ΜΙΑ ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΙΑ ΜΕ ΑΠΡΟΟΠΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Τέλη της 10ετίας του ’40 στο ορεινό χωριό μου Απίδι Σητείας. Ήταν Μάρτης μήνας, λίγες μέρες πριν από την εορτή της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. Στο 1/θέσιο σχολείο, με τους 50 και πλέον μαθητές και μαθήτριες, η ηρωίδα δασκάλα μας, αείμνηστη Μαρία Πλατάκη- Αυγουστινάκη, μας ανέθετε ποιήματα για απαγγελία και μας μάθαινε και σχετικά τραγούδια.
Κάποια παιδιά από τις τρεις μεγάλες τάξεις συζητούσαμε, συνωμοτικά, τι εντυπωσιακό να κάνομε, έτσι κάτι σαν παιγνίδι, αυτές τις ημέρες. Δεν αργήσαμε να το βρούμε. Μια λαμπαδηφορία θα ήταν εντυπωσιακή. Ήταν έθιμο, με αρχή τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τότε που οι πρόγονοί μας είχαν συνδέσει την Ανάσταση του Χριστού με την Ανάσταση του Γένους, την απελευθέρωση δηλαδή από το σκληρό, τούρκικο ζυγό. Το μήνυμα της εξέγερσης το έστειλαν με λαμπαδηφορίες απ’ άκρου εις άκρον της σκλαβωμένης Πατρίδας, το βράδυ της 24ης Μαρτίου 1821.
Αρχίσαμε αμέσως το έργο. Βρήκαμε άδεια μεταλλικά γαλατοκούτια. Καρφώσαμε
με μικρές μπρόκες (καρφιά) από το κάτω μέρος τους και ακριβώς στη μέση ένα
ξύλο, όσο πιο ίσιο βρήκαμε, μήκους περίπου ½ μ., χτυπώντας τα στον πάτο του
κουτιού με το κεφάλι του σιδερένιου τζένιου (σίδερο μυτερό από το ένα άκρο, για
να καρφώνει στο έδαφος και να κρατά τα ζώα δεμένα). Γεμίσαμε τα γαλατοκούτια με
στάχτη από την παραστιά. Την πιέζαμε πολύ. Έφτανε σχεδόν μέχρι την κορυφή, 1-2
δάχτυλα από τα χείλη του κουτιού.
Οι εργασίες αυτές γίνονταν μυστικά, συνωμοτικά μπορώ να πω. Το
εργαστήριό μας ήταν ένα παλιό, εγκαταλειμμένο σπίτι-στάβλο τον χρησιμοποιούσαν
κάποιες φορές- στο κέντρο του χωριού Μέσα Απίδι. Ήταν ανάμεσα στο καφενείο του
Σπύρου Εμμ. Κουφάκη και στο σπίτι της Τσικαλούς. Στη θέση που είναι σήμερα το σπίτι
του Ξυγκόπουλου (Μανώλη Ν. Φραγκιαδάκη), ανακαινισμένο όμως πριν από πολλά
χρόνια.
Έτσι ετοιμάστηκαν οι λαμπάδες για τη
λαμπαδηδρομία. Μας έλειπε μόνο το πετρέλαιο. Μ’ αυτό θα βρέχαμε πολύ καλά τη
στάχτη, για να δίναμε μετά φωτιά και να ανάψει η ποθητή φλόγα. Είχαμε επιλέξει
το χρόνο, που θα κάναμε την παρέλαση! Η ώρα θα ήταν απογευματινή, λίγο πριν
αρχίσει να νυκτώνει, ώστε το θέαμα να είναι πιο εντυπωσιακό!
Πετρέλαιο είπαν οι περισσότεροι, ότι δεν είχαν στο σπίτι τους περίσσιο.
Οι μητέρες τους το έβαζαν σε γυάλινο μπουκάλι και από εκεί τροφοδοτούσαν τη
λάμπα φωτισμού. Θα υποψιαζόταν, αν έβλεπε τη στάθμη του πετρελαίου, μέσα στο
μπουκάλι, να κατεβαίνει απότομα. Η λάμπα συμπλήρωνε, επιλεκτικά, το φωτισμό των
σπιτιών μας για τις πιο επίσημες εκδηλώσεις! Ο συνήθης φωτισμός στα σπίτια του
χωριού ήταν με το λυχνάρι του λαδιού. Μόνο στα καφενεία, για πολύ καλύτερο
φωτισμό, είχαν τα λουξ με τον αμίαντο και την τρόμπα. Έβαζαν πετρέλαιο, με την
τρόμπα αποθήκευαν πιεσμένο τον αέρα σε ειδικό χώρο του λουξ. Άνοιγαν το λουξ,
το μπέκ έστελνε εξαερωμένο το πετρέλαιο στον αμίαντο. Αυτός πυρακτωνόταν και
κάτασπρος και φωτεινός σκορπούσε το λαμπερό του φως. Έπρεπε όμως, κατά
διαστήματα, όταν το φως αδυνάτιζε, να ξεκρεμούν το λουξ από την οροφή του
καφενείου και να τρομπάρουν.
Για το πετρέλαιο κάποιος φίλος βρήκε τη λύση. Έριξε μια παράξενη και
τολμηρή ιδέα την ώρα του προβληματισμού μας. Ο Παύλος του Δασκαλογιάννη (ο
εξάδελφός μου) και ο Γιώργης του Μανώλη του Παυλή (εγώ) θα φέρναμε το
πετρέλαιο. Από πού? Μα από το βαρέλι, που ήταν στην αποθήκη της Κοινότητας.
Ο θείος μου ήταν Γραμματέας στην
Κοινότητα. Νόμιζαν έτσι μερικά παιδιά, ότι εμείς θα είχαμε καλύτερη πρόσβαση
στο σημείο. Η αποθήκη ήταν το μεσαίο από
τα τρία δωμάτια, που και σήμερα ακόμη υπάρχουν σε καλή κατάσταση. Το γραφείο
προς την πλατεία, η αποθήκη στη μέση και το προς βορρά δωμάτιο είχε δοθεί στην
ενορία του χωριού, για τις ανάγκες της.
Εκεί, λοιπόν, στο μεσαίο δωμάτιο αποθήκευαν το φωτιστικό πετρέλαιο που
μοίραζαν στις οικογένειες του χωριού.
Είχαν ένα κομμένο βαρέλι, μεσοβάρελο, για ευκολότερη μετάγγιση στα δοχεία των
δικαιούχων.
Αυτή την εποχή έφτανε σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας η βοήθεια της
διεθνούς κοινότητας, του διεθνούς ερυθρού σταυρού, της UNRA κ. ά. Οργανισμών ,
για τους πενόμενους πολίτες της καθημαγμένης από τους πολέμους χώρας μας. Τότε
μας πρόσφεραν, καθημερινά, στα σχολεία πρωινό ρόφημα από γάλα σκόνη, βρασμένο
σε μικρό καζάνι, λόγω μεγάλου αριθμού παιδιών στο σχολείο. Παίρναμε ακόμη
βιταμίνες και μουρουνέλαιο (ψαρόλαδο) σε μικρές ελαστικές, λαδόχρωμες
μπιλίτσες-χάπια, με αηδιαστική γεύση και που πολλές φορές μας προκαλούσαν
εμετό. Ήταν όμως απαραίτητες για πολλά παιδιά, καχεκτικά, υποσιτισμένα και
κακοσιτισμένα.
Πήραμε, λοιπόν, ένα άδειο γαλατοκούτι ο καθένας. Πήγαμε στην ανοικτή
αποθήκη και καθώς οι υπεύθυνοι, για τη διανομή, ήταν απασχολημένοι με κάτι
άλλο, πλησιάζαμε το μεσοβάρελο, σιγά και προσεκτικά. Βουτούσαμε το γαλατοκούτι
στο πετρέλαιο. Σχεδόν το γεμίζαμε. Το κρύβαμε, προστατευτικά, πίσω από το
σακάκι μας και αργά, ξένοιαστα και υποκριτικά αμέριμνοι, βγαίναμε στο δρόμο. Ο
προορισμός μας, το εγκαταλειμμένο σπίτι, ήταν πολύ κοντά, σε απόσταση λιγότερο
από 40 μέτρα .
Αδειάζαμε το πετρέλαιο σε μεγαλύτερο μεταλλικό δοχείο. Επιστρέφαμε για δεύτερη
και τρίτη φορά. Αν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, γεμίζαμε τα γαλατοκούτια και
ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή.
Όταν πια όλα ήταν έτοιμα, συναντηθήκαμε κάποιο βράδυ. Ο ήλιος, που
εκείνη την ώρα έδυε, έμοιαζε σαν πυρακτωμένος
δίσκος, που πυρπολούσε με ένα κοκκινωπό χρώμα τον ουρανό και τα σύννεφα
πάνω από την κορυφογραμμή των βουνών της Μοναστράς. Το σκοτάδι της νύκτας είχε
αρχίσει να απλώνεται παντού. Στα σπίτια άρχισαν να ανάβουν τα λυχνάρια. Έφτασε
η ώρα για την πραγματοποίηση της λαμπαδηφορίας. Ποτίσαμε καλά τη στάχτη στις αυτοσχέδιες
δάδες μας με πετρέλαιο. Κάποιος είχε πάρει από το σπίτι του σπίρτα. Ήταν
εντελώς διαφορετικά από τα γνωστά σημερινά κουτιά των σπίρτων. Ήταν ένα χοντρό,
χρωματιστό, διπλωμένο χαρτί και μέσα του
ενσωματωμένα μια σειρά πλακέ σπίρτα. Άναβαν πολύ εύκολα. Τα τρίβαμε σε μια άκρη
του χαρτονιού, σε ειδική θέση. Αρκούσε όμως και η τριβή τους σε κάθε αδρή επιφάνεια. Άναψε τη δική του δάδα
κι από αυτή, ο ένας μετά τον άλλο, τις ανάψαμε όλες. Με μιας φωτίστηκε ο
στάβλος. Σκιές παράξενες φάνηκαν γύρω στους τοίχους, καθώς οι φλόγες
τρεμόπαιζαν. Το τρεμουλιαστό φως από τις δάδες φώτιζε τα πρόσωπά μας. Ήταν
έκδηλη η χαρά μας αλλά και η αδημονία μας για το εγχείρημα, που είχαμε
σχεδιάσει.
Βγήκαμε έξω στο δρόμο. Αυτόματα συνταχθήκαμε σε δυάδες. Ξεκινήσαμε,
κρατώντας ψηλά τις αναμμένες δάδες. Η χαρά και η υπερηφάνεια μας απέραντη. Ήταν
μια ιδιόμορφη παρέλαση, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στο χωριό μας. Έκπληκτες οι
γυναίκες πρόβαιναν από τις πόρτες των σπιτιών. Άλλες έβγαιναν μέχρι τις αυλές.
Περάσαμε και από την πλατεία, ζωηροί και καμαρωτοί. Συγχρόνως τραγουδούσαμε
κάποιους στίχους από στρατιωτικό τραγούδι, που είχαμε ακούσει από τους
παππούδες μας: « Στρατιώτες στο δρόμο περνούνε, γοργά τραγουδούν, το σκοπό,
τουφέκι στον ώμο κρατούνε και ξίφος φορούν στο πλευρό…».
Δεν κράτησε πολλή ώρα η παρέλαση. Οι φλόγες στις δάδες όλο και
εξασθενούσαν. Το πετρέλαιο, που είχε βρέξει τη στάχτη, είχε στεγνώσει. Το μόνο
που μας απασχολούσε εκείνη την ώρα ήταν ποιανού η δάδα θα σβήσει τελευταία.
Τελειώσαμε! Ευχαριστημένοι και περήφανοι γυρίσαμε στα σπίτια μας.
Συζητήσεις γι αυτό το περιστατικό έγιναν εκείνο το βράδυ αλλά και την άλλη μέρα
το πρωί. Τα ερωτήματα: πώς και πού φτιάξαμε τις δάδες, πού και πώς βρήκαμε το
πετρέλαιο. Κάποιες ακαθόριστες πληροφορίες, κάποιοι νοητικοί συνδυασμοί, έκαναν
τους γονείς μας να καταλάβουν τι είχε γίνει.
Έτσι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, μετά το φαγητό, με πήρε πιο πέρα ο
πατέρας μου και μου είπε ότι έμαθε τα πάντα. Τα παραδέχτηκα. Μου έκανε,
μάλιστα, αυστηρές παρατηρήσεις και συστάσεις για τις ενέργειές μας. « Εκτός από
το κλέψιμο του πετρελαίου», μου είπε, « ήταν και ο κίνδυνος πυρκαγιάς.
Μπορούσε, από απροσεξία σας, να πάρει φωτιά ο στάβλος, τα μισοδόκια και τα ξύλα
της οροφής, του δώματος. Θα μπορούσε η φωτιά να εξαπλωθεί και να καεί όλη η
γειτονιά. Πώς ήταν δυνατόν να σβήσει μια μεγάλη φωτιά, αν ξεσπούσε? Θα
κουβαλούσαμε νερό με ντενεκέδες και
τσίγκους (κουβάδες) από το κοινοτικό πηγάδι ή από τη δρούμπα
(μαγγανοπήγαδο) της Κάτω Γειτονιάς?
Με τράβηξε από το αυτί. Με
οδήγησε στο στάβλο. Μόλις μπήκα μέσα, έκλεισε το κατωπόρτι, μαντάλωσε, τράβηξε
και το πανωπόρτι της παλιάς πόρτας και με το χοντρό σύρμα, που ήταν στερεωμένο
στο κερκέλι της, έκλεισε, δένοντάς το σε ένα τζένιο, που ήταν καρφωμένο στον
τοίχο αριστερά της πόρτας. Άκουσα τα βήματά του να απομακρύνεται.
Μέσα στο στάβλο ήταν μισοσκόταδο. Ευτυχώς από τις χαραματιές της πόρτας
έμπαινε λιγοστό φως. Στο βάθος η αγελάδα μας, ξαπλωμένη, νωχελικά αναχάρασσε
(ξαναμασούσε σαν μηρυκαστικό ζώο) την τροφή της. Η παρουσία μου ουδόλως την
ενόχλησε. Πάνω στην πρώτη πάχνη είχαν τοποθετήσει το σαμάρι του γαϊδάρου, που
τον είχαν δέσει, ξέστρωτο, στο διπλανό χωράφι. Ανέβηκα και κάθισα στο σαμάρι.
Στην πάχνη ήταν ακουμπισμένη μια βίτσα (βέργα). Την έπιασα. Καθώς κουνούσα
μπρος-πίσω, πότε εναλλάξ, πότε συγχρόνως, τα πόδια μου, χτυπούσα με τη βίτσα
τις πέτρες της πάχνης. Λαλιούσα (οδηγούσα) το φανταστικό γάιδαρο. Σα να ήμουν
καβάλα στο γάιδαρό μας. Αυτό το παιγνίδι επινόησα, για να περάσω την ώρα της
τιμωρίας. Τιμωρία, όπως αργότερα έμαθα, είχε και ο εξάδελφός μου.
Μπορεί να στενοχωρήθηκα στην αρχή, αλλά δεν
έκλαψα. Είχα καταλάβει, παρά το μικρό της ηλικίας μου, ότι η τιμωρία ήταν
δίκαιη. Έφερνα στο νου μου τα λόγια του πατέρα μου. Αναρωτιόμουν τι κακό
μπορούσε να προκληθεί στο χωριό από την απερίσκεπτη ενέργειά μας. Μετάνιωσα,
γιατί να το κρατήσομε μυστικό από τους μεγάλους, τους γονείς μας και τη δασκάλα
μας. Θέλαμε να κάνομε έκπληξη? Δεν πιστεύω. Παιδική απερισκεψία. Την ώρα όμως
εκείνη, σκεπτόμενος πιο λογικά στη μοναξιά μου σ’ αυτό το περιβάλλον,
παραδέχτηκα ότι ήταν λάθος όλες οι ενέργειές μας. Αν εκμυστηρευόμαστε τις
σκέψεις μας στη δασκάλα μας, αν το λέγαμε ο καθένας στους γονείς του, πολύ
πιθανόν θα είχαμε τη συμπαράσταση και τη βοήθειά τους. Και τη λαμπαδηφορία θα
την εντάσσαμε στο πλαίσιο των απλών εορταστικών εκδηλώσεων, για την 25η
Μαρτίου, στο χωριό μας. Κι ακόμη δεν θα υπήρχε η ανάγκη να «προμηθευτούμε»
κλέφτικα το πετρέλαιο.
Μ’ αυτές τις σκέψεις πέρασε γοργά η ώρα. Γύρω στις 3 και μισή το
απόγευμα, την ώρα του καφαλτί (ελαφρό απογευματινό φαγητό), βήματα ακούστηκαν
έξω από το στάβλο. Κάποιος ξεμπέρδευε το σύρμα από το τζένιο του τοίχου. Το
πανωπόρτι άνοιξε και μπήκε μέσα άπλετο φως, που, στιγμιαία, θάμπωσε τα μάτια
μου. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε η μορφή της μητέρας μου. Άνοιξε και το
κατωπόρτι. «Έλα έξω, Γιωργιό», μου είπε.
«Τέλειωσε η τιμωρία. Άλλη φορά να μην το ξανακάνεις».
Βγήκα αποφασισμένος στο μέλλον να είμαι πιο προσεκτικός και υπάκουος. Θα
μπορούσα, όμως, να το τηρήσω? Οι
υποσχέσεις των παιδιών, σ’ αυτή την ηλικία, είναι πολλές φορές μια διέξοδος,
για να ξεφύγουν από το στρίμωγμα, από τη δύσκολη θέση που βρίσκονται.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου