Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1958. Σπούδασε Φυσική στην Αθήνα, έκανε διδακτορικό στη Στατιστική Φυσική στις Βρυξέλλες, κοντά στον Νομπελίστα Ilya Prigogine, και εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Austin.
Ήταν μέλος του γραφείου Εκπαιδευτικής Έρευνας των Εκπ. Γείτονα και ασχολήθηκε με προγράμματα Βιωματικής Μάθησης και φιλαναγνωσίας.
Έχει δημιουργήσει τα ιστολόγια «Πινακίδες από Κερί» (αναγνωστικές ανταλλαγές) (http://waxtablets.blogspot.com), «Στην τρύπα του λαγού» (ασφαλές ίντερνετ) (http://stintrypatoulagou.blogspot.com) και flaneries (http://polyhatj.wordpress.com) όπου πλαισιώνει με φωτογραφίες της με πρωτότυπα κείμενα.
Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα: «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ» (Ταξιδευτής 2008) και «Τα αινίγματα του Ν’ γκόρο» (Ροές 2010) και τρία θεατρικά έργα: Στο καπνοπωλείο του Φερνάντο Πεσσόα ο Κ. Π. Καβάφης σκηνοθετεί την οριστική μορφή του (Cabaret Voltaire, 2011 Μαίη Σεβαστοπούλου), Η Αλίκη μπροστά στον καθρέφτη της (Cabaret Voltaire, 2012 Μαίη Σεβαστοπούλου), Ανδρέας Κάλβος ο καθηγητής (Έπαινος στο διαγωνισμό Αντίποδες του πανεπιστημίου της Μελβούρνης)
Διατηρεί συνεργασία με την εφημερίδα Αυγή γράφοντας τη στήλη Ημερολόγια Αναγνώσεων.
Το αλφαβητάρι των πουλιών είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή
Η ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ
Σκουπίζει την κρυάδα της πάχνης απ’ τα κρίνα.
Αφαιρεί τους νεκρούς μίσχους από τις παιονίες
προσέχοντας βέβαια να μείνουν στη θέση τους οι βλαστοί
και τα φύλλα.
Έτσι ξεφεύγεις από τη μοίρα του θανάτου,
ψιθυρίζει τρυφερά
και σκέφτεται τα πουλιά
της κάθε μέρας
που θα χοροπηδήσουν δίπλα της
ίσως πειραχτικά,
τις μέλισσες, το βατραχάκι
που κοάζει ακούραστο μπροστά στο λασπότοπο.
Σε ακούω, του λέει τότε
κι εγώ είμαι κανένας
και του κλείνει το μάτι.
Μετρά τα σποράκια βεβαίως
όπως τα θάβει ένα ένα
σαν αριθμημένα ποιήματα
για τον επιμελητή του μέλλοντος.
Ο κήπος της μυρίζει αθανασία
κρίνα, αστράκια και πανσέδες
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΟΤΑΝ ΓΕΡΝΑ
Αχ κοτσυφάκι μου, μαυροπούλι μου
πώς ξετρυπώνεις τις μικρές τις πράσινες γωνιές
στη τσιμεντούπολη
να μου θυμίζεις πάντα αθώες καρδιές που πιάνονται
και έναν γέρο έρωτα που κρύβεται πίσω από το λόφο
του Στρέφη
δεν βλέπει καλά
σέρνει τα πόδια του
με τα φτερά του γκρίζα πια
και μια γενειάδα ψαρή
να σκύβει πονηρά
να στήνει τα βρόχια του
ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΤΣΥΦΙ
Είδα το σούρουπο στο δρόμο ένα κοτσύφι που προσπαθούσε να
κρυφτεί βιαστικά. Είχε καταλάβει ότι θα βρέξει, φαίνεται. Χοροπη -
δώντας εξαφανίστηκε στο ρέμα. Το έχασα γρήγορα από τα μάτια
μου. Ποτέ δεν βλέπουμε πού κρύβονται τα πουλιά τη νύχτα.
Μετά από λίγο η ατμόσφαιρα είχε θολώσει, έβρεχε. Όχι πολύ δυ-
νατή βροχή ευτυχώς.
Ποιος θυμάται ακόμα ονόματα πουλιών και λουλουδιών;
Μελισσουργός, κοκκινολαίμης,
το κοτσύφι που είδα νωρίτερα
ένα πουλί δεμένο με σπάγκο
από το ποδαράκι του
μια σκέψη που δεν ξεφεύγει από την κλειστή μοναξιά
του μαύρου
το κλουβί
να ξεμάθεις το θόρυβο είναι τέχνη
ακούω τα σχήματα των κλαδιών
φτεροκοπώ… φτερουγίζω…
Ο Vincent Van Gogh γράφει ακόμα επιστολές στον αδελφό του
συλλαβίζοντας χρώματα στο ημερολόγιό του
αισθήματα γραμμένα για τα τοπία της Άρλ
χορτάρι φρέσκο μετά τη βροχή
και μια φωλιά για τα πετεινά του ουρανού.