ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ
Τον Μάνο Χατζιδάκι, τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο ξενοδοχείο "Galaxy" στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήμουν 8-9 χρονών τότε. Με είχε στείλει μαζί με τη μητέρα μου, η θεία της, σύζυγος του τότε δημάρχου Ηρακλείου, που συνδιοργάνωνε με τον Χατζιδάκι το οραματικό του τότε φεστιβάλ«Μουσικός Αύγουστος». Ήθελε η θεία μου, να με ακούσει ο Χατζιδάκις να παίζω κιθάρα.
Παράξενο παιδάκι τότε εγώ, περνούσα τον περισσότερο χρόνο της ημέρας μου ανάμεσα στα βιβλία της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, τις χορδές της κιθάρας μου και τη ζωγραφική. Μιας εντελώς αυτοσχέδιας βυζαντινής ζωγραφικής που «βασάνιζε» με εικόνες από τη ζωή του Χριστού, τους τοίχους και την ξύλινη πόρτα της κουζίνας της γιαγιάς μου Δέσποινας.
Θυμάμαι πως από το προηγούμενο βράδυ της συνάντησής μου με τον Χατζιδάκι, με προβλημάτιζε τι θα έπρεπε να φορέσω. Τελικά κατέληξα στην στολή της παρέλασης. Κοντό μπλε παντελονάκι και λευκό πουκάμισο με γραβάτα. Χωρίστρα στη μέση και κολώνια λεβάντα''Μυρτώ''. Η μητέρα μου, με περίμενε στην υποδοχή του ξενοδοχείου. Ανέβηκα με τα πόδια στον 1ο όροφο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να παίξω με ιδρωμένα χέρια την κιθάρά μου. Δεν είχα κάπου να τα σκουπίσω. Έξω από την πόρτα του δωματίου του, αφήνω κάτω την κιθάρα και τα σκουπίζω πάνω στο παντελονάκι της παρέλασης. Χτυπάω την πόρτα. Μου ανοίγει κι είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω από την αγωνία, τα χέρια μου έχουν πάλι ιδρώσει. Δεν θα μπορώ να παίξω καλά το κομμάτι μου. Θα απογοητεύσω τον κύριο Χατζιδάκι. «Καλώς τον συνονόματο. Πέγασε μέσα.» Αφήνει μισάνοικτη την πόρτα του δωματίου και με βάζει να καθίσω στην καρέκλα που έχει τοποθετήσει πλάτη στην ανοικτή μπαλκονόπορτα. Αυτός κάθεται στην άκρη του κρεβατιού απέναντι μου. -«Έχω μάθει πως παίζεις την καλλίτεγη κιθάγα του Ηγακλείου. Τί θα μου παίξεις λοιπόν;»
-“Bach.” απαντάω σχεδόν έτοιμος να λιποθυμήσω.
-«Μεταγαφή για κιθάγα;» με ρωτάει; Κι εκεί αρχίζω να κοκκινίζω. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς μου λέει. Τί είναι το «μεταγαφή για κιθάγα»;Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά κι αρχίζω να παίζω το κομμάτι μου.
Μόλις τελειώνω μένω για μερικά δευτερόλεπτα με το κεφάλι κατεβασμένο. Κοιτάζω την κιθάρα μου. Έχω αποτύχει. Έχω αποτύχει. Δεν έχω απαντήσει στην ερώτηση που μου έχει κάνει κι έχω αποτύχει. Δεν ξέρω τι σημαίνει « μεταγραφή για κιθάρα».Σηκώνω το βλέμα μου και τον βλέπω δακρυσμένο. -«Μπγάβο Μάνο!» Σκάω τότε το πρώτο χαμόγελο. Σηκώνεται και με πιάνει από τον ώμο.
-«Είσθε επαγγελματίας κύγιε μου! Είσθε από σήμεγα συνάδεγφός μου. Είναι κάτω η μητέγα σας; »
-«Ναι, με περιμένει.» απαντάω.
-«Σηκωθείτε. Πάμε να της μιλήσω. Να σας κεγάσω μια πογτοκαλάδα.» Φυλάσσω την κιθάρα μου στη θήκη της και κατεβαίνουμε κάτω στη μητέρα μου.
Την συγχαίρει και προσφέρεται να μας κεράσει μια πορτοκαλάδα στην Όαση. Σε όλη τη διαδρομή, της μιλάει για τον τρόπο που έπαιξα και πως πρέπει να με ενθαρρύνει προς την κατεύθυνση του μουσικού. Η μητέρα μου ακούει περήφανη (;). Του λέει πως μου αρέσει νομίζει περισσότερο η ζωγραφική. Αυτή όμως θέλει να γίνω δικηγόρος. Και να κάνω και τα άλλα «καλλιτεχνικά» παράλληλα.Φτάνουμε στην Όαση. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι. Μιλάει με την μητέρα μου για το νησί. Για τη δική του μητέρα. Μας προσκαλεί στο σπίτι του όταν ανέβουμε ξανά στην Αθήνα. Μετά από λίγο, στην παρέα προστίθεται η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασσέν. Μου είναι άγνωστοι. -«Μελίνα, να σου συστήσω έναν νέο συνάδελφό.» της λέει. Σηκώνομαι και της δίνω το χέρι. Η Μελίνα μου ζητάει να καθίσω στην ποδιά της. Μου χαϊδεύει τα ξανθά μαλλιά. « Κρητικός είσαι βρε εσύ ή Γερμαναράς;». Κοκκινίζω. Η ώρα περνάει και πρέπει να μπουν μέσα στο Κηποθέατρο για πρόβα.
Ο Χατζιδάκις φεύγοντας μου δίνει το χέρι.
-«Σε πεγιμένω στην Αθήνα, κύγιε συνάδεγφε.»
-«Θα έρθουμε." του απαντάω. Η Μελίνα σκύβει και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Αφήνει το αποτύπωμά της.
Βγάζει από το δάκτυλό της ένα δακτυλίδι και με το χώνει στην τσέπη του παντελονιού της παρέλασης. «Σε παντρεύομαι, Κρητικογερμαναρά μου!» Όλοι γελάνε, εγώ κοκκινίζω, η μαμά μου μου κάνει νεύμα να μην πάρω το δακτυλίδι (όπως κάνει πάντα όταν επισκεπτόμαστε σπίτια φίλων και μου προσφέρουν γλυκό...).Επιστρέφουμε σπίτι. Ετοιμάζομαι να πέσω για ύπνο. Βγάζω το δακτυλίδι από το παντελονάκι, το ακουμπάω πάνω στο γραφείο μου. Και φωνάζω στη μητέρα μου πως...
«Εγώ, θα παντρευτώ τον Μάνο Χατζιδάκι!!!»
..................................................................................
Θυμάμαι πως από το προηγούμενο βράδυ της συνάντησής μου με τον Χατζιδάκι, με προβλημάτιζε τι θα έπρεπε να φορέσω. Τελικά κατέληξα στην στολή της παρέλασης. Κοντό μπλε παντελονάκι και λευκό πουκάμισο με γραβάτα. Χωρίστρα στη μέση και κολώνια λεβάντα''Μυρτώ''. Η μητέρα μου, με περίμενε στην υποδοχή του ξενοδοχείου. Ανέβηκα με τα πόδια στον 1ο όροφο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να παίξω με ιδρωμένα χέρια την κιθάρά μου. Δεν είχα κάπου να τα σκουπίσω. Έξω από την πόρτα του δωματίου του, αφήνω κάτω την κιθάρα και τα σκουπίζω πάνω στο παντελονάκι της παρέλασης. Χτυπάω την πόρτα. Μου ανοίγει κι είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω από την αγωνία, τα χέρια μου έχουν πάλι ιδρώσει. Δεν θα μπορώ να παίξω καλά το κομμάτι μου. Θα απογοητεύσω τον κύριο Χατζιδάκι. «Καλώς τον συνονόματο. Πέγασε μέσα.» Αφήνει μισάνοικτη την πόρτα του δωματίου και με βάζει να καθίσω στην καρέκλα που έχει τοποθετήσει πλάτη στην ανοικτή μπαλκονόπορτα. Αυτός κάθεται στην άκρη του κρεβατιού απέναντι μου. -«Έχω μάθει πως παίζεις την καλλίτεγη κιθάγα του Ηγακλείου. Τί θα μου παίξεις λοιπόν;»
-“Bach.” απαντάω σχεδόν έτοιμος να λιποθυμήσω.
-«Μεταγαφή για κιθάγα;» με ρωτάει; Κι εκεί αρχίζω να κοκκινίζω. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς μου λέει. Τί είναι το «μεταγαφή για κιθάγα»;Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά κι αρχίζω να παίζω το κομμάτι μου.
Μόλις τελειώνω μένω για μερικά δευτερόλεπτα με το κεφάλι κατεβασμένο. Κοιτάζω την κιθάρα μου. Έχω αποτύχει. Έχω αποτύχει. Δεν έχω απαντήσει στην ερώτηση που μου έχει κάνει κι έχω αποτύχει. Δεν ξέρω τι σημαίνει « μεταγραφή για κιθάρα».Σηκώνω το βλέμα μου και τον βλέπω δακρυσμένο. -«Μπγάβο Μάνο!» Σκάω τότε το πρώτο χαμόγελο. Σηκώνεται και με πιάνει από τον ώμο.
-«Είσθε επαγγελματίας κύγιε μου! Είσθε από σήμεγα συνάδεγφός μου. Είναι κάτω η μητέγα σας; »
-«Ναι, με περιμένει.» απαντάω.
-«Σηκωθείτε. Πάμε να της μιλήσω. Να σας κεγάσω μια πογτοκαλάδα.» Φυλάσσω την κιθάρα μου στη θήκη της και κατεβαίνουμε κάτω στη μητέρα μου.
Την συγχαίρει και προσφέρεται να μας κεράσει μια πορτοκαλάδα στην Όαση. Σε όλη τη διαδρομή, της μιλάει για τον τρόπο που έπαιξα και πως πρέπει να με ενθαρρύνει προς την κατεύθυνση του μουσικού. Η μητέρα μου ακούει περήφανη (;). Του λέει πως μου αρέσει νομίζει περισσότερο η ζωγραφική. Αυτή όμως θέλει να γίνω δικηγόρος. Και να κάνω και τα άλλα «καλλιτεχνικά» παράλληλα.Φτάνουμε στην Όαση. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι. Μιλάει με την μητέρα μου για το νησί. Για τη δική του μητέρα. Μας προσκαλεί στο σπίτι του όταν ανέβουμε ξανά στην Αθήνα. Μετά από λίγο, στην παρέα προστίθεται η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασσέν. Μου είναι άγνωστοι. -«Μελίνα, να σου συστήσω έναν νέο συνάδελφό.» της λέει. Σηκώνομαι και της δίνω το χέρι. Η Μελίνα μου ζητάει να καθίσω στην ποδιά της. Μου χαϊδεύει τα ξανθά μαλλιά. « Κρητικός είσαι βρε εσύ ή Γερμαναράς;». Κοκκινίζω. Η ώρα περνάει και πρέπει να μπουν μέσα στο Κηποθέατρο για πρόβα.
Ο Χατζιδάκις φεύγοντας μου δίνει το χέρι.
-«Σε πεγιμένω στην Αθήνα, κύγιε συνάδεγφε.»
-«Θα έρθουμε." του απαντάω. Η Μελίνα σκύβει και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Αφήνει το αποτύπωμά της.
Βγάζει από το δάκτυλό της ένα δακτυλίδι και με το χώνει στην τσέπη του παντελονιού της παρέλασης. «Σε παντρεύομαι, Κρητικογερμαναρά μου!» Όλοι γελάνε, εγώ κοκκινίζω, η μαμά μου μου κάνει νεύμα να μην πάρω το δακτυλίδι (όπως κάνει πάντα όταν επισκεπτόμαστε σπίτια φίλων και μου προσφέρουν γλυκό...).Επιστρέφουμε σπίτι. Ετοιμάζομαι να πέσω για ύπνο. Βγάζω το δακτυλίδι από το παντελονάκι, το ακουμπάω πάνω στο γραφείο μου. Και φωνάζω στη μητέρα μου πως...
«Εγώ, θα παντρευτώ τον Μάνο Χατζιδάκι!!!»
..................................................................................
Το δακτυλίδι της Μελίνας, το κράτησα πάντα μέσα στα μολύβια και τα στυλό μου. Μου το έχασε στην παράσταση «Καθαροί, πια» ο Θάνος Σαμαράς, που του το είχα δανείσει εκείνο το βράδυ, καθώς είχε χάσει και το δικό του και του Χρήστου Λούλη.
Φλέρυ Νταντωνάκη... το πραγματικό της όνομα ήταν Ελευθερία Παπαδαντωνάκη
ΠΗΓΗ - http://www.mediasoup.gr
Φλέρυ Νταντωνάκη... το πραγματικό της όνομα ήταν Ελευθερία Παπαδαντωνάκη
ΠΗΓΗ - http://www.mediasoup.gr