Κρήτη 1920. Σ’ ένα κρητικό χωριό, όπου Έλληνες και Τούρκοι ζουν μαζί με κατανόηση κι ανοχή, ο παπάς ετοιμάζει την αναπαράσταση της Σταύρωσης του Χριστού με πρόσωπα διαλεγμένα απ’ τους κατοίκους του. Υπάρχει ο Χριστός, υπάρχει ο Ιούδας όπως κι η Μαγδαληνή. Παράλληλα μια ομάδα ξεριζωμένων ελλήνων φτάνει στο χωριό την ώρα της προετοιμασίας και η άφιξη αυτή προμηνύει μεγάλες αλλαγές. Το δραματικό δρώμενο θα καταλήξει σε εξέγερση εναντίον των Τούρκων, κι ο Μανωλιός – Χριστός θα γίνει ένας σύγχρονος χριστιανός μάρτυρας.
Οι παλαιότεροι σινεφίλ ίσως να θυμούνται τη αριστουργηματική αυτή ταινία του σπουδαίου και ανυπότακτου αμερικανού κινηματογραφιστή Jules Dassin, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, ακολουθώντας τις ψυχές τουBergman και του Antonioni στο μεταθανάτιο ταξίδι που γεμίζει πόνο και νοσταλγία του θαυμαστές τους. Οι νεότεροι κινηματογραφόφιλοι, που πιθανόν μόνο ακουστά έχουν την ταινία, θα έχουν την ευκαιρία να την παρακολουθήσουν στις 17 Απριλίου στο κινηματογράφο Ιντεάλ σε μια τελείως αφιερωματική, τιμητική βραδιά στο πρόσωπο και το έργο του Jules Dassin.
Οι παλαιότεροι σινεφίλ ίσως να θυμούνται τη αριστουργηματική αυτή ταινία του σπουδαίου και ανυπότακτου αμερικανού κινηματογραφιστή Jules Dassin, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, ακολουθώντας τις ψυχές τουBergman και του Antonioni στο μεταθανάτιο ταξίδι που γεμίζει πόνο και νοσταλγία του θαυμαστές τους. Οι νεότεροι κινηματογραφόφιλοι, που πιθανόν μόνο ακουστά έχουν την ταινία, θα έχουν την ευκαιρία να την παρακολουθήσουν στις 17 Απριλίου στο κινηματογράφο Ιντεάλ σε μια τελείως αφιερωματική, τιμητική βραδιά στο πρόσωπο και το έργο του Jules Dassin.
« O Χριστός Ξανασταυρώνεται» είναι η πρώτη ουσιαστικά συνεργασία του σκηνοθέτη με την μέλλουσα (και παντοτινή) αγαπημένη τουΜελίνα Μερκούρη μετά την γνωριμία τους και τον διπλό θρίαμβό τους στις Κάννες - αυτός με το Ριφιφί κι εκείνη με την Στέλλα τουΜιχάλη Κακογιάννη-. Γυρίστηκε το 1957 εξ ολοκλήρου στην Κρήτη, την αγαπημένη πατρίδα του Νίκου Καζαντζάκη, και βασίζεται σε ελεύθερη απόδοση του γνωστού ομώνυμου έργου του. Ο Dassin με το σενάριο και την σκηνοθεσία του, πατώντας πάντα στις αρχικές σκέψεις και ιδέες του Καζαντζάκη, θέλει να δείξει ότι στον μικρόκοσμο της Ελληνικής εσχατιάς, οι ρόλοι τελικά μπερδεύονται με την πραγματικότητα για να ξεπηδήσει μια πανανθρώπινη αλληγορία για την ανάγκη μας να κρατηθούμε από κατασκευασμένα σύμβολα ξεχνώντας την ουσία της ύπαρξής μας. Μια ταινία πολύ μπροστά από την εποχή της με ακραίο θεματικό άξονα και τολμηρή κινηματογράφηση.
Ακόμα, ο Dassin καταφέρνει να συνδυάσει αρμονικά το πηγαίο του film noir στυλ με καθαρά νεορεαλιστικές αποχρώσεις φτιάχνοντας έτσι μια προσγειωμένη, ώριμη ταινία ηθικού δράματος με δηκτικό εκφραστικό ύφος από το οποίο όμως απουσιάζει ο συναισθηματισμός. Το επιθύμιο της ταινίας είναι ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν από την ιστορία τίποτα καθώς τείνουν να επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος. Στον Dassin εκτός από αυτή την ιδέα υπάρχει και κάτι παραπάνω, μια υπόνοια αντι-εκκλησιαστικής χλεύης και παρωδίας. Η κεντρική ειρωνεία που θέλει να τονίσει, όπως και ο Καζαντάκης έκανε πρωτύτερα, είναι ότι αυτοί που φαινομενικά είναι πιο κοντά στα διδάγματα του Χριστού, είναι αυτοί που στο τέλος τα απορρίπτουν και είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να θανατώσουν χωρίς χριστιανικές ενοχές έναν δεύτερο Χριστό.
Ακόμα, ο Dassin καταφέρνει να συνδυάσει αρμονικά το πηγαίο του film noir στυλ με καθαρά νεορεαλιστικές αποχρώσεις φτιάχνοντας έτσι μια προσγειωμένη, ώριμη ταινία ηθικού δράματος με δηκτικό εκφραστικό ύφος από το οποίο όμως απουσιάζει ο συναισθηματισμός. Το επιθύμιο της ταινίας είναι ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν από την ιστορία τίποτα καθώς τείνουν να επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος. Στον Dassin εκτός από αυτή την ιδέα υπάρχει και κάτι παραπάνω, μια υπόνοια αντι-εκκλησιαστικής χλεύης και παρωδίας. Η κεντρική ειρωνεία που θέλει να τονίσει, όπως και ο Καζαντάκης έκανε πρωτύτερα, είναι ότι αυτοί που φαινομενικά είναι πιο κοντά στα διδάγματα του Χριστού, είναι αυτοί που στο τέλος τα απορρίπτουν και είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να θανατώσουν χωρίς χριστιανικές ενοχές έναν δεύτερο Χριστό.
Στο χωριό Λυκόβρυση, κάπου στην Κρήτη, επί τουρκικού ηγεμονισμού. Κάθε χρόνο οι κάτοικοι, γύρω στο Πάσχα, συνηθίζουν να αναπαριστούν, με χρονολογική ακρίβεια, τα Άγια Πάθη. Κάθε χωρικός αναλαμβάνει κι ένα ρόλο. Στην ιστορία που παρακολουθούμε, ο Μανωλιός, ο «φτωχούλης του Θεού», θα αναλάβει το ρόλο του Θεανθρώπου και τελικώς η ζωή θα μιμηθεί την αναπαράσταση και ο Μανωλιός θα ζήσει ανάλογα πάθη με τον Κύριο ενώ το ίδιο θα συμβεί και με τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος - κατοίκους του χωριού, οι οποίοι θα ζήσουν στην πραγματικότητα τα του ρόλου που ανέλαβαν.
Το φιλμ: Η εταιρία που το διανέμει ήταν πιο τυχερή κι από όσο φανταζόταν. Ενώ το έχει πάρει για DVD μαζί με δύο άλλα φιλμ του Τζούλι (βεβαίως και προγραμμάτιζε έξοδο και στις αίθουσες, διότι αν περάσει το φιλμ από αίθουσα εξασφαλίζει καλύτερη θέση στην προθήκη του DVD καταστήματος), ξαφνικά ήρθε ο θάνατος του Τζούλι και όλα απέκτησαν άλλη διάσταση. Και η έξοδος της ταινίας αποκτά επισημότητα. Η ταινία έχει να παιχτεί επίσημα 50 χρόνια, άντε 40 αν υπολογίσουμε ότι στα τότε θερινά επαναλαμβάνονταν οι ταινίες, οπότε μέχρι το καλοκαίρι του 1966 όλο και κάποιος θερινός θα το είχε παίξει για να καλύψει κάποιο διήμερο, αφού τότε τα θερινά άλλαζαν Δευτέρα - Τετάρτη - Παρασκευή (μερικοί και σαββατοκύριακο). Από το 1967, όταν η Χούντα αφαίρεσε από τη Μελίνα Μερκούρη την ελληνική ιθαγένεια, ο Χριστός εξαφανίστηκε από τις οθόνες και δεν το ξανείδε κανείς σε σινεμά. Ίσως μόνο σε φεστιβάλ και σε αφιερώματα. Δεν ήταν, όμως, και πολύ δημοφιλής ταινία, δεν ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη, έπεφτε βαριά και δεν ανταποκρινόταν στο είδος του κινηματογράφου που ο Ζιλ Ντασέν κατείχε επάξια, τον κάλυπτε, όμως, ιδεολογικά. Η γνωριμία του με τη Μελίνα Μερκούρη στις Κάνες του 1955 και ο έρωτας που ακολούθησε επέλεξαν τον Χριστό ως εναρκτήριο της σχέσης.
Έμπαινε κι ο Καζαντζάκης στην υπόθεση, που ανταποκρινόταν στα ιδεολογικά του Ντασέν, τουλάχιστον από πλευράς διώξεων, και στα διεθνή μποέμικα της Μελίνας, η οποία στόχευε να γίνει διεθνής σταρ, αλλά κάποιου επιπέδου κι όχι όποια όποια. Ο Καζαντζάκης, που ζούσε κι αυτός στη Γαλλία, συγκεκριμένα στην Αντίμπ, τους κάλυπτε πλήρως. Ήταν κι αυτός διωγμένος κατά έναν τρόπο από τον τόπο του, ήταν σχεδόν αφορισμένος, ήταν στο δικό του πνευματικό κόσμο. Η ταινία έγινε με τις προδιαγραφές μιας καλής γαλλικής παραγωγής της εποχής εκείνης (φυσικά μαυρόασπρη), που, όμως, με την επιλογή του μέρους επισήμαναν και ο Ντασέν και η Μελίνα πως ήθελαν να προβάλλουν και τον ελληνικό τόπο. Έτσι κατέληξαν στην Κρήτη. Το ότι η Ελληνοπαρισινή έφερνε διάσημο γκόμενο ήταν το φτηνό της εποχής, για τους αστούς ήταν σημαντικό ότι η Μελίνα, η φίλη τους, ερχόταν να κάνει διεθνή παραγωγή στον τόπο, άρα κάτι είχε αρχίσει να αχνοφέγγει στις διεθνείς απόπειρές της, και έσπευσαν για συμπαράσταση οι σχετικοί (η Ελένη Βλάχου της Καθημερινής την είχε συνδράμει τόσο στη θεατρική παρισινή περιπέτεια του 1952-53, όσο και στην κάλυψη με ρεπορτάζ των γυρισμάτων τουΧριστού στα κατσάβραχα της Κρήτης). Και οι αριστεροί με τη σειρά τους έβλεπαν τη Μελίνα με διαφορετικό μάτι, αφού έφερε έναν που τον κυνηγούσαν οι
Αμερικανοί. Αυτό ήταν το πλαίσιο της εποχής.
Αμερικανοί. Αυτό ήταν το πλαίσιο της εποχής.
Στην ταινία τώρα: Ο Ντασέν κράτησε την αυστηρή ατμόσφαιρα του βιβλίου, αλλά δεν ήταν το είδος που έπαιζε ως σκηνοθέτης στα δάχτυλα. Με γαλλικό καστ καλών ηθοποιών, αλλά όχι πρωτοκλασάτων εμπορικών ονομάτων, επιχείρησε να προωθήσει το πνεύμα του Καζαντζάκη, όμως το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε τότε απόλυτα. Η ξένη κριτική διατύπωσε επιφυλάξεις στις Κάνες όπου προβλήθηκε και έφυγε εντελώς αβράβευτο.
Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται πέφτει βαρύς, κυρίως λόγω διασκευής, που δεν έχει απαγκιστρωθεί δεόντως από το πρωτότυπο.
Πηγη - yupi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου