Απέναντί μου η Κρήτη. Δεκαοκτώ μίλια θάλασσας με χωρίζουν απ' τις απόκρημνες νότιες ακτές της με τα γυμνά βράχια και τα λίγα χιόνια, ακόμα, μες το κατακαλόκαιρο, να γυαλίζουν στις κορυφές. Τη βλέπω να γεμίζει τον ορίζοντα κολυμπώντας στα γαλαζοπράσινα νερά της Γαύδου, στο Λιβυκό πέλαγος – γύρω μου άμμος, κέδροι, βότσαλα, βράχια, ήλιος, νερά-νερά-νερά, ατέλειωτες ακτές χαμένες στο πουθενά, χωρίς κτίσματα, χωρίς πόλεις, χωρίς δρόμους – όπως θα 'ταν ο κόσμος πριν τον κατοικήσει ο άνθρωπος.
Έφτασα εδώ με το πλοιάριο “Σαμαριά” απ' τα Σφακιά, δύο ώρες αφού οδήγησα απ' τα Χανιά – άλλες δύο – και εφτά που ήρθα απ' τον Πειραιά – όχι και τόσο πολλές στο σύνολο, κι όμως βρίσκομαι (βρίσκομαι αλήθεια;) εκεί που δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα – παρά μόνο το ίδιο το νησί. Ένα άδειο λιμανάκι, μερικά σκόρπια μισοκρυμμένα δωμάτια στους λόφους, δυο-τρεις ταβέρνες, κάνα-δυο μπακάλικα, φανταχτερές σκηνές και τέντες κάτω από τους κέδρους, ένας χωματόδρομος, ένα μικρό μουσείο, μερικά φωτοβολταϊκά και γεννήτριες είναι όλα-όλα τα ανθρώπινα έργα. Η θάλασσα, γαλάζια, πλέκει δαντέλες με τους άσπρους βράχους στις ακτές και απέναντι χάνεται στο μπλε του ορίζοντα. Το βάθος της ανάμεσα στη Γαύδο και στην Κρήτη φτάνει τα 1.500 μέτρα. Απ' την άλλη πλευρά η Αφρική. Η Ευρώπη τελειώνει στο ακρωτήριο Τρυπητή (νοτιότερο άκρο) με μια άσπρη βοτσαλένια παραλία με γαλανά νερά, που έχουν τρυπήσει καμάρες στους βράχους από άργιλο και πολλούς αιωνόβιους κέδρους φυτεμένους στην άμμο.
Ανατολικά, ο Κόρφος (εδώ μένω) πάνω στο βράχο κρεμαστά τα δωμάτια και η ταβέρνα της κ. Μαρίας και η θέα απίστευτη! Βόρεια, το Σαρακήνικο και ο Άη Γιάννης είναι οι αμμώδεις παραλίες των κατασκηνωτών. Ξυλόχτιστες ταβέρνες και μαγαζάκια στην άμμο, δύο ψηλοί αμμόλοφοι στον Άη Γιάννη με τις σκηνές στις πλαγιές και τις αιώρες κρεμασμένες στους κέδρους.
Στις βραχώδεις ακτές Φωκιά δεν έρχεται ψυχή. Ξυπόλυτη ανεβοκατεβαίνω τις πλάκες και βρίσκω όλο και περισσότερα σημεία εισόδου στο νερό, κολυμπήθρες, σπηλιές, κανάλια, μονόπετρα – πολλούς σκάρους στο βυθό, ζεστά και κρύα ρεύματα... Έχω χάσει το λουράκι της μάσκας και τη φοράω ρουφηχτή, μαγιό ποτέ δεν είχα, όσο λιγότερα πράγματα τόσο το καλύτερο· εξάλλου, προσπαθώ να είμαι φυσική και αθόρυβη και μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, κρυφοκοιτώντας με ελπίδα και αγωνία τη στιγμή που ησυχάζει το κύμα, για να δω τη φώκια!
Στο χωριουδάκι Καστρί περπατώ ανάμεσα στα μικρά αγροτόσπιτα, το καλντερίμι με βγάζει σ' ένα μεγάλο κοτέτσι με συρμάτινη πόρτα. Τη σπρώχνω και περνώ, πατώντας στα άχυρα, στη γωνιά που φωλιάζουν οι κότες – με βλέπουν και γουργουρίζουν – μπροστά, τα πατάκια με το στάρι και το καλαμπόκι τους, αφήνουν μαζί με το ζεστό πούπουλο, μια τρυφερή μυρωδιά που μου θυμίζει τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Κρήτη. Ζωντανεύουν οι εικόνες της θείας και της γιαγιάς με την ποδιά γεμάτη αμύγδαλα να τρέχουν πάνω κάτω στα ζωντανά, στις αυλές, στην κουζίνα, με τις χαρούμενες φλυαρίες τους ανακατεμένες με τις δουλειές του σπιτιού, τα κακαρίσματα της κότας και τις χαιρετούρες των γειτόνων πίσω από τα φρεσκοβαμμένα κάγκελα.
Το βράδυ απ' το ταβερνάκι που κρέμεται μαζί με τα τραπεζάκια του και τα λουλούδια του, πάνω απ΄ το μαύρο νερό με την ασημένια γραμμή του φεγγαρόφωτος, χαζεύω το διαφορετικό κάθε φορά σχήμα του φεγγαριού ώς την πανσέληνο. Το σύμπαν κάθε μέρα αλλάζει: τα μεγέθη, τα σχήματα, μόνο η ζωή μας φαίνεται να μένει ίδια, σαν αυτό το φως του φεγγαριού πάνω στο νερό, μια καλά χαραγμένη λαμπερή γραμμή, που χάνεται στο τέλος στο σκοτάδι. Την ώρα που η κ. Μαρία μού κάνει το λογαριασμό, με ρωτάει για τον Καζαντζάκη – τον διαβάζει και ο γιος της, αλλά θέλει εγώ να της γράψω τα βιβλία του με τη σειρά, ποιο να διαβάσει πρώτο. Προσπαθώ με δυο λέξεις να της πω τα νοήματα, ελευθερία – ούτε ελευθερία – λύτρωση – πέρα από τη λύτρωση – η πάλη με το Θεό – η ζωή – η ομορφιά – η ανδρεία. Της λέω να διαβάσει πρώτα τον Καπετάν Μιχάλη, τον αγώνα της σκλαβωμένης Κρήτης, αγώνας με τον Τούρκο, αγώνας με τον έρωτα για τη γυναίκα του Τούρκου – το σκοτωμό της Τουρκάλας από τον καπετάν Μιχάλη, το σκοτωμό του καπετάν Μιχάλη, πατέρα του Καζαντζάκη.
Παλεύω κι εγώ τις τελευταίες εικόνες της Αθήνας, τις μικροπρεπείς επιθυμίες του πολιτισμένου ανθρώπου, να καθαρίσουνε, να θριαμβεύσει το νησιώτικο καλοκαίρι, αγνό, ξεπλυμένο απ' το πέλαγος, με τη μυρωδιά των φυκιών και τη λάμψη των άστρων.
Ελίνα Τερζάκη