Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής, γεννήθηκε το 760 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Ισαάκ και την Θεοδότη. Σε ηλικία οκτώ ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανατροφής, της διαπαιδαγωγήσεως και της μορφώσεως του υιού της Θεοφάνους.
Ο Όσιος, κατά παράκληση της μητέρα του, νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία την ευσεβή και πλούσια Μεγαλώ. Ο γάμος αυτός, που ήταν αντίθετος για τη μοναχική ζωή που επιθυμούσε ο Όσιος, διαλύθηκε. Η μεν σύζυγος αυτού έγινε μοναχή στη μονή της Πριγκίπου και μετονομάσθηκε Ειρήνη, ο δε Όσιος κατέφυγε, το 781 μ.Χ., σ' ένα μοναστήρι κοντά στο βουνό της Συγριανής, το Πολίχνιο. (Η Συγριανή βρισκόταν είτε στη Μήδεια είτε - το πιθανότερο - στην Μυτιλήνη [ακρωτήρι Σίγρι]).
Από τη μονή αυτή, ως λόγιος και ενάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζί με άλλους ηγουμένους διαπρεπείς, τον ηγούμενο της μονής Σακουδίωνος Πλάτωνα, τους μοναχούς Νικηφόρο και Νικήτα από τη μονή Μηδικίου, το μοναχό Χριστόφορο από τη μονή του Μικρού Αγρού, στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιος, το έτος 787 μ.Χ.
Όταν επέστρεψε, εγκατέστησε ηγούμενο τον μοναχό Στρατήγιο και εκείνος αποσύρθηκε στην απέναντι νήσο Καλώνυμον, όπου ίδρυσε μεγάλη μονή και εκεί, αφού εγκαταβίωσε επί εξαετία, ασχολήθηκε με την καλλιγραφία και τις συγγραφές. Αλλά ατυχώς η υγεία του προσβλήθηκε από οξεία λιθίαση. Σε αυτή την χαλεπή κατάσταση δεν παρέλειψε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όταν προσκλήθηκε υπό του Λέοντος του Αρμενίου (813 - 820 μ.Χ.), ο οποίος προσπάθησε διά του Πατριάρχη Ιωσήφ του εικονομάχου να ελκύσει αυτόν στην αίρεση της εικονομαχίας. Ο Όσιος φυσικά δεν ήταν δυνατό να αποδεχθεί μία τέτοια πρόταση και να προδώσει την Ορθόδοξη πίστη. Έτσι τον έκλεισαν σε σκοτεινό μέρος και στην συνέχεια τον εξόρισαν στη Σαμοθράκη, όπου μετά από είκοσι τρεις ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 815 (ή κατ' άλλους το 818 μ.Χ.). Αργότερα οι μαθητες του μετεκόμισαν τα ιερά λείψανα του το έτος 822 μ.Χ., στη μονή του, όπου ετελείτο η Σύναξη του, όπως και τη Μεγάλη Εκκλησία.