ΑΠΟΛΕΙΜΜΑΡΕΣ: (οι) απολειπόμενα,
επιζώντες του σογιού, της οικογένειας.
Διάλε τσ’ απολειμμάρες σου συνηθισμένη στην Κρήτη ύβρις
, που αν και εξυβρίζει όλους ανεξαρτήτως τους επιζώντες του σογιού του
υβριζόμενου (να πάρει ο διάβολος ή ανάθεμα στους επιζώντες του σογιού σου) εν
τούτοις δεν προκαλεί την αναμενόμενη αντίδραση αλλά εκλαμβάνεται σαν αστεισμός
ή σαν απλό πείραγμα.
«Διάλε , τσ ΄ απολειμμάρες σου, α δε σε τζιμπροδέσω* να μη
γεμίσω ξενικά* κι ύστερα να σ΄ αλέσω».
*ΤΣΙΜΠΡΌΔΕΜΑ: το πρόχειρο δέσιμο
*ΞΕΝΙΚΟ: το καλαμπόκι
Μ.Ι.ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ-ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου