Παραμύθι άλλων εποχών απο τις Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης.
Ο Ήλιος, το Φεγγάρι, κι ο Αυγερινός
Δώσ’ τσ’ ανέμης να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει…
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό ζούσανε τρεις όμορφες αδερφίδες. Ήτανε πολύ όμορφες κι οι τρεις αλλά η τελευταία ήτανε πεντάμορφη!
Ήτανεόμως, ορφανές και φτωχές, δεν είχανε στον ήλιο μοίρα! Για να ζήσουνε,πηγαίνανε στα χωράφια και στα βουνά και βρίσκανε χόρτα και τα
πουλούσανεστους πλούσιους και τώνε δίνανε κάτι τις κι έτσι εζούσανε κι αυτές.Μια μέρα, την ώρα που μαζεύανε οι τρεις αδερφίδες χόρτα
στα χωράφια,περνά το βασιλιόπουλο με τη συνοδεία του. Τον είδανε οι κοπελιές και σταματήσανε. Λέει η πρώτη αδερφή:«Ας μ’ έπαιρνε τούτος
γυναίκα του και γω ’θελα του κάνω μια φουρνισιάψωμιά να ταΐσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει και η δεύτερη:
«Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του υφάνω ένα τόπι πανί να ντύσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει κι η πιο μικρή, που ήτανε κι η πιο όμορφη:
«Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα τουκάμω τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ’να αγόρι να ’χει τον ήλιο στοπρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι,
και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».Το βασιλιόπουλο τις άκουσε. Άμα πήε στο σπίτι του, έστειλε ένα δούλο να πει στα τρία κορίτσια να έρθουνε που τα θέλει.
Τα κορίτσια επήγανε και τους λέει:«Τι λέγατε εκεί που μαζεύατε τα χόρτα;»Αυτές ντρεπότανε. «Δεν ελέγαμε τίποτα», απαντήσανε.Λέει αυτός:
«Άμα δε μου πείτε, θα σας κουτσοκεφαλίσω».Οι κοπέλες φοβηθήκανε μην τους κόψει την κεφαλή, και οι δυο του είπανε τι λέγανε.
«Εγώ, βασιλιά μου, είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα μιαφουρνισιά ψωμιά, να ταΐσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας»
είπε ηπρώτη.«Εγώ είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου ύφαινα ένα τόπι πανί, να ντύσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας».
Η πιο μικρή ντρεπότανε να του πει πως ήθελε να του κάνει παιδιά. Αλλά οβασιλιάς την απείλησε πως θα τση κάνει βασανιστήρια, και τελικά του τα ’πε κι αυτή.
«Είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα τρία παιδιά: δυο αγόριακι ένα κορίτσι: το ένα αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο,
τ’ άλλο το φεγγάρι και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και της λέει:«Εγώ θα σε κρατήξω στο παλάτι και θα σε πάρω γυναίκα μου».
Εκράτηξέ τηνε στο παλάτι κι οι άλλες εφύγανε και γυρίσανε στο φτωχό τουςσπίτι.Ο βασιλιάς επήρε τη μικρή αδερφή γυναίκα του, η μάνα του όμως,
δεν τηνήθελε, επειδή ήτανε φτωχιά, και συνέχεια έβρισκε δικαιολογίες να του βάνει λόγια. Μια μέρα του λέει:«Εσύ είσαι του βασιλιά παιδί κι επήρες μια φτωχιά
που εγύριζε και μάζευεχόρτα και τα έδιδε στους πλούσιους; Δεν τήνε θέλω για νύφη μου.
Δώσ’ τσ’ ανέμης να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει…
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό ζούσανε τρεις όμορφες αδερφίδες. Ήτανε πολύ όμορφες κι οι τρεις αλλά η τελευταία ήτανε πεντάμορφη!
Ήτανεόμως, ορφανές και φτωχές, δεν είχανε στον ήλιο μοίρα! Για να ζήσουνε,πηγαίνανε στα χωράφια και στα βουνά και βρίσκανε χόρτα και τα
πουλούσανεστους πλούσιους και τώνε δίνανε κάτι τις κι έτσι εζούσανε κι αυτές.Μια μέρα, την ώρα που μαζεύανε οι τρεις αδερφίδες χόρτα
στα χωράφια,περνά το βασιλιόπουλο με τη συνοδεία του. Τον είδανε οι κοπελιές και σταματήσανε. Λέει η πρώτη αδερφή:«Ας μ’ έπαιρνε τούτος
γυναίκα του και γω ’θελα του κάνω μια φουρνισιάψωμιά να ταΐσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει και η δεύτερη:
«Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του υφάνω ένα τόπι πανί να ντύσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει κι η πιο μικρή, που ήτανε κι η πιο όμορφη:
«Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα τουκάμω τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ’να αγόρι να ’χει τον ήλιο στοπρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι,
και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».Το βασιλιόπουλο τις άκουσε. Άμα πήε στο σπίτι του, έστειλε ένα δούλο να πει στα τρία κορίτσια να έρθουνε που τα θέλει.
Τα κορίτσια επήγανε και τους λέει:«Τι λέγατε εκεί που μαζεύατε τα χόρτα;»Αυτές ντρεπότανε. «Δεν ελέγαμε τίποτα», απαντήσανε.Λέει αυτός:
«Άμα δε μου πείτε, θα σας κουτσοκεφαλίσω».Οι κοπέλες φοβηθήκανε μην τους κόψει την κεφαλή, και οι δυο του είπανε τι λέγανε.
«Εγώ, βασιλιά μου, είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα μιαφουρνισιά ψωμιά, να ταΐσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας»
είπε ηπρώτη.«Εγώ είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου ύφαινα ένα τόπι πανί, να ντύσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας».
Η πιο μικρή ντρεπότανε να του πει πως ήθελε να του κάνει παιδιά. Αλλά οβασιλιάς την απείλησε πως θα τση κάνει βασανιστήρια, και τελικά του τα ’πε κι αυτή.
«Είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα τρία παιδιά: δυο αγόριακι ένα κορίτσι: το ένα αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο,
τ’ άλλο το φεγγάρι και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και της λέει:«Εγώ θα σε κρατήξω στο παλάτι και θα σε πάρω γυναίκα μου».
Εκράτηξέ τηνε στο παλάτι κι οι άλλες εφύγανε και γυρίσανε στο φτωχό τουςσπίτι.Ο βασιλιάς επήρε τη μικρή αδερφή γυναίκα του, η μάνα του όμως,
δεν τηνήθελε, επειδή ήτανε φτωχιά, και συνέχεια έβρισκε δικαιολογίες να του βάνει λόγια. Μια μέρα του λέει:«Εσύ είσαι του βασιλιά παιδί κι επήρες μια φτωχιά
που εγύριζε και μάζευεχόρτα και τα έδιδε στους πλούσιους; Δεν τήνε θέλω για νύφη μου.
Αλλά η κοπελιά ήτανε ήδη έγκυος και το βασιλόπουλο δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για τη γυναίκα του.Εκείνη την εποχή εγίνηκε πόλεμος και έφυγε
το βασιλόπουλο να πάει ναπολεμήσει στα σύνορα. Είχενε πει, όμως, τση μάνας του να περιποιείται τηγυναίκα του, ώσπου να γυρίσει αυτός από τον πόλεμο.
«Έγνοια σου, παιδί μου! Θα σ’ τήνε προσέχω!» του λέει αυτή, για να τουκλείσει τα μάτια.Φεύγει λοιπόν ο Βασιλιάς και πάει στον πόλεμο. Η πεθερά πληρώνει
μια μαμήκαι τση λέει:«Όταν θα γεννήσει η νύφη μου, να πάρεις το παιδί γρήγορα και να το πετάξειςστον ποταμό, και στη θέση του να βάλεις ένα σκύλο».
Η μαμή πήρε την πληρωμή, γιατί ήτανε φτωχιά γυναίκα, και συμφώνησε νακάνει ό,τι της είπε η βασίλισσα. Μετά από λίγους μήνες η κοπελιά γέννησε ένααγοράκι
που, όπως είχε τάξει του βασιλιά, είχε τον ήλιο στο πρόσωπο. Έλαμπε τοπροσωπάκι του μωρού σαν τον ήλιο. Η πεθερά όμως, που μισούσενε τη νύφη,μόλις
το είδε θύμωσε. Ήτανε τόσο όμορφο το μωρό, που αν το έβλεπε ο βασιλιάς,θα αγαπούσε ακόμα πιο πολύ τη γυναίκα του. Και τότε, θα ήτανε ακόμα πιοδύσκολο
να τήνε ξεφορτωθεί.Μόλις λοιπόν γέννησε η κοπελιά, αρπάζει η μαμή το μωρό και χάνεται. Τοβάζει σ’ ένα κασονάκι και πήγε και το πέταξε στο Νείλο ποταμό,
να χαθεί. Στηθέση του έβαλε ένα σκυλάκι.«Ετούτο έκανες κακομοίρα, είντα να σου κάμω;» την κορόιδεψε η πεθερά της.Είντα να πει η κακομοίρα η κοπελιά;
Πεθερά ήτανε αυτή, μπορούσε να βγάλει άχνα;Πέρασε λίγος καιρός, και ο έρχεται ο βασιλιάς από τον πόλεμο. Κι η μάνα τουβρήκε ευκαιρία να κακολογήσει
τη γυναίκα του:«Αυτή ήτανε που ήθελε να σου κάνει τσ’ ήλιους και τσι αυγερινούς; Αυτήένα κουλούκι
έκανε!» του λέει.Στεναχωρήθηκε ο βασιλιάς. Αυτός επερίμενε παιδί και του ήρθε σκυλάκι; Ματι να κάνει που αγαπούσε την κοπέλα; Τα πικρά γλυκά, που λένε.
«Μάνα, δεν πειράζει, θα το παίρνω μαζί μου όταν θα πηγαίνω στο κυνήγι» τηςείπενε.«Ε, ας είναι» είπε κι η μάνα του, που ήθελε να φανεί πως πάει με τα νερά του.
«Αφού σ’ αρέσει εσένα, εμένα μου περισσεύει!» Έπαιρνε λοιπόν ο βασιλιάς το σκυλάκι και πήγαινε στο κυνήγι. Με τηβασίλισσα ήτανε αγαπημένοι, δεν της είπε
κουβέντα για το παιδί που του είχετάξει και δεν του το έκανε. Μένει πάλι η βασίλισσα έγκυος, μα ξαναγίνεται πόλεμος, φεύγει πάλι ο βασιλιάς. Παρακαλεί πάλι
τη μάνα του να προσέχει τηγυναίκα του. Αυτή τον καθησύχασε. Έμεινε πάλι η κοπελιά μόνη με την πεθερά. Περνάει ο καιρός, γέννησε και τοδεύτερο παιδί, που
είχε το φεγγάρι στο κούτελο. Το βλέπει η μαμή που έλαμπε τοπροσωπάκι του, το αρπάζει γερά-γερά
πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό, και στη θέση του βάνει ένα γατάκι. Έρχεται ο βασιλιάς, τρέχει να δει τη γυναίκα του, στο μεταξύ προλαβαίνει ημάνα του
και του λέει καταστεναχωρημένη:«Μην τρέχεις να δεις το παιδί σου, δε χρειάζεται. Δε εγέννησε κοπέλι, μόνοένα κατσούλι .
Σταματά
πάλι ο βασιλιάς, στεναχωρέθηκε πολύ, απού δεν πάει άλλο! Τη μιαένα
σκυλάκι, την άλλη ένα γατάκι! Αυτή που του έταξε τον ήλιο και
το φεγγάρι;Θύμωσε, μα έκανε πως δεν τον πείραξε, γιατί ήξερε, πως η μάνα του ευκαιρίαζητούσε να διώξει την όμορφη κοπελιά από το σπίτι και να πάρει για
νύφη τηςόποια ήθελε αυτή.«Ε, μάνα δεν πειράζει, θα πιάνει τους ποντικούς» μουρμούρισε ο βασιλιάς,και πήγε με βαριά καρδιά να δει το παιδί του. Κλάματα
η γυναίκα του ηβασίλισσα, στενοχώρια, που αντί να του κάνει όμορφα παιδιά, του έκανε τη μιασκυλάκι, την άλλη γατάκι! Αυτός ο κακομοίρης, πολεμούσε να
την ησυχάσει.«Δεν πειράζει, βρε γυναίκα» της έλεγε, «από το Θεό δεν είναι κι αυτά; Τι νακάνουμε; Μπορούμε εμείς να κάνουμε αλλιώς;»Ο καιρός περνούσε
και το ζευγάρι ήτανε αγαπημένο. Η γριά βασίλισσαέβραζε από το κακό της που δε μπορούσε να τους χωρίσει.Μένει για τρίτη φορά η κοπελιά έγκυος, μα πάλι
άναψε ο πόλεμος στα σύνορακαι ο βασιλιάς έπρεπε να φύγει. Είπε της γυναίκας του να κάνει υπομονή, κι έφυγε, αφού άφησε παραγγελιά της μάνας του να
προσέχει τη γυναίκα του και ναμην τήνε κακοκαρδίζει. Τόνε βεβαίωσε αυτή πως θα τήνε προσέχει, κι έφυγε οβασιλιάς ήσυχος. Όταν, με το καλό, γέννησε η βασιλιοπούλα,
έκανε το κοριτσάκι που είχε τάξει του βασιλιά. Έλαμπε στο πρόσωπο του ο αυγερινός κι ήτανε ένα καμάρι! Δε χάνει καιρό η μαμή, αρπάζει το μωρό, πριν να το
δει η μάνα του, το πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό. Παίρνει ένα φίδι από το ποτάμι, και πάει και το βάζει στηνκούνια του μωρού. Λέει η πεθερά τση νύφης της:
«Ε, κακομοίρα, ένα φίδι έκαμες! Τώρα που θα έρθει ο γιος μου, αλίμονόσου!»Έρχεται ο βασιλιάς, τόνε προλαβαίνει η μάνα του στην πόρτα και του λέει:
«Ένα φίδι έκαμε η γυναίκα σου, μόνο μην περιμένεις ήλιους και φεγγάριαούτε κι ετούτη τη φορά!»«Φίδι;» φώναξε αυτός.Ε, αυτή τη φορά θύμωσε πολύ.
Δεν ήθελε ούτε να τήνε δει.«Αυτά ήτανε τα κοπέλια που μου έταξες; Να πάθω εγώ τέτοιο ρεζιλίκι, οβασιλιάς της χώρας; Ούλοι οι υπήκοοί μου έχουνε κοπέλια,
κι εγώ έχω σκύλουςκαι γάτες και φίδια; Όξω από το σπίτι μου!»Πάει και σκάβει ένα λάκκο στον πάτο τση σκάλας και τήνε χώνει μέχρι τημέση. Κι όποιος ήθελε να
μπει στο παλάτι περνούσε πρώτα από τη σκάλα και τηνέφτυνε. Έκλαιγε αυτή, έκλαιγε, εφώναζε, μα αυτός δεν την άκουγε.Επέρασε καιρός. Τα παιδιά που η κακιά
πεθερά πέταξε στο Νείλο ποταμό, δενείχανε πνιγεί, όπως ήθελε αυτή, αλλά είχανε σωθεί. Ένας καλός άνθρωπος, πουείχε ένα περβόλι κοντά στον ποταμό, τα είχενε
βρει και τα είχενε μαζέψει. Είχε κι αυτός τρία παιδιά και ζούσε με τη γυναίκα του εκεί δα στο περβόλι. Μαζί λοιπόνμε τα τρία παιδάκια του είχε πάρει και είχε αναθρέψει
και τα τρία βασιλιόπουλαχωρίς να ξέρει ποια είναι.Περάσανε κοντά είκοσι χρόνοι. Μια μέρα ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι και έφταξε κοντά σ’ εκείνο το περιβόλι, όπου
ζούσε ο φτωχός περβολάρης, που είχεσώσει τα παιδιά του. Βλέπει δυο παλικάρια ίσαμε εκεί πάνω, να λάμπουνε ταπρόσωπά τους σαν τον ήλιο και το φεγγάρι,
κι ένα κορίτσι που έλαμπε σαν τοναυγερινό. Ήτανε τα παιδιά του που είχανε μεγαλώσει στο μεταξύ, αλλά αυτός πού να τα γνωρίσει; Σκέφτηκε στεναχωρημένος: ‘
‘Εγώ, ένας βασιλιάς, κι η γυναίκαμου γέννησε κάτες και σκύλους. Κι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, τι ωραία παιδιάπου έχουν! Θα τα καλέσω στο παλάτι να τους κάνω τραπέζι.
Φάτε τονε, σκύλοι μου!» φωνάζει η κοπέλα.Ξυπνούνε όλοι οι σκύλοι και τόνε φάγανε. Και, για να τήνε πιστέψει τοβασιλόπουλο ότι παραλίγο να τήνε κλέψει ο κακοποιός,
κράτηξε ένα κόκαλο για νατου το δείξει. Όταν ξύπνησε ο άντρας της του είπε:«Ορίστε, άντρα μου, που δεν το πίστευες ότι ο κακοποιός είναι πονηρός!Εκατάφερε και
τρύπωξε στο παλάτι, έριξε ναρκωτικό και κοίμισε και τα σκυλιά και τσι υπηρέτες μας. Αν δεν εξυπνούσα τα σκυλιά, ένας Θεός κατέχει πού θα ήμουνα…»
Εκείνος φοβήθηκε για τη γυναίκα του αλλά ευχαριστήθηκε που τελικά τηνέσωσαν οι σκύλοι τους και που ο κακοποιός είχε πεθάνει. Τέλος καλό, όλα καλά.
Κι από τότε κι ύστερα έζησαν ήσυχα και καλά, κι εμείς καλύτερα