Ο διακεκριμένος κρητικός δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης, βραβευμένος πριν από πολλά χρόνια από την Ακαδημία Αθηνών, αποτελεί μια όαση στην λοιμική της σημερινής ερήμου των παντοειδών χρηματιστηρίων και της πανταχόθεν πενίας. Ο Νίκος, εδώ και πολλά χρόνια, τόσο με την αειθαλή πένα του στη δημοσιογραφία, στη λαογραφία και στην ιστορία της Κρήτης, όσο και με τον αφιλτάριστρο φωτογραφικό φακό του, ξεχωρίζει.
Έπεσαν στα χέρα μου, από το προσωπικό μου αρχείο, κάποια τεύχη του 1995, του περιοδικού «ΤΑΥ» του Τμήματος Ανατολικής Κρήτης του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, την επιμέλεια έκδοσης του οποίου είχε ο Νίκος. Όπως επίσης ένα πρόσφατο, τεύχος του περιοδικού ΥΠΕΡ-Χ του 2009, με κάποιες εντυπωσιακές φωτογραφίες, όπως αυτές που ξέρει μόνον ο Νίκος να αποτυπώνει. Γιατί εκτός της αιχμαλωσίας του χρόνου, ο Νίκος κυρίως αποτυπώνει αυτό πού βλέπουν οι λίγοι: Τα μυστικά και αόρατα σήματα που είναι πίσω από τα φωτοποιήματά του. Το αφηρημένο πίσω από το συγκεκριμένο, το άκτιστον πίσω από το κτιστόν, το μεταφυσικό πίσω από το φυσικό. Την τελεσίδικη ετυμηγορία στο Ωραίο και στο Αληθινό, στο Κάλλος και στην Ομορφιά. Γιατί, όπως το έγραψε και ο Ντοστογιέφσκι η «ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»…
Δεν γνωρίζω γιατί, αλλά εδώ και πολλά χρόνια κάθε φορά που βλέπω κάποια από τις πάντα αριστουργηματικές φωτογραφίες του Νίκου, αυθόρμητα μου έρχεται στο νου το γνωστό απόσπασμα από το «Μικρό Ναυτίλο» του Ελύτη, γιατί αδυνατώ να πιστέψω πως το πνεύμα που κρύβεται κάτω από την ποίηση των φωτοτυπωμάτων του, είναι σαν ένα φευγαλέο όνειρο που χάνεται μόλις συνειδητοποιήσεις τα είδωλα του σημερινού κόσμου που κάθε μέρα απόλλυται…
«Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τη ‘νε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε, τόσο άπιαστη. Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά-σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος. Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει».
ΠΗΓΗ - http://librodoro.blogspot.gr
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ