ΤΟ «ΑΝΑΘΕΜΑ» ΤΟΥ ΤΣΟΥΛΗ ΣΤΑ ΛΑΣΙΘΙΩΤΙΚΑ ΒΟΥΝΑ
Η παράδοση «τιμωρεί» τον βιαστή
με λιθοβολισμό!
Όποιος περάσει πετά κι από μια πέτρα στον τάφο του
Κείμενο - φωτογραφίες: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
www.karmanor.gr
Ψηλά στα Λασιθιώτικα βουνά, δίπλα σε έναν αρχαίο δρόμο – κόσμημα για την παραδοσιακή οδοποιία, υπάρχει ακόμη ένα φτωχό και απέριττο μνημείο, ένας σωρός από πέτρες. Είναι στημένος από γενιές και γενιές Κρητικών μόνο και μόνο για να θυμίζει την ιστορία και να παραδειγματίζει… Ένας Αγάς, λένε, θάφτηκε κάτω από τις πέτρες, σε ένα άτυπο αλλά διαχρονικό ανάθεμα. Ανάθεμα εναντίον του κάθε κατακτητή αλλά και του κάθε καταπατητή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Βέβαια, ο σωρός που βλέπομε σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που υπήρχε ως το 1960. Την εποχή εκείνη οι μπουλντόζες άνοιγαν ένα καινούργιο δρόμο για να ενώσουν το Λασίθι με την Πεδιάδα και το Ηράκλειο. Και επειδή οι μπουλντόζες δεν έχουν μνήμη (και μάλλον την εχθρεύονται θανάσιμα), ο παλιός σωρός σκορπίστηκε μαζί με τα χώματα.
Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να αντιδράσουν άνθρωποι που είχαν ζήσει ως παιδιά τη ζωντάνια της παράδοσης και να ξαναστήσουν το μνημείο. Άλλωστε, δεν χρειάζονταν ούτε μελέτες δραχμοβόρες ούτε εργολαβίες πολυδάπανες. Κουβάλησαν τις ίδιες πέτρες τις παλιές, όσες βρήκαν. Και τις άφησαν στην άκρη του δρόμου σχηματίζοντας σωρό. Σπονδή στην ιστορία και την παράδοση…
Η παράδοση ως αντίδοτο στη λήθη
Η παράδοση συνεχίζει να τιμωρεί… Κι ας έχουν περάσει δυο αιώνες από τότε, ίσως και παραπάνω. Άλλωστε, το ιστορικό γεγονός το σκεπάζει το σύθαμπο του θρύλου. Ιστορία και μύθος μπερδεύονται γλυκά και μέσα από το άτακτο ανακάτεμά τους προκύπτει… ένα τραγούδι!
Βλέποντας ένα μεσόκοπο βοσκό να πετά μια πέτρα με δύναμη και να φωνάζει «ανάθεμά σε», θυμήθηκα το τετράχρονο παιδί που κουβαλούσε από χιλιόμετρα μακριά το δικό του «πεσκέσι»: μια βαριά μαύρη σιδερόπετρα. Την πέταξε χωρίς να τολμήσει να προφέρει τη λέξη «ανάθεμα». Ήταν απαγορευμένη. Όπως κάθε λέξη που το αυστηρό ήθος του χωριού τη θεωρούσε βλαστήμια.
Ναι, τιμωρεί η παράδοση. Τουλάχιστον όσο μπορεί να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, όσο δεν σκεπάζει η λήθη τα γεγονότα που σημάδεψαν τις ζωές των προηγούμενων γενεών. Και ο δυνάστης που βίαζε γυναίκες δεν έχει δικαίωμα να αναπαυτεί. Τον κυνηγά για αιώνες η μνήμη. Και συνεχίζει να τον πετροβολά ακατάπαυτα.
Ο λόγος για τον Τσούλη. Έναν Γενίτσαρο – δυνάστη των κεντροανατολικών επαρχιών της Κρήτης. Είχε αδυναμία, λένε, στις όμορφες. Δηλαδή, παραβίαζε τον κώδικα της τιμής των κοινωνιών του κρητικού χωριού. Τσαλαπατούσε την ηθική τους. Κυριότερη πηγή ειδήσεων για τη ζωή και τη δράση του δεν είναι κάποια ιστορική αναφορά αλλά ένα παλιό τραγούδι, που σώθηκε σε κάμποσες παραλλαγές, όχι όμως ολόκληρο. Ωστόσο, το τραγούδι έχει τη δύναμη να διασώζει τα γεγονότα από τη λήθη και, παράλληλα, να τροφοδοτεί την ιστορική μνήμη, να τροφοδοτείται απ’ αυτήν. Δεν είναι στατικό το δημοτικό τραγούδι. Πλάθεται και ξαναπλάθεται. Άλλες φορές επειδή ο αφηγητής δεν θυμάται όλους τους στίχους. Άλλες φορές επειδή δεν ταιριάζουν στα δικά του αισθητικά κριτήρια και άλλες επειδή νοιώθει και ο ίδιος τον έρωτα της δημιουργίας.
Για την ταυτότητα του αιωνίως τιμωρούμενου Τσούλη ελάχιστα στοιχεία μας είναι γνωστά, παρά την φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλε το 1947-1948 ο στρατηγός Ι. Σ. Αλεξάκης, ο πρώτος που κατέγραψε τμήματα του τραγουδιού. Έχοντας ως πηγές ηλικιωμένους από τα χωριά του Οροπεδίου Λασιθίου, του Μεραμπέλλου και της Πεδιάδας, ο Αλεξάκης θεώρησε ως δεδομένο το έτος της εκδίκησης, το 1817. Δεδομένη θεωρεί και την ιστορία της οικογένειάς του. Σημειώνει ότι καταγόταν από την Κάτω Βάθεια, αυτό ήταν το χωριό του πατέρα του. Η μάνα του, λέει, ήταν από τη Ζίντα, ένα μικρό χωριό κοντά στο Αρκαλοχώρι. Και ο ίδιος κατοικούσε στους Ασκούς, κοντά στην αρχαία Λύκτο, κατάγναντι στα Λασιθιώτικα βουνά.
Ο Τσούλης, ένας Γενίτσαρος
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 περιμάζεψα τις παιδικές μου μνήμες και έγραψα ένα σχετικό κείμενο, μαζί με μερικούς στίχους που είχα ακούσει και συγκρατήσει. Μετά τη δημοσίευσή τους συνάντησα ηλικιωμένες γυναίκες (τη Μαλαματένια Κοντάκη, τη Μαρία Γερακιανάκη και άλλες) σε μιαν αποσπερίδα στην Κασταμονίτσα. Οι λιγοστοί στίχοι συμπληρώθηκαν. Μαζί τους συμπληρώθηκε και ο χάρτης των συναισθημάτων. Από τη μια η έκδηλη ειρωνεία του ποιητή, η χαρά για την απαλλαγή από το μίασμα. Από την άλλη ο θρήνος, πότε πραγματικός και σπαρακτικός, πότε ειρωνικός κι εκείνος. Η παλλακίδα του δυνάστη μπορεί να θρηνεί. Και ο αφηγητής να καταλαβαίνει τον πόνο της αλλά να μην μπορεί να κάνει κι αλλιώς μπροστά σε μιαν αδυσώπητη ανάγκη να διασώσει τόσο το ίδιο το γεγονός όσο και το συναισθηματικό του περίβλημα.
Είχα ρωτήσει τότε για τον Τσούλη, για την καταγωγή και τη δράση του. Ελάχιστα ήταν γνωστά. Τούρκος ήταν, έλεγαν. Δηλαδή… Γενίτσαρος. Λέξη με λέξη ξεδιπλωνόταν μπροστά μου μια ιστορία χωρίς αριθμούς και χρονολογίες, μια ιστορία που ξέρει να ξεχωρίζει τα σημαντικά και να τα διασώζει στη μνήμη:
«Το σπίτι του βρισκόταν στους Ασκούς. Δηλαδή, τι σπίτι; Ένα κονάκι ονομαστό. Το είχε χτίσει ο παππούς του που όριζε το χωριό. Ήταν Χριστιανός ο παππούς του και καλός άνθρωπος. Στην αυλή είχε χτίσει μια εκκλησία. Ο Τσούλης την έκαμε τζαμί…» Τα χαλάσματά του στέκονται ακόμη.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια οικογένεια εξισλαμισμένων Κρητών, ίσως και σε οικογένεια ενετικής καταγωγής, εκδοχή που την πρόσεξε και ο Αλεξάκης. Ωστόσο, το «κατηγορητήριο» εναντίον του Τσούλη δεν τελειώνει με τις γυναίκες που είχε ατιμάσει. Καθώς ήταν καλό παλικάρι και είχε δίπλα του στρατιά Ορτάκηδων, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Κανένας κανόνας δικαίου δεν τον σταματούσε και καμιά εξουσία δεν μπορούσε να τον χαλιναγωγήσει. Για τους γνώστες της ιστορίας της Κρήτης η μη υπακοή σε αρχές και εξουσίες δεν ήταν εξαίρεση στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι Γενίτσαροι της Κρήτης ήταν κυριολεκτικά ανεξέλεγκτοι και ενοχλούσαν όχι μόνο τους ντόπιους χριστιανούς, αλλά και την ίδια την οθωμανική διοίκηση. ¨Έστηναν δικά τους μπαϊράκια και λειτουργούσαν σαν απόλυτοι και αυτοκέφαλοι άρχοντες.
Ο Τσούλης, λοιπόν, δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Ούτε στην Πεδιάδα, ούτε στο Λασίθι. Λεηλατούσε τον μόχτο των πάμφτωχων αγροτών. Λέγεται ότι πήγαινε στα χωράφια κατά την εποχή του θέρους και έδινε εντολή να του θερίσουν τα ξένα χωράφια. Ή να του μαζέψουν τις ξένες ελιές. Για να αποφύγει την οργή των ντόπιων είχε ανακαλύψει ένα έξυπνο τέχνασμα: πετάλωνε ανάποδα το άλογό του. Οι χωρικοί έβλεπαν τα ζάλα αποτυπωμένα στο χώμα, τα ακολουθούσαν, αλλά τα σημάδια τους οδηγούσαν αλλού.
Το τραγούδι του Τσούλη
Το ίδιο το δημοτικό τραγούδι είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά που μας έχει παραδώσει η δημώδης κρητική λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο τα δραματικά στοιχεία που τονίζονται. Είναι και η περιγραφική ζωντάνια, οι καθαρές εικόνες που μεταδίδει, είναι οι σαφείς δηλώσεις του ηθικού κώδικα. Ο Αγάς χρησιμοποιεί τη μουσική για να ασελγήσει. Ο ποιητής δεν θέλει, όμως, τις κοπελιές να γίνονται πειθήνια όργανα του δυνάστη:
Δεν εκάμαμε παζάρι
για να κοιμηθούμ’ ομάδι
φέρονται να λένε, χωρίς καμιά άλλη επεξήγηση.
Στην περιγραφή του Τσούλη οι στίχοι παραδίδουν στη μνήμη την εικόνα ενός «φουντούλη» (κομψευόμενου) ευζωιστή. Περιγράφουν την πολυτελή ενδυμασία με τις τσόχινες βράκες, την άσπρη καμιζόλα, τα λευκά στιβάνια. Σπάνια σε δημοτικό τραγούδι δίνονται τόσες λεπτομέρειες για την αμφίεση ενός ανθρώπου. Μόνο στα τραγούδια του γάμου, στα παινάδια της νύφης μπορεί να το συναντήσει κανείς. Εκεί που η φροντίδα της ενδυμασίας κωδικοποιεί τη νοικοκυροσύνη.
Η παραλλαγή τη Κασταμονίτσας:
Φρουκαστείτε μου λιγάκι
να σας πω για τον Τσουλάκη.
Δεν ακούσατε μια φάμα
στο Λασίθι είντα κάμα;
Ο Τσουλάκης ξεφαντώνει
κοπελιές ανεμαζώνει,
το βιολί κρατεί στη χέρα
και γλεντίζει νύχτα μέρα.
- Κοπελιές, να μη βαριέστε
και να ’ρθείτε να χορέψτε,
κοπελιές, κι αν κουραστείτε
το χορό μη σταματήστε,
κοπελιές, κι αν κουραστείτε
μετά μένα κοιμηθείτε.
- Δεν εκάμαμε παζάρι
για να κοιμηθούμ’ ομάδι.
Ο Τσαούχης κι άλλος ένας
εμισέψαν αποσπέρας
στο πουσί παν και καθίζουν
τ’ άρματά ντως καθαρίζουν.
Κι ο Τσουλάκης κατεβαίνει
ροδαρά ξεφουντωμένη
με τσι τσόχινες τσι βράκες
και τσι δυο του σελταμάκες
με την άσπρη καμιζόλα
την ασημωτή μπιστόλα
με τα δυο του γιαταγάνια
με τα γαλανά στιβάνια,
τα βιολιά του τα παντέρμα
στα μουλάρια κρεμασμένα
και την παραδοσακούλα
να φουσκών’ ως την καπούλα.
Μα στση Χορτασάς το Λάκκο
τον εθέσαν άνω κάτω
και την κεφαλή του κόψαν
στον τρουβά την ετρυπώσαν
στο σκαρβέλι την κρεμούνε
και στσ’ Ασκούς την-ε περνούνε
και στσ’ Ασκούς στο Καροπούλι.
-Ε, Μαριό, Κοκκινοπούλι
πρόβαλε να δεις τον Τσούλη
τον Αγά σου το Φουντούλη
που τον έχουνε σφαμένο
στο μουλάρι κρεμασμένο.
Και προβαίνει απ’ αραμάδα
και την πιάνει λιγωμάρα
και προβαίνει απανωπόρτι
και τα μάτια καταπότη
και προβαίνει το καημένο
και πομένει λιγωμένο.
Σαν επρόβαλε στην πόρτα
εμαράθηκαν τα χόρτα.
- Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη
καπετάνιο και φουντούλη
απού σε ’χα αλλαμένο
σαν τη ροδαρά σασμένο.
Τσούλη, Τσούλη, κανακάρη
ποιος να σε ταιριάξει πάλι
το βιολί σου το καημένο
στο μουλάρι κρεμασμένο
σήκω, γιε μου, να το παίξεις
το κορμί σου ν’ ανασταίξεις.
Η ενέδρα
Σε όλα τα χωριά γύρω από τα Λασιθιώτικα βουνά η ιστορία του Τσούλη ακούγεται ακόμη από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Ωστόσο, υπάρχουν μικρές ή μεγάλες παραλλαγές τόσο στο τραγούδι όσο και στην προφορική παράδοση. Μερικούς από τους στίχους που δημοσίευσε ο Αλεξάκης δεν τους άκουσα πουθενά τα τελευταία χρόνια. Και τα ονόματα των εκδικητών που μπροστάρεψαν τον δυνάστη δεν ακούγονται πλέον. Εφτά Κρητικοί, σύμφωνα με τον Αλεξάκη, κατέστρωσαν και εφάρμοσαν το σχέδιο της δολοφονίας. Στην παραλλαγή που κατέγραψα οι δράστες είναι μόνο δυο, ο Τσαούχης κι άλλος ένας. Να ήταν παρατσούκλι; Το Τσαούχης δεν παραπέμπει σε όνομα Κρητικού. Είναι, πιθανότατα, μορφή του «Τσαούσης», βαθμός κατώτερου αξιωματικού (υπαξιωματικού) του τουρκικού στρατού αλλά και συνηθισμένο παρωνύμιο στην Ελλάδα που δήλωνε τον τραχύ, τον αυταρχικό, τον βάρβαρο. Μου φαίνεται φυσικό να μην δηλώνει ο ανώνυμος ποιητής το αληθινό όνομα του δράστη και να τονίζει ρητά το «άλλος ένας» σα να θέλει να συσκοτίσει τα πράγματα και να αποκρύψει την ταυτότητα του δράστη.
Αγανακτισμένοι, λοιπόν, οι δράστες του φονικού πήγαν σε ένα βολικό τόπο, στο Λάκκο της Χορτασάς, νότια από τον παλιό θαυμάσιο δρόμο που διατηρούνταν από τα προϊστορικά χρόνια και συνέδεε τη Λύκτο με ένα στρατηγικό χώρο τον οποίο ήλεγχε. Ήταν η κύρια οδός που χρησιμοποιούσαν οι Καστρινοί όταν ανηφόριζαν στο Λασίθι. Αλλά και ο δρόμος από τον οποίο περνούσαν οι Λασιθιώτες για να κατεβάσουν στον κάμπο τα προϊόντα τους. Στάρι και κριθάρι, μήλα και πατάτες αργότερα, όταν είχε αρχίσει να διαδίδεται αυτό το προϊόν στην Κρήτη (μετά το 1870).
Για τις συνθήκες θανάτου του Τσούλη ακούγονται πολλές εκδοχές. Ο Αλεξάκης σημειώνει ότι τον σημάδεψαν με την πιστόλα και τον έριξαν κάτω. Άλλοι λένε ότι πετάχτηκαν στο δρόμο, το άλογο ξιπάστηκε και τον έριξε. Όπως και να ’χει το πράγμα, το τραγούδι δεν σταματά σε λεπτομέρειες. Παραδίδει το γεγονός με όλη την ένταση που απαιτείται: Του έκοψαν την κεφαλή, την έβαλαν σε ένα ντρουβά (τρίχινο σακίδιο μεγάλης αντοχής – σε ευρύτατη χρήση στην Κρήτη μέχρι και το 1970 περίπου), κρέμασαν το σακίδιο στα σκαρβέλια του ζώου και το άφησαν ελεύθερο.
Το μακάβριο μαντάτο
Όλα τα ζώα εργασίας, άλογα και μουλάρια και γαϊδούρια ακόμη, ξέρουν καλά τους δρόμους από τους οποίους συνηθίζουν να περνάνε. Ξέρουν και να πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στο χώρο στον οποίο σταυλίζονται, αν τύχει και βρεθούν αδέσποτα. Αυτό φαίνεται να έγινε και με το μουλάρι ή το άλογο του Τσούλη. Με τον ντρουβά κρεμασμένο στο σκαρβέλι έφτασε στο αρχοντικό των Ασκών.
Σημάδι συμφοράς να εμφανιστεί το ζώο μονάχο χωρίς τον καβαλάρη του. Όποιος το έβλεπε ήξερε ή μάντευε τι μπορεί να είχε συμβεί. Και επειδή διηγούνται ότι ένα «μπιστικό» ζώο δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αφέντη του αν τον δει σωριασμένο στη γη ύστερα από κάποιο ατύχημα, η εικόνα παραπέμπει σε σκοτωμό.
Στους Ασκούς περίμενε η Μαριώ η Κοκκινοπούλα, η φιλενάδα του Τσούλη. Ήταν Χριστιανή, από την οικογένεια των Κοκκίνηδων, Κόκκινων ή Κοκκινάκηδων. Και την είχε εκεί ως παρακοιμώμενη ο Τσούλης. Ακόμη κι αν την είχε αρπάξει με τη βία, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, οι Κρητικοί δεν συγχωρούσαν ποτέ τέτοιες συμβιώσεις.
Ο θρήνος της παλλακίδας
Στο τελευταίο μέρος του τραγουδιού, εκεί όπου ανακαλύπτει η Μαριώ την τραγική κατάληξη του φίλου της, οι στίχοι αποκτούν έναν έντονα δραματικό τόνο. Επαναλαμβάνει τέσσερις φορές το όνομα του σκοτωμένου και η επανάληψη αυτή μετατρέπεται σε σπαρακτική επίκληση και έκφραση αβάστακτου πόνου: Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη, Τσούλη… Δεν είναι μόνο η ανάγκη να τηρηθεί το τροχαϊκό μέτρο. Η συνεχής επανάληψη ακούγεται σαν πολλαπλή επίκληση, σαν προσπάθεια αποτροπής του αναπότρεπτου. Άλλωστε, η επανάληψη του ονόματος του νεκρού δεν είναι ασυνήθιστη στα κρητικά μοιρολόγια.
Οι τελευταίοι στίχοι περιγράφουν σπαρακτικές στιγμές, τη λιποθυμία, το μοιρολόι, τη δραματική ένταση που κορυφώνεται:
Σαν επρόβαλε στην πόρτα
εμαράθηκαν τα χόρτα.
Ο ποιητής προτιμά να μεταφέρει μια στερεότυπη εικόνα, αποκαλυπτική για την ένταση του πόνου. Στα δημοτικά μας τραγούδια τα χόρτα και τα δέντρα μαραίνονται μην αντέχοντας τον ανθρώπινο πόνο. Δεν λείπει, όμως, η ειρωνεία. Ο ποιητής δεν ενώνει τη φωνή του με το γυναικείο θρήνο, δεν δείχνει καθόλου να τον συμμερίζεται, δεν θρηνεί. Απεναντίας, κρατεί μια στάση ψυχρού παρατηρητή, χωρίς να κρύβει τη δική του ικανοποίηση για το γεγονός.
Στην παραλλαγή που δημοσιεύομε το τραγούδι τελειώνει με μοιρολόι. Ο σκοτωμένος ήταν δεινός μουσικός. Βιολάτορας. Κρεμούσε το βιολί στο άλογο και γύριζε τα χωριά. Οι τελευταίοι στίχοι δηλώνουν απλά τη δεξιοτεχνία του στη μουσική. Η παλλακίδα αναρωτιέται ποιος μπορεί να «ταιριάξει» το κομμένο κεφάλι με το σώμα που αγνοείται για να πιάσει πάλι το βιολί και να παίξει. Ίσως τότε η μουσική να κάνει το θαύμα της: να «ανασταίσει» το νεκρό σώμα…
Επίκληση στη μνήμη
Ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών όταν πήγα για πρώτη φορά στο Λασίθι οδοιπορώντας. Οι ιστορίες του Τσούλη είχαν σημαδέψει την παιδική μου μνήμη. Άκουγα τους μεγάλους να λένε ότι δεν υπάρχει πια ούτε ίχνος πέτρας κοντά στου Τσούλη το Μνήμα. Όλοι όσοι είχαν περάσει από εκεί φρόντιζαν να τηρήσουν το έθιμο. Να αναθεματίσουν τον Τσούλη πετώντας του μια πέτρα. Φοβόμουν ότι δεν θα βρω πέτρα εκεί κοντά για να την πετάξω, όπως απαιτούσε το έθιμο, και αυτό μου φαινόταν σαν διάψευση. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα, γονείς με τα γαϊδουράκια, συγγενείς, συγχωριανοί και φίλοι. Εγώ, ο μικρότερος της συντροφιάς. Θεωρούσα, φαίνεται, έκφραση πρόωρου ανδρισμού το να καταφέρω να περπατήσω τόσο δρόμο. Πάνω από τρεις ώρες πεζοπορία χρειαζόταν για να περάσεις όλο το βουνό και να βρεθείς στο μεγάλο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων στο Μέσα Λασίθι.
Περνώντας από τα ερείπια του υδραγωγείου της αρχαίας Λύκτου το μυαλό μου φωτίστηκε. Χιλιάδες πέτρες ήταν σκορπισμένες παντού. Σήκωσα μια, αλλά υποχώρησα μπροστά στο δυσανάλογο με τα μέτρα μου βάρος. Σήκωσα μιαν άλλη. Αυτή, μάλιστα. Μπορούσα να τη σηκώνω. Να ήταν ένα κιλό; Να ήταν παραπάνω; Δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο που καθώς ανηφόριζα στον ημιονικό δρόμο ζοριζόμουν πολύ, αλλά δεν το έλεγα. Δεν ήθελα να υποστώ την ταπείνωση του «δεν μπορώ» και μάλιστα μπροστά στα μάτια όσων με επαινούσαν λίγο πριν επειδή ήμουν ήδη «αντράκι».
Έτσι πέταξα την πρώτη πέτρα στου Τσούλη το Μνήμα. Ένιωθα να ξεπληρώνω ένα χρέος προς την ιστορία –μάλλον είχα αρχίσει να αισθάνομαι κιόλας το βάρος της. Ένιωθα, όμως, να ξαλαφρώνω και από το μεγάλο βάρος. Πάνω από μια ώρα σήκωνα τη δική μου πέτρα περπατώντας στο βουνό. Ίσως να είναι και η μοναδική πέτρα που έφτασε στο απέριττο μνημείο από τόσο μακριά!
Με τον ίδιο τρόπο, οδοιπορώντας, πήγα ξανά στα εννιά μου χρόνια, προσκοπάκι, στο Λασίθι. Στου Τσούλη το μνήμα κάναμε στάση. Ξεχυθήκαμε στη γύρω περιοχή αναζητώντας πέτρες. Κάποιοι βρήκανε. Άλλοι προσπαθούσαν να σπάσουν χαράκια για να βρουν την κατάλληλη πέτρα του αναθέματος. Όμως, ο μεγάλος σωρός δεν υπήρχε πλέον. Τον είχε παρασύρει η μπουλντόζα της ΜΟΜΑ και είχε θάψει τις πέτρες κάτω από το χώμα. Έτσι σχηματίστηκε ένας πολύ μικρός σωρός. Μάλλον δεν ήταν σωρός αλλά κάμποσες πέτρες τοποθετημένες τεχνηέντως η μια πάνω στην άλλη.
Όταν η μνήμη… λιθοβολεί!
Χειμώνας του 2011. Οδηγώντας στο γδαρμένο από τη βροχή δρόμο ανηφορίζω στην ανατολική πλαγιά του βουνού, πίσω από τον περίφημο Χώνο του Λασιθού. Από μακριά βλέπω ένα αγροτικό σταματημένο πάνω στη στροφή. Ο οδηγός του αναζητούσε μια πέτρα να την πετάξει. Πριν καταφέρω να πλησιάσω την είχε βρει, την είχε πετάξει και κινούσε για τα ψηλότερα μέρη του βουνού.
Έκανα το ίδιο σαν έφτασα. Η παιδική μνήμη με έσπρωχνε με αδυσώπητο πείσμα να επαναλάβω τον ανώδυνο λιθοβολισμό. Να τηρήσω το έθιμο βοηθώντας στη συντήρηση της ιστορικής μνήμης. Όλα ζωντάνεψαν με μιας. Και οι γριούλες, μακαρίτισσες όλες πια, που μου έλεγαν το τραγούδι γύρω στο 1982, και η συνοδεία που οδοιπορούσε προς το πανηγύρι έχοντας στολίσει με υφαντές πατανίες τα σωμάρια των ζώων.
Καθώς τριγυρνούσα γύρω από το απέριττο μνημείο και δεν έβρισκα ούτε μια πέτρα να πετάξω, θυμήθηκα πάλι τις διηγήσεις που άκουγε το τετράχρονο παιδί και τις ρουφούσε λέξη-λέξη, όπως ρουφά ένα καλό σφουγγάρι το νερό. Τόσες γενιές Κρητικών που είχαν περάσει από εκεί, τόσα αναθέματα, τόσες πέτρες χρειάστηκαν στους περαστικούς.
Βρήκα μια πέτρα και την πέταξα αμίλητος. Όπως τότε. Με το φωτογραφικό φακό να με παρακολουθεί. Και με τη μνήμη να με σημαδεύει. Όχι μόνο τη δική μου, όλες τις μνήμες μαζί, όλων των γενεών που διάβηκαν από τούτο το δρόμο. Δίπλα στον ξαναστημένο σωρό ο Δήμος Οροπεδίου έχει στήσει μια μεγάλη πέτρα, σαν πλάκα. Με γράμματα ανεξίτηλα, χαραγμένα πάνω, εξιστορεί το περιστατικό υιοθετώντας τις απόψεις του πρώτου καταγραφέα, του Στρατηγού Αλεξάκη. Κι αν το τονίζω, δεν είναι για να διαφωνήσω, αλλά για να πω ότι είναι δύσκολο να βάλεις την ταυτότητα του χρόνου σε ένα περιστατικό που διασώθηκε μόνο στόμα με στόμα. Μόνο η μελέτη των πηγών, του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου δηλαδή, θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει οριστικά την υπόθεση.
Καθώς αφήνω πίσω μου το «μνημείο» σκέφτομαι ότι δεν είναι πολύτιμη μόνο η γνώση της ιστορίας, αλλά και η μελέτη της λαϊκής ψυχής. Η μελέτη των τοπικών εθιμικών συνηθειών, ο τρόπος εκδίκησης, η δύναμη της παράδοσης, όλα αυτά μαζί…
Ο πανάρχαιος δρόμος
Ο παλιός δρόμος σώζεται ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, αν και χορταριασμένος σχεδόν σε όλο το μήκος του. Από τούτο το εξαίσιο κατασκεύασμα έχουν περάσει χιλιάδες άνθρωποι για μερικές χιλιάδες χρόνια! Πέρασαν οι Λύκτιοι της αρχαιότητας, πέρασαν ίσως και οι κάτοικοι της προϊστορικής Κρήτης. Από την ίδια «χάραξη», γιατί ήταν πάντα μονοπάτι που κατά καιρούς επισκευαζόταν. Άλλοι για δουλειές, άλλοι για τις αρχαίες γιορτές και τα πανηγύρια, όπως κι εκείνο το τετράχρονο παιδί της δικής μου μνήμης. Κι αν δεν πήγαιναν τότε στους Αγίους Αναργύρους μπορεί να πήγαιναν στο περίφημο Άντρον, το λατρευτικό σπήλαιο του ιερού όρους, για να λατρέψουν τον δικό τους θεό. Ο Δίας των ελληνικών χρόνων μπορεί και να καθοδηγούσε τα βήματά τους, όπως τα καθοδηγούσε αργότερα ένας ασκητής με άγρια γένια, ο Άη Γιάννης ο Μεσοκαμπίτης…
Ο δρόμος είναι εκεί κι ας μην χρησιμοποιείται πια. Ξεχασμένος στη μοίρα του κι ας είχε σπεύσει το ελληνικό κράτος να τον ανακηρύξει «εθνική οδό» λίγο μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στον εθνικό κορμό. Από τεχνικής πλευράς είναι ακόμη και σήμερα άψογος. Δείγμα εξαιρετικής μαστορικής τέχνης το ταίριασμα των λίθων στο παλιό καλντιρίμι, δείγμα υψηλής τεχνικής και τα έργα προστασίας, τα άνδηρα και τα προστατευτικά τοιχία. Μετά τη διάνοιξη του δρόμου από το Σελλί της Αμπέλου, η πέτρινη οδός άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται. Όμως, οι παλιοί Λασιθιώτες εξακολουθούσαν να τη χρησιμοποιούν μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ξέροντας ότι με οδοιπορία ολίγων ωρών κατέβαζαν στην Πεδιάδα τα προϊόντα τους.
Μνημεία δεν είναι μόνο τα «παλάτια» και τα ταφικά συγκροτήματα. Μνημεία, το ίδιο σημαντικά, είναι και οι αρχαίοι μας δρόμοι. Όσοι απέμειναν ακόμη αλώβητοι. Όσοι σώθηκαν από την καταστροφική μανία του σύγχρονου θεριού με τις μπουλντόζες, του θεριού που λέγεται άνθρωπος και «ειδικεύεται» στο να σβήνει τα ίχνη των παλαιότερων πολιτισμών…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου