Ένας θίασος στο νησί των λεπρών
Ο μοναδικός θεατρίνος και το μοναδικό θεατρικό μπουλούκι
που έσπασε το φράγμα του φόβου
κι έστησε σκηνή στη Σπιναλόγκα
Ήταν ο άνθρωπος των μπουλουκιών. Γύριζε την Κρήτη χωριό με χωριό κι έδινε παραστάσεις. Τον λέγανε Μανώλη Γεωργιτσάκη, αλλά όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι Μονάντερος (προσεχώς θα ανεβάσω άρθρο για τη θεατρική του πορεία).
Σε μια από τις συζητήσεις με τον Μανώλη Γεωργιτσάκη τον άκουσα να μιλά για κάποιες παραστάσεις που είχε δώσει στη Σπιναλόγκα. Ξαφνιάστηκα. Ήξερα πως η Σπιναλόγκα διέθετε κινηματογράφο. Από τα χρόνια του Μεσοπολέμου είχανε στήσει μια μηχανή προβολής στο λεπρονήσι· όπως έλεγαν τότε, ήθελαν να απαλύνουν τον πόνο των απόκληρων της ζωής, των απομονωμένων χανσενικών και να τους προσφέρουν δωρεάν διασκέδαση. Δεν μπορούσα να φανταστώ, όμως, πως υπήρχε και θίασος που είχε τολμήσει να στήσει θεατρική σκηνή στο νησί. Του ζήτησα να μου πει περισσότερα:
- Είχα ανεβάσει ένα καινούργιο έργο, τη Λύσσα κι έκανα περιοδεία στον Άγιο Νικόλαο, πήγα στην Κριτσά, στην Ελούντα, σε όλα τα μεγάλα χωριά. Όταν ήμουν στην Ελούντα ήρθε κάποιος και με βρήκε· «θες να πας και απέναντι, στο νησί; Οι άνθρωποι εκεί είναι ξεκομμένοι από τον κόσμο, θα χαρούν πολύ αν πας να δώσεις εκεί μια παράσταση».
Πήρε παράμερα κάποιον γέροντα Ελουδιανό, ζήτησε να του πει λεπτομέρειες για τους αρρώστους. «Μαύρο χάλι» του απάντησε, «καλύτερα να μην τολμήσεις να πας. Αυτό που θα δεις δεν θα σε αφήσει να κοιμηθείς για πολύ καιρό. Παραμορφωμένοι, τυφλοί, κουτσούρια τους έχει κάμει η αρρώστια».
Δεν ήταν εύκολο να μεταβεί κανείς στο λεπρονήσι. Οι κανονισμοί δεν επέτρεπαν τις επισκέψεις των ξένων. Μόνο συγγενείς μπορούσαν να περάσουν την ενετική πόρτα που οδηγούσε από τον έξω κόσμο στο κολαστήρι της απομόνωσης και της σιωπής. Για να πάει ο θίασος χρειάζονταν διατυπώσεις. Έπρεπε να ενημερωθεί ο Νομίατρος. Εκείνος θα έκρινε αν έπρεπε να δώσει την άδεια.
-Έχεις ψυχή;
Λίγη ώρα μετά ο Μανωλάκης βρισκόταν δίπλα στον γιατρό Γραμματικάκη.
- Έχεις ψυχή να πας εκεί;
- Έχω! Ό,τι και να δω θα το αντέξω. Θα πάω.
Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Ήρθε ο βαρκάρης (ο Νικολής ο Σφυράκης, ο άνθρωπος που μετέφερε τους καινούργιους λεπρούς στον τόπο της αμετάκλητης καταδίκης τους), έβαλε μπροστά τη βάρκα, φόρτωσαν τις βαλίτσες με τα σκηνικά και τα κοστούμια, ξεκίνησαν. Στο δρόμο ο Μανωλάκης προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στο θίασο· «ό,τι και να δείτε, θα το αντέξετε. Θα κάνετε πως δεν βλέπετε. Κι όποιος θέλει να κλάψει, ας κλάψει μετά...».
Πλησίασε η βάρκα, κατέβηκαν οι λεπροί στην προκυμαία, εκεί που έδεναν τα πλεούμενα. Κάθε που έφτανε βάρκα στο νησί, έκαναν το ίδιο. Μαζεύονταν και κοίταζαν αν είχε καταφτάσει κάποιος καινούργιος κατάδικος, αν είχαν φέρει φρούτα και άλλα τρόφιμα οι κάτοικοι των κοντινών χωριών.
- Έκαμα ένα βήμα μπροστά και δυο πίσω. Δεν τολμούσα να βγω από τη βάρκα. Τι να δω; Μύτες κομμένες, μούρες χαρακωμένες. Έκαμα κουράγιο, έδωσα πήδο και βγήκα. Δίπλα στην πόρτα στεκόταν ένα γεροντάκι. Χαμογέλασα και τον πλησίασα· «ώρα καλή, είντα κάνετε;». Του έδωσα το χέρι για χαιρετισμό, αλλά αυτός δεν μου έδωσε το δικό του. Ο γιατρός τους απαγόρευε να χαιρετούν για να μην κολλήσουν στους άλλους την ασθένεια.
Κανένας δεν τον χαιρέτησε με χειραψία εκείνη τη μέρα. Αλλά κι ο ίδιος παραδεχόταν πως δεν ήξερε. Τίποτα δεν ήξερε για τη λέπρα. Κι όταν δεν ξέρεις κάτι, δεν το φοβάσαι.
Τον καλοδέχτηκαν. Οι περισσότεροι δεν είχαν ξαναδεί θέατρο, δεν ήξεραν καν τι ήταν. Το μπουλούκι του Μονάντερου έκαμε βόλτα στο νησί, πέρασαν τη μεγάλη στοά, μπήκαν στα καφενεία, αλλά δεν τους άφησε ο καφετζής να πιουν ούτε καφέ. Απαγορευόταν. Τα καφενεία ήταν μόνο για λεπρούς. Στο ένα καθόταν ένα γεράκος Κρητικός με βράκες. Μόλις είδε τον θίασο πήρε το λυράκι του, κάθισε σε μιαν άκρη κι άρχισε να παίζει. Κι έλεγε ο Μανώλης πως ο λεπρός καφετζής ήταν πολύ καλός μερακλής. Καλός λυράρης· «κρίμα που δεν μπορούσε να βγει στον έξω κόσμο γιατί θα έβανε γυαλιά σε πολλούς απ' αυτούς που γραντζουνούσαν τη λύρα αλλά δεν ήξεραν να παίζουν».
Στήθηκε η σκηνή, μαζεύτηκαν οι θεατές, ήταν έτοιμη ν' αρχίσει η παράσταση. Όλο το νησί ήταν εκεί. Μόνο εκείνοι που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν δεν είχαν πάει, οι βαριάρωστοι.
Κωμωδία ή δράμα;
Κάθε φορά που αφηγούνταν ο Μανωλάκης την ιστορία, έβγαζε το μαντήλι και σκούπιζε τα δάκρυα.
- Μόλις άνοιξε η αυλαία, μ' έπιασε ρίγος. Αυτά που είχα δει προηγουμένως δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' αυτά που έβλεπα εκείνη την ώρα. Ήταν τρομερό, δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι, αλλά βρήκα και πάλι κουράγιο. Λέω: «καλησπέρα» κι απαντούν όλοι μαζί. «Τι θέλετε να σας παίξω παιδιά; Κωμωδία ή δράμα;» Σηκώθηκαν και πάλι όλοι μαζί. «Όχι δράμα, όχι, μας φτάνει το δικό μας, να μας παίξεις κωμωδία». Έβαλα το δυνατά μου, ήταν ωραία η παράσταση, πατούσα στη σκηνή. Δεν σταμάτησαν να χειροκροτούν. Ήθελαν κι άλλο. Κι άλλο. Θυμήθηκα μερικά ανέκδοτα, τα είπα, τραγούδησα και χόρεψα πάνω στη σκηνή. Έγινε ξεφάντωμα στο νησί. Οι λεπροί δεν σταμάτησαν να μου στέλνουν φιλιά. «Πατέρα!» φώναζαν. Χειροκροτούσαν δυνατά, έλεγα πως θ' ακούγονταν από την Ελούντα τα κρουταλάκια τους.
Οι θεατρίνοι μάζεψαν τη σκηνή, φύλαξαν τα σκηνικά και τα κοστούμια, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Και τότε κατάλαβε ο Μανώλης ότι οι λεπροί τον είχαν περικυκλώσει. Βρισκόταν μέσα σ' έναν κύκλο και δεκάδες ζευγάρια μάτια τον κοίταζαν. Χωρίς να χάσει το κουράγιο του, έπιασε κουβέντα μαζί τους.
- Τους ρώτησα αν ζούσαν καλά και είπαν πως τα κατάφερναν. Αλλά τους έλειπαν πολλά πράματα. Ακόμη και γάζες δεν είχαν.
Την ώρα που προχωρούσε στο δρόμο κι ετοιμαζόταν να μπει στη βάρκα, άκουσε μια γυναικεία φωνή πίσω του. «Μανώλη, Μανώλη»...
- Σταμάτησα και κοίταξα. Ήταν μια κοπέλα τυλιγμένη σε μεγάλο μαντήλι. Μου λέει: «Μανώλη, δεν με θυμάσαι; Δεν με γνωρίζεις έτσι που με κατάντησε η αρρώστια; Η τάδε είμαι, η γειτόνισσά σου». Χρόνια είχα να τη δω τη γειτονοπούλα, μα δεν είχα φανταστεί πως θα την έβρισκα εδώ. Βάλαμε κι οι δυο τα κλάματα. Μου παράγγειλε να πω χαιρετίσματα στο σπίτι της και με παρακάλεσε να ξαναπάω· «αν ήξερες τι χαρά και τι κουράγιο μας έδωσες απόψε θα ερχόσουν πιο συχνά».
Με τον Μονάντερο στη Σπιναλόγκα
Στη φωτογραφία: Ο Μανώλης με τους φίλους μου Χρήστο Χριστοδούλου και Κυριάκο Γεωργίου, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στη Σπιναλόγκα.
Μια Κυριακή του Φλεβάρη του 1987 βρεθήκαμε να περπατούμε μαζί στον ξερόβραχο των λεπρών. Στο ένα του χέρι κρατούσε, όπως πάντα, το σπρέι για τα χρόνια αναπνευστικά προβλήματα που τον βασάνιζαν. Κάθε πέτρα, κάθε πόρτα στον δρόμο της αγοράς, ήταν κι ένας σταθμός για τον γέροντα θεατρίνο· «εδώ στεκόταν ένας νεαρός, εδώ καθόταν η γειτόνισσά μου. Κι όταν κοίταξε κι είδε τα ρημαγμένα σπίτια, σταμάτησε, σήκωσε τα χέρια ψηλά κι αναφώνησε:
- Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου. Τώρα είναι όμορφα εδώ...
- Όμορφα με τόση εγκατάλειψη; Με τα ετοιμόρροπα σπίτια;
- Αν το έβλεπες τότε το νησί, θα καταλάβαινες.
Σκέφτηκα πως προτιμούσε να βλέπει τα ρημαγμένα σπίτια παρά τους ανθρώπους - ερείπια, μα δεν του το είπα. Ακούμπησε στον βράχο.
- Πόσα δάκρυα τον έχουν ποτίσει. Ώρα να βουλιάξει. να βουλιάξει, να μην ξαναγίνει τέτοιο πράμα στον κόσμο...
Στην άλλη μεριά, δίπλα στο παλιό καφενείο, στέκονταν οι φίλοι μου. Μαζί είχαμε πάει ώς εκεί για να καταγράψομε σε βίντεο τις μνήμες του μοναδικού ανθρώπου που τόλμησε, σε καιρούς φοβερών προκαταλήψεων και αξεπέραστου φόβου, να στήσει τη σκηνή του θεάτρου και να κάμει τα χείλη των αρρώστων να γελάσουν.
Αυτή ήταν η πρώτη του επίσκεψη. Ακολούθησαν κι άλλες. Όποτε τον έβγαζε ο δρόμος στα χωριά του Μεραμπέλλου, ζητούσε την άδεια για μια παράσταση στο νησί των λεπρών.
Ο επίλογος...
Δυο καλοί φίλοι του Γεωργιτσάκη τον είχαν συνοδέψει στη Σπιναλόγκα. Ο Νίκος Λαΐδης και ο Σταύρος Γεωργιάδης. Ήταν η σχεδόν καθημερινή παρέα του. Τους αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Η επίσκεψη στο νησί ήταν μια καταπληκτική εμπειρία για όλους μας. Για μένα και την οικογένεια που με συνόδευε (ακόμη και η Έφη που ήταν ακόμη νήπιο τη θυμάται...), για τον Σταύρο και τον Νίκο, μα και για τους καλούς συνάδελφους και φίλους αγαπημένους, τον Χρήστο Χριστοδούλου και τον Κυριάκο Γεωργίου. Εκείνο τον καιρό συνεργαζόμασταν στην παραγωγή πολιτιστικών ταινιών που φιλοδοξούσαν να αναδείξουν το άλλο πρόσωπο της Κρήτης. Κάμποσες δεκάδες ντοκιμαντέρ, σκηνοθετημένα από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της νέας γενιάς, ήταν ο καρπός αυτής της συνεργασίας. Σε ένα από αυτά αναβιώνουν οι μνήμες της Σπιναλόγκας. Μιλά ο (κατάκοιτος πλέον) βαρκάρης, η δασκάλα και άλλοι. Μα η πιο σημαντική μαρτυρία ήταν εκείνη του Μανωλάκη. Του Μανωλάκη του Μονάντερου...
Και μια λεπτομέρεια: μετά τη βόλτα και τα γυρίσματα, ο παλιός ηθοποιός κατέρρευσε από τη συγκίνηση. Ποτέ του δεν είχε φανταστεί πως θα βρισκόταν ξανά στη Σπιναλόγκα. Αντί να επιστρέψει στο σπίτι του, οδηγήθηκε κατ' ευθείαν στο Νοσοκομείο, όπου και έμεινε για δυο-τρεις ημέρες. Μόλις επέστρεψε στο Ηράκλειο ήρθε πάλι και μας βρήκε... Αν θυμάμαι καλά, ήταν κι ο Σταύρος ο Γεωργιάδης μαζί. Κι οι καλοί μου συνάδελφοι Στέλιος Μαλτεζάκης και Αντωνία Κουτσάκη.
- Θέλω να πάω ξανά στη Σπιναλόγκα, είπε. Θα με πάτε; Θα πάω να παίξω μόνος μου μια παράσταση, ένα δράμα, χωρίς θεατές. Αυτή θέλω να είναι η τελευταία παράσταση της ζωής μου...
Κείμενο - φωτογραφίες: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΥΠΕΡ Χ, τεύχος 70, Καλοκαίρι 2014).
http://www.karmanor.gr