Δρ Κώστας Δ. Οικονομάκης, Τακτικός Ερευνητής
Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελαίας Χανίων
Σα βγεις στον πηγαιμό για τις Σίσσες και να’ ναι πρωινό καλοκαιριού θα συναντήσεις σε μικρές ομάδες ανθρώπους στη σειρά με μια “βούργια”στην πλάτη κι’ ένα παράξενο εργαλείο στον ώμο, σα σφουγγαρίστρα με μακριές ουρές, να κατευθύνονται στα μέρη του Μπαλί και να φτάνουν μέχρι το Πάνορμο…Είναι οι “αλαδανάρηδες”! Φυσιογνωμίες τραχιές, πρόσωπα αυλακωμένα, κορμιά λιπόσαρκα και σβέλτα που ανηφορίζουν στις πλαγιές για να μαζέψουν τον “αλάδανο” από νωρίς το πρωί μέχρι το απόγευμα, όσο
αντέχουν, κάτω από τις πυρωμένες ακτίνες ενός ήλιου
ανελέητου με τον ιδρώτα τους να ποτίζει το χώμα που φυτρώνουν οι αγκίσαροι ή λαδανιές όπως ονομάζουν αυτούς τους θάμνους σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Έτσι τους γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν νεαρός διορίστηκα στη Διεύθυνση Γεωργίας Ρεθύμνης και τοποθετήθηκα στο “Γραφείον Γεωργικής Αναπτύξεως Περάματος Μυλοποτάμου” ως γεωπόνος Γεωργικών Εφαρμογών με όνειρα και στόχο να αλλάξω την όψη της μισής επαρχίας Μυλοπόταμου, …που μου ανήκε διοικητικά, και μοναδικό εφόδιο την άγνοιά μου…
Για να είμαι ειλικρινής, πριν συναντήσω τυχαία στο δρόμο τους “αλαδανάρηδες” είχα μια πρώτη πληροφόρηση περί “αλαδάνου” από τον Μανόλη, ο οποίος ως εστιάτορας δεν είχε αναλάβει μόνο τα της διατροφής μου, αλλά λόγω ιδιαιτέρας συμπαθείας επεχείρησε να με αποκαταστήσει και οικογενειακά προξενεύοντάς μου νεανίδα εκ Σισσών, η οποία είχε σεβαστή προίκα ανερχόμενη εις 1000 οκάδας “αλαδάνου” όπως με πληροφόρησε ο ματαιοπονών
προξενητής. Εις το αυθόρμητον ερώτημα μου “τι είναι Μανόλη ο αλάδανος;” ο Μανόλης γούρλωσε τους ευμεγέθεις οφθαλμούς του, σούφρωσε τα επιμελώς κεκρυμμένα υπό τον αρειμάνιο μύστακα χείλη του και μου είπε επιτιμητικά με εμφανώς παλλόμενο εκ συγκινήσεως τον προτεταμένον του στόμαχον “ίντα γεωπόνος είσαι του λόγου σου που δεν κατέχεις τον αλάδανο”. Περιττό να σας αναφέρω ότι εκείνη τη στιγμή ένοιωσα να καταρρέει ως χάρτινος πύργος η επιστημονική πυραμίς την οποία επί 5 συναπτά έτη
οικοδόμησα στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Να μη γνωρίζω τον αλάδανο, έναν τόσο πολύτιμο προϊόν που θεωρείται ως και προικώον περιουσιακόν στοιχείον; Πώς ήταν δυνατόν να αγνοεί η επιστημονική κοινότης ένα τόσο σημαντικό για το γεωργικό εισόδημα παράγοντα; Γιατί ήμουν σίγουρος ότι τη λέξη αλάδανος δεν την είχα ακούσει σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου αν και ήμουν τακτικός θαμώνας των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Και πώς θα μπορούσα να αποκαταστήσω την, λόγω… αλαδάνου, απώλεια της υπολήψεως που μέχρι προ ολίγων λεπτών έτρεφε
ο Μανόλης ως προς την επιστημονική μου κατάρτιση; Ξαφνικά ο βραχυπρόθεσμος και μοναδικός σκοπός της ζωής μου έγινε η άμεση ενημέρωση και επιστημονική εντρύφησή μου στα περί αλαδάνου και η έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας στον Μανόλη ο οποίος με τη μεγαλοψυχία που τον διέκρινε ήλπιζα ότι θα αποκαθιστούσε τη “χαμένη τιμή μου”. Με την πρώτη μου επίσκεψη στο πατρικό μου σπίτι στα Χανιά, το επόμενο Σαββατοκύριακο, αφιέρωσα ώρες ατέλειωτες στις αναζητήσεις μου ξεκινώντας από το
εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ελευθερουδάκη και σε κάθε
διαθέσιμο έντυπο που θα μπορούσε να περιέχει σχετικές πληροφορίες.
Στο λήμμα “αλάδανος” δεν υπήρχε αναφορά, όμως για το “λάδανον” έγραφε: “κομμεορητινώδης ουσία εκκρινομένη εκ των δένδρων (sic) του είδους κίστος ο κρητικός ή του λαδανοφόρου, υπό μορφήν φαιομελαίνης μάζης βαλσαμώδους οσμής, ήτις δ’ ανεγράφετο άλλοτε ως διεγερτικόν: το λάδανον δέον να μη συγχέηται προς το λαύδανον” και συνέχιζε περιγράφοντας τον τρόπο συγκομιδής “εν Κύπρω και Κρήτη και τισι άλλες χώραις της Μεσογείου”, αλλά
δε θα καταχραστώ της υπομονής σας αντιγράφοντας το σχετικό εδάφιο, όμως εκείνο που μου διέγειρε τη φαντασία ήταν το αναγραφόμενο ότι όλη η παραγωγή από την Κρήτη και την Κύπρο στελνόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από όπου τη διοχέτευαν στο Σουδάν για “αντιλοιμική και μυρεψική χρήση”… (Σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθης και να μάθης απ’ τους σπουδασμένους…)
Εδώ λοιπόν έχουμε τη “μαγεμένη ανατολή” να κρέμεται από τους αλαδανάρηδες του Μυλοπόταμου για την προστασία της από την πανούκλα. Το παραμύθι είχε αρχίσει να με συνεπαίρνει για τα καλά αν και δε φανταζόμουνα ότι το ταξίδι θα διαρκούσε τόσο πολύ, …δεν έχει ακόμα τελειώσει μέχρι σήμερα (Αλλά μη βιάζης το ταξίδι διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια ν’ αράξης στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο…).
Επιστρέφοντας στην έδρα μου, το Πέραμα, το πρωί της
Δευτέρας, εναγωνίως περίμενα να έλθει το μεσημέρι, ώστε προφασιζόμενος εστίαση μεταβώ εις το εστιατόριο και παρουσιάσω στον Μανόλη τις γνώσεις που αποκόμισα περί αλαδάνου και επιτύχω σε κάποιο βαθμό την επιστημονική μου αποκατάσταση. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι θα πάρω για γεύμα και ενώ μου εκθείαζε τα φασολάκια που μόλις είχε κατεβάσει από τη φωτιά η γυναίκα του, εγώ του είχα αραδιάσει εν “ριπή οφθαλμού” όλα όσα είχα αποστηθίσει περί αλαδάνου με σκοπό να τον κεραυνοβολήσω με τις γνώσεις μου. Ο Μανόλης με άκουσεανέκφραστος,
σκούπισε με τα χέρια την ποδιά του και μου είπε με αφοπλιστική απλότητα “αυτά τα λένε τα βιβλία, άμα θέλεις να μάθεις για τον αλάδανο να πας στσι Σίσσες να κουβεδιάσεις με τσ’ αλαδανάρηδες. Να σου φέρω τα φασολάκια;”.
Στις Σίσσες πήγα όχι μία αλλά πολλές φορές τα τελευταία 30 χρόνια και κουβέδιασα με αλαδανάρηδες και είχα την τύχη και την τιμή να γνωρίσω και να κουβεδιάσω με τον πιο παλιό απ’ αυτούς, τον γλυκύτατο Γεώργιο Τσικαλά ή Μπενάκη, ένα σοφό γέροντα που χειριζόταν την ελληνική γλώσσα με τρόπο που θα ζήλευαν πολλοί διαθέτοντες πανεπιστημιακά διπλώματα και τίτλους. Ο Μπενάκης δεν είχε
πάει καθόλου στο σχολειό “είχαμε τοτεσας τσοι Τούρκους και δεν υπήρχε ελληνικό σκολειό στην περιφέρεια μας.
Εγώ έμαθα γράμματα αμοναχός μου και πήγαινα στην
εκκλησία και διάβαζα στο ψαλτήρι, ετσά έμαθα να γράφω και να διαβάζω και έγινα και ψάλτης. Εμένα μούμαθε να μαζώνω τον αλάδανο ένας Τούρκος όντεν ήμουνα 12 χρονώ που του τονε πήγαινα με το μουλάρι στο Ηράκλειο και τον αγόραζε. Έτσι έγινααλαδανάρης”. Την κρητική διάλεκτο χρησιμοποιούσε ο Μπενάκης στις κουβέντες του καμαρώνοντας για την καταγωγή του, όμως δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί εκπληκτικά σωστά λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας για να εκφράσει τις σκέψεις και τις απόψεις του για ο,τιδήποτε είχε κοινωνικό ενδιαφέρον. Μέχρι και ετυμολογικές παρατηρήσεις επιχειρούσε με τεκμηριωμένη
και αρκούντως πειστική προσέγγιση. “Εμείς το φυτό που βγάνει τον αλάδανο το λέμε αλαδανιά, εσείς στα Χανιά το λέτε αγκίσαρο και αυτό είναι πιο σωστό γιατί παλιά απού δεν είχαν οι νοικοκυρές αφρολέξ και σαπούνι για να καθαρίσουνε τα σκουτελικά, πιάνανε μερικά κλαδάκια αγκισάρου και τα σκουπίζανε και γινότανε λαμπίκος, έτσι από το αγγεία-σαρώνω βγάλανε το φυτό αγκίσαρο…”. Ποιος ξέρει αν είχε δίκιο ο Μπενάκης οπότε ο αγκίσαρος πρέπει να γίνει αγγίσαρος, πάντως αξιόλογη είναι η πειστικότητα των επιχειρημάτων του.
Τον Μπενάκη τον γνώρισα το 1983 στο καφενείο ενός άλλου νεότερού του αλαδανάρη, του Γιώργη του Μαυράκη.
Ο Μπενάκης ήταν τότε 87 ετών με σπινθηροβόλο πνεύμα και μαχητικότητα συνδυαζόμενη με ταπεινότητα, όπως αρμόζει στους αληθινά ευφυείς και σοφούς.
Για τις ταλαιπωρίες του αλαδανάρη, την εκμετάλλευση των εμπόρων (τι παράδοξο αλήθεια...) και την αδιαφορία πάσης αρχής και εξουσίας για τους αλαδανάρηδες και τον αλάδανο μούλεγε ατέλειωτες ιστορίες και παράπονα ο άλλος Γιώργης, ο Μαυράκης, γλυκύς, λιτός, δωρικός θα λέγαμε στις εκφράσεις του και πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει. Ο καφετζής που δρόσιζε κάθε περαστικό από τις Σίσσες κάτω απ’ την παχιά σκιά της μουρνιάς στην αυλή του καφενείου που φιλοξενούσε άπειρα αλαλάζοντα τζιτζίκια (μπορείτε να φανταστείτε τι τράβηξε ο Γιάννης ο Μαθιούδης με τη “ρύθμιση του ήχου” στην προσπάθειά μας να τραβήξουμε ένα ερασιτεχνικό φιλμάκι-συνέντευξη
με τους αλαδανάρηδες κάτω από τη σκιά της μουρνιάς) και με τη γυναίκα του Γιώργη παραδίπλα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους να αρνείται πεισματικά την ένταξή της στη μη παραγωγική τρίτη ηλικία κεντώντας ασταμάτητα εργόχειρα με περίτεχνα μοτίβα όταν είχε τελειώσει τις καθημερινές εργασίες του σπιτιού…
Τα βάσανα του αλαδανάρη ανάφεραν πάντα όλοι οι αλαδανάρηδες που κουβέντιασα. “Στη βούργια ένα κομμάτι ψωμί με λίγες αλατσολιές ή λίγο τυρί” για γεύμα κι’ ένα παγουράκι με νερό για τη δίψα που φέρνει η επίπονη προσπάθεια της συλλογής του αλαδάνου κάτω από την κάψα του καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ήλιου με το εργαστήρι να χτενίζει τους αγκισάρους σε κορφές και σε λαγκάδια και με τον ιδρώτα να τρέχει ασταμάτητα. “Όμως κιανείς αλαδανάρης ποτές του δεν εκρύωσενε κιας δρώνει κιας ξεδρώνει ολημερνής τση μέρας γιατί ο θυμός (τα πτητικά συστατικά) τ’ αλάδανου είναι μεγάλο φάρμακο και κειοσάς ο θυμός είναι παντού όντεν αλαδανίζουμε”.
Το εργαστήρι, το εργαλείο συλλογής του αλαδάνου, περιγράφει ο Tournefort (1705) στο Ταξίδι του στην Ανατολή και είναι πανομοιότυπο με το σημερινό με τη διαφορά ότι τις δερμάτινες λουρίδες αντικατέστησαν πλαστικές.Την κομμεορητίνη από τον αγκίσαρό μας, τον Cistus creticusssp. creticus μάζευαν και στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρόνων όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης και μάλιστα τονίζει την ποιοτική υπεροχή του Κυπριακού Λαδάνου που το μάζευαν σέρνοντας σκοινιά πάνω στα κλαδιά του Κίσθου, όπως γίνεται
και σήμερα στο Μυλοπόταμο, έναντι του Αραβικού και του Λυβικού, όπως θα δούμε παρακάτω στο σχετικό εδάφιο.
Στην Ισπανία γίνεται εκμετάλλευση της κομμεορητίνης
ενός άλλου είδους αγκισάρου του Cistus ladanifer, όμως εκεί μαζεύουν τη ρητίνη από μεγάλα καζάνια με βραστό νερό όπου πετούν τα κλαδιά του φυτού με αποτέλεσμα να λειώνει η ρητίνη και ν’ανεβαίνει στην επιφάνεια του βραστού νερού σαν αφρός. Βέβαια με τον τρόπο αυτό τα χαμηλού μοριακού βάρους πτητικά συστατικά της ρητίνης χάνονται εξατμιζόμενα στην ατμόσφαιρα, όμως έτσι κι’ αλλιώς ο ισπανικός αλάδανος ως προερχόμενος από άλλο είδος φυτού έχει διαφορετική σύσταση από το δικό μας.
Και βέβαια εκείνο το συστατικό που του λείπει στα σίγουρα είναι …ο ιδρώτας των αλαδανάρηδων.
Το εργαστήρι στην Κύπρο το έλεγαν ληονίστρα και τον αλάδανο, ληόνι, η δραστηριότητα όμως αυτή έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια στο νησί της Αφροδίτης κι’ έτσι οι Σίσσες και οι Αλόϊδες, το γειτονικό χωριό του Μυλοπόταμου, έχουν την παγκόσμια αποκλειστικότητα στη συλλογή του αλάδανου από το φυτό Cistus creticus ssp. creticus.
Το εργαστήρι είναι ένα ραβδί μήκους περίπου 1 μέτρου που έχει στη μια άκρη του ένα ξύλινο τόξο πάνω στο οποίο έχουν δεθεί λουρίδες, από δέρμα παλαιότερα, και από πλαστικό κυλινδρικής διατομής σήμερα, μήκους 50-60 εκ. Το εργαστήρι το πετούν πάνω στους θάμνους τις θερμές ώρες της ημέρας από το Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο, οπότε έχειρευστοποιηθεί η ρητίνη που παράγουν ειδικοί αδένες που βρίσκονται σε όλα τα πράσινα μέρη του αγκίσαρου, η οποία κολλάει πάνω στις λουρίδες και στη συνέχεια το απόγευμα
όταν επιστρέψει στο σπίτι του ο αλαδανάρης, με ένα ειδικό εργαλείο-ξύστρα, ξύνει τις λουρίδες και παίρνει τον αλάδανο που πλάθει σε μπάλες και αποθηκεύει μέχρι την πώληση.
Στον αγκίσαρο, τον αλάδανο και τους αλαδανάρηδες αναφέρεται ο κρητικής καταγωγής καθαρευουσιάνος ποιητής
Αντ. Αντωνιάδης (1836-1905) στο έργο του “Κρητηίς”.
Κίσσαρος θάμνος μικρός της ελαίας παρόμοιος
ως εις τα φύλλα αδρά και τραχέαχρήσιμον λίπος εντεύθεν προς νόσους των άρθρων συνάγουν
Λάδανον τούτο καλούσιν κολλά δ’ εις αιγών γενειάδας
όθεν αυτό συναθροίζουν οπότε του θέρους ο καύσων
καίει ως κάμινος
Ίνα τ’ ολίγον αυξήσουν οπόσον παρέχουν αι αίγες
Άνδρες νηστεύοντες, ύδωρ δε πίοντες μόνον αφθόνως
την μεσημβρίαν αφού δέσουν λωρία τριών σπιθαμών
εις ισόμηκες βάκτρον
Είτα δε σύρουν αυτά προς τους θάμνους και
ούτωςο λίπος μένει επάνω αυτών και το ξύνουν
με μαχαίραν τότε.
Ας γνωρίσουμε όμως τον αλάδανο σε γενικές γραμμές γιατί πραγματικά έχουν γραφτεί βιβλία για την ιστορία, τη λαογραφία, τις ιδιότητες και τις χρήσεις του.
Ο “αγκίσαρος” κατά Θεόφραστον “Κίσθος” ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες καθώς και η ρητίνη του το “Λήδανον ή Λάδανον”.
Μετά από μια περίοδο αμφισβητήσεων, σήμερα θεωρείται ότι τα άνθη που απεικονίζονται στην τοιχογραφία με το
Γαλάζιο πουλί στην Κνωσσό ανήκουν στο γένος Cistus
(Είναι άραγε το po-ni-ki-jo της Γραμμικής Β;). Τον αλάδανο χρησιμοποιούσαν οι Μινωίτες ως θυμίαμα, ενώ έκαναν εξαγωγή του και στην Αίγυπτο.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει για τον “αλάδανο”
“Το δε λήδανον το Αράβιοι καλέουσι λάδανον... Εν γαρ δυσοσμοτάτω γινόμενον ευωδέστατον εστί, των γαρ αιγών των τράγων εν πώγωσι ευρίσκεται εγγινόμενον οίον γλοιός από της ύλης. Χρήσιμον δ’ ες πολλά των μύρων εστί, θυμιώσι τε μάλιστα τούτο Αράβιοι” (Θάλεια).
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει δύο είδη “κίσθου”, “ον ένιοι κίσθαρον ή κίσσαρον καλούσι” με διαφορετικά φύλλα καθώς και ένα τρίτο είδος που καλείται “Λήδον”, “..θάμνος κατά τα αυτά φυόμενος τω κίσθω…γίνεται δε εξάλλου το λεγόμενον Λάδανον. Τα φύλλα γαρ αυτού νεμόμενα αι αίγες και οι τράγοι την λιπουρίαν αναλαμβάνουσι τω πώγωνι γνωρίμως και τοις μηροίς προπλαττομένην δια το τυγχάνειν ιξώδη
ήν αφαιρούντες υλίζουσι και αποτίθενται αναπλάσσοντες μαγίδας, ένιοι δε και σχοινία επισύρωσι τοις θάμνοις και το προσπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν, κράτιστον δε εστί αυτού το ευώδες υπόχλωρον ευμάλακτον λιπαρόν αμέτοχον ψάμμου ρητινώδες, τοιούτον δε εστί
το εν Κύπρω γινόμενον, το μέντοι Αραβικόν και Λιβυκόν ευτελέστερον…”.
Πληροφορίες: Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελαίας
Χανίων, Αγροκήπιο, 73100 Χανιά
τηλ.: 2821083447, e-mail: ceconom@nagref-cha.gr
Δρ Κώστας Δ. Οικονομάκης, Τακτικός Ερευνητής
Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελαίας Χανίων
Σα βγεις στον πηγαιμό για τις Σίσσες και να’ ναι πρωινό καλοκαιριού θα συναντήσεις σε μικρές ομάδες ανθρώπους στη σειρά με μια “βούργια”στην πλάτη κι’ ένα παράξενο εργαλείο στον ώμο, σα σφουγγαρίστρα με μακριές ουρές, να κατευθύνονται στα μέρη του Μπαλί και να φτάνουν μέχρι το Πάνορμο…Είναι οι “αλαδανάρηδες”! Φυσιογνωμίες τραχιές, πρόσωπα αυλακωμένα, κορμιά λιπόσαρκα και σβέλτα που ανηφορίζουν στις πλαγιές για να μαζέψουν τον “αλάδανο” από νωρίς το πρωί μέχρι το απόγευμα, όσο
αντέχουν, κάτω από τις πυρωμένες ακτίνες ενός ήλιου
ανελέητου με τον ιδρώτα τους να ποτίζει το χώμα που φυτρώνουν οι αγκίσαροι ή λαδανιές όπως ονομάζουν αυτούς τους θάμνους σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Έτσι τους γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν νεαρός διορίστηκα στη Διεύθυνση Γεωργίας Ρεθύμνης και τοποθετήθηκα στο “Γραφείον Γεωργικής Αναπτύξεως Περάματος Μυλοποτάμου” ως γεωπόνος Γεωργικών Εφαρμογών με όνειρα και στόχο να αλλάξω την όψη της μισής επαρχίας Μυλοπόταμου, …που μου ανήκε διοικητικά, και μοναδικό εφόδιο την άγνοιά μου…
Για να είμαι ειλικρινής, πριν συναντήσω τυχαία στο δρόμο τους “αλαδανάρηδες” είχα μια πρώτη πληροφόρηση περί “αλαδάνου” από τον Μανόλη, ο οποίος ως εστιάτορας δεν είχε αναλάβει μόνο τα της διατροφής μου, αλλά λόγω ιδιαιτέρας συμπαθείας επεχείρησε να με αποκαταστήσει και οικογενειακά προξενεύοντάς μου νεανίδα εκ Σισσών, η οποία είχε σεβαστή προίκα ανερχόμενη εις 1000 οκάδας “αλαδάνου” όπως με πληροφόρησε ο ματαιοπονών
προξενητής. Εις το αυθόρμητον ερώτημα μου “τι είναι Μανόλη ο αλάδανος;” ο Μανόλης γούρλωσε τους ευμεγέθεις οφθαλμούς του, σούφρωσε τα επιμελώς κεκρυμμένα υπό τον αρειμάνιο μύστακα χείλη του και μου είπε επιτιμητικά με εμφανώς παλλόμενο εκ συγκινήσεως τον προτεταμένον του στόμαχον “ίντα γεωπόνος είσαι του λόγου σου που δεν κατέχεις τον αλάδανο”. Περιττό να σας αναφέρω ότι εκείνη τη στιγμή ένοιωσα να καταρρέει ως χάρτινος πύργος η επιστημονική πυραμίς την οποία επί 5 συναπτά έτη
οικοδόμησα στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Να μη γνωρίζω τον αλάδανο, έναν τόσο πολύτιμο προϊόν που θεωρείται ως και προικώον περιουσιακόν στοιχείον; Πώς ήταν δυνατόν να αγνοεί η επιστημονική κοινότης ένα τόσο σημαντικό για το γεωργικό εισόδημα παράγοντα; Γιατί ήμουν σίγουρος ότι τη λέξη αλάδανος δεν την είχα ακούσει σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου αν και ήμουν τακτικός θαμώνας των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Και πώς θα μπορούσα να αποκαταστήσω την, λόγω… αλαδάνου, απώλεια της υπολήψεως που μέχρι προ ολίγων λεπτών έτρεφε
ο Μανόλης ως προς την επιστημονική μου κατάρτιση; Ξαφνικά ο βραχυπρόθεσμος και μοναδικός σκοπός της ζωής μου έγινε η άμεση ενημέρωση και επιστημονική εντρύφησή μου στα περί αλαδάνου και η έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας στον Μανόλη ο οποίος με τη μεγαλοψυχία που τον διέκρινε ήλπιζα ότι θα αποκαθιστούσε τη “χαμένη τιμή μου”. Με την πρώτη μου επίσκεψη στο πατρικό μου σπίτι στα Χανιά, το επόμενο Σαββατοκύριακο, αφιέρωσα ώρες ατέλειωτες στις αναζητήσεις μου ξεκινώντας από το
εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ελευθερουδάκη και σε κάθε
διαθέσιμο έντυπο που θα μπορούσε να περιέχει σχετικές πληροφορίες.
Στο λήμμα “αλάδανος” δεν υπήρχε αναφορά, όμως για το “λάδανον” έγραφε: “κομμεορητινώδης ουσία εκκρινομένη εκ των δένδρων (sic) του είδους κίστος ο κρητικός ή του λαδανοφόρου, υπό μορφήν φαιομελαίνης μάζης βαλσαμώδους οσμής, ήτις δ’ ανεγράφετο άλλοτε ως διεγερτικόν: το λάδανον δέον να μη συγχέηται προς το λαύδανον” και συνέχιζε περιγράφοντας τον τρόπο συγκομιδής “εν Κύπρω και Κρήτη και τισι άλλες χώραις της Μεσογείου”, αλλά
δε θα καταχραστώ της υπομονής σας αντιγράφοντας το σχετικό εδάφιο, όμως εκείνο που μου διέγειρε τη φαντασία ήταν το αναγραφόμενο ότι όλη η παραγωγή από την Κρήτη και την Κύπρο στελνόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από όπου τη διοχέτευαν στο Σουδάν για “αντιλοιμική και μυρεψική χρήση”… (Σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθης και να μάθης απ’ τους σπουδασμένους…)
Εδώ λοιπόν έχουμε τη “μαγεμένη ανατολή” να κρέμεται από τους αλαδανάρηδες του Μυλοπόταμου για την προστασία της από την πανούκλα. Το παραμύθι είχε αρχίσει να με συνεπαίρνει για τα καλά αν και δε φανταζόμουνα ότι το ταξίδι θα διαρκούσε τόσο πολύ, …δεν έχει ακόμα τελειώσει μέχρι σήμερα (Αλλά μη βιάζης το ταξίδι διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια ν’ αράξης στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο…).
Επιστρέφοντας στην έδρα μου, το Πέραμα, το πρωί της
Δευτέρας, εναγωνίως περίμενα να έλθει το μεσημέρι, ώστε προφασιζόμενος εστίαση μεταβώ εις το εστιατόριο και παρουσιάσω στον Μανόλη τις γνώσεις που αποκόμισα περί αλαδάνου και επιτύχω σε κάποιο βαθμό την επιστημονική μου αποκατάσταση. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι θα πάρω για γεύμα και ενώ μου εκθείαζε τα φασολάκια που μόλις είχε κατεβάσει από τη φωτιά η γυναίκα του, εγώ του είχα αραδιάσει εν “ριπή οφθαλμού” όλα όσα είχα αποστηθίσει περί αλαδάνου με σκοπό να τον κεραυνοβολήσω με τις γνώσεις μου. Ο Μανόλης με άκουσεανέκφραστος,
σκούπισε με τα χέρια την ποδιά του και μου είπε με αφοπλιστική απλότητα “αυτά τα λένε τα βιβλία, άμα θέλεις να μάθεις για τον αλάδανο να πας στσι Σίσσες να κουβεδιάσεις με τσ’ αλαδανάρηδες. Να σου φέρω τα φασολάκια;”.
Στις Σίσσες πήγα όχι μία αλλά πολλές φορές τα τελευταία 30 χρόνια και κουβέδιασα με αλαδανάρηδες και είχα την τύχη και την τιμή να γνωρίσω και να κουβεδιάσω με τον πιο παλιό απ’ αυτούς, τον γλυκύτατο Γεώργιο Τσικαλά ή Μπενάκη, ένα σοφό γέροντα που χειριζόταν την ελληνική γλώσσα με τρόπο που θα ζήλευαν πολλοί διαθέτοντες πανεπιστημιακά διπλώματα και τίτλους. Ο Μπενάκης δεν είχε
πάει καθόλου στο σχολειό “είχαμε τοτεσας τσοι Τούρκους και δεν υπήρχε ελληνικό σκολειό στην περιφέρεια μας.
Εγώ έμαθα γράμματα αμοναχός μου και πήγαινα στην
εκκλησία και διάβαζα στο ψαλτήρι, ετσά έμαθα να γράφω και να διαβάζω και έγινα και ψάλτης. Εμένα μούμαθε να μαζώνω τον αλάδανο ένας Τούρκος όντεν ήμουνα 12 χρονώ που του τονε πήγαινα με το μουλάρι στο Ηράκλειο και τον αγόραζε. Έτσι έγινααλαδανάρης”. Την κρητική διάλεκτο χρησιμοποιούσε ο Μπενάκης στις κουβέντες του καμαρώνοντας για την καταγωγή του, όμως δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί εκπληκτικά σωστά λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας για να εκφράσει τις σκέψεις και τις απόψεις του για ο,τιδήποτε είχε κοινωνικό ενδιαφέρον. Μέχρι και ετυμολογικές παρατηρήσεις επιχειρούσε με τεκμηριωμένη
και αρκούντως πειστική προσέγγιση. “Εμείς το φυτό που βγάνει τον αλάδανο το λέμε αλαδανιά, εσείς στα Χανιά το λέτε αγκίσαρο και αυτό είναι πιο σωστό γιατί παλιά απού δεν είχαν οι νοικοκυρές αφρολέξ και σαπούνι για να καθαρίσουνε τα σκουτελικά, πιάνανε μερικά κλαδάκια αγκισάρου και τα σκουπίζανε και γινότανε λαμπίκος, έτσι από το αγγεία-σαρώνω βγάλανε το φυτό αγκίσαρο…”. Ποιος ξέρει αν είχε δίκιο ο Μπενάκης οπότε ο αγκίσαρος πρέπει να γίνει αγγίσαρος, πάντως αξιόλογη είναι η πειστικότητα των επιχειρημάτων του.
Τον Μπενάκη τον γνώρισα το 1983 στο καφενείο ενός άλλου νεότερού του αλαδανάρη, του Γιώργη του Μαυράκη.
Ο Μπενάκης ήταν τότε 87 ετών με σπινθηροβόλο πνεύμα και μαχητικότητα συνδυαζόμενη με ταπεινότητα, όπως αρμόζει στους αληθινά ευφυείς και σοφούς.
Για τις ταλαιπωρίες του αλαδανάρη, την εκμετάλλευση των εμπόρων (τι παράδοξο αλήθεια...) και την αδιαφορία πάσης αρχής και εξουσίας για τους αλαδανάρηδες και τον αλάδανο μούλεγε ατέλειωτες ιστορίες και παράπονα ο άλλος Γιώργης, ο Μαυράκης, γλυκύς, λιτός, δωρικός θα λέγαμε στις εκφράσεις του και πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει. Ο καφετζής που δρόσιζε κάθε περαστικό από τις Σίσσες κάτω απ’ την παχιά σκιά της μουρνιάς στην αυλή του καφενείου που φιλοξενούσε άπειρα αλαλάζοντα τζιτζίκια (μπορείτε να φανταστείτε τι τράβηξε ο Γιάννης ο Μαθιούδης με τη “ρύθμιση του ήχου” στην προσπάθειά μας να τραβήξουμε ένα ερασιτεχνικό φιλμάκι-συνέντευξη
με τους αλαδανάρηδες κάτω από τη σκιά της μουρνιάς) και με τη γυναίκα του Γιώργη παραδίπλα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους να αρνείται πεισματικά την ένταξή της στη μη παραγωγική τρίτη ηλικία κεντώντας ασταμάτητα εργόχειρα με περίτεχνα μοτίβα όταν είχε τελειώσει τις καθημερινές εργασίες του σπιτιού…
Τα βάσανα του αλαδανάρη ανάφεραν πάντα όλοι οι αλαδανάρηδες που κουβέντιασα. “Στη βούργια ένα κομμάτι ψωμί με λίγες αλατσολιές ή λίγο τυρί” για γεύμα κι’ ένα παγουράκι με νερό για τη δίψα που φέρνει η επίπονη προσπάθεια της συλλογής του αλαδάνου κάτω από την κάψα του καλοκαιρινού μεσημεριάτικου ήλιου με το εργαστήρι να χτενίζει τους αγκισάρους σε κορφές και σε λαγκάδια και με τον ιδρώτα να τρέχει ασταμάτητα. “Όμως κιανείς αλαδανάρης ποτές του δεν εκρύωσενε κιας δρώνει κιας ξεδρώνει ολημερνής τση μέρας γιατί ο θυμός (τα πτητικά συστατικά) τ’ αλάδανου είναι μεγάλο φάρμακο και κειοσάς ο θυμός είναι παντού όντεν αλαδανίζουμε”.
Το εργαστήρι, το εργαλείο συλλογής του αλαδάνου, περιγράφει ο Tournefort (1705) στο Ταξίδι του στην Ανατολή και είναι πανομοιότυπο με το σημερινό με τη διαφορά ότι τις δερμάτινες λουρίδες αντικατέστησαν πλαστικές.Την κομμεορητίνη από τον αγκίσαρό μας, τον Cistus creticusssp. creticus μάζευαν και στην Κύπρο από αρχαιοτάτων χρόνων όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης και μάλιστα τονίζει την ποιοτική υπεροχή του Κυπριακού Λαδάνου που το μάζευαν σέρνοντας σκοινιά πάνω στα κλαδιά του Κίσθου, όπως γίνεται
και σήμερα στο Μυλοπόταμο, έναντι του Αραβικού και του Λυβικού, όπως θα δούμε παρακάτω στο σχετικό εδάφιο.
Στην Ισπανία γίνεται εκμετάλλευση της κομμεορητίνης
ενός άλλου είδους αγκισάρου του Cistus ladanifer, όμως εκεί μαζεύουν τη ρητίνη από μεγάλα καζάνια με βραστό νερό όπου πετούν τα κλαδιά του φυτού με αποτέλεσμα να λειώνει η ρητίνη και ν’ανεβαίνει στην επιφάνεια του βραστού νερού σαν αφρός. Βέβαια με τον τρόπο αυτό τα χαμηλού μοριακού βάρους πτητικά συστατικά της ρητίνης χάνονται εξατμιζόμενα στην ατμόσφαιρα, όμως έτσι κι’ αλλιώς ο ισπανικός αλάδανος ως προερχόμενος από άλλο είδος φυτού έχει διαφορετική σύσταση από το δικό μας.
Και βέβαια εκείνο το συστατικό που του λείπει στα σίγουρα είναι …ο ιδρώτας των αλαδανάρηδων.
Το εργαστήρι στην Κύπρο το έλεγαν ληονίστρα και τον αλάδανο, ληόνι, η δραστηριότητα όμως αυτή έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια στο νησί της Αφροδίτης κι’ έτσι οι Σίσσες και οι Αλόϊδες, το γειτονικό χωριό του Μυλοπόταμου, έχουν την παγκόσμια αποκλειστικότητα στη συλλογή του αλάδανου από το φυτό Cistus creticus ssp. creticus.
Το εργαστήρι είναι ένα ραβδί μήκους περίπου 1 μέτρου που έχει στη μια άκρη του ένα ξύλινο τόξο πάνω στο οποίο έχουν δεθεί λουρίδες, από δέρμα παλαιότερα, και από πλαστικό κυλινδρικής διατομής σήμερα, μήκους 50-60 εκ. Το εργαστήρι το πετούν πάνω στους θάμνους τις θερμές ώρες της ημέρας από το Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο, οπότε έχειρευστοποιηθεί η ρητίνη που παράγουν ειδικοί αδένες που βρίσκονται σε όλα τα πράσινα μέρη του αγκίσαρου, η οποία κολλάει πάνω στις λουρίδες και στη συνέχεια το απόγευμα
όταν επιστρέψει στο σπίτι του ο αλαδανάρης, με ένα ειδικό εργαλείο-ξύστρα, ξύνει τις λουρίδες και παίρνει τον αλάδανο που πλάθει σε μπάλες και αποθηκεύει μέχρι την πώληση.
Στον αγκίσαρο, τον αλάδανο και τους αλαδανάρηδες αναφέρεται ο κρητικής καταγωγής καθαρευουσιάνος ποιητής
Αντ. Αντωνιάδης (1836-1905) στο έργο του “Κρητηίς”.
Κίσσαρος θάμνος μικρός της ελαίας παρόμοιος
ως εις τα φύλλα αδρά και τραχέαχρήσιμον λίπος εντεύθεν προς νόσους των άρθρων συνάγουν
Λάδανον τούτο καλούσιν κολλά δ’ εις αιγών γενειάδας
όθεν αυτό συναθροίζουν οπότε του θέρους ο καύσων
καίει ως κάμινος
Ίνα τ’ ολίγον αυξήσουν οπόσον παρέχουν αι αίγες
Άνδρες νηστεύοντες, ύδωρ δε πίοντες μόνον αφθόνως
την μεσημβρίαν αφού δέσουν λωρία τριών σπιθαμών
εις ισόμηκες βάκτρον
Είτα δε σύρουν αυτά προς τους θάμνους και
ούτωςο λίπος μένει επάνω αυτών και το ξύνουν
με μαχαίραν τότε.
Ας γνωρίσουμε όμως τον αλάδανο σε γενικές γραμμές γιατί πραγματικά έχουν γραφτεί βιβλία για την ιστορία, τη λαογραφία, τις ιδιότητες και τις χρήσεις του.
Ο “αγκίσαρος” κατά Θεόφραστον “Κίσθος” ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες καθώς και η ρητίνη του το “Λήδανον ή Λάδανον”.
Μετά από μια περίοδο αμφισβητήσεων, σήμερα θεωρείται ότι τα άνθη που απεικονίζονται στην τοιχογραφία με το
Γαλάζιο πουλί στην Κνωσσό ανήκουν στο γένος Cistus
(Είναι άραγε το po-ni-ki-jo της Γραμμικής Β;). Τον αλάδανο χρησιμοποιούσαν οι Μινωίτες ως θυμίαμα, ενώ έκαναν εξαγωγή του και στην Αίγυπτο.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει για τον “αλάδανο”
“Το δε λήδανον το Αράβιοι καλέουσι λάδανον... Εν γαρ δυσοσμοτάτω γινόμενον ευωδέστατον εστί, των γαρ αιγών των τράγων εν πώγωσι ευρίσκεται εγγινόμενον οίον γλοιός από της ύλης. Χρήσιμον δ’ ες πολλά των μύρων εστί, θυμιώσι τε μάλιστα τούτο Αράβιοι” (Θάλεια).
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει δύο είδη “κίσθου”, “ον ένιοι κίσθαρον ή κίσσαρον καλούσι” με διαφορετικά φύλλα καθώς και ένα τρίτο είδος που καλείται “Λήδον”, “..θάμνος κατά τα αυτά φυόμενος τω κίσθω…γίνεται δε εξάλλου το λεγόμενον Λάδανον. Τα φύλλα γαρ αυτού νεμόμενα αι αίγες και οι τράγοι την λιπουρίαν αναλαμβάνουσι τω πώγωνι γνωρίμως και τοις μηροίς προπλαττομένην δια το τυγχάνειν ιξώδη
ήν αφαιρούντες υλίζουσι και αποτίθενται αναπλάσσοντες μαγίδας, ένιοι δε και σχοινία επισύρωσι τοις θάμνοις και το προσπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν, κράτιστον δε εστί αυτού το ευώδες υπόχλωρον ευμάλακτον λιπαρόν αμέτοχον ψάμμου ρητινώδες, τοιούτον δε εστί
το εν Κύπρω γινόμενον, το μέντοι Αραβικόν και Λιβυκόν ευτελέστερον…”.
Πληροφορίες: Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών & Ελαίας
Χανίων, Αγροκήπιο, 73100 Χανιά
τηλ.: 2821083447, e-mail: ceconom@nagref-cha.gr