Σε θαυμάσια τοποθεσία, λίγο προτού φθάσουμε στο χωριό Παρασπόρι ερχόμενοι από τη Σητεία, υπάρχει μεγάλη υπαίθρια πλατεία διαμορφωμένη στα νεώτερα χρόνια κατά καλαίσθητο τρόπο με κατασκευές με υλικό κυρίως τον πωρόλιθο. Στον όμορφο αυτό χώρο αναψυχής δεσπόζει και δροσίζει με το νερό της ενδιαφέρου-
σα κρήνη που είναι γνωστή με το όνομα «Κάτω Βρύση».
Είναι του γνωστού οθωμανικού τύπου με το τόξο αφού στο Παρασπόρι κατοικούσαν αποκλειστικά Οθωμανοί (το 1834, 15 οικογένειες και το 1881, 48 οικογένειες με 224 άτομα). Πάντως στην απογραφή του 1671 δεν αναφέρεται, ίσως γιατί και τότε κατοικείτο μόνο από Τούρκους και η απογραφή αυτή απογράφει μόνο
χριστιανικές οικογένειες που πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο
(τζιτζιγιέ= ciziye).
(τζιτζιγιέ= ciziye).
Αποτελείται από ένα δωμάτιο- δεξαμενή του οποίου το πίσω τμήμα εισέρχεται στο διαμορφωμένο πρανές και έτσι δεν είναι περίοπτο. Το ύψος της πρόσοψης που είναι κτισμένη από πωρόλιθο φθάνει το 1,65 μ. ως τις γούρνες, και το πλάτος της, το 1,94 μ.
Το ύψος του τυμπάνου του τόξου είναι 1,28 μ., όσο και το πλάτος του. Το ελαφρά προεξέχον τόξο στηρίζεται σε παραστάδες με επίκρανα, ύψους 0,58 μ. Στο επάνω μέρος του τυμπάνου υπάρχει θυρίδα 0,20 Χ 0,25 μ. και βάθους 0,22 μ. στο εσωτερικό της οποίας υπάρχει πωρόλιθος με παράσταση εξάκτινου αστεροειδούς κοσμήματος εγγεγραμμένου σε εξάγωνο και όλο αυτό σε κύκλο. Ο σημερινός κρουνός αναμφισβήτητα είναι νεότερος αφού κάτω από αυτόν διακρίνονται οι κλεισμένες σήμερα θέσεις των παλαιών. Κάτω από τον κρουνό υπάρχουν δύο γούρνες χαμηλού ύψους (0,25 μ.). Την πρόσοψη στέφει κορνίζα.
Η κρήνη ανακαινίστηκε καλαίσθητα το 2010 με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου και δαπάνη του Δήμου Σητείας.
Μαντινάδες για την κάτω βρύση
Ιωάννης Γεωργ. Πρωτογεράκης
Όποιος περνά και δε σταθεί να κατεβεί στη βρύση,
μόλις περάσει τη στροφή θα το μετανοήσει.
Γιατί εάν τα πόδια του κι’ αρθρώσεις του πονούνε,
αν κατεβεί και πιεί νερό ευθύς θα γιατρευτούνε.
Κι’ αν έχει πέτρα στη χολή γίνεται θαύμα μέγα,
γιατί η πέτρα ξεκολλά και πέφτει ομπρός στη φλέγα.
Μ’ αν είσαι πετραμύγδαλο με σιδερένια υγεία,
κατέβα, κάτσε, πιες νερό να νιώσεις ευτυχία.
Όποιος κι αν την επισκεφτεί δε θα το μετανιώσει,
πίνει και παίρνει αγνό νερό χωρίς να το πληρώσει.
Στίχοι Γεωργίου Εμμ. Πετρουλάκη
Κάθε που σκύβω για να πιώ βρύση απ’ το νερό σου,
φτερούγες κάνει ο λογισμός και φτερουγίζει ομπρός σου.
Και σε ‘ρωτά μα δεν ‘μπορεί απάντηση να πάρει,
απ’ το νερό π’ αδιάκοπα τρέχει στο κουτσουνάρι.
Ποιος σ’ έκτισε και πού ‘μπορεί να ‘ναι τώρα θαμμένος,
γιατί δεν άφησε όνομα και είναι ξεχασμένος;
Ποιο χρόνο και ποιά εποχή με δάκρυ ή με γέλιο,
ήσκαψε ‘δω τα χώματα κι ήβαλε και θεμέλιο;
Τούρκος τον εξανάγκασε βρύση μου να σε κτίσει,
ή μόνος του ο χριστιανός το ‘χε αποφασίσει;
Ποιος ήφερε απ ‘του Ψαθά πελέκια με μουλάρι,
και ποιος τα τοποθέτησε με ομορφιά και χάρη;
Ποιος τις φιγούρες σκάλισε τη γούρνα τη θυρίδα,
κ’ έδωσε τόση ομορφιά π’ αλλού ποθές δεν είδα.
Κι ενώ οι χρόνοι κι οι καιροί περάσανε μπροστά σου,
τίποτα δεν επήρανε από την ομορφιά σου.
Δίπλα στο γέρο- πλάτανο στέκεις και καμαρώνεις,
μ’ όσα γνωρίζεις δεν τα λες τα κρύβεις και τα χώνεις.
Πόσο ‘θελα να ‘χεις λαλιά και γλώσσα να μιλήσεις,
και όσα ξέρεις να τα ‘πεις να τα εξιστορήσεις.
Να μάθουμε το μάστορα που ‘δρωσε να σε κτίσει,
και να του ‘πούμε ο Θεός να το ‘ναι συγχωρήσει.
Ν’ αγιάσουνε τα κόκαλα που ‘χε στα δύο του χέρια,
που για χάρη σου δούλεψαν παλαιϊνά σεφέρια.
Κι αν ήταν Τούρκος ή Ρωμιός δε θα μασέ πειράξει,
αφού εσένα φρόντισε τόσο όμορφη να φτιάξει.
Τόσους αιώνες που ‘σαι εδώ στου χρόνου την πορεία,
είναι η κάθε πέτρα σου ολόκληρη ιστορία.
Πόσο ‘θελα να γνώριζα όλα τα μυστικά σου,
κι όσα ‘δαν τα πελέκια σου στο χρονοπέρασμά σου.
Πόσοι αγάδες κάτσανε στο πετροπέζουλό σου,
κι εσβήσανε τη δίψα τους με το κρυγιό νερό σου.
Πόσες λιγνές χανούμισσες τη νύκτα με φεγγάρι,
βουτήξανε τα χείλη τους στο υγρό σου κουτσουνάρι.
Κι εβγάλανε το φερετζέ χωρίς ντροπή ομπρός σου,
κι εκαθρεφτιστήκανε στης γούρνας το νερό σου.
Εσύ μονάχα γνώρισες και τα’ ουρανού τα’ αστέρια,
την ομορφιά που κρύβανε κάτω απ’ τα τσεμπέρια.
Κράτατα ‘συ τα μυστικά μα ‘γω σαν σε κοιτάζω,
εύκολα στα πελέκια σου ‘μπορώ να τα διαβάζω.
Και ‘βρίσκω ακόμη πως εσύ μ’ άλλη καμιά δε μοιάζεις,
στην ομορφιά και στο νερό π’ αδιάκοπα μοιράζεις.
Κρυστάλλινο και δροσερό στο κουτσουνάρι τρέχει,
και όποιος σκύψει και το πιεί πρέπει να το κατέχει.
Αν έχει πέτρες ‘στα νεφρά και στη χολή χαλίκι,
φεύγουνε όλοι οι πόνοι του και γίνεται περδίκι.
Τ’ άλατα απ’ τα γόνατα κι από τα’ αγκώνες λειώνει,
κι όλα τα νεύρα του κορμιού γιατρεύει και ντρετώνει.
Από τα έγκατα της γης αιώνες αναβρύζει,
κι όλες τα’ αρρώστιες του κορμιού σκοτώνει και τσακίζει.
Βγάζεις τα’ αθάνατο νερό π’ αν το ‘βρισκε η Γοργόνα,
ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε ζει ακόμα.
Στίχοι Γεωργίου Εμμ. Πετρουλάκη 15-08-2010
Όποιου ανθρώπου η ζωή θέλει πολύ να ζήσει,
να έρθει να πιει λίγο νερό από την Κάτω Βρύση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου