Μουσική και Μουσικοί
Οι Τουρκοκρητικοί, με συνοδεία των μουσικών οργάνων λύρας, λαγούτου και μπουλγάρι (είδος τρίχορδου μπουζουκιού), χόρευαν τους ίδιους χορούς που χόρευαν και οι χριστιανοί κάτοικοι της Κρήτης, τραγουδούσαν τους ίδιους περίπου σκοπούς, χωρίς τη συντροφιά γυναικών. Πολλοί Τουρκοκρητικοί διακρίθηκαν ως χορευτές και άλλοι έγιναν διάσημοι λυράρηδες και λαγουτιέρηδες
Ξακουστός Τουρκοκρητικός λυράρης υπήρξε ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης.
Η παράδοση αναφέρει ότι όταν, μερακλωμένος, έπαιζε τη λύρα, γονάτιζε και ακουμπούσε το κάτω άκρο της λύρας στο έδαφος και τότε η λύρα του Χασάν Αγά του Χανιώτη σκορπούσε τέτοιους μελωδικούς απόκοσμους ήχους, που «ανάγκαζε τη γη να τρέμει και να χορεύει». Τέτοιος περίφημος λυράρης ήταν ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης. Το παρανόμι «Χανιώτης» το πήρε για να διακρίνεται από τους άλλους Τουρκοκρητικούς λυράρηδες.
Διάσημος χορευτής υπήρξε ο Σελινιώτης Κρητογιανίτσαρος Χουσεΐν Τζίνης (απόγονος εξισλαμισμένου ευγενούς Ενετού). Η παράδοση διάσωσε πως, όταν χόρευε το Πεντοζάλι, ήταν ικανός να κρατά στο δεξί του χέρι έναν τράγο σφαγμένο που άλλοι τον έγδερναν.
Ο δεύτερος μεγάλος Τουρκοκρητικός μουσικός από τα Χανιά, που το έργο του έμεινε ανεξίτηλο στην κρητική μουσική παράδοση, ήταν ο Μουσταφάς Καραγκιουλές (1845-1930;) από τα Καλλεργιανά Κισάμου, δημιουργός του πασίγνωστου συρτού του Καραγκιουλέ, ενός από τα περισσότερο δισκογραφημένα κρητικά μουσικά κομμάτια.
Ήταν μερακλής. Έπαιζε το βιολί του και τραγουδούσε γλυκά σε κάθε χαροκοπιά. Δεν έκανε διάκριση σε χριστιανούς και Tούρκους. Σκορπούσε τη γλυκάδα του δοξαριού του σε οντάδες και κατώγια, «Έσβηναν τα μίση, σιγούσαν τα πάθη». Και σε κάποιες περιπτώσεις συνδιασκέδαζαν χριστιανοί και Tούρκοι.
Με τις τελευταίες κρητικές επαναστάσεις, οι Tούρκοι της υπαίθρου, κρύφτηκαν στα κάστρα. Έφυγε και ο Καραγκιουλές. Πήγε στο Καστέλλι κι ύστερα στα Χανιά. Ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο Καραγκιουλές πήγε στη Σμύρνη. Εκεί άνοιξε καφενείο.
Πηγαίνοντας προς την ανατολική Κρήτη, συναντούμε «το Σητειακό, ξακουστό σε χώρα και χωριά ψηλόλιγνο Τούρκο λυράρη, το Ναΐμη».
Ο Ναΐμης ήταν Σητειακός αλλά έδρασε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) γύρω στα 1900. Μαρτυρίες, που περισυνέλεξε ο Ν. Αγγελής από γέρους που τον θυμούνταν, τον περιγράφουν ως μεγάλο μουσικό. Οι ομόθρησκοί του δεν συγχωρούσαν στο Ναΐμη το ότι έτρωγε χοίρο κι έπινε κρασί, μπροστά στον κόσμο αλλά όταν άκουγαν την «κοντυλιά» του, λύγιζαν και γονάτιζαν τα πόδια τους, γονάτιζε κι η καρδιά τους: «Χαλάλι σου μπρε Ναΐμη κι ο χοίρος και το κρασί. Αυτά γίνονται μέσα σου τραγούδι του κουζουλαμού». Ο Ναΐμης δολοφονήθηκε από ομόθρησκούς του όταν, αφού είχε εκμυστηρευθεί στο γενναίο Ηρακλειώτη καφετζή Γιώργη Μπουκαβία «πως αγαπούσε τους Ρωμιούς πιο πολύ από τους Τούρκους, πως η γιαγιά του ήταν Χριστιανή και πως του έχει μιλήσει για το Χριστό και τους αγίους», έπαιξε δημόσια με τη λύρα του και τραγούδησε το γνωστό εμβατήριο «μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» (που βασίζεται στο ποίημα «Ο Κλέφτης» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή), πράγμα που ταπείνωσε και εξόργισε τους ομόθρησκούς του. Λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε πνιγμένος στο γιαλό της Τρυπητής.
Ο Ναΐμης ήταν Σητειακός αλλά έδρασε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) γύρω στα 1900. Μαρτυρίες, που περισυνέλεξε ο Ν. Αγγελής από γέρους που τον θυμούνταν, τον περιγράφουν ως μεγάλο μουσικό. Οι ομόθρησκοί του δεν συγχωρούσαν στο Ναΐμη το ότι έτρωγε χοίρο κι έπινε κρασί, μπροστά στον κόσμο αλλά όταν άκουγαν την «κοντυλιά» του, λύγιζαν και γονάτιζαν τα πόδια τους, γονάτιζε κι η καρδιά τους: «Χαλάλι σου μπρε Ναΐμη κι ο χοίρος και το κρασί. Αυτά γίνονται μέσα σου τραγούδι του κουζουλαμού». Ο Ναΐμης δολοφονήθηκε από ομόθρησκούς του όταν, αφού είχε εκμυστηρευθεί στο γενναίο Ηρακλειώτη καφετζή Γιώργη Μπουκαβία «πως αγαπούσε τους Ρωμιούς πιο πολύ από τους Τούρκους, πως η γιαγιά του ήταν Χριστιανή και πως του έχει μιλήσει για το Χριστό και τους αγίους», έπαιξε δημόσια με τη λύρα του και τραγούδησε το γνωστό εμβατήριο «μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» (που βασίζεται στο ποίημα «Ο Κλέφτης» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή), πράγμα που ταπείνωσε και εξόργισε τους ομόθρησκούς του. Λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε πνιγμένος στο γιαλό της Τρυπητής.
Ο Χουσεΐν (ή Ξεΐν) Ζαρωνάκης ήταν ένας αγράμματος αλλά δεινός μαντιναδολόγος και ριμαδόρος από τη Συκιά Σητείας, άνθρωπος φιλήσυχος. «Μια φορά, λένε, αγανακτισμένος από την αταξία, που επικρατούσε στην επαρχία του, σταμάτησε το άλογο του ομόθρησκού του Διοικητή και του είπε:
Αφέντη, κόψε την κλεψά και το μπαταξιλίκι
κι η γης κι οι Τούρκοι κι Ρωμιοί θέλουν ζαμπιτιλίκι»(μπαταξιλίκι=αναρχία, ζαμπιτιλίκι=ευταξία)
Αφέντη, κόψε την κλεψά και το μπαταξιλίκι
κι η γης κι οι Τούρκοι κι Ρωμιοί θέλουν ζαμπιτιλίκι»(μπαταξιλίκι=αναρχία, ζαμπιτιλίκι=ευταξία)
Ο Χουσεΐν σκοτώθηκε το 1897, στη «σφαγή της Συκιάς», πριν την εκπόρθηση από τους επαναστάτες του τζαμιού, στο οποίο ήταν κλεισμένοι οι Τούρκοι. Οι χριστιανοί χωριανοί του τού πρότειναν να φύγει και να σωθεί, λόγω του καλού χαρακτήρα του. Εκείνος ζήτησε να φύγουν, μαζί, και τα παιδιά του «αλλά τούτου αδικαιολογήτως μη γενομένου δεκτού υπό των επαναστατών, ο Ζαρωνάκης συνεμερίσθη εκουσίως την τύχη των οικείων του και των λοιπών ομοεθνών του».
Ο Ιεραπετρίτης Τουρκοκρητικός Αλή Σουμάνης ήταν, κατά το βιολάτορα Βαγγέλη Βαρδάκη ο σπουδαιότερος βιολάτορας στην ανατολική Κρήτη τις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν κουβαρντάς και λεβέντης. Συνήθιζε να παίζει στα πανηγύρια των χριστιανών και τα μπαξίσια που του έδιναν τα δώριζε στην εκκλησία που γιόρταζε. Έπαιζε πολλές χαρακτηριστικές μελωδίες που ακόμα και σήμερα οι παλιοί Γεραπετρίτες βιολάτορες τις λένε «κοντυλιές του Αλή».
Στην ίδια περίοδο, Έλληνες Κρητικοί διάσημοι χορευτές υπήρξαν πολλοί. Η παράδοση διάσωσε δυο μυθικούς χορευτές: τον μεγάλο αρχηγό και ήρωα της επανάστασης του 1821 Σήφακα (Σήφη Κωνσταντουδάκη) και τον αγωνιστή της επανάστασης του ’21, οπλαρχηγό από το χωριό Κεφάλα της επαρχίας του Αποκόρωνα, Γιάννη Τσακίρη.
Ο πρώτος αρχηγός Σήφακας, όταν χόρευε, τέντωνε τα δυο του χέρια και σε κάθε χέρι κρεμόταν ένας άνδρας. Ο δεύτερος, ο Γιάννης Τσακίρης, όταν χόρευε, είχε την ικανότητα να κάνει τρία βήματα σ' έναν τοίχο χωρίς να χάνει τον χρόνο του χορού.
Στην ίδια περίοδο, Έλληνες Κρητικοί διάσημοι χορευτές υπήρξαν πολλοί. Η παράδοση διάσωσε δυο μυθικούς χορευτές: τον μεγάλο αρχηγό και ήρωα της επανάστασης του 1821 Σήφακα (Σήφη Κωνσταντουδάκη) και τον αγωνιστή της επανάστασης του ’21, οπλαρχηγό από το χωριό Κεφάλα της επαρχίας του Αποκόρωνα, Γιάννη Τσακίρη.
Ο πρώτος αρχηγός Σήφακας, όταν χόρευε, τέντωνε τα δυο του χέρια και σε κάθε χέρι κρεμόταν ένας άνδρας. Ο δεύτερος, ο Γιάννης Τσακίρης, όταν χόρευε, είχε την ικανότητα να κάνει τρία βήματα σ' έναν τοίχο χωρίς να χάνει τον χρόνο του χορού.
Συγχαρητήρια πολλά για όλη τη δουλειά τόσο στο μπλοκ όσο και στη σελίδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχες αναρτήσεις, μνήμες, φωτογραφίες και νοσταλγία...
Προσωπικά πολλά πολλά ευχαριστώ....
ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ