Η πρώτη πρόταση για το λεπροκομείο στις Διονυσάδες απʼ τη Σπιναλόγκα
Η δημιουργία της «Μεσκινιάς», του πρώτου οικισμού των ασθενών στον Χάνδακα, και η επιλογή της Σπιναλόγκας αντί των Διονυσάδων, ως λεπροκομείου, από την Κρητική Βουλή στα 1903
Τι έγραφαν το 1884 για τη μάστιγα οι Ι.Κ. Σφακιανάκης, Ι. Τσουδερός και Ι. Βωμ.
Οι επισκέψεις δύο κορυφαίων γιατρών-ο ένας ήταν νομπελίστας- στο λεπροκομείο και οι εκθέσεις τους.
Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για το πρόβλημα και σπάνιες φωτογραφίες από το νησί τη δεκαετία του 1920.
Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr
Η λέπρα στην Κρήτη είναι μια υπόθεση που χάνεται στα βάθη των χρόνων του αρχαίου κόσμου. Δεν αποκλείεται η πρώτη μόλυνση να μεταφέρθηκε στο νησί από τις επαφές των εμπόρων με τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικες. Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν και πλέον αποδείχτηκε ότι η ασθένεια ήταν ιάσιμη και δεν θεωρείτο μεταδοτική, αποτελούσε ένα μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα για την Κρήτη. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν το νησί από τα τέλη του 17ου αιώνα, μετά δηλαδή την κατάκτηση του από τους Τούρκους, στα 1669, ανέφεραν όλοι την ύπαρξη λεπρών. Σε μερικές περιπτώσεις έκαναν λόγο για μεγάλο πληθυσμό, διάσπαρτο στις πόλεις και σε χωριά, απομονωμένο όμως από τους υπόλοιπους κατοίκους. Στην πόλη του Χάνδακα ο συνοικισμός των λεπρών, η Μεσκινιά, η σημερινή δηλαδή Χρυσοπηγή, θα πρέπει να διαμορφώθηκε μετά το 1717. Τότε, γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του «Χάνδαξ, ιστορικά σημειώματα», που εκδόθηκε το 1927, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού έδωσε εντολή στον καδή και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν. Στο έγγραφο που είχε στείλει ο Μεχμέτ πασάς, όπως λεγόταν ο Τούρκος αξιωματούχος, στις 3 Σιεβάλ 1129 (1717), αναφερόταν:
«Ελλόγιμε Ιεροδίκα του Χάνδακος και εξοχώτατε Αγά Σεκσουντζή Μπασί.
Επειδή οι έτι και νυν εκτός της πόλεως και εις διάφορα μέρη αυτής διαμένοντες λεπροί, παρακωλύουν και προκαλούν δια της παρουσίας των την αηδίαν των άλλων δούλων του θεού, δια τούτο δέον να γίνη επισταμένη έρευνα και επιθεώρησις, και οπουδήποτε ευρίσκονται τοιούτοι να περισυλλεχθούν και αποσταλούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός του φρουρίου.
Λόγω της σοβαρότητος του πράγματος εφιστώμεν την προσοχήν υμών, όπως καταλάβητε πάσαν φροντίδα και μη παραμένη ουδείς εκ των λεπρών τούτων από σήμερον και εις το εξής εντός της πόλεως.
Εντελλόμεθα δε, όπως καθʼ ον νόμιμον τρόπον εκτίθεται ανωτέρω και χάριν της ασφαλείας των άλλων συνδημοτών και απαλλαγής αυτών από τους ως είρηται λεπρούς, γίνη επισταμένη έρευνα και περισυλλογή αυτών, δια να μη μείνη ούτε εις εκ τούτων από σήμερον και εις το εξής εντός της πόλεως, άπαντες δε να αποβληθούν εκ του φρουρίου και εγκατασταθούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός της πόλεως.
Επί τούτοις εφιστάται η προσοχή και μέριμνα υμών προς ακριβή εφαρμογήν της παρούσης».
Το έγγραφο υπάρχει στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου.
Ίσως τότε εντοπίστηκε η Μεσκινιά, που βεβαίως ήταν έξω από τον Χάνδακα την εποχή εκείνη. Αυτός ήταν ο συνοικισμός των λεπρών της περιοχής, που ονομάστηκαν έτσι μεσκίνηδες.Αυτός δεν ήταν ο μοναδικός οικισμός των λεπρών στην Κρήτη. Ανάλογες θέσεις διαμορφώθηκαν στις πόλεις των Χανίων και του Ρεθύμνου, αλλά και στο «Πετροκεφάλι», έξω από την Ιεράπετρα. Παράλληλα μικρότεροι οικισμοί ασθενών υπήρχαν και σε περιοχές της υπαίθρου. Οι λεπροί, φτωχοί και απόλυτα περιθωριοποιημένοι, σχεδόν καταδιωγμένοι άνθρωποι, αναγκάζονταν να γίνονται επαίτες για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό προκαλούσε νέα προβλήματα, καθώς το κυνηγητό συνεχιζόταν αφού οι υγιείς Κρήτες πίστευαν ότι και μόνο που θα ανέπνεαν τον ίδιο αέρα με τους ασθενείς συμπατριώτες τους θα αρρώσταιναν κι οι ίδιοι… Έτσι το 1884, την εποχή ακόμη της Τουρκοκρατίας, η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα εισηγούμενη στον Τούρκο Γενικό Διοικητή Ιωάννη Φωτιάδη πασά, τον πρώτο χριστιανό που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή σε εφαρμογή της Σύμβασης της Χαλέπας, τη δημιουργία ενός οικισμού αποκλειστικά για τους λεπρούς. Ο πασάς ανέθεσε το χειρισμό του προβλήματος σε τρεις γιατρούς, τον μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της Κρήτης Ιωάννη Κ. Σφακιανάκη, πληρεξούσιο της συνέλευσης, ήδη, τον Ιωάννη Τσουδερό, γενικό αρχηγό του τμήματος Ρεθύμνης και τον Ι. Βωμ, οι οποίοι του παρουσίασαν εισήγηση για συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ανάμεσα στʼ άλλα πρότειναν τη δημιουργία οικισμού μόνο για λεπρούς, με τη διαμόρφωση κατάλληλων υποδομών, και παράλληλα λεπροκομείου. Εισηγήθηκαν και άλλα μέτρα ώστε η ζωή των ασθενών να γίνει ανθρώπινη και να μην αντιμετωπίζονται ως κατώτερα πλάσματα. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τέθηκε θέμα σωστής συμπεριφοράς απέναντι στους ανθρώπους αυτούς, αλλά και οργανωμένης προσέγγισης του προβλήματός τους από την τότε πολιτεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι τρεις γιατροί εισηγήθηκαν τη δημιουργία του λεπροκομείου σʼ ένα από τα ερημονήσια που βρίσκονται κοντά στη Σητεία: σε κάποιο από το σύμπλεγμα των Διονυσάδων ή το Κουφονήσι. Η πρόταση έγινε δεκτή από τη Γ.Σ., που ψήφισε και πίστωση 300.000 γροσίων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Η ίδρυση του οικισμού
στη Σπιναλόγκα
Με την εγκαθίδρυση της Κρητικής Πολιτείας, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις της πρώτης Κρητικής Βουλής του 1901 ( αυτή που εξελέγη το 1899 ήταν συντακτική) τέθηκε και πάλι το θέμα. Σε συνεδρίαση στα τέλη Μαΐου εκείνης της χρονιάς οι βουλευτές Ιωάννης Μυλωνογιαννάκης (Σφακίων) και Εμμανουήλ Αγγελάκης έθεσαν το θέμα της διαχείρισης του προβλήματος. Από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων διαβάζουμε ότι οι δύο πληρεξούσιοι κατέθεσαν κοινή πρόταση στην οποία ανέφεραν: «Προτείνομεν εις την Βουλήν, ίνα μεριμνήση περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών και απαλλάξη ούτω τον τόπον της φοβεράς αυτής μάστιγος αφʼ ενός και αφʼ ετέρου δια λόγους φιλανθρωπίας βελτιώση την θέσιν των δυστυχών αυτών, οίτινες διατελούσιν υπό βιωτικάς και υγιεινάς συνθήκας φρικώδεις». Πράγματι λίγες ημέρες αργότερα το θέμα συζητήθηκε και για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα της δημιουργίας λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα, την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της. Παράλληλα συζητήθηκε η πρόταση για τις Διονυσάδες. Τελικά τον Ιούλιο ψηφίστηκε από τη βουλή ο νόμος «Περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών», και το 1903 αυτός που προέβλεπε την εγκατάστασή τους στη Σπιναλόγκα, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1904. Οι πρώτοι λεπροί εγκαταστάθηκαν στο νησί στις 13 Οκτωβρίου 1904, έγραφε ο αείμνηστος Μανώλης Δετοράκης στο κείμενό του «Φροντίδες της Κρητικής Πολιτείας για τη δημόσια υγεία», που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2007 στο ένθετο της «Π» για την Κρητική Πολιτεία. Ήταν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957 και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Οι πρωτοβουλίες Βενιζέλου
Αρκετά νωρίς, πάντως, είχε τεθεί το πρόβλημα των συνθηκών που ζούσαν οι ασθενείς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Σπιναλόγκα χωρίς να υπάρχει καμιά υποδομή. Τα παλιά και ερειπωμένα σπίτια των μουσουλμάνων έγιναν οι νέες, άθλιες επίσης, κατοικίες τους. Το 1917 τα παράπονά τους έφτασαν μέχρι τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που έκανε προσπάθειες να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και τη θεραπεία τους, ανακαλώντας ονομαστούς ειδικούς γιατρούς από το εξωτερικό. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό, τέθηκε και πάλι θέμα να κλείσει η Σπιναλόγκα και να λειτουργήσει νέο λεπροκομείο στις Διονυσάδες. Στις προσπάθειες αυτές ενεργό ρόλο έπαιξε ο γιατρός και πολιτικός από τη Σητεία Μιχαήλ Καταπότης, ο οποίος εξέδωσε τη δεκαετία του 1930 το ιστορικό περιοδικό «Μύσων». Εκεί δημοσίευε συχνά θέματα για τους λεπρούς και κείμενα τόσο του Βενιζέλου όσο και ονομαστών συναδέλφων του για τις εξελίξεις στον τομέα της καταπολέμησης της ασθένειας. Με εντολή της κυβέρνησης, το 1919 επιτροπή ειδικών επισκέφτηκε, μάλιστα, τόσο τη Σπιναλόγκα όσο και τις Διονυσάδες ώστε, απʼ τη μια να διαπιστώσει τις συνθήκες που υπήρχαν στο λεπροκομείο και να εξετάσει την περίπτωση μετεγκατάστασής του στις Διονυσάδες.
Ο Βενιζέλος μετά το 1920, όταν πλέον δεν ήταν πρωθυπουργός, με δικά του έξοδα στήριξε την προσπάθεια για τη βελτίωση της θέσης των λεπρών, συνεργαζόμενος με τον Καταπότη, ενώ έστελνε γιατρούς στο εξωτερικό προκειμένου να ενημερωθούν για τις εξελίξεις στη θεραπεία της φοβερής ασθένειας.
Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου, είτε τις περιόδους που ήταν κυβερνήτης της Ελλάδας (μέχρι το 1920, αλλά και αργότερα, από το 1928) οδήγησε πολλούς επιφανείς γιατρούς της εποχής να επισκεφτούν τη Σπιναλόγκα και να καταθέσουν προτάσεις τους για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και θεραπείας ή ακόμη και τη μεταστέγαση του λεπροκομείου. Μεταξύ των άλλων, θα αναδημοσιεύσουμε στη συνέχεια τις εκθέσεις που συνέταξαν μετά τις επισκέψεις τους στη Σπιναλόγκα, και δημοσίευσαν ως επιστημονικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά δύο από τις πιο γνωστούς γιατρούς της εποχής, ο Γάλλος Κάρολος Νικόλ, που είχε τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ για τις έρευνες του και ο Γερμανός καθηγητής στο ονομαστό Πανεπιστήμιο της Λειψίας Κ. Ζεϋφάρτ. Ο Νικόλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας, είχε επισκεφτεί το νησί τον Οκτώβριο του 1927 και δημοσίευσε το κείμενό του στη γαλλική επιθεώρηση «Illustration» ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Νοεμβρίου 1928. Ο Νικόλ είχε μεταβεί στη Σπιναλόγκα μαζί με τον Γ. Μπλαν, διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ στην Αθήνα, τον συνεργάτη του μικροβιολόγο Καμινόπετρο, τον Μιχ. Καταπότη και άλλους.
Ο Ζεϋφάρτ, που έκανε τη δική του επίσκεψη περίπου την ίδια περίοδο, δημοσίευσε τα δικά του συμπεράσματα αλλά και τις εντυπώσεις από τους λεπρούς στην «Εβδομαδιαία Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση». Και τα δύο κείμενα είχαν αναδημοσιευτεί στο περιοδικό του M. Καταπότη «Μύσων», το 1932. Σήμερα, παράλληλα με τα κείμενα των δύο ειδικών της εποχής, αναδημοσιεύομε και την αναφορά που έκαναν τον 1884 οι Ι. Κ. Σφακιανάκης, Ι. Τσουδερός και Ι. Βωμ, και η οποία είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στην εφημερίδα «Κρήτη» της Γενικής Διοικήσεως.
Παράλληλα παρουσιάζουμε φωτογραφίες – ντοκουμέντα από το «νησί των λεπρών» από την ίδια εποχή, που επίσης είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Μύσων».
ΠΗΓΗ - ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου