Το
αποκαλούν οροπέδιο Λασιθίου, οροπέδιο ή απλώς Λασίθι. Ολοι οι Κρητικοί
ξέρουν για ποιο μιλούν. Για ένα από τα σπουδαιότερα ορμητήρια
επαναστατών της κρητικής ιστορίας και ένα από τα ελάχιστα θησαυροφυλάκια
σπόρων της Ελλάδας. Καλώς ήρθατε στο μεγαλύτερο μποστάνι της Κρήτης.
«Μεγάλη
έκταση γης, επίπεδη ή κάπως κυματοειδής, που βρίσκεται επάνω σε βουνό»
αναφέρει στο λήμμα «οροπέδιο» το μεγάλο λεξικό του Τριανταφυλλίδη. Και
μετά τελεία! Αυτό είναι όλο; Για πες το αυτό στους Λασιθιώτες για τον
ζωογόνο κήπο τους.
Εδώ
πάνω, στα 800 και κάτι υψόμετρο, παλεύουν τη γη από τότε που θυμούνται
τον εαυτό τους, πραγματοποιώντας τον ίδιο αέναο κύκλο που οι πρόγονοί
τους τους δίδαξαν. Να ανηφορίζουν την άνοιξη στη Δίκτη, να κατηφορίζουν
τον χειμώνα στους γυαλούς. Να οργώνουν, να σκαλίζουν, να σπέρνουν, να
φυτεύουν, να ποτίζουν, να θερίζουν, να συλλέγουν, να λιχνίζουν. Και πάλι
από την αρχή.
Το
Οροπέδιο Λασιθίου είναι το μεγαλύτερο και πλέον καλλιεργημένο οροπέδιο
της Κρήτης και οι άνθρωποί του όχι μόνο συνεχίζουν να το φροντίζουν αλλά
το έχουν αναδείξει σε ένα θησαυροφυλάκιο σπόρων. Οι Λασιθιώτες (έτσι
αποκαλούν τους κατοίκους του Οροπεδίου) έχουν διασώσει τις παραδοσιακές
ποικιλίες τους φυλάσσοντας τους σπόρους τους, όπως παλιά, κάτι που σε
ελάχιστα μέρη της Κρήτης αλλά και της Ελλάδας συμβαίνει, με τη συνεχή
διάδοση των υβριδίων.
Αν
ρωτήσεις τους αγρότες το προϊόν της καλλιέργειας θα πάρεις σχεδόν από
όλους την ίδια απάντηση: «Τα πάντα βάζουμε»! Οσπρια, σιτηρά, κηπευτικά
και κυρίως οι φημισμένες πατάτες καλλιεργούνται σήμερα στο οροπέδιο
Λασιθίου, με παραδοσιακές ή σύγχρονες μεθόδους, για βιοποριστικούς
λόγους ή για την αυτάρκεια των σπιτιών, σε μία έκταση μεγαλύτερη των
25.000 στρεμμάτων.
Η
καλλιέργεια γίνεται το καλοκαίρι καθώς τον χειμώνα, το Οροπέδιο
πλημμυρίζει. Ετσι θα έμενε αν δεν έρχονταν οι Ενετοί τον 15ο αιώνα να
κατασκευάσουν ένα υπερμέγεθες αποστραγγιστικό έργο με τάφρους, τις
αποκαλούμενες Λίνιες, που καθοδηγούν το νερό στον Χώνο στα δυτικά του
οροπεδίου.
Αλλά
ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το Οροπέδιο Λασιθίου
περιτριγυρίζεται από τις κορυφές της Δίκτης, οι οποίες το οχυρώνουν
φυσικά και μοναδικές είσοδοι είναι ο αυχένας Αμπέλου και η θέση Πατέρα
τα Σελιά. Χάρη σε αυτή τη φυσική οχύρωση το οροπέδιο υπήρξε ένα από τα
μεγαλύτερα καταφύγια και ορμητήρια σε όλες τις γνωστές κρητικές
επαναστάσεις.
Οι
θρυλικές εφορμήσεις κατά των Ενετών όμως είναι εκείνες που, παρά τις
καταστροφές που του κόστισαν, το ανέδειξαν, τρόπον τινά, στο μεγαλύτερο
μποστάνι της Ανατολικής Κρήτης!
Οι
Ενετοί για να πατάξουν την Επανάσταση απαγόρευσαν την κατοίκηση και
καλλιέργειά του από το 1293 έως το 1463, όταν όμως οι δικές τους ανάγκες
σε σιτηρά αυξήθηκαν εδώ εγκατέστησαν τον σιτοβολώνα τους και
αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν το έργο το οποίο οι Λασιθιώτες
εκμεταλλεύονται μέχρι σήμερα.
Με σήμα τον ανεμόμυλο
Σήμα-κατατεθέν
του Οροπεδίου είναι οι αντλητικοί ανεμόμυλοι (ανεμαντλίες) η εικόνα των
οποίων έχει χιλιοδιαφημίσει την Κρήτη στα πέρατα του κόσμου, και, μαζί
με το Δικταίο Αντρο, έχει «ανοίξει τον δρόμο» για τους τουρίστες.
Οι
πρώτοι ανεμόμυλοι κατασκευάστηκαν το 1890 από τον ξυλουργό Εμμανουήλ Χ.
Παπαδάκη από το Ψυχρό, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το μελτέμι που εδώ
ξεκινά τον Ιούνιο και σταματά κατά τα τέλη Αυγούστου. Η εφεύρεσή του
εξασφάλισε την εύκολη άντληση του νερού από τη γη (μέχρι τότε γινόταν με
τη μέθοδο του «γερανιού»), ωστόσο οι μύλοι ήταν μονόκαιροι (σταθεροί
προς το Βορρά) και φτιαγμένοι από ξύλο. Την εξέλιξη και μετατροπή τους
στους χαρακτηριστικούς μύλους με τον μεταλλικό πύργο, που βλέπουμε
σήμερα, ολοκλήρωσε ο μαθητής του, ο Στέφανος Μαρκάκης, από το Μαρμακέτω.
Παρότι
συχνά αναφέρεται ότι οι μύλοι έφταναν κάποτε τις 15.000, πρόκειται για
αριθμό που αναφέρεται στους μύλους ολόκληρου του νομού και όχι του
οροπεδίου, οι οποίοι υπολογίζεται ότι στη μεγάλη ακμή τους έφταναν, στην
καλύτερη περίπτωση, τις 5.000.
Σήμερα,
ηλεκτρικά μοτέρ έχουν αναλάβει την άντληση του νερού. Οι ελάχιστοι
ανεμόμυλοι, όμως, που απέμειναν έτυχαν επισκευής και χρηματοδότησης
για... τουριστικούς λόγους! Οι ιδιοκτήτες τους, μάλιστα, υποχρεώνονται
να ανοίγουν τα πανιά τα οποία γύριζαν στο μελτέμι κι ας μην ήταν
συνδεδεμένα με αντλία
Μια αγκαλιά 25.000 στρεμμάτων
Δεκαέξι
χωριά περιτριγυρίζουν το Οροπέδιο: Λαγού, Τζερμιάδο (έδρα του δήμου),
Φαρσάρο, Μαρμακέτω, Μέσα Λασίθι, Μέσα Λασιθάκι, Αγιος Κωνσταντίνος,
Αγιος Γεώργιος, Αβρακόντες, Καμινάκι, Μαγουλάς, Ψυχρό, Πλάτη, Αγιος
Χαράλαμπος, Κάτω Μετόχι και Πινακιανό.
Οι
περισσότεροι κάτοικοί τους είναι φυσικά γεωργοί (η οικονομία της
περιοχής στηρίζεται κατά 90% στην αγροτική καλλιέργεια!) αλλά όλοι
ανεξαιρέτως διατηρούν τουλάχιστον ένα μικρό κομμάτι γης με κηπευτικά για
τις ανάγκες του σπιτιού τους!
Επιπλέον,
εκτός από τα μποστάνια υπάρχουν και τα δέντρα, κυρίως καρυδιές και
μηλιές, ενώ διατηρούν και λίγα αμπέλια από τα οποία παράγεται
καταπληκτικό κρασί. Εξαιρετικά είναι και τα παξιμάδια του οροπεδίου τα
οποία θα βρείτε κυρίως στον Αγιο Γεώργιο, καθώς και τα τυριά τα οποία θα
προμηθευτείτε από το τυροκομείο του Συνεταιρισμού Οροπεδίου στο
Καμινάκι ή τους βοσκούς.
Παλιά
καφενεία που χρόνο με τον χρόνο αδειάζουν αλλά συνεχίζουν να ανοίγουν
καθημερινά και κλασικά παντοπωλεία που αρνούνται να μειώσουν τα προϊόντα
τους στα ράφια ολοκληρώνουν τον μικρόκοσμο του Οροπεδίου με τους
φιλόξενους, γλυκείς και δουλευταράδες ανθρώπους, που εκτός από τους
σπόρους τους διαφυλάσσουν και πολλά από τα έθιμά τους.
Ο
κεντρικός δρόμος που περιζώνει το οροπέδιο περνά μέσα από τα
περισσότερα χωριά, στους κεντρικούς δρόμους των οποίων παρατάσσονται
συχνά αρκετά τουριστικά μαγαζιά, καφετέριες και ταβερνάκια (με
ομολογουμένως εξαιρετικό φαγητό)· η «άνοδος των τουριστών» που έκανε την
εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια έχει αλλοιώσει τη «βιτρίνα» και όχι
την ταυτότητά τους.
Ο
μεγαλύτερος πόλος έλξης, εκτός από τους ανεμόμυλους, είναι το
εντυπωσιακό Δικταίο Αντρο που διεκδικεί από τον Ψηλορείτη τη γέννηση του
Δία (λίγο έξω από το Ψυχρό). Κοντά στο Τζερμιάδο, την έδρα του δήμου,
όμως βρίσκεται άλλο ένα σπήλαιο, το Κρόνιο, ή της Τράπεζας.
Παλεύοντας τη γη
«Η
πύλη του ουρανού είναι το Οροπέδιο» λέει ο 76χρονος κ. Ιωάννης Φαρσάρης
που φυτεύει «τα πάντα» στα 80 στρέμματά του αλλά συμπληρώνει: «Είμαστε
απροστάτευτοι από κάθε πλευρά και κυρίως από τους βοσκούς!»
αναδεικνύοντας το γνωστό και αιώνιο «πόλεμο» μεταξύ γεωργών και βοσκών.
Η
φεγγαροπρόσωπη κυρία Γεωργία Σωμαρά από το Μέσα Λασίθι εντοπίζει άλλο
«αγκάθι» της περιοχής, τις κλοπές που έχουν παρατηρηθεί στα μποστάνια
τους από τους κατοίκους των πόλεων! «Μας έχουν αναγκάσει να περιφράξουμε
τα χωράφια μας!» λέει και στρέφει το βλέμμα της στις φακές της.
Η
Σοφία και η Ευαγγελία Φαρσάρη από την άλλη βάζουν κουκιά, τα λεγόμενα
μισιριωτάκια, μια ξεχασμένη ποικιλία του Νότιου Ρεθύμνου, και μας
χαρίζουν μία ξεχασμένη εικόνα μίας ακόμη πιο ξεχασμένης πρακτικής, του
λιχνίσματος.
Ομως,
στο οροπέδιο δεν παλεύουν με τη γη μόνο ηλικιωμένοι, ίσα ίσα, πολλοί
νέοι, και μαζί τους αρκετοί αλλοδαποί, διατηρούν τα χωράφια ζωντανά.
Μεταξύ τους ο 18χρονος Ορέστης Καρύδης από το Μέσα Λασίθι στο οποίο όμως
«μόνο εγώ κι ο αδερφός μου είμαστε. Ολοι οι άλλοι είναι πάνω από 70» η
οικογένεια του οποίου φυτεύει «τα πάντα» αλλά για το σπίτι και όχι για
βιοπορισμό.
Ο
35χρονος Γιάννης Γραμματικάκης από τον Αγιο Γεώργιο, από την άλλη,
καλλιεργεί κυρίως ρεβίθια με τα οποία προμηθεύει έναν φούρνο στο
Ηράκλειο. Ο φούρναρης, όπως μας λέει, περηφανεύεται για την ποιότητά
τους καθώς εκεί που χρησιμοποιεί μια χούφτα από αυτά για να φτιάξει τη
μαγιά του θα χρειαζόταν 1 σακί τούρκικα. Ο Γιάννης αναζήτησε μια
καλύτερη ζωή στις πόλεις, ωστόσο γρήγορα κατάλαβε πως στο οροπέδιο
«παρότι βγάζεις πολύ λιγότερα χρήματα έχεις καλύτερη ποιότητα ζωής».
Ο
Μανώλης και ο Γιώργος Πετράκης από τον Μαγουλά, στα 21 και 22 τους
χρόνια, είναι το τρανταχτό παράδειγμα της συνέχειας της καλλιέργειας του
Οροπεδίου. Τους πετύχαμε στο χωράφι τους με το τρακτέρ να μαζεύουν την
ταγή, την οποία έπειτα άλλα γεωργικά μηχανήματα θα μπαλιάσουν, κι όλα
αυτά εύκολα και γρήγορα κατά πώς προστάζουν οι σύγχρονοι καιροί.
Καθώς τους
αποχαιρετούμε μια απρόσμενη εικόνα τραβά το βλέμμα μας στο διπλανό
χωράφι· ο καμπουριασμένος γέροντας Νικολής Λαδωμένος κάνει ακριβώς την
ίδια εργασία με αυτούς. Κρατά τσουγκράνα όμως...