωμένο” περιβάλλον. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν τα υφάσματα και τα κεντήματα.
Κουρτίνες και τραπεζομάντηλα και διάφορα κεντήματα, πραγματικά έργα Τέχνης τις περισσότερες φορές “έντυναν” τον χώρο και αποτελούσαν το καμάρι της κάθε οικοδέσποινας. Το κέρασμα ήταν μια ευκαιρία να φανεί η νοικοκυροσύνη της οικοδέσποινας ή της κόρης της, η πολυτιμότερη δηλαδή γυναικεία αρετή, αυτή που θα της εξασφάλιζε - μαζί με μια αξιόλογη προίκα βεβαίως - “καλή τύχη” δηλαδή καλή κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση.
Ετσι έβγαινε ο ασημένιος δίσκος με τα καταπληκτικά ασημένια και κρυστάλλινα σκεύη όπου υπήρχαν τα νοστιμότατα γλυκά του κουταλιού. Αλλά εκεί όπου κυριολεκτικά έδινε “τις εξετάσεις της” κάθε κυρία της λεγόμενης “καλής κοινωνίας”, ήταν η οργάνωση επίσημων δείπνων. Τα γυναικεία περιοδικά και οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από συμβουλές savoir vivre. Το στρώσιμο του τραπεζιού, τα λογής - λογής κομμάτια των σερβίτσιων πιάτων και μαχαιροπήρουνων, οι θέσεις των καλεσμένων, τα ποτά, τα εδέσματα, τα γλυκά και οι σωστοί συνδυασμοί τους εξελίχθηκαν τόσο ώστε να είναι αναγκαίες ειδικές σπουδές για να κατέχει μια γυναίκα τα μυστικά τους.
Οι κάτοικοι της πόλης συμμετέχουν αυθόρμητα στις θρησκευτικές και δημόσιες γιορτές. Κάνουν εκδρομές και οργανώνουν περιπάτους έξω από το Ηράκλειο. Ενας συνηθισμένος προορισμός γίνονται οι Αρχάνες. Τους αρέσουν οι υπαίθριες μουσικές εκδηλώσεις. Την περίοδο της αυτονομίας νέοι άνεμοι μοιάζουν να φυσούν αισιόδοξοι πάνω από την Κρήτη. Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ όλη την Δ. Ευρώπη κυριαρχεί πλέον το χαρούμενο βλέμμα στη ζωή, το πνεύμα δηλαδή της Belle Epoque. Παρ’ όλα αυτά, η αστική οικογένεια δεν ήταν δυνατόν βέβαια να αποβάλει παλιές συνήθειες και αντιλήψεις για τον τρόπο ζωής. Τα ήθη, όσο και κι αν σταδιακά χάνουν ένα μέρος από την ακαμψία που τα χαρακτήριζε κατά τον 19ο αιώνα, δεν παύουν να είναι τα αυστηρά κρητικά ήθη: Ο πατέρας δεν επιτρέπει να του αμφισβητήσουν την κυρίαρχη θέση του, η μητέρα κρατά με αξιοπρέπεια το ρόλο της και τα παιδιά διδάσκονται εκτός από τα μαθήματά τους, τους κανόνες της ευγένειας, της τάξης, και του σεβασμού προς τους ηλικιωμένους.
Κυρίες και κύριοι. Η εποχή στην οποία ταξιδέψαμε σήμερα, απέχει από την δική μας μόνο 100-130 χρόνια. Είδαμε ότι μέσα σ’ αυτό το εξαιρετικά σύντομο διάστημα, τεράστιες αλλαγές έχουν συμβεί. Και αυτό είναι βέβαια και φυσικό και αναμενόμενο. Αρκεί οι αλλαγές να μην είναι καταστροφικές για τους ανθρώπους και τα δημιουργήματά τους.