Κατοχή και Αντίσταση στο Μέσα Λασίθι της Κρήτης.
Οι ναζί, με αντίποινα τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της Κρήτης. Πολιτικές τρόμου και φρίκης. Φωτιές και εκτελέσεις! Ρουφιάνοι και προδότες κάρφωναν και οι πατριώτες στο τοίχο!
Φριχτά και ανόσια έργα από άθλιους ανθρωπάκους, Αυτά δεν τα ανεχόταν οι ανυπόταχτες ψυχές, Δεν είναι δυνατόν να τους αποκεφαλίσομε όλους, έγραφε ενας γερμανός αξιωματικός!
Περιγράφομε, μέσα από ένα διήγημα και κάποιες ιστορίες την ψυχή της αντίστασης του Μέσα Λασιθίου και της Κρήτης ενάντια στους ναζί και στους ντόποιους δοσίλογους και ρουφιάνους!
Η γερμανική κατοχή ξεκίνησε με τον δεκάλογο των εντολών της Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών: «Πολεμάμε με ιπποτισμό ενώπιον του τακτικού στρατού αλλά δεν δείχνομε έλεος στους αντάρτες». Τέτοια ήταν η ζημιά που τους προκάλεσαν οι γερόντοι και οι μαχόμενες γυναίκες, με τους παλαιολιθικούς γκράδες, που το έφεραν βαρέως. Ένοιωθαν ξευτελισμένοι.
Ο άμαχος πληθυσμός έγινε εξιλαστήριο θύμα. Τα συχνά και άγρια αντίποινα ήταν η καινοτομία του Γ’ Ράιχ, στο Β Παγκόσμιο πόλεμο, ενάντια στην αντίσταση. Ο άμαχος θεωρήθηκε εν δυνάμει εχθρός και συνεχής απειλή για τους γερμανούς. Η πολιτική των αντιποίνων είχε την επίσημη αποδοχή και κάλυψη της ηγεσίας του γερμανικού στρατού, που αποφάσιζε για την τύχη της χώρας. Οι κατοχικές δυνάμεις με τα αντίποινα τρομοκρατούσαν όλο τον πληθυσμό.
Ήταν πολιτική τρόμου, ήταν μοχλός πίεσης. Τα χωριά της Κρήτης πήραν φωτιά. Από μερική μέχρι ολική καταστροφή. Οι ομαδικές εκτελέσεις κατοίκων και ο φόρος αίματος ήταν πολλά βαρύς! Οι πατριώτες στο τοίχο. Έκαιγαν , τουφέκιζαν και άρπαζαν. Προδότες και ρουφιάνοι κάρφωναν τους πατριώτες! Τα φριχτά έργα βλέποντας ο κόσμος, τους θεώρησε κατώτατους ανθρωπάκους. Δεν ανεχόταν οι ανυπόταχτες ψυχές, να δολοφονούν οι ναζί, γυναίκες και παιδιά, με την κατηγορία ότι ήταν συνεργάτες των ανταρτών.
Ανάλογα με το πόσο, πιο πολύ ή λίγο ήταν χαλασμένο το μυαλό του κατοχικού αξιωματικού ή ντόπιου δοσίλογου, εκτελούσαν γυναικόπαιδα. «Δεν είναι δυνατόν να τους αποκεφαλίσομε όλους», απολογιόταν κάποιος γερμανός αξιωματικός.
Οι κατοχικές δυνάμεις έψαχναν ντόπιους ρουφιάνους για να υπονομεύσουν την αντίσταση. Είχαν επιστρατεύσει δοσίλογους, κουκουλοφόρους, μαυραγορίτες, φασιστικά αποβράσματα, ομοϊδεάτες τους, κάθε λογής κοινωνικό κι εγκληματικό απόβρασμα. Τον κάθε τυχοδιώκτη! Ήταν η εποχή της πείνας και των ομαδικών εκτελέσεων, της υποχρεωτικής αγγαρείας ακόμη και επί ποινή εκτέλεσης, αλλά και το έπος της αντίστασης, της ανυπόταχτης ψυχής.
Ο χεροδύναμος μεσαλασιθιώτης Λ. στις αγγαρείες, στο Σελί της Αμπέλου, στρίμωχνε την αξίνα σε δυο πέτρες και τραβώντας δυνατά, τσάκιζε το στυλιάρι στα δύο. Ο γερμανός αξιωματικός χαμογέλασε και του έδωσε ένα λοστό. Σαν τον είδε κι αυτό τσακισμένο άνοιξε , ένα-
δυο φορές, το στόμα του αλλά έμεινε άφωνος. Γύρισε αλλού το βλέμμα και κλώτσησε μια πέτρα νευριασμένος. Με το ξύλο και τα βασανιστήρια ανάγκαζε τους απείθαρχους νέους, από το Μαρμακέτο, να πηγαίνουν αγγαρεία. Μα τούτος τον είχε φέρει σε απόγνωση. «Πήγαινε στο διάολο να έχω το κεφάλι μου ήσυχο! Zur holle fahren!»
Οι σύμμαχοι και οι Κρητικοί έψαχναν τρόπους να προβαίνουν σε ενέργειες οργάνωσης της αντίστασης και φθοράς των κατοχικών δυνάμεων. Σε δολιοφθορές και καταστροφές σημαντικών αποθεμάτων. Δρόμοι κατασκόπων και ασυρμάτων, με χωριά οργανωμένα σαν σπίτια-φυλάκια, βοηθούσαν στις μεταφορές εξοπλισμών, διανομή όπλων, απόκρυψη και φυγάδευση. Στην αρχή με μεμονωμένες κινήσεις και αργότερα πιο μεθοδικά και οργανωμένα. Χωρίς την βοήθεια των χωρικών και των ανταρτών κανείς εγγλέζος δεν θα άντεχε περισσότερο από εικοσιτέσσερις ώρες
στο νησί.
Οι αντιστασιακοί της Κρήτης είχαν την ανυπόταχτη ψυχή αλλά και το σθένος να κάνουν ότι βοηθούσε. Πολλές φορές υπερέβαλλαν εαυτούς, άλλες πάλι είχαν την συναίσθηση του επιβλαβούς ώστε να το αποφεύγουν , παρόλο το παρορμητικό και αγύριστο κεφάλι.
Το 1942 οι γερμανοί φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο. Οι προελάσεις στον Βόλγα και στην Αίγυπτο τρόμαζαν. Η κατάσταση στο Ελ Αλαμέιν και στο Σταλιγκράντ άλλαζε. Το Άφρικα Κορπ είχε προβλήματα. Οι αντάρτικες ομάδες δυνάμωναν.
Οι γερμανοί υπονόμευαν με εκρηκτικά γέφυρες, έφτιαχναν υπόγεια καταφύγια, βελτίωναν αμυντικές θέσεις, έκαναν ασκήσεις σε οδομαχίες. Έστηναν φρουρές και φυλάκια σε δρόμους ενώ οι μηχανοκίνητες φάλαγγες οργάνωναν ασκήσεις ενίσχυσης επαπειλούμενων τομέων.
Ο φόβος του γενικού ξεσηκωμού των Κρητικών πλανιόταν στις κατοχικές διοικήσεις. Σαν φάντασμα που τους έκοβε τα ύπατα. Προχωρούσαν σε μπλόκα και ερευνητικές επιχειρήσεις με πολυάριθμους άντρες. Περικύκλωναν χωριά τη νύχτα και το πρωί ξεκινούσαν ελέγχους. Οι έρευνες για όπλα και ασυρμάτους εντάθηκαν από αποσπάσματα πενήντα αντρών. Έσκαβαν πατώματα και κήπους. Προέβαιναν σε ενέργειες ανάλογα με τις πληροφορίες των δοσίλογων και άλλων προδοτών.
Η ιταλική συνθηκολόγηση , το 1943, και η πτώση του Μουσολίνι έδωσε πνοή στην αντίσταση. Οι επιθέσεις και οι αψιμαχίες πολλαπλασιάστηκαν. Οι προετοιμασίες για την απόβαση στη Σικελία άρχισαν με παραπλανητικές εκστρατείες.
Οι σύμμαχοι ήθελαν να πείσουν τους γερμανούς ότι η απόβαση θα γινόταν μέσω Κρήτης και ηπειρωτικής Ελλάδας. Έτσι ξεκίνησαν δολιοφθορές, καταστροφές και απαγωγές. Το παραπλανητικό τέχνασμα είχε το όνομα: επιχείρηση ΚΙΜΑΣ. Ανατινάξεις αεροπλάνων, δεξαμενών καυσίμων, επιθέσεις σε πλοία στα λιμάνια ήταν το δόλωμα. Όλο το νησί είχε πάρει φωτιά.
Λίγο καιρό πριν την απόβαση στην Νορμανδία, στόχος των συμμάχων έγιναν οι αποθήκες βενζίνης στην Κρήτη ταυτόχρονα με άλλους στόχους στην ηπειρωτική χώρα. Οι ομάδες έπρεπε να ανατινάξουν δεξαμενές καυσίμων στο αεροδρόμιο του Καστελίου, του Ηρακλείου, νότια της Νεάπολης, στο Δράσι, στους Αρμένους κ.α. Παντού μικρές και μεγάλες ενέργειες.
Τον καιρό εκείνο, της επιλογής των στόχων και σχεδιασμών, στο Μέσα Λασίθι, οι χωριανοί περίμεναν πλούσια σοδειά. Τα σπαρμένα ήταν θαυμάσια και στις αποθήκες άπλωναν τις σπορικές πατάτες. Τα Λασιθιώτικα Βουνά φάνταζαν κύκλωπες, τη νύχτα, με τις χιονισμένες κορφές και τα μαύρα πλάγια. Στις κρύες νύχτες οργίαζαν οι φήμες για το κόκκινο στρατό που προελαύνει και για τις νίκες των συμμάχων, στην αφρικάνικη έρημο. Καμάρωναν για τους χωριανούς που πολέμησαν στο Ελ Αλαμέιν. Θρηνούσαν τα θύματα της γερμανικής θηριωδίας.
Άλλοι στα βουνά και άλλοι από το κάμπο. Στα μαύρα σκοτάδια , βαρυφορτωμένα μουλάρια και γαϊδάροι, με όπλα και πυρομαχικά, διάβαιναν τα απόκρημνα μονοπάτια. Οι αντάρτες, τα έκλεβαν από τις ιταλικές αποθήκες και οι εγγλέζοι βαρυγκωμούσαν με τον εξοπλισμό των Ελασιτών. Αυτοί δεν πειθαρχούσαν στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τους εγγλέζους. Τους έβλεπαν με δυσπιστία.
Συμπλοκές γινόταν σε όλη την Κρήτη. Ο παρορμητισμός με την οργή της εκδίκησης, πολλές φορές, οδηγούσαν σε παράτολμες ενέργειες. Όλοι περίμεναν την μητέρα των μαχών για την απελευθέρωση και οι αντάρτικες δυνάμεις άφηναν στην άκρη, διαφορές και φιλοδοξίες για τον κοινό αγώνα.
Καφενεία στο Μέσα Λασίθι
4
Μέσα σε τούτο τον καιρό, ο σύνδεσμος των συμμαχικών δυνάμεων, κάλεσε τον αγροφύλακα του χωριού σε μυστική συνάντηση. Ο ΓΧ άκουγε προσεχτικά τις οδηγίες: « Άκου καλά! Θα βγεις στο Κόνισμα και στις δώδεκα ακριβώς θα δεις ένα ξανθό άντρα με ροδαλό πρόσωπο να σε ψάχνει. Θα είναι ντυμένος με τσόχινα κρητικά σαλβάρια και μαύρο κεφαλομάντηλο, σαρίκι. Θα σου σφυρίξει τρις φορές.
Τον λένε Αλ. Σαν νυχτώσει για τα καλά θα τον φέρεις στο χωριό, στο σπίτι του γέρου Β. Δραγάτης είσαι, ποιος θα πονηρευτεί, σαν σε δει να τριγυρνάς στα όρη! Έχε το νου σου!»
Έκανε κρύο και ο αγροφύλακας σφίχτηκε. «Εντάξει», ψιθύρισε. Σκεφτικός και με αργό ζάλο απομακρύνθηκε. «Πολύ καιρό κρατούσε η πολιορκία του φόβου, αλλά όπως εξελισσόταν τα πράγματα, σύντομα θα ήταν πολύ χειρότερα, για αυτούς που τους πολιορκούσαν. Η μακρόχρονη πολιορκία προδίδει φόβους, αδυναμίες και σχέδια του εχθρού. Τον κάνει προβλέψιμο. Μυστικές κουβέντες μαθαίνονται αλλά και παραπλανητικά σχέδια γίνονται πιστευτά.
Άνοιξη έχομε αλλά αυτή δεν είναι άνοιξη. Ανάθεμα τον για πόλεμο που δεν λέει να τελειώσει. Χωριανοί και φίλοι έχουν σκοτωθεί, τραυματιστεί, ακρωτηριαστεί και άλλοι δεν γύρισαν ακόμη. Μαυροφορεμένα τα χωριά!» Χαράματα, πριν ο ήλιος φέξει, βγήκε βόλτα στα χωράφια επιβάλλοντας τη τέχνη της φύλαξης των αγρών. Σαν έφτασε στις ρίζες του
Γερμανικά όπλα στο Οροπέδιο Λασιθίου
5
βουνού χάθηκε μες στους πρίνους. Ανηφόρισε προς το Κόνισμα, έχοντας τη βέργα στους ώμους. Δρωμένος πλησίασε στο τόπο συνάντησης με τον εγγλέζο και κρύφτηκε στα βράχια και στα κλαδιά. Καθώς ο ήλιος ανέβαινε έβγαζε τα κιάλια της υπηρεσίας ελέγχοντας το τόπο. Ηρεμία και τίποτα το αξιοπρόσεχτο. Στο σταύρωμα της μέρας ξανακοίταξε αλλά δεν φαινόταν ο μουσαφίρης. Άλλαξε τόπο, κρύφτηκε πάλι, και σκούπισε τον ιδρώτα από τα μάτια του.
Έψαξε τις τσέπες αλλά δεν είχε ούτε ένα τσιγάρο. Γνοιασμένος σύρθηκε πίσω από ένα βράχο στο όβγορο. Ντουχιουντισμένος παρατήρησε τα πουλάκια να πετούν μακριά, στα κλαδιά μπροστά του. Στα πενήντα μέτρα είδε τον ξανθό άνθρωπο να κοντοσιμώνει. Πλησίασε και στάθηκε ρίχνοντας γύρω του ματιές. Ανοιχτόχρωμος με ροδαλό δέρμα. Το βάδισμα του ήταν ασυνήθιστο. Αστείο και του ήρθε να γελάσει. Δεν φορούσε όμως σαλβάρια και κεφαλομάντηλο.
Φίδια τον έζωσαν. «Λες να είναι παγίδα. Ετούτος φορεί στρατιωτική στολή με διεμβολές των παρασήμων και μεταλλίων. Στο χέρι κρατούσε πηλίκιο. Σαν ταγματάρχης να ήταν. Τι γίνεται τώρα;» Άκουσε τρία σφυρίγματα αλλά δεν αποκρίθηκε. Ο άλλος έκοβε κύκλους αλλά ο ίδιος δεν σάλεψε. Έσφιγγε τα χέρια και δεν τον έχανε από τα μάτια του. Σαν τον είδε, με το αστείο βάδισμα , να κατεβαίνει την πλαγιά, τον ακολούθησε προσεχτικά χωρίς να εμφανιστεί. Φτάνοντας στα Νερούτσικα σκέφτηκε ότι: «Αφού είμαι αγροφύλακας θα κόψω γύρους στα σπαρμένα και θα βγω μπροστά του. Εάν είναι ο εγγλέζος όλα θα είναι μια χαρά. Εάν είναι παγίδα θα πω ότι κάνω τη δουλειά μου.»
Ένοιωθε άσχημα και το στομάχι σφίχτηκε. Έκοψε βόλητα και πλησίασε από μπροστά τον ξανθό άντρα. Στεκόταν αμίλητος και συνειδητοποίησε ότι ο άλλος του μιλούσε με καθαρά ελληνικά. « Ο ΓΧ είσαι εσύ. Δεν φορώ σαλβάρια τσόχινα και κεφαλομάντηλο αλλά τη βρετανική, στρατιωτική στολή. Τη δική μου στολή. Εάν πέσω σε ενέδρα γερμανών θα είμαι αιχμάλωτος πολέμου, δεν θα με τουφεκίσουν σαν κατάσκοπο».
Κάθισαν στη ρίζα ενός βράχου, μέσα στους αιωνόβιους πρίνους, πάνω σε δυο πέτρες. Κουβέντιαζαν για το πόλεμο και τα νέα από το μέτωπο. Τα ελληνικά του εγγλέζου ήταν πολύ καλά αλλά η προφορά είχε κάτι το ξενικό και αστείο.
Έβγαλε μια κονσέρβα από το σακίδιο, για φαγητό και κέρασε τσιγάρο player’s από ντενεκεδένιο κουτί. Ταχτικά έκοβαν βόλτες ώστε να είναι βέβαιοι ότι δεν έγιναν αντιληπτοί. Ήταν λίγο νευρικοί γιατί δεν έπρεπε να πέσουν σε τυχαίες συναντήσεις. Βέβαια, στα όρη δεν υπήρχαν γερμανοί αλλά οι τολμηρές και εκκεντρικές ενέργειες μόνο καλό σκοπό δεν εξυπηρετούσαν. Άρχισαν ιστορίες, από τα μέρη του καθενός, μέχρι να βραδιάσει.
6
Ο ΓΧ εντυπωσίασε τον Αλ για την αίσθηση ασφάλειας και την διακριτικότητα που τον διέκρινε. Στη μαύρη νύχτα αντίκρισαν τον σκοτεινό όγκο του χωριού. Ο ΓΧ και ο Αλ στάθηκαν στο νεκροταφείο του Αρχαγγέλου. Μπήκαν στα στενά σοκάκια αλαφροπατώντας. Χωρίς να βγάζουν άχνα, χτύπησαν τρεις φορές το πανωπόρτι. Ο γέρο Β μισοάνοιξε την πόρτα. Ο Αλ μπήκε μέσα και ο ΓΧ χάθηκε στο σκοτάδι. Ο γέρο Β οδήγησε τον μουσαφίρη στην τράπουλα και κατέβηκαν στο υπόγειο. Το θαμπό φως του λύχνου αχνοφώτιζε τα πιθάρια και τους ίσκιους. Μαζί τους καθόταν ο καπετάνιος ΑΚ. Βοσκός που πριν το πόλεμο άρμεγε εφτακόσια ζώα και τώρα δεν είχε ούτε διακόσια. Η μάντρα του, πάνω από το Λιμνάκαρο, στις πλαγιές της Δίκτης, ήταν φιλόξενο, αντάρτικο λημέρι. Μετά από λίγο χτύπησε συνθηματικά η πόρτα και μπήκε η γυναίκα του κΛ. Από παλαιότερα, είχε βοηθήσει με πολλούς τρόπους την αντίσταση. Ήταν από τους καλύτερους μεταφορείς ασυρμάτων κάτω από τη μύτη των γερμανών. Χαιρέτησε χαμηλόφωνα την κυρά Β: «Έμαθα ότι έχετε ένα καλό άνθρωπο στο σπίτι σας. Φάγατε;»
«Ότι έχομε, μπουμπουριστούς χοχλιούς, χόρτα και ντάκο. Ξέρεις ότι έχομε καλό κρασί!»
«Δεν μου τον φέρνατε σπίτι, να ψήσω ένα κουνέλι! Να περιποιηθούμε τον καλό άνθρωπο.» Η κερά κΛ χαμογέλασε καλόκαρδα και φίλησε την θειά Β. Αμέσως μετά, κατέβηκε στο υπόγειο. Χαιρέτησε την παρέα και ο Αλ μόλις την είδε, σηκώθηκε κι αγκαλιάστηκαν. Φιλήθηκαν στα μάγουλα και εκείνη τον σταύρωσε και του ευχήθηκε. «Με το καλό να γυρίσεις στο σπιτικό σου».
Ο εγγλέζος ανάλυε την αποστολή του. Έπρεπε να χαρτογραφήσει την περιοχή με τις δεξαμενές καυσίμων, νότια της Νεάπολης. Οι πληροφορίες λένε ότι οι Μεσαλασιθιώτες, επειδή έχουν εκεί χειμαδιά, μετόχια και λιόφυτα, γνωρίζουν πολύ καλά τα μονοπάτια στην περιοχή και στα γύρω βουνά. Ξέρουν ακόμη, όλα τα φυλάκια των γερμανών και τους δρόμους που χρησιμοποιούν. Οι οδηγοί πρέπει να είναι από αυτούς ενώ οι σύνδεσμοι θα ειδοποιήσουν, τους αντάρτες και τους βοσκούς, για την διαφυγή. Άρα ήταν πολύτιμοι. Έστρωναν τα σχέδια και ο ΑΚ θα αναλάμβανε να συντονίσει τους οδηγούς, που θα συνόδευαν τον Αλ στα νότια παράλια, για να φύγει με το υποβρύχιο. Σχεδίαζαν πως θα χαρτογραφούσαν τις αποθήκες καυσίμων , στο Δράσι, σαν έφτασε αλαφιασμένος ο ΓΧ. Τα νέα ήταν άσχημα. Τα χειρότερα. Το χωριό ήταν περικυκλωμένο από τους γερμανούς.
7
Οι σκοποί είχαν πιάσει τους δρόμους και ομάδες έβγαιναν περίπολα. Στο Σμαλιανό είχαν κατεβάσει τη μπάρα στο δρόμο και είχαν ενισχύσει τη φρουρά με άντρες και πολυβόλα. Με το χάραμα της μέρας , όπως συνήθιζαν, θα άρχιζαν τις έρευνες. Ο ΓΧ βγήκε στο σοκάκι και μπήκε στο απέναντι σπίτι. Από κάμερα σε κάμερα, έφτασε στο δικό του σπίτι χωρίς να βγει σε δρόμο. Ο ΑΚ, με την βοήθεια του γέρου Β, έσκαψε ένα λάκο στις κοπριές του στάβλου. Μπήκε μέσα ολόκληρος κι άφησε μόνο το κεφάλι του έξω. Ο γέρο Β ξαναγέμισε το λάκο κοπριά και καμούφλαρε το κεφάλι του ΑΚ με κλίματα , αγκαλιές ξύλα και αστιβίδες. Η κερά κΛ έντυσε με μια μαύρη σακοφιστάνα τον εγγλέζο και βγήκαν στο σοκάκι. Μπήκαν στο απέναντι σπίτι και από κάμερα σε κάμερα, τράβηξαν για τη γειτονιά της. Όπου χρειαζόταν, έβγαινε εκείνη στο σοκάκι και σαν δεν έβλεπε κάτι, έκανε σινιάλο στον εγγλέζο που την ακολουθούσε. Ξαναέμπαιναν σε κάμερα και εκμεταλλευόμενοι την ενδοεπικοινωνία των σπιτιών , παλιό αρχιτεκτονικό συνήθειο από την εποχή της τουρκοκρατίας, έφτασαν στο κονάκι της. Εκεί τους περίμενε ανήσυχος ο άντρας της, ο ΚΛ. Αγκαλιάστηκαν με τον εγγλέζο κι έστρωσαν το σχέδιο. Πέραν των άλλων είχαν να κρύψουν ένα ασύρματο με την μπαταρία του.
Γερμανοί στο Τζερμιάδω
Με το πρώτο φως, ο τηλεβόας των γερμανών, καλούσε όλους τους άντρες του χωριού, ενήλικες από δεκαέξι χρονών και άνω, να συγκεντρωθούν στο σχολείο του χωριού. « Όποιος συλληφθεί εκτός σχολείου, θα εκτελείται αμέσως».
8
Με τη πρωινή δροσούλα οι ομάδες των γερμανών ξεκίνησαν τις έρευνες ενώ οι άντρες του χωριού είχαν συγκεντρωθεί στη πλατεία. Οι γερμανοί φρουροί ήταν αμίλητοι και ψυχροί. Μόνο κάποιοι κουκουλοφόροι, από αυτούς που δεν ακολούθησαν τις ομάδες, αντάλλασαν κουβέντες μεταξύ τους. Φαινόταν σκεφτικοί και προβληματισμένοι. Οι έρευνες προχωρούσαν αλλά δεν έβλεπαν αντιδράσεις στα πρόσωπα των φρουρών. Οι καταδότες, ανήσυχοι, τραβούσαν τις κουκούλες για να μην φαίνονται τα μάτια τους. Το σπίτι του γέρο Β ερευνήθηκε επιμελώς, αλλά ο ψύχραιμος ΑΚ, κρατούσε ακόμη και την αναπνοή του. Κάρφωσαν τις ξιφολόγχες μερικές φορές στην κοπριά και στα ξύλα , άνοιξαν τα πιθάρια, ερεύνησαν τις κάμαρες , μπήκαν στον αχυρώνα αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Στο στάβλο οι αγελάδες μασούλαγαν άχυρα και ο γάιδαρος ήταν ξαπλωμένος τεμπέλικα. Δυο-τρία πρόβατα και κατσίκες βεβέριζαν μπροστά στην πόρτα σαν να ήθελαν να βγουν για βόσκισμα. Σαν έφυγαν οι γερμανοί, ο ΑΚ, που έβραζε μέσα στις κοπριές, πήρε βαθιές ανάσες.
Το κλιμάκιο με τον κουκουλοφόρο ανηφόρισε προς την μεσοχωριά και μπήκε βροντώντας τη πόρτα ,στο σπίτι που έμεναν οι γιοι της κεράς Ν. Εκείνοι έλειπαν. Ο ένας ήταν αντάρτης κι ο άλλος υπηρετούσε στην χωροφυλακή. Η κερά Ν παρακολουθούσε από το δώμα, κρυμμένη στο τοίχο του οντά, του αδερφού της. Σφίχτηκε η καρδιά της κι ένοιωσε ζαλάδα στο κεφάλι. Μέσα ήταν οι νύφες της με τα μωρά. Πριν λίγο καιρό, στα μαύρα μεσάνυχτα ο γιος της, ο αντάρτης, μαζί με άλλους συντρόφους, έφτασαν με τρία μουλάρια φορτωμένα μεγάλα και μικρά ξύλινα κουτιά. Έμειναν αρκετή ώρα μέσα στο σπίτι και μετά την επισκέφτηκε για λίγο, στην κάμερα . Από τη τζέπη του, έβγαλε ιταλικές σοκολάτες και μπισκότα. « Μάνα, για τα κορίτσια και το μικρό αδερφό. Να ρίχνεις στη φωτιά τα χαρτιά και να τους δίνεις, στα κρυφά, μόνο τη σκέτη σοκολάτα.» Πήρε βαθιά αναπνοή σαν τους είδε να βγαίνουν φωνάζοντας, «NEIN,NEIN!» Σκυφτή έτρεξε στην κάμερα και πήρε αγκαλιά, τον μικρό γιο, ενώ τα κορίτσια κάθισαν δίπλα της , σαν τα πουλάκια στις φτερούγες της κλωσσούς.
Άλλη ομάδα γερμανών με τον κουκουλοφόρο τράβηξαν για την πάνω γειτονιά. Χτύπησαν με το όπλο, την πόρτα της κΛ και χωρίς να περιμένουν απάντηση όρμησαν μέσα. Η γυναίκα, με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, ζύμωνε αλεύρι σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη. Ανασηκώθηκε και τους κοίταξε αμίλητη. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους , κάτι είπε ο καταδότης και ξεκίνησαν την έρευνα. Έψαξαν τους χώρους, έριξαν μια ματιά κάτω από το φούρνο και στάθηκαν μπροστά από το πόρο του.
9
Κάτι είπε ο ρουφιάνος κι έφυγαν χτυπώντας τα πόδια στο σοκάκι. Μόλις απομακρύνθηκαν η κΛ πλησίασε το πόρο του φούρνου και αφού παραμέρισε τα ξύλα με τα ασκινοπόδια , ρώτησε τον Αλ, τι έλεγαν οι γερμανοί. Ο κρυμμένος εγγλέζος ,στο φούρνο, απάντησε χαμηλόφωνα. «Ρώτησαν τι κάνεις κι ο άλλος απάντησε ότι ζυμώνεις ψωμί. Σαν έφτασαν μπροστά στο φούρνο σκέφτηκαν να σου κάψουν τα ξύλα αλλά ο κουκουλοφόρος είπε ότι μπορεί, αυτοί να φάνε τα καρβέλια και έφυγαν. Σαν ήταν μπροστά, ήμουν έτοιμος να βάλω φωτιά στο μπιτόνι με την βενζίνα και θα τους έριχνα με το αυτόματο. Όλοι θα πηγαίναμε στην κόλαση παρέα».
Μια άλλη ομάδα, από τρις γερμανούς και ένα κουκουλοφόρο, πήγε προς το συνοικισμό, το Νικηφόρδο. Άρχισαν την έρευνα από τα πρώτα σπίτια και πλησίαζαν στα τελευταία. Δεν εύρισκαν κάτι το αξιόλογο, που να προξενούσε το ενδιαφέρον. Σε ένα γέρικο, κουφαλιασμένο πρίνο, είδαν ξαπλωμένο ένα γέρο να ροχαλίζει. Το κεφάλι του ήταν μέσα στη κουφάλα του δέντρου ενώ τα στιβάνια του ξεχώριζαν πάνω στις αγκαλιές με τα ξύλα. Ένας γερμανός άρχισε να κλωτσά τα υποδήματα του γέρου που ξύπνησε νευριασμένος βρίζοντας. «Πηγαίνετε, μωρέ, στον τρισοδιάολο και παραιτήσετε με!» Ο γερμανός συνέχισε να κλωτσά τις σόλες των στιβανιών κι ο γέρος να βρίζει. Ο κουκουλοφόρος τον προέτρεψε γελώντας: «Άστον, μα ολομέθυστος είναι ο γέρος!»
Δίπλα ήταν ένα χωράφι για να σταλίσουν τα αιγοπρόβατα. Πλησίασαν οι γερμανοί και είδαν απέναντι στην αυλή, τον μαθουσάλα ΓΜ με τις ανιψιές του και τέσσερα μικρά παιδιά. Η γυροτραφισμένη αυλή, είχε στην γωνία ένα άνοιγμα για να βρίσκουν διέξοδο τα νερά της βροχής. Στο άνοιγμα είχε χώσει ο σκύλος τη μουσούδα του για να δροσίζεται. Πότε κοιμόταν και πότε κουνούσε την ουρά του τεμπέλικα. Ένας από την ομάδα όπλισε το τουφέκι του και σημάδεψε προς το μέρος τους.
Νικηφόρδος
10
Ο γέρο ΓΜ έριξε το βλέμμα του προς τις ανιψιές και μίλησε αργά και σταθερά. «Το νου σας στα
παιδιά! Μην βάλετε τις φωνές. Τα παιδιά και τα μάτια σας! Συγχωρεμένοι να είστε όλοι και ας με συγχωρέσετε κι εσείς! Φρόνιμα και μην κουνηθείτε! Δικό μου είναι το κουλούρι.» Κοίταξε τον γερμανό στα μάτια με σοβαρό και αυστηρό ύφος. Τα μάτια του έπαιξαν στης τουφεκιάς τη λάμψη αλλά δεν ένοιωσε τίποτα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και είδε τον γερμανό να ζητωκραυγάζει και οι άλλοι να βαράνε παλαμάκια. Γελοχαχαρίζοντας τρανταχτά, κατηφόρισαν στη δημοσιά για το σχολείο του χωριού. Τα παιδιά πλησίασαν το σκύλο και τον τράβηξαν πίσω. Η σφαίρα, τον είχε βρει ανάμεσα στα μάτια. Πήραν το άψυχο σώμα στα χεράκια τους και βγήκαν στην πλαγιά. Έσκαψαν ένα λάκκο, στη ρίζα ενός ασφένταμου κι έθαψαν το άτυχο σκυλί. Με δυο ξύλα έφτιαξαν ένα σταυρό και τον κάρφωσαν. Με πλακωτές πέτρες σκέπασαν το χώμα . Σταυροκοπήθηκαν κι έφυγαν βρίζοντας τους δολοφόνους γιατί ο παππούς είχε μπει στην έγνοια και τα έψαχνε μονολογώντας: «Όλα είναι μάταια αλλά όσο δεν το ξέρομε νοιώθομε εγωιστές και αθάνατοι! Όλα είναι μάταια αλλά όσο δεν το ξέρομε νομίζομε ότι όλα είναι δικά μας!» Ο γέρο ΓΜ έβγαλε την καπνοσακούλα κι έστριψε τσιγάρο. Τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά και φύσηξε με θυμό προς τον ουρανό. «Μια ζωή βρισκόμαστε διαρκώς σε δύσκολη θέση. Μην μου λες τίποτα εάν δεν θέλεις. Αλλά θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον να ακούσω την άποψη σου», ψιθύρισε.
Στο περίβολο του δημοτικού σχολείου, του Μέσα Λασιθίου, οι χωριανοί, ήταν όρθιοι από τα χαράματα, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ένας μεσοκαιρίτης άναψε τσιγάρο κι αφού τράβηξε δυο βαθιές ρουφηξιές , μέχρι ο καπνός να φτάσει στις πατούχες, το έδωσε στον διπλανό. Το σκηνικό επαναλήφτηκε από τον ένα στον άλλο μέχρι που
Δημοτικό σχολείο Μέσα Λασιθίου
11
Κάποιος έσβησε τη γόπα με το στιβάνι του. Μόλις προσπαθούσαν να ανταλλάξουν μια κουβέντα οι φρουροί ούρλιαζαν κακιασμένα. Όσο ανέβαινε ο ήλιος, η αγωνία τους έτρωγε τα σωθικά. Κόντευε μεσημέρι και η δίψα τους έτρωγε. Τα πόδια πονούσαν και τα γόνατα έτρεμαν. Οι γερμανοί τους κοίταγαν καταπρόσωπο. Κάτι κανοναρχούσαν και ξανά ησυχία. Η έγνοια, μην τυχόν βρεθεί, έστω και κάτι ασήμαντο, τους έτρωγε. Οι γερμανοί θα άρχιζαν τα αντίποινα, τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τις εκτελέσεις. Ο κουστουμαρισμένος μεσήλικας, φρεσκοξυρισμένος, ανάμεσα στους γενειοφόρους βρακοφόρους, μονολογούσε σιγανά, « Το σχολείο το έκτισαν οι χωριανοί κουβαλώντας πέτρες και υλικά. Με εράνους πλήρωσαν τους μαστόρους, λες και έκτιζαν εκκλησία. Πως θα κάνουν τα παιδιά μάθημα και τι θα τους λέει ο δάσκαλος, σαν βλέπουν στους τοίχους, το αίμα των πατεράδων και των αδερφών τους!» Ο διπλανός του, τον σκούντησε με τον αγκώνα του, «Σώπα κύριε καθηγητά και μέχρι να μας εκτελέσουν, να πιστεύεις ότι θα τη βγάλομε καθαρή. Που να σε είχα στον πόλεμο, στην Μικρά Ασία, πριν μια εικοσιπενταριά χρόνια!»
Το σταύρωμα της μέρας πέρασε και ο ήλιος άρχισε να γυρνάει. Κάποια κλιμάκια και περίπολα επέστρεφαν. Μιλούσαν νευρικά και χειρονομούσαν. Οι επικεφαλείς των κλιμακίων έρευνας έδιναν αναφορά. Ειδοποιήθηκαν οι σκοποί που κατέφθασαν στο σχολείο. Ο αξιωματικός άρχισε να μιλάει κι ένας κουκουλοφόρος μετέφραζε: « Διακατεχόμαστε από οργή εξαιτίας των ομαδικών δολοφονιών γερμανικού πληθυσμού και των δολιοφθορών που υφιστάμεθα. Το μεγαλύτερο μέρος των ντόπιων στηρίζει τους συμμορίτας, τους αντάρτες και τους άγγλους. Οι ένοχοι θα τιμωρούνται όπως τους αξίζει. Υφιστάμεθα μεγάλες απώλειες εξαιτίας των τρομοκρατικών επιθέσεων. Το χωριό σας είναι κέντρο της παραβατικότητας. Τα ευρήματα είναι ασήμαντα και αποδεχόμαστε ότι είναι κειμήλια των βαλκανικών πολέμων. Σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω τα πάντα , από τη θέση που βρίσκομαι, για να προστατεύσω τους ανθρώπους μας. Θα ξαναϊδωθούμε. Χάιλ Χίτλερ!». Κάποιος άλλος κουκουλοφόρος πλησίασε καγχάζοντας: «Η κοιλιά είναι δική σας για να νοιώθετε τη πείνα σας. Και το κεφάλι είναι δικό σας για να μας ακούει και να μας υπακούει. Όχι για να σκέφτεστε αλλότρια και επιβλαβή . Θα ξαναϊδωθούμε!» Άρχισαν να επιβιβάζονται στα οχήματα και η μηχανοκίνητη φάλαγγα αναχώρησε.
Οι πληροφορίες και οι προδοσίες δεν βγήκαν αληθινές. Ίσως δεν ήταν επαρκείς. Οι επιθετικές έρευνες είχαν πυκνώσει το τελευταίο καιρό.
12
Ίσως να ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους , ίσως όμως και οι ίδιοι να είχαν να αρχίσει να φοβούνται το γενικό ξεσηκωμό. Στα ορεινά χωριά ανηφόριζαν μόνο όταν ήταν καλά οργανωμένοι με μηχανοκίνητες φάλαγγες αλλά και με πολλούς στρατιώτες. Διακόσιοι, τρακόσοι , μπορεί και πεντακόσιοι! « Εξόριστοι είμαστε στον ίδιο το τόπο μας. Πριν καμιά εικοσαριά χρόνια οι φοροεισπράκτορες με τους χωροφύλακες έζωσαν τη νύχτα το χωριό για να εισπράξουν τους φόρους. Μας είχαν στριμώξει όπως οι λύκοι τα αρνιά! Οι δυο γερόντοι, Κ και Π, βγήκαν από το χωριό και διαπραγματεύτηκαν μαζί τους. Πλήρωσαν δυο χρυσές λίρες, για τα χρέη όλων των χωριανών. Έτσι μάζεψαν τα τουφέκια τους κι έφυγαν. Σε μια αθλιότητα μέχρι το θάνατο ζούμε. Τόσα χρόνια πολεμήσαμε για μάταιες ιδέες που δεν απελευθερώνουν τον άνθρωπο. Από τη Λαμία ξεκινήσαμε το πόλεμο για να φτιάξομε τη χώρα και τώρα πάλι κατοχή!», μουρμούριζε ο ΑΣ στον ΓΚ που απαντούσε, «Από το νεκρό θάνατο ξεστρίψαμε τόσα χρόνια, από το ζωντανό θάνατο, πως γλυτώνομε τώρα; Στα δοκάρια της κάμερας έχω κρύψει τα πιστόλια που κλέψαμε στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Δεν τα βρήκαν ως φαίνεται! Πάμε να δούμε τι απόγιναν οι καπετάνισσες με τις νύφες και τα κοπέλια.» Οι χωριανοί έφευγαν γρήγορα για τα σπίτια τους. Όλοι βρισκόταν σε υπερένταση. Τα λαρύγγια είχαν στεγνώσει, τα στομάχια ήταν σφιγμένα και τα μάτια έβγαζαν φωτιές. «Σύντομα θα έρθει η ώρα να τους φάμε τα σκώτια, τα πνευμόνια κι όλα τα σωθικά!», φώναζε ένας νεαρός. « Δεν ξέρω πως θα το πάρεις ή δεν θα το πάρεις αλλά πρόσεξε τις κακοτοπιές. Μην εμπιστεύεσαι τους εγγλέζους γιατί αυτοί θα ξεπαστρέψουν όσους γλυτώσουν από τους γερμανούς. Ο ξύπνιος άνθρωπος είναι εφτάψυχος», είπε ένας οργισμένος νεαρός. « Σε όλα νομίζεις ότι έχεις δίκιο!», στραβομουτσούνιασε ο νεαρός. «Θυμήσου, όταν κρύβαμε και ταΐζαμε, τον άλλο εγγλέζο.
Καφενείο στο Μέσα Λασίθι
13
Πάλι την έβγαλε το χωριό, στο πίτσι φυτίλι, από τους ιταλούς. Τον γιο του παπά, τον τσάκισαν στο ξύλο. Κι όμως, τόλμησε να πει στην κερά Μ, ότι θα της δώσει μια κονσέρβα εάν του πλύνει το πουκάμισο! Ο αχάριστος, λες κι είμαστε δούλοι του!», είπε θυμωμένα ο νεαρός. «Πάμε στο καφενείο να πιούμε δυο ρακές να φτιάξομε κέφι!», είπε ένας άλλος νεαρός. «Πάμε, η ρακί σε κάνει να ξεχνάς όλα τα άσκημα πράγματα! Άμα σε τούτη τη ζωή δεν βρεις παράδεισο , δεν θα τον βρεις ούτε στη μέλλουσα ζωή!», ξαναείπε ο πρώτος νεαρός.
Ο ΑΚ, πνιγμένος στα αρώματα της κοπριάς μονολογούσε, « Έχω ακούσει πως όποιος μπαίνει μέσα στις κοπριές, δεν αρρωσταίνει ποτέ του!» Ένοιωθε ψημένος. Ο γέρο Β είχε ξεραθεί στα γέλια. « Ο σφαγμένος χοίρος τρέχει από το πόνο αλλά οι άλλοι τον κάνουν χάζι κι ας καταλαβαίνουν το ζόρι του. Τον περιμένουν να πέσει χάμω για να τον αποτελειώσουν, γέρο Β. Φτηνά τη βγάλαμε. Άμα δεν λευτερωθούμε, θέλω να ξέρω μέχρι πότε θα τη βγάζομε καθαρή!» Αφού συνεννοήθηκαν, ο ΑΚ βγήκε στο σκοτάδι και χάθηκε.
Ο Αλ άκουγε από τον ΚΛ τα νέα. Είχε την άποψη ότι μετά τα τελευταία γεγονότα, οι γερμανοί είχαν πληροφορίες, που όμως ήταν λειψές. Έψαχναν στα τυφλά. Αποφάσισε να κατεβεί μόνος του στο Δράσι, για την χαρτογράφηση των αποθηκών καυσίμων. Θα πήγαινε φορώντας την αγγλική στρατιωτική σχολή με τα παράσημα. Εάν κάτι δεν πήγαινε καλά, τουλάχιστον θα τον θεωρούσαν αιχμάλωτο πολέμου, και τα χωριά θα γλύτωναν τα αντίποινα. Με τον ΚΛ και την κερά κΛ μελέτησαν τα μονοπάτια, τους δρόμους αλλά και τα σημεία που είχαν οι γερμανοί φυλάκια. Μόλις σκοτείνιασε, οι δυο άντρες, βγήκαν στο στενό σοκάκι. Πέρασαν από το νεκροταφείο και τράβηξαν για τη Περβόλα. Ανέβηκαν το παλιό, πλακοστρωμένο με πέτρες, δρόμο και ανέδιασαν στου Πατέρα τα Σελιά. Εκεί που έσμιγε ο παλιός δρόμος με τη δημοσιά. Ο Αλ άκουσε προσεχτικά τις οδηγίες του ΚΛ. Ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο και ο ΚΛ πήρε τη στράτα της επιστροφής. Ο εγγλέζος αγνάντεψε το τόπο στο βουνό με τα αντιαεροπορικά όπλα των δυνάμεων κατοχής. Κρύφθηκε στα κλαδιά μέχρι να περάσουν τα φορτηγά και οι μηχανές των γερμανών, που επέστρεφαν από το Λασίθι στη Νεάπολη. Αντί να συνεχίσει τον παλιό δρόμο, πλησίασε προς το γερμανικό φυλάκιο και έχοντας για κάλυψη τους πέτρινους τράφους και την βραχώδη μορφολογία της κρητικής γης προχώρησε σκυφτός. Κατηφόρισε το πλάι και πέρασε κάτω από τη μύτη των φρουρών. Χαμπάρι δεν πήραν. Αποφεύγοντας τα χωριά, του πάνω Μεραμπέλου, βρέθηκε στο τόπο με τη πέτρινη μάντρα που του είχε υποδείξει ο
14
ΚΛ. Στάθηκε λίγο σκεφτικός και χτύπησε την μονοκόματη φέτα από κουφαλιασμένο κορμό, γέρου πρίνου, που είχε για πόρτα το μιτάτο. Σφύριξε σιγανά στην χαραγή κι ένας βοσκός πρόβαλε . Μίλησαν για λίγο κι ο βοσκός έβαλε δυο κούπες κρασί με κομμάτια αθότυρο και ξερό ντάκο στο σοφρά. Μετά του εξήγησε πως θα διαβεί το βουνό για να φτάσει αποπάνω από το Δράσι. Ο Αλ, έπλυνε με σαπούνι και νερό το πρόσωπο του κι ύστερα ξυρίστηκε στο θαμπό φως του λύχνου χρησιμοποιώντας για καθρέπτη ένα κομμάτι από σπασμένο , βαμμένο τζάμι. Ο αρειμάνιος βοσκός χαμογελούσε χαϊδεύοντας τα γένια του . Έσφιξε το χέρι του εγγλέζου και τον συνόδεψε μέχρι το μονοπάτι. «Ούτε δεξά, ούτε ζερβά. Ντογρού το μονοπάτι θα κλουθάς και θα σε βγάλει αμοναχό του, έκειά που θες!» είπε με στόφο και χαμογέλασε επιδοκιμαστικά στρίβοντας το παχύ μουστάκι.
Με το πρώτο φως της αυγής ο Αλ, ντυμένος τη στολή του, έβλεπε όλο το κάμπο με τις ελιές, νοιώθοντας αόρατος. Κοίταξε τις αποθήκες καυσίμων μειδιώντας. Εάν πετύχαιναν οι συνδυασμένες ανατινάξεις σε όλη την Κρήτη, οι γερμανοί θα έμεναν από καύσιμα. Θα έπρεπε να στείλουν δεξαμενόπλοια για ανεφοδιασμό και τα υποβρύχια θα τα βύθιζαν. Τα αναγνωριστικά κλιμάκια είχαν πάει παντού για τις προετοιμασίες. Όλες οι ενέργειες θα γινόταν συνδυασμένα στην Κρήτη με την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι προετοιμασίες για την απόβαση των συμμάχων είχαν αρχίσει. Ένοιωσε ένα όμορφο συναίσθημα μέσα του καθώς έβλεπε τον ήλιο να ξεκινά το ταξίδι του. Ούτε φόβο, μα ούτε και κούραση ένοιωθε. Μια φωτιά στα σωθικά γιόμιζε δύναμη το κορμί του. Κοίταξε το χάνι στην άκρη ,στο Δράσι, κι ένοιωσε την κραυγή της εκδίκησης του χωρικού να κουδουνίζει στα αυτιά του. Ξεκίνησε τη δουλειά της χαρτογράφησης. Σχεδίασε τον ψηλό φράχτη που κύκλωνε τις αποθήκες. Τον εντυπωσίασε ότι γύρω στα πλέγματα ήταν τεντωμένα σύρματα με κρεμασμένα μεταλλικά κουτιά. Σε όλο το ύψος του φράχτη, μέχρι τα αγγιδότελα της κορφής. Η καταγραφή ήταν εντυπωσιακή σε λεπτομέρειες. Θέσεις σκοπών, χρόνοι περιπόλων, αλλαγές σκοπών, πυροβόλα, οπλισμοί, δρόμοι, περιφράξεις, το αρχηγείο της φρουράς, ο θάλαμος και τα άλλα χτίσματα, τα μονοπάτια διαφυγής και κάλυψης. Αγνάντεψε στα Λασιθιώτικα Όρη και περίμενε να νυχτώσει. Οι βοσκοί ήταν φτωχοί μα ψυχωμένοι και υπερβολικά φιλόξενοι. Μισούσαν τους γερμανούς. Το αντιστασιακό πάθος ήταν πιο φλογάτο κι από τη φουνάρα της Ανάστασης, σαν έκαιγαν τον προδότη του Χριστού, τον Ιούδα. Για τους εγγλέζους η ζωή ήταν πολύ δύσκολη στα κακοτράχαλα βουνά. Πότε σε σπηλιαράκια, πότε σε ανοίγματα βράχων στα γκρεμνά, πότε σε πετρόμαντρες ποτισμένες με τη μυρωδιά του γιτσικού και της προβάτας. Οι πεζοπορίες στα βουνά τη νύχτα, οι χαλασμένοι ασύρματοι, και τα αγρίμια της Κρήτης με το κρασί ή τη ρακί πάντοτε στο σακούλι τους. Πολλές φορές, άφηναν τον πόλεμο κι έπιαναν κουβέντες μαζί τους, που βοηθούσαν να ξεφύγουν από τα δεινά, τους κινδύνους και τη μοναξιά του τρωγλοδύτη. Τα αγρίμια, όπου ήθελαν έστρωναν το ρασίδι και κοιμόταν χειμώνα καλοκαίρι, εκεί που τους βόλευε. Κάπες φτιαγμένες από τη τρίχα της κατσίκας. Οι εγγλέζοι έστρωναν τα πανιά από τα αλεξίπτωτα. Αυτοί πάλι τα έπαιρναν και οι γυναίκες αφού τα έβαφαν, έραβαν εσώρουχα ή παντελονάκια με πουκαμισάκια για τα παιδιά. Το άλλο θηρίο έπιανε τον τράγο στο τρέξιμο, τον έσφαζε κι αφού τον τακτοποιούσε, τον σήκωνε στον αέρα με το δεξί του χέρι και χόρευε πεντοζάλι στο βράχο ενώ ο άλλος έπαιζε το θιαμπόλι. Απεχθανόταν ότι τους καταπίεζε και η συμπεριφορά τους ήταν παραβατική. Μετά από κάθε επεισόδιο με τους γερμανούς, το γλεντούσαν με τη ψυχή τους. Έπαιζαν λύρα και κάποιοι έφευγαν, γιατί λέει έπρεπε να ξεκουραστούν με τις γυναίκες τους. Έτσι ένοιωθαν πιο δυνατοί. Ο νόμος τους ήταν η κοφτερή λάμα του κρητικού μαχαιριού που τώρα ακόνιζαν για τους γερμανούς.
Τα βουνά προκαλούσαν φόβο στον εχθρό τους. Οι χιτλερικοί δεν τολμούσαν να ανέβουν ούτε σε ευκολοδιάβατα μέρη. Μόνο μέρα, με μεγάλα περίπολα και μηχανοκίνητες φάλαγγες. Στο Λασίθι, μετά την παράδοση των Ιταλών και του στρατηγού Carta, οι αντάρτες είχαν κλέψει όπλα και πυρομαχικά. Μέχρι να αναλάβουν οι γερμανοί, την φρουρά, είχαν στήσει πανηγύρι! Από τα Μεσαλασιθιώτικα Όρη, τον φυγάδευσαν κι αυτόν, μαζί με πολλούς ιταλούς, στα νότια παράλια κι από εκεί στην Μέση Ανατολή.
Η μάντρα του Ζαχαρομιχάλη
16
Όλες οι ομάδες πήραν όπλα, αλλά πολύ περισσότερα, αυτές που δεν ήθελαν οι εγγλέζοι καλά οπλισμένες. Στο τέλος του πολέμου, ίσως να ήταν οι νέοι αντίπαλοι. Δεν τους είχαν υπό τον έλεγχο τους. Όμως, χωρίς τους ντόπιους και τους βοσκούς, οι αντιστασιακές επιχειρήσεις θα ήταν ανέφικτες. Οι άγγλοι το είχαν καταλάβει πολύ καλά. Προσπάθησαν να οργανώσουν κατασκοπευτικά δίχτυα. Έστελναν χρυσές λίρες για πληρωμή και στήριξη επιλεγμένων οργανώσεων. Σε κάθε αποστολή στην Κρήτη, ο εγγλέζος, είχε μαζί του ένα καινούργιο ασύρματο με γεννήτρια και μπαταρίες, ένα κεντητό μάλλινο ταγάρι με χρυσές λίρες, κουτιά πυρομαχικών, κονσέρβες και αρβύλες. Πολλοί μάζεψαν χρυσές λίρες με διάφορους τρόπους. Άλλοι δεν τις μοίραζαν αλλά τις κράτησαν. Φήμες στο Κάιρο, έδειχναν αξιωματικούς να αποσύρουν μεγάλες ποσότητες χρυσών λιρών, από τα ταμεία της SOE, προς όφελος τους. Έγιναν αλλαγές αλλά η διαφθορά καταπολεμήθηκε με νέους διαφθαρμένους.
Στην Κρήτη αλλά και σε όλη την Ελλάδα, η χρυσή λίρα ήταν καταφύγιο. Τι να την κάνεις τη δραχμή; Σε λίγες μέρες έχανε την αξία της. Σε μια αποστολή είχε φέρει ένα τεράστιο δέμα με δραχμές που σε λίγες μέρες άξιζαν μόλις δεκαέξι στερλίνες. Όσα μηδενικά κι αν πρόσθετες τόσο έχανε εκείνη. Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν χωρίς χρήματα. Ανταλλαγές , είδος με είδος. Μέτρο σύγκρισης είχαν δυο η τρία χρήσιμα προϊόντα. Το λάδι, το στάρι, τη πατάτα και τα πορτοκάλια. Ένα μιγόμι πατάτες ήταν ένα πολύ καλό πορτοφόλι για τον λασιθιώτη χωρικό. Δυο οκάδες πατάτες , μια οκά λάδι. Ο κίνδυνος των γερμανών ανέβαζε ακόμη περισσότερο την αξία τους.
Χαρακτικό.Ψωμί, του Καίτε Κόλλβιτς
17
Έξυσε το κεφάλι του ο Αλ και συνέχισε τις σκέψεις του, κοιτάζοντας τον ήλιο που πήγαινε να δύσει. Με ένα μιγόμι πατάτες ,δυο τσουβαλάκια, λίγα φασόλια, ρεβίθια, φακές η κουκιά, που φόρτωναν στο γάιδαρο, περνούσαν δυσκολοπέραστα μονοπάτια, στο χείλος των γκρεμνών και των φαραγγιών. Από το Μέσα Λασίθι, ο γάιδαρος έφευγε μόνος του. Το αφεντικό τον ακολουθούσε από το απέναντι πλάι. Έσμιγαν σαν έβγαιναν ψηλά, στο βουνό, μακριά από τους γερμανούς. Στην Γεράπετρο έπαιρναν υφάσματα για ρουχισμό, ζάχαρη, καφέ, χρήσιμα εργαλεία, φάρμακα, σπίρτα, σαπούνι, πετρέλαιο φωτισμού, κ.α. Ξαναγύριζαν την επόμενη νύχτα χωρίς οι γερμανοί να παίρνουν χαμπάρι. Η κατοχή ξεκίνησε με τρομαχτικές διαταγές. Εκείνη του γραμματέα της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης ήταν σαφής και αυστηρή: «Να μεριμνήσετε…. Δια την όσο το δυνατόν ταχυτέραν και επιμελεστέραν συγκομιδήν των σιτηρών εν πάση τη περιφερεία… Μετά την συγκομιδήν να γίνει συγκέντρωσις αυτών των υπαρχόντων αποθεμάτων. Οι Δήμαρχοι και οι πρόεδροι των κοινοτήτων θα κανονίσουν την ποσότητα των σιτηρών την οποία έκαστος παραγωγός θα κρατήσει προς σποράν και διατροφής της οικογένειας, υπολογιζόμενων εβδομηνταπέντε δραμίων κατ’ άτομο…» Στις ενετικές αποθήκες , στο Μόρο του Αγίου Γεωργίου, συγκέντρωναν, οι γερμανοί, τον καρπό και τα άλλα προϊόντα. Οι κατασχέσεις στα σπίτια ήταν βασανιστικές, με τεράστια ρίσκα.
Σκέφτηκε ο Αλ, ότι τη μέρα είχε άφθονο χρόνο για σκέψεις αλλά τη νύχτα κάθε λεπτό είναι πολύτιμο. Ήθελε λίγο ακόμη να χαθεί ο ήλιος πίσω από τα βουνά και συνέχισε τις σκέψεις του. Οι σκληραγωγημένοι λασιθιώτες επινοούσαν κάθε λογής τερτίπι για να κρύψουν πατάτες και στάρι από τους γερμανούς. Άνοιγαν λάκκους στο στάβλο για κρυψώνες. Τους στέγαζαν με ξύλα, κλαδιά, χώμα και κοπριά. Έτσι οι έλεγχοι των κατοχικών δυνάμεων, τις περισσότερες φορές, δεν είχαν αποτέλεσμα.
Αποθήκες στο Μόρο του Αγίου Γεωργίου
18
Οι ιταλοί ήταν οι καλύτεροι κλεφτοκοτάδες και αγαπούσαν τις κιθάρες με την ντόλτσε βίτα. Μπαινόβγαιναν στα πετρόσπιτα με τα μαυρισμένα δοκάρια. Πολλές φορές, παριστάνοντας τους σπουδαίους στα κορίτσια, μολογούσαν χρήσιμες πληροφορίες για την αντίσταση. Μια σκοτεινή και ασέληνη νύχτα ένας ιταλός σκοπός βγήκε περιπολία στη βαθιά στράτα του Μέσα Λασιθίου. Κάποια στιγμή είδε δυο λαμπερά φωτάκια να τον πλησιάζουν. Όπλισε το τουφέκι κι άρχισε να φωνάζει: «Αλτ, αλτ! Τι ει;» Ένοιωσε την υγρασία στο παντελόνι και πυροβόλησε. Σαν άκουσε τα πονεμένα γκαρίσματα έφυγε τρέχοντας στο χωριό. Όμως τα γερμανικά περίπολα ήταν σκληρά και ανελέητα. Με το παραμικρό, συλλήψεις, φριχτά βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί, ποδοπατήματα, φτυσίματα, φυλακές και εκτελέσεις. Τα κορμιά λιανιζόταν στα χέρια τους. Σαν έπιασαν τον αδερφό του ΑΚ, τον χτύπησαν και βασάνισαν τόσο πολύ, που χώρισε το κρέας από τα κόκαλα. Δεν μαρτυρούσε τον αδερφό του και τον παράτησαν, σαν νόμισαν ότι έμεινε νεκρός. Οι χωριανοί, τύλιξαν το κορμί του με προβιές και οι αντάρτες με φορείο , τον κατέβασαν στα νότια παράλια. Τα υποβρύχια τον μετέφεραν σε νοσοκομείο, στην Μέση Ανατολή. Έτσι σώθηκε.
Ο ασύρματος! Άλλο πάλι και αυτός. Πότε η μπαταρία χαλούσε , πότε ο ασύρματος δεν δούλευε! Τότε οι βουνίσιοι μετέφεραν μηνύματα διασχίζοντας τα βουνά σαν αγριοκάτσικα. Που να προσπαθήσεις να τρέξεις σαν κι αυτούς, τζιριτιχτός! Έπεφτες φαρδύς, πλατύς στον πετρότοπο κι εκείνοι ξεσπούσαν σε τρανταχτά γέλια. Σχεδόν ξυπόλητοι, έμοιαζαν με αγρίμια. Το πιο πολύτιμο δώρο γι αυτούς ήταν ένα ζευγάρι άρβυλα. Η παρέα τους είναι θείο δώρο! Αγαπούν την παρανομία με το δικό τους τρόπο. Μαζί τους ξέφευγε ο νους από τη στρατιωτική ρουτίνα και η λαχτάρα για περιπέτεια άναβε την φαντασία. Οι ειδικές αντιστασιακές επιχειρήσεις βοηθούσαν να ξεφεύγει, σώμα και νους, από τους κανονισμούς, εξοργίζοντας τους στενοκέφαλους, «ξεθαμμένους από το μπαούλο», μόνιμους αξιωματικούς. Τούτοι εδώ, ήταν ικανοί για τις πιο παράτολμες ενέργειες. Με δυο κούπες κρασί, ήταν ικανοί να χαλάσουν τον κόσμο. Ο κρητικός τομές Β5 της SOE, στο Κάιρο, ήταν διαχωρισμένος διοικητικά και λειτουργικά από τους άλλους. Χώρια η Ελλάδα, Β6, χώρια η Κρήτη, Β5. Λες και ήταν διαφορετικές χώρες. Γραφειοκρατικοί παραλογισμοί των εγγλέζων αλλά και φήμες για χωριστά κράτη μετά τον πόλεμο. Ευτυχώς οι κρητικοί καπετάνιοι, από όλες τις μεριές, αρνήθηκαν τέτοιες ηλίθιες προτάσεις ηλιθίων γραφειοκρατών και ο παραλογισμός έμεινε στα κεφάλια των αξιωματούχων της εγγλέζικης μυστικής διπλωματίας. Εκείνοι που έκλεβαν τις χρυσές λίρες, από τα ταμεία στο Κάιρο, θα
αποφάσιζαν πως θα ζούσε ένας λαός και που θα ανήκε; Άκομψος τρόπος που τα σκληρά κεφάλια των Κρητικών , τον θεώρησαν προσβολή και τον αποκήρυξαν.
Ο Αλ σκεφτόταν την εγγλέζικη πολιτική αλλά και την διεφθαρμένη γραφειοκρατία στη Μέση Ανατολή. Κάθε χρόνο γινόταν αναδιαρθρώσεις και συνεχώς χανόταν χρυσές λίρες από τα ταμεία. Η αγγλική πολιτική για την Κρήτη και την Ελλάδα χαρακτηριζόταν από απερισκεψία, άγνοια, αλαζονεία, μπερδεμένο τρόπο σκέψης, έλλειψη φαντασίας και άρνηση για συζήτηση. Ούτε τις αναφορές και εισηγήσεις ,εκείνων που δρουν στη Κρήτη, διάβαζαν. Έτσι κι αλλιώς η SOE στο Κάιρο ήταν διεφθαρμένη μέχρι το κόκαλο, έγραφε μια αναφορά προς τον υπουργό, στο Λονδίνο.
Ο τόπος άρχισε να σκοτεινιάζει και ο Αλ έτριψε τα χέρια του. Παρατήρησε τα μονοπάτια. Έπρεπε να βγει στα βουνά χωρίς να βρεθεί σε απρόοπτες καταστάσεις. Βρήκε το στρατούλι και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Σε όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε κάτι, παρά μουσκεμένοι θάμνοι από την υγρασία. Πέρασε από τα δάση με τους αιωνόβιους πρίνους κι έφτασε στο βουνό. Κατάλαβε ότι κάπου έχασε το δρόμο και κατηφόρισε προς τα Νερούτσικα. Άκουγε τα νερά να κυλούν στο ρυάκι μουρμουρίζοντας. Πιο κάτω ήταν η βρύση της Αλόιδας με τις καρυδιές.
Είχε γνωρίσει το τόπο κι έψαχνε τρόπο, να βρει το μέρος συνάντησης με το βοσκό Θ. Στο σκοτάδι διέκρινε ένα καβαλάρη να ανεβαίνει το μονοπάτι. Τον άφησε να περάσει μπροστά του και του μίλησε. Έστρεψε ο καβαλάρης το κεφάλι του, ξαφνιασμένος και αιφνιδιάστηκε σαν τον είδε με τη στολή. «Εγγλέζος είσαι; εσένα έψαχναν οι γερμανοί και παρά λίγο να κάψουν το χωριό;» Μίλησαν για λίγο και ο χωρικός του είπε. «Έλα να σε πάω σε μια μάντρα που ξέρω ότι κρύβουν εγγλέζους.
Σαμιά-Άγιοι Απόστολοι
20
Εγώ θα φορτώσω φουρνόξυλα το γάιδαρο και θα γυρίσω πίσω». Έκοψαν σγουρές κλαδίστρες και φόρτωσαν το χτήμα. Πήραν την ανηφοριά και ο εγγλέζος ρώτησε τα νέα του χωριού. «Φοβισμένοι είναι όλοι. Στην Πεδιάδα, τρεις κουκουλοφόροι έσφαξαν ένα ρουφιάνο των γερμανών κι έχουν ανακρίσεις και έρευνες.» «Κουκουλοφόροι έσφαξαν δικό τους;», ρώτησε ο εγγλέζος. «Όχι. Δεν πρέπει να είναι της παρέας. Τον τελευταίο καιρό κάποιοι βάζουν κουκούλες και σφάζουν καταδότες η σε χωσιά μέσα στη νύχτα η εκεί που κοιμούνται, τους κόβουν το λαιμό.» «Η εκδίκηση της κοφτερής λάμας του κρητικού μαχαιριού», απάντησε ο εγγλέζος. Ανηφόριζαν το βουνό. Είχε αρχίσει να φαίνεται ο Λασιθιώτικος κάμπος στην πρωινή αφούρα. Σαν πλησίασαν στη μάντρα ο καβαλάρης του πρότεινε: «Εγγλέζε, μείνε εδώ και θα τον ειδοποιήσω να έρθει. Μπορεί να έχει κανένα κακό μουστερή, στη μάντρα και να μπλέξετε και οι δυο!» Σε λίγο, ο βοσκός Θ εμφανίστηκε, ακουμπώντας στη βέργα του. Έσφιξαν τα χέρια και ανηφόρισαν την πλαγιά. Μπήκαν ανάμεσα στους βράχους. Βρήκαν το σπηλιαράκι που ίσα –ίσα τους χωρούσε. Εδώ είχε κρύψει το γυλιό του ο Αλ, πριν ξεκινήσει για την αποστολή του. Ο βοσκός έβγαλε τυρί, κρύα γαρδούμια , ντάκο κι ένα φλασκάκι κρασί και ο Αλ έφαγε με μεγάλη όρεξη. Έκοψε με το μαχαίρι τα γαρδούμια και τέντωσε το χέρι του, με το φλασκάκι. «Κρασί θέλει ο πόλεμος, εγγλέζε!» Ήταν λίγο ξινό αλλά δυνατό. Έφτιαξε τη διάθεση τους. Κάπνισαν τσιγάρο player’s με βαθιές ρουφηξιές. «Πως πάει το μέτωπο» ρώτησε ο βοσκός. «Σαν πολεμάς σε ξένα μέρη βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά. Ο πόλεμος θα τελειώσει σε λίγο καιρό, αλλά εσείς μην κατεβαίνετε στις πόλεις γιατί εκεί οι γερμανοί είναι δυνατοί. Καθαρό μυαλό και καλή προετοιμασία θέλομε. Σαν αρχίσει το πανηγύρι θα κατεβείτε από τα βουνά», απάντησε ο εγγλέζος. Ο βοσκός έφυγε ενώ ο εγγλέζος έπεσε να κοιμηθεί βάζοντας για μαξιλάρι μια πλακωτή πέτρα. Το βουητό των αεροπλάνων τον ξύπνησε, το μεσημέρι.
Μάχα
21
Προσεχτικά κοίταξε από το στενό πόρο της σπηλιάς κι είδε τα στούκας να κάνουν κάθετες εφορμήσεις και να χάνονται στον ουρανό. «Ασκήσεις κάνουν οι γερμανοί», συλλογίστηκε και ξανάπεσε για ύπνο πάνω στο ύφασμα από αλεξίπτωτο.
Το απόγευμα, σαν άρχισε να σουρουπώνει ο βοσκός μπήκε στην σπηλιά. Έβγαλε ένα παγούρι δροσερό νερό και το πρόσφερε στον εγγλέζο. Ήπιε εκείνος μονολογώντας «Αναζήτησα το μαύρο τσάι, στο φλιτζάνι από πορσελάνη. Άμα τελειώσει ο πόλεμος … Σκοτεινιάζει και είναι ώρα να ξεκινήσομε. Παράξενη βραδιά. Ίσως να παραμονεύει ο θάνατος, ίσως να πέσομε σε ενέδρα και θα πάει χαμένη όλη η θαυμάσια δουλειά που κάναμε.» «Μην το γρουσουζεύεις! Άιντε, ξεκινάμε!», είπε ο βοσκός Θ. Η πορεία μέσα στη νύχτα ήταν συνεχής. Κατηφόρισαν και τράβηξαν προς το φαράγγι. Κατέβηκαν στις ρίζες, πέρασαν το ποταμό. Έφτασαν στην άλλη πλευρά του φαραγιού. Ρίζα-ρίζα πλησίασαν στο ξωμονάστηρο της Αγίας Πελαγίας. Μέσα στους πρίνους, τους περίμενε μια ομάδα ανταρτών που είχε στείλει ο ΑΚ. Ο βοσκός Θ τους αποχαιρέτησε όλους, σφίγγοντας τα χέρια τους. Τράβηξε το δρόμο του γυρισμού και χάθηκε μέσα στους πρίνους. Εκείνοι συνέχισαν. Βάδιζαν όλη τη νύχτα. Με βήμα ταχύ. Τα πόδια του εγγλέζου πονούσαν ωστόσο ακολουθούσε το ρυθμό των ανταρτών.
«Κουράστηκες; Δεν πειράζει. Δεν κάνομε και τίποτα. Μόνο περπατάμε. Μην ανησυχείς», προέτρεψε τον εγγλέζο ένας αντάρτης.
«Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος; ρώτησε ένας άλλος.
«Θα το μάθομε κι αυτό. Δεν θα αργήσει», απάντησε ο εγγλέζος.
«Πιστεύεις να τελειώσει, να βρούμε τη σειρά μας; ξαναρώτησε ο αντάρτης.
«Ο πόλεμος θα τελειώσει, αλλά τη σειρά σας θα δυσκολευτείτε να τη βρείτε!»
«Πως είναι τα πόδια σου;» ρώτησε ο αντάρτης που περπατούσε δίπλα του.
«Πονάνε αλλά αντέχω ακόμη.»
«Δώσε μου το γυλιό σου, να αλαφρώσεις λιγάκι!», πρότεινε ένας νεαρός αντάρτης με αραιά γένια.
«Σε ευχαριστώ!», είπε ο Αλ κι άφησε με ανακούφιση τον γυλιό στο νεαρό αντάρτη.
22
Κατεβαίνοντας τα Βιαννίτικα όρη, οι αντάρτες, στάθηκαν για λίγο, αγναντεύοντας τα καμένα χωριά, στο σκοτάδι της νύχτας. Έβγαλαν τα σαρίκια από το κεφάλι κι ένας αντάρτης είπε:
«Ακόμη έχω στα αυτιά μου τις ομοβροντίες των εκτελέσεων και τις πιστολιές των χαριστικών βολών. Μέγας είσαι Κύριε αλλά τα έργα σου, δεν τα θαυμάζω. Μαύρισε ο τόπος όλος, μαύρισε κι ο ουρανός, μαύρισε κι η μέρα και μαύρη θα μείνει στον αιώνα των αιώνων!»
«Χαλασμός, καπνοί και συμφορά! Στριγκές φωνές και θρήνος. Κλάματα στα μνήματα , κλάμα και μοιρολόι στα χωριά. Σκληροί αγώνες και πικρή ζωή. Στους νεκρούς και στους ζωντανούς αφιερώνομε το θρήνο και τον αγώνα μας!», μονολόγησε ο νεαρός αντάρτης.
«Για όλες τις γενιές που σήκωσαν τη φωνή στο ύψος του ανθρώπου, για όλους όσους χάθηκαν στα πέτρινα χρόνια, αντιστεκόμενοι στο μαύρο και αγωνιζόμενοι για την ελπίδα της μάνας πατρίδας, είναι ο θρήνος και το μοιρολόι μας. Είθε οι νέες γενιές να τραγουδούν, και τα μοιρολόγια, να τα θυμούνται σαν τιμούν τη μνήμη των προγόνων τους!» είπε ο πιο ηλικιωμένος αντάρτης.
Άϊ Γιάννης -Αλόιδα
23
« Καλό αγώνα και μακριά από το βόλι», ευχήθηκε ο εγγλέζος κρατώντας το πηλίκιο στην αμασχάλη του.
Πριν το χάραμα έφτασαν στο Τσούτσουρα. Έφτασαν εγκαίρως. Αποχαιρετίστηκαν με αγκαλιές και φιλιά. Ευχήθηκαν καλή αντάμωση . Ήταν φως φανάρι ότι σπουδαίες στιγμές, τους ανάμεναν. Ο Αλ άφησε τα άρβυλα του, στον νεαρό αντάρτη, τα τσιγάρα player’s, το κουτί με τις σφαίρες, κάποια φάρμακα, γαλέτες κι όσες κονσέρβες είχε στο γυλιό. Γλίστρησε απαλά στο βράχο και η βάρκα τον μετέφερε στο υποβρύχιο.
24
Το σαμποτάζ
Στα μέσα του Μάη έφτασαν τα κλιμάκια με τους σαμποτέρ από τη Μέση Ανατολή. Η προετοιμασία είχε αρχίσει από τον προηγούμενο μήνα. Στόχοι ήταν οι αποθήκες καυσίμων με συνδυασμένες επιθέσεις και δολιοφθορές, σε όλη τη χώρα. Στη μάντρα του ΜΜ, στου Κυνηγού, λίγο πιο πέρα από την Αλόιδα, στα Μεσαλασιθιώτικα όρη, γινόταν συσκέψεις με τους σαμποτέρ και τους αντάρτες. Τέσσερεις εγγλέζοι. Ένας από αυτούς μιλούσε ελληνικά, με αστεία προφορά. Μετέφραζε διαρκώς κι οι αντάρτες γελούσαν με την ψυχή τους. Όλοι συνεργαζόταν σε καλό κλίμα. Ένας αντάρτης είπε γελώντας: «Κοίτα μωρέ εγγλέζε, θες τέτοιες δουλειές κι εγώ κρατώ τούτο το σαμιαμίθι, που πολεμούσε ο πατέρας μου, το 1912. Μήτε σφαίρες βρίχνω μπλιό!». Ο μεταφραστής δεν μίλησε παρά μόνο κούνησε το κεφάλι του. Οργάνωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες, της ανατίναξης των αποθηκών καυσίμων, στο Δράσι. Τα νέα, από όλα τα μέρη της Κρήτης, άλλοτε προκαλούσαν χαρές και πανηγύρια κι άλλοτε θλίψη.
Σε άλλα μέρη δεν ανατινάχθηκαν δεξαμενές, αλλά γέφυρες και σε άλλα τις πέτυχαν. Μάχες δινόταν κοντά σε χωριά ενώ δολιοφθορές γινόταν παντού. Το αντιστασιακό πάθος φούντωνε , από την μια άκρη μέχρι την άλλη. Το νησί είχε ζωστεί στις φλόγες. Οι αιφνιδιασμοί και οι μικροσυγκρούσεις κλιμακωνόταν. Χαοτικές ενέδρες, με τα απαρχαιωμένα όπλα να πρωτοστατούν. Κάποιος εγγλέζος αξιωματούχος, είχε την τρελή , κρυφή ιδέα , να απαγάγει τον αντικαταστάτη του απαχθέντος στρατηγού Kreipe. Όμως, ο μόνος γερμανός στρατηγός, ήταν στα Χανιά. Ο διοικητής φρουρίου Κρήτης, ο Muller. Ρώσοι αιχμαλώτοι είχαν δραπετεύσει και πολεμούσαν με τους αντάρτες. Ανώτατος γερμανός αξιωματικός συνελήφθηκε στον δρόμο προς το Ρέθυμνο, από τους αντάρτες, μαζί με το σκύλο και τη φρουρά του. Οι υποχρεωμένοι σε αγγαρεία λευτερώθηκαν. Γερμανός επιλοχίας λιποτάχτησε, για το χατίρι της δασκάλας, μαζί με την πολύτιμη μοτοσικλέτα του. Φήμες έλεγαν ότι γερμανίδες νοσοκόμες επέστρεψαν στην πατρίδα τους ενώ το ποσοστό λιποταξιών τσίτωσε τα νεύρα και ανησύχησε τους γερμανούς αξιωματούχους. Τα πληροφοριακά δελτία, στα ελληνικά και γερμανικά, έριχναν δολώματα. Τα συνθήματα στους τοίχους ανησυχούσαν τους γερμανούς. Μέχρι και στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, των κατοχικών δυνάμεων, έγραφαν με μπογιά, «K». KAPITULATION, δηλαδή, συνθηκολόγηση. Οι λυχνίες ραδιοφώνων είχαν εξαφανιστεί από την αγορά.
25
Οι γερμανοί, προσπάθησαν να εκφοβίσουν και να τρομοκρατήσουν τις περιοχές που βοηθούσαν τους αντάρτες. Εκτελέσεις και συλλήψεις, κατασχέσεις ζώων και πολύτιμων ειδών, φωτιές και καταστροφές χωριών. Κάποια χωριά, που βοηθούσαν την αντίσταση, απέδωσαν, στην βοήθεια του τοπικού αγίου, τη σωτηρία τους. Σε ένα χωριό, οι γερμανοί, έδεσαν με σκοινί τον τραυματισμένο καπετάνιο στο αυτοκίνητο. Ξεκίνησαν για το Ρέθυμνο, σέρνοντας τον αντάρτη μέχρι που ξεψύχησε. Το σώμα του, το άφησαν άταφο, στους Αρμένους, αρκετές μέρες για παραδειγματισμό. Βαρβαρότητα . Θηριωδία. Στο Τζερμιάδω , συνέλαβαν τρεις αδερφούς, βοσκούς, που κατέβαιναν από τη μάντρα στο χωριό. Τους έστησαν δίπλα-δίπλα και τους εκτέλεσαν. Πιο πέρα εκτέλεσαν τον συμβολαιογράφο. Στον Αϊ Γιώργη, ένα ελεεινό υποκείμενο, πήγε χαχανίζοντας, να αρπάξει το πρόβατο, της γυναίκας, που ακόμη μοιρολογούταν τον άντρα της. Σκέφτηκε εκείνη, την αδικοσκοτωμένη ψυχή και τα ορφανά, κι άρπαξε το φτυάρι. Με όση δύναμη είχε, του το κατέβασε στα πλευρά. Ακόμη σκυλομουργιέται το κάθαρμα. Στη πέρα μπάντα του Οροπεδίου, δυο νεαρά παιδιά της αντίστασης, βρέθηκαν δεμένα, εκτελεσμένα και πεταμένα στη λατσίδα. Χωριανοί και κοντοχωριανοί, είχαν συλληφθεί από τους ναζί και υπήρχε η υποψία ότι είχαν εκτελεστεί.
Οι Γερμανοί στην Νεάπολη
26
Τα άσκημα μαντάτα ερχόταν από γύρω-γύρω. Τα κοφτερά κρητικά μαχαίρια ζητούσαν εκδίκηση. Ακονίστηκαν και έκοβαν λαιμούς, γερμανών και προδοτών. Τα υπόγεια σπήλαια, οι λατσίδες, γέμισαν πτώματα. Σύμφωνα με τον άγραφο νόμο, το ξεπάστρεμα του προδότη, δεν θεωρείται έγκλημα. Ακόμη και ο γραπτός νόμος της εξόριστης κυβέρνησης, μέχρι την Απελευθέρωση, συμφωνούσε. Οι αντιστασιακές ομάδες, τον θεωρούσαν κανόνα!
Μέσα σε τούτο τον καιρό , στην μάντρα του ΜΜ, στου Κυνηγού, οι σαμποτέρ με τους αντάρτες ξεκίνησαν για το Δράσι. Άφησαν τους γυλιούς σε μια τρύπα και πήραν τα απαραίτητα εφόδια. Εκρηκτικά και φυτίλια. Κατηφόρισαν την πλαγιά χωρίς μιλιές και τυλιγμένοι στο σκοτάδι έφτασαν κοντά στο στόχο τους. Οι αντάρτες πήραν θέσεις υποστήριξης και οι σαμποτέρ, με κρύο αίμα, έφτασαν στα πλέγματα. Τα σχέδια του Αλ, ήταν απολύτως ακριβή και οι οδηγίες πολύτιμες. Βρήκαν εύκολα τα σημεία. Έκοψαν τα πλέγματα προσέχοντας τα σύρματα με τα μεταλλικά κουτιά. Έτρεμαν μην περάσει κανένα ζώο, να χτυπήσει στα πλέγματα προκαλώντας το θόρυβο των κουτιών και την προσοχή των φρουρών. Πέρασαν από τις τρύπες και τοποθέτησαν τα εκρηκτικά στις αποθήκες καυσίμων και σε άλλα σημεία των περιφραγμένων χώρων. Τράβηξαν τα βραδύκαυστα φυτίλια και βγήκαν έξω σαν «καλοί νοικοκυραίοι». Οι φρουροί, δεν πήραν μυρωδιά και συνέχισαν να βηματίζουν στις σκοπιές. Οι σαμποτέρ είχαν ακόμη λίγο χρόνο μέχρι να περάσουν τα περίπολα. Αφού άναψαν τα φυτίλια πήραν το δρόμο της διαφυγής μαζί με τους αντάρτες, που τους έβαλαν στη μέση. Μονάχα ένας σαμποτέρ και δύο αντάρτες είχαν μείνει πίσω για το εφεδρικό φυτίλι. Σαν άρχισαν οι διαδοχικές εκρήξεις και οι ανατινάξεις, στράφηκαν κι έβλεπαν τη φωτισμένη νύχτα με τις λάμψεις και τους καπνούς. «Τώρα , το Μεραμπέλλο, έγινε μέρα… μπέλο!», αναφώνησε ένας αντάρτης. Προχώρησαν το μονοπάτι και σε λίγο τους έφτασαν αλαφιασμένοι, οι εναπομείναντες της οπισθοφυλακής. Ανηφόρισαν τα πλάγια με γρήγορο βηματισμό. Περνούσαν τις δασωμένες λαγκαδιές χωρίς να νοιώθουν το ανακάτωμα του ιδρώτα με την υγρασία της νύχτας. Το χώμα με τις πέτρες κάτω από τα πόδια τους, ήταν σκληρό και γινόταν πιο αφράτο σαν έμπαιναν σε καλλιεργημένες πεζούλες και κάτω από τους αιωνόβιους πρίνους. Στα ξέφωτα διέσχιζαν πεζούλες με στάρια. Πρόσεχαν μην συναντήσουν χωρικούς, σε αξομονές εργασίας. Έφτιαχναν σανό για το χειμώνα. Ήταν και κάποια νεαρά βοσκάκια, που γυρνούσαν μπαϊλντισμένα με τον καημό της βοσκοπούλας! Στο βάθος, οι κορφές των βουνών, φορτωμένες χιόνια και μυτερές σαν σπαθί , τρυπούσαν τον μαύρο ουρανό. Το ανηφορικό μονοπάτι σε πολλά μέρη γινόταν απότομο. Ο οδηγός περπατούσε γρήγορα, στις μύτες των ποδιών. Ήταν επίπονη η πορεία αλλά κρατούσαν καλό ρυθμό. Στις περιοχές αυτές, υπήρχαν πολλές μάντρες με φιλόξενους βοσκούς, αλλά η βιασύνη να φτάσουν στο καταφύγιο, δεν τους άφηνε να σταματήσουν πουθενά. Έπρεπε πριν ξημερώσει να έχουν εξαφανιστεί από προσώπου της γης γιατί θα έβγαιναν τα γερμανικά αεροπλάνα. Στη βιασύνη τους, να ακολουθούν το ρυθμό των ανταρτών, οι σαμποτέρ, σκόνταφταν κι ένα –δυο φορές έπεσαν, προκαλώντας τα γέλια των αγριμιών της κρητικής φύσης.
«Θέλετε να πιούμε μια ρακί, έτσι για το σκούληκα;» ρώτησε ένας αντάρτης.
« Όχι. Θα τα καταφέρομε. Οδηγέ γιατί έχεις τόσο μεγάλα γένια;»
« Άμα λευτερωθεί ο τόπος μου θα τα ξυρίσω. Τότε θα ομορφύνω, για να μην γκρινιάζει η κερά δασκάλα!», απάντησε εκείνος χαϊδεύοντας την γενειάδα που άχνιζε.
«Θα έρθουν οι μέλισσες!», είπε ένας εγγλέζος.
«Φτάνει να μην θέλουν όλο το τόπο και τα άνθη του», απάντησε ο οδηγός και κούνησε το χέρι του.
«Τι πιστεύεις; Δεν θα έχετε καλύτερη ζωή;», ξαναρώτησε ο λαχανιασμένος εγγλέζος.
«Το σκέφτομαι! Εάν μας αφήσετε θα βρούμε το δρόμο μας! Δεν το βλέπω όμως. Άστο τώρα, δεν θέλω να τα σκέφτομαι τέτοια ώρα», αποκρίθηκε βλοσυρός ο οδηγός.
Δεν είπαν κάτι άλλο. Τι άλλο μπορούσαν να πουν σε ανθρώπους που αγωνιζόταν παρέα, που τους βοηθούσαν, τους φιλοξενούσαν αλλά που η αγγλική διοίκηση, δεν τους εμπιστευόταν. Ήξεραν ότι η διοίκηση δεν έστειλε επαρκή οπλισμό αλλά και για τις διακρίσεις που έκανε ανάμεσα στις ομάδες των ανταρτών. Ανάμεσα τους υπήρχε ένταση που για την ώρα περιοριζόταν. Έγιναν προσπάθειες να καλλιεργηθεί καλύτερο κλίμα. Έφαγαν αίγες, ήπιαν κρασί κι ένας παπάς ευλόγησε το σκοπό τους, πριν λίγο καιρό στην Βιάννο. Το καλό ήταν ότι παγίδευαν μαζί και σκότωναν «σουμπερίτες» και άλλους δοσίλογους. Μαζί έκαναν κοινές ενέργειες ενάντια στους γερμανούς. Η jagd Kommando Schubert είχε διαλυθεί και οι καταδότες με τους συνεργάτες των γερμανών δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι. Ένοιωθαν την ακονισμένη λάμα του κρητικού μαχαιριού στο λαιμό τους. Οι αντάρτες ζητούσαν όπλα από τους εγγλέζους αλλά εκείνοι υποσχόταν από τη μια και από την άλλη τους
ξεγελούσαν. Μικρές ποσότητες οπλισμού έφταναν στα νότια παράλια και οι ρίψεις με αλεξίπτωτα άλλοτε αναβαλλόταν κι άλλοτε δεν ήταν επιτυχημένες.
Από την Αθήνα ερχόταν περίεργα νέα. Η κυβέρνηση των δοσίλογων συμβάδιζε με την μετάλλαξη της ναζιστικής προπαγάνδας, που από τη θεωρία της νέας τάξης και της άριας φυλής άρχισε να επικαλείται το φάντασμα της κοινωνικής ανατροπής και του κομμουνιστικού κινδύνου. Οι εσωτερικές εξελίξεις άλλαζαν με δραματική μορφή.
Η κοπιαστική πορεία έφτανε στο τέλος της, σε ασφαλές σημείο. Στριμώχτηκαν στο σπήλιο, ο ένας δίπλα στον άλλο και οι εγγλέζοι κέρασαν τσιγάρα player’s ενώ οι αντάρτες έδιναν το παγούρι με τη ρακί, ο ένας στον άλλο. Έπιναν, λαιμό με λαιμό και οι σαμποτέρ επιδοκίμαζαν ξεροβήχοντας, πίνοντας μερικές γουλιές. Ο βοσκός Θ, είχε φέρει κρύα βραστή αίγα, από τα στείρα που είχε αμολήσει στο βουνό. Έτρωγαν και στο πρώτο φως της μέρας άκουσαν το βουητό των στούκας στον ουρανό. Μεταξύ τους, μιλούσαν και ήταν σίγουροι, ότι δεν άφησαν ούτε ένα ίχνος, ώστε να βρουν αφορμή για αντίποινα οι γερμανοί. Ένα μπερέ του αγγλικού στρατού άφησαν επίτηδες, μπερδεμένο στο πλέγμα της περίφραξης. Το σπήλιο ήταν μικρό αλλά χωρούσε τη λαϊκή ζωντάνια με το βρετανικό φλέγμα. Χωρούσε την ικανοποίηση της επιτυχίας, τη χαρά και τη δύναμη με τον ήρεμο ρεμβασμό. Ένας μικρός σπήλιος μέσα στους βράχους της κακοτράχαλης και άγριας κρητικής φύσης.
Μετά το κολατσιό, ο αγροφύλακας, ΓΧ, έφυγε με τον γάιδαρο, για να πάει να φέρει τους γυλιούς των εγγλέζων, από την μάντρα του ΜΜ, στου Κυνηγού. Ο φιλότιμος και άριστος γνώστης του τόπου ήταν πανέξυπνος και πονηρός. Ήταν από τους λίγους που ενώ ήταν με την εξόριστη κυβέρνηση , οι καλύτεροι του φίλοι ήταν ελασίτες. Ήταν ένας σημαντικός κρίκος χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Ικανός και καθαρός. Μετά από αρκετές ώρες επίστρεψε με τον γάιδαρο, φορτωμένο σγουρές κλαδίστρες, φουρνόξυλα.
Μάντρα Θραψανιώτη
29
Έλυσε τις αγκαλιές τα ξύλα και πήγε τους τέσσερεις γυλιούς στο σπήλιο. Οι εγγλέζοι τους άνοιξαν και τους έψαξαν. Δεν έλειπε τίποτα. Όλα ήταν στη θέση τους. Μόνο από κάθε γυλιό έλειπε ένα πιστόλι. Γέλασαν με το βοσκό ΜΜ και κάποιος σαμποτέρ άρχισε την γκρίνια.
«Κεράστε ένα τσιγάρο», είπε ο αγροφύλακας και γύρισε την κουβέντα. Άναψαν τα τσιγάρα κι άρχισαν τα παινέματα για τη δουλειά και τα έργα τους. Οι δεξαμενές τινάχτηκαν στον αέρα. Το BBC ανακοίνωσε ότι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα καταστράφησαν εκατόν εξήντα πέντε χιλιάδες γαλόνια καυσίμου, γέφυρες και αεροπλάνα. Οι δολιοφθορές ήταν συνεχόμενες κι όλες οι ενέργειες ενίσχυαν τις εντυπώσεις. Κύριες και βοηθητικές ενέργειες είχαν σαν αποτέλεσμα να τσακίσουν τα νεύρα των γερμανών. Είχαν λυσσάξει με τα «κέντρα των βρετανών κατασκόπων στην Κρήτη και τους συμμορίτες». Ο διοικητής της γερμανικής φρουράς της Κρήτης, εξέδιδε πύρινες διαταγές από τα Χανιά. «…πλήρη καταστροφή και εκτέλεση κάθε άρρενος στο χωρίο…….. και σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από αυτό.»
Οι ομάδες των ανταρτών, έχοντας και την εμπειρία του ολοκαυτώματος της Βιάννου, ήταν πολύ προσεχτικές. Απόφευγαν αφορμές που θα οδηγούσαν σε σκληρά αντίποινα και έδεναν κόμπο τις σκληρές καρδιές. Πριν από κάθε ενέργεια υπολόγιζαν τι θα κάνουν και την προκαλούσαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται έργο των συμμαχικών δυνάμεων. Παρά την καχυποψία των αντάρτικων ομάδων υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους. Άλλωστε, οι ίδιοι οι γερμανοί, αλληλοσυγκρούστηκαν μεταξύ τους στην Κριτσά. Αλληλοσκοτώθηκαν μερικοί και τραυματίστηκαν περισσότεροι, καθώς έψαχναν το καταδρομικό σώμα που έπεσε με ρίψεις αλεξιπτωτιστών, στο οροπέδιο του Καθαρού, το χειμώνα. Οι αντάρτες ήξεραν την αποτυχία των ρίψεων και δυο-τρείς εγγλέζους που έπεσαν, τους έκρυψαν στα σπηλιαράκια του βουνού. Οι γερμανοί πίστευαν ότι έπεσε ολόκληρο καταδρομικό σώμα. Διπλασίασαν φρουρές και περίπολα. Με την αγωνία και την ανασφάλεια που τους έδερνε , έφτασαν στο σημείο, το ένα περίπολο να χτυπήσει το άλλο, πιστεύοντας ότι εντόπισε το εχθρικό, καταδρομικό σώμα.
Εβράδιασε και νύχτωσε και η καρδιά τους αγωνιούσε. Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ο ΓΧ μπήκε μπροστά, οδηγός. Ξοπίσω του , οι αντάρτες και οι εγγλέζοι. Κατηφόρισαν το βουνό. Πριν το Μέσα Λασιθάκι πήραν ζερβά το μονοπάτι. Διασχίζοντας τα δασωμένα πλάγια, έφτασαν τα μεσάνυχτα στη δασωμένη ρίζα, πριν τον χείμαρρο του Χαυγά. Πέρασαν τον ποταμό και στις συστάδες των πρίνων, τους περίμενε άλλος
σύνδεσμος, σταλμένος από τον ΑΚ. Πάντα από τη ρίζα των βουνών και στον ίσκιο των πρίνων έφτασαν έξω από τον Άγιο Γεώργιο. Από εκεί τους παράλαβε άλλος σύνδεσμος και ομάδα ανταρτών του ΑΚ. Αφού πέρασαν πίσω από την Κουδουμαλιά, τον Αβρακόντε και το Καμινάκι βγήκαν το βουνό και πέρασαν από τη σκιά, της σπηλιάς του Δία. Κατηφόρισαν μέχρι τη Πλάτη και ο σύνδεσμος τους οδήγησε στο πέτρινο σπίτι, στην άκρη του χωριού. Εκεί έμειναν όλη τη μέρα. Έφαγαν πατάτες, κολοκυθάκια και δροσερά φασολάκια με ντομάτες. Ήπιαν κρασί και κάπνισαν τα εγγλέζικα τσιγάρα player’s. Πλύθηκαν και κοιμήθηκαν. Οι αντάρτες είχαν στήσει καραούλι μέσα στους πρίνους της πλαγιάς και τους βράχους. Αόρατοι φρουροί. Σαν νύχτωσε , ο σύνδεσμος ανέβασε τους τέσσερεις σαμποτέρ, στο πλάι του βουνού, όπου τους περίμενε η ομάδα των ανταρτών που θα τους συνόδευε. Πέρασαν τα βουνά κι έφτασαν στα Βιαννίτικα. Από εκεί κατηφόρισαν προς τον Τσούτσουρα. Σαν πλησίασαν, δεν είδαν σημάδια από το υποβρύχιο και ανησύχησαν. Έδωσαν σήμα, με τον ασύρματο και πήραν απάντηση ότι θα τους περιμένουν, για λίγο ακόμη. Το υποβρύχιο αναδύθηκε από τη θάλασσα κι έστειλε τη βάρκα. Οι σαμποτέρ επιβιβάστηκαν με τα πράγματα τους, αφήνοντας, ως ήταν συνήθειο, τσιγάρα player’s σε ντενεκεδένια κουτιά, άρβυλα, κουτιά με σφαίρες, κονσέρβες, γαλέτες και φάρμακα.
Οροπέδιο Λασιθίου
31
Αποχαιρέτησαν σφίγγοντας το χέρι των γενειοφόρων ανταρτών με τα ηλιοκαμένα πρόσωπα. Η μυρωδιά του θύμου, τους συνόδευε μέχρι που κατέβαιναν στο υποβρύχιο. Ο καπετάνιος τους υποδέχτηκε μειδιώντας.
«Επιστρέψατε λοιπόν! Να πάρει η ευχή, καθυστερήσατε πολύ και είχαμε ξεκινήσει τη διαδικασία κατάδυσης και αποχώρησης.»
Ένοιωσαν ικανοποίηση από τα νέα του καπετάνιου, αποκομίζοντας την αίσθηση ότι ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, αλλά η μάχη της Κρήτης απείχε πολύ από το δικό της τέλος.
* Τον Ιούνιο του 1944, ενώ οι γερμανοί περίμεναν την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη. Τα συμμαχικά πλοία αποβίβασαν στις ακτές της Νορμανδίας, ισχυρές δυνάμεις, δημιουργώντας το δεύτερο μέτωπο. Στο Ανατολικό μέτωπο, στο τέλος του ίδιου μήνα, ο Κόκκινος Στρατός, ετοιμαζόταν να εξαπολύσει τη μεγάλη επίθεση .
32
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά…
Είχαν περάσει , περίπου, είκοσι εφτά χρόνια, από την ανατίναξη της αποθήκης καυσίμων στο Δράση. Ζαμάνια, χρόνια και καιροί. Στο Μέσα Λασίθι, οι άντρες έπιναν καφέ στα καφενεία. Ο ήλιος, που τις ηλιόλουστες μέρες χαρίζει, έβγαινε σε άλλους τόπους. Στους ουρανούς, τούτου του τόπου, το χάος της μαύρης νύχτας βασιλεύει με τα εκδικητικά φαντάσματα. Μόλις είχαν γυρίσει από την λειτουργία. Χρόνια φτωχά και γεμάτα κόπο. Ξόδευαν τη ζωή στην επιβίωση. Λες και είχαν εξοργίσει το Θεό και τους εκδικιόταν. Σε ξένους τόπους τα παιδιά ζητούν δουλειά και στέγη, εξόριστοι και κυνηγημένοι. Μεγάλες περιπέτειες. Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανα. Ο πικρός πόνος κρύβεται στις κάμερες. Στρατιωτική χούντα. Σε αυτές τις δύσκολες ώρες, οι ελπίδες σωτηρίας ίσως έρθουν από παράτολμες ενέργειες παρά από λογικές. Ο πικρός και άρρωστος πόνος κοχλάζει. Κοχλάζει στα κρυφά και θα ξεσπάσει.
Μια μαύρη FORD, με φιμέ τζάμια, στάθμευσε ανάμεσα στα καφενεία της πλατείας. Η πίσω πόρτα άνοιξε κι ένας καλοστεκούμενος άντρας βγήκε. Στάθηκε στη μέση της πιάτσας και κοίταξε τα καφενεία. Έκανε ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό του και με το χέρι σκούπισε τα μάτια του. Βάδισε με δισταγμό στο καφενείο που κάποιοι μεσήλικες με τους γερόντους, έπιναν καφέ φουμάροντας. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω του. Κάτι τους θύμιζε, κάπου τον γνώριζαν αλλά δίσταζαν. Παράγγειλε στον καφετζή ένα μαύρο τσάι με δυο σταγόνες λεμόνι.
« Εμείς, επαέ τρώμε το κρέας, χωρίς λεμόνι», είπε ο ΓΧ και γέλασε.
Ο ξένος τον κοίταξε , και με την αστεία προφορά μίλησε δυνατά.
Μεσαλασιθιώτες - Νοέμβριος 1963
33
«Εσύ είσαι!»
«Εγώ είμαι, ο ΓΧ. Με θυμάσαι Αλ;»
«Θυμάμαι, καλά θυμάμαι. Ο ΓΧ. Τι κάνεις;», είπε και σηκώθηκε να χαιρετήσει δια χειραψίας το παλιό φίλο. Αγκαλιάστηκαν και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο.
«Επιζήσαμε. Κλωτσοσκούφι μας έκαναν. Δεν πίστευα ότι κάποτε θα σε ξανάβλεπα. Ποιος καλός άνεμος σε έφερε;
«Δουλειές! Δουλειές της υπηρεσίας. Καταλαβαίνεις εσύ! Ο ΚΛ και η γυναίκα του, τι κάνουν; Ζουν, τι απόγιναν;”
«Θα πάω να τους φωνάξω. Επιβίωσαν και αυτοί. Έτσι που μας τα κάνετε μετά τον πόλεμο, όσοι ζήσαμε και μείναμε με τις οικογένειες, σταθήκαμε τυχεροί! Ξέρεις πόσοι παλιόφιλοι μπήκαν φυλακή, πήγαν εξορία, κι άλλοι έφυγαν μετανάστες γιατί τους κυνηγούσαν … αυτοί που κυνηγούσαμε εμείς στην κατοχή και τα αποβράσματα που έβγαλαν από τη φυλακή. Οι εγκληματίες μας κυνηγούν! Γλυτώσαμε στον πόλεμο και στην κατοχή και μας καταράστηκαν μετά, αυτοί που μας ικέτευαν με ψηλά τα χέρια. Άστα , δεν είναι της ώρας! Πάω να φωνάξω τον ΚΛ.»
Ο Αλ, ήπιε δυο ρουφιές τσάι, αλλά, παλιοί χωριανοί ερχόταν και τον χαιρετούσαν. Σαν φάνηκε, από το βάθος του δρόμου, να έρχεται τρέχοντας ο κουτσός γέροντας, ο εγγλέζος σηκώθηκε κι έτρεξε προς το μέρος του. Αγκαλιαστήκαν στη μέση της πλατείας. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα και κλάμα! Συγκινητικές στιγμές!
« Τι κάνεις ΚΛ;»
«Ζωή ενάρετη στη φτώχια. Από τότε που έφυγες, επιβιώνομε με δυο μπουκιές ψωμί και πολύ σιωπή. Θλίψη και μιζέρια! Αυτοί που μας πολεμούσαν τότε, τρώνε το ψωμί των φτωχών κι εμείς άθλιοι σκλάβοι. Τώρα στα γεράματα και στο υπόλοιπο της ζωής μας, δεν έχομε, που την κεφαλή κλείνει! Εσύ τι κάνεις;»
«Δουλειά της υπηρεσίας. Καταλαβαίνεις!
«Καταλαβαίνω. Γερνάς και μυαλό δεν βάζεις. Εγώ σκλάβος κι αμίλητος κι εσύ κουρδισμένος υπηρέτης που μαζεύει έστω και ψίχουλα! Μας δικάζουν χωρίς να μας ακούσουν, έχοντας την απόφαση πάρει, πριν την δίκη. Πάμε να φάμε σπίτι, να μερώσομε τις αλήθειες που τρώνε τα σωθικά μας.»
«Πολύ θα το ήθελα αλλά βλέπεις η υπηρεσία. Αντί να πάω από Ηράκλειο στον Άγιο Νικόλαο, ήρθα μέσω, Μέσα Λασιθίου, για να σας δω, έστω και για λίγο. Ας πιούμε τον καφέ, να καπνίσομε δυο τσιγάρα player’s και φεύγω. Τα παιδιά της υπηρεσίας δεν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Παρόλο, που ο παλιός φίλος με καλεί , οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν με αφήνουν. Βιαζόμαστε!»
«Καλή τύχη να έχεις! Εγώ είμαι πια, ανάμεσα ζωής και θανάτου, μάλλον προς το θάνατο οδεύω. Που είναι τα νιάτα! Στους πρώτους πολέμους, κουτσάθηκα και στο δεύτερο, πολεμούσα κουτσαίνοντας. Δεν ντρέπομαι για τη ζωή που έζησα!»
Ο ξένος αποχαιρέτησε και το αυτοκίνητο έφυγε για τον Άγιο Νικόλαο. Από τα παράθυρα έβλεπε, αμίλητος, τα παλιά λημέρια. Κάθε τόπος και μια ιστορία. Δάκρυζε που και που κι αναστέναζε. Στον δρόμο έστριψαν για τις Τάπες, ένα χωριό ριζωμένο στην καρδιά του βουνού. Εκεί τους περίμενε ο βοσκός Θ. Μίλησαν για λίγο και με τέσσερα μουλάρια, ο βοσκός και οι τρεις ξένοι, ξεκίνησαν για τα όρη. Το απόγευμα έφτασαν στην μάντρα και τους υποδέχτηκαν τα αδέρφια του. Είχαν γκριζάρει τα μαλλιά τους, αλλά ήταν το ίδιο δυναμικοί και σβέλτοι. Δίπλα τους οι σκύλοι αφού πλησίασαν, τους μύριζαν. Έφαγαν και κοιμήθηκαν. Το πρωί ήπιαν καφέ και ξεκίνησαν, ο βοσκός και ο Αλ, με τα μουλάρια τους, για το σπηλιαράκι. Ξοπίσω τους, ένας μαύρος τριχωτός σκύλος, ακολουθούσε γρυλλίζοντας. Σαν έφτασαν, περίμεναν τον ήλιο να ρίξει τις ακτίνες του, στις δέκα ακριβώς.
Του Στεφανη ο Πρίνος
35
Ο Αλ πήγε στο σημείο που χάιδευαν οι ακτίνες. Σήκωσε ένα μικρό βράχο αγκομαχώντας. Τον βοήθησε και ο βοσκός. Ένα μικρό άνοιγμα φανερώθηκε μπροστά του. Σύρθηκαν με την κοιλιά και μπήκαν στο μικρό σπήλιο. Πλησίασε την πλακωτή πέτρα και την σήκωσε εύκολα. Έσκαψε πέντε πόντους το χώμα κι έβγαλε ένα κουτί μεταλλικό. Σαν το άνοιξε, είδε το περιεχόμενο και γέλασε. Γέμισε μια διπλή χούφτα και την άπλωσε στο βοσκό. «Εάν δεν ήταν αυτές, δεν θα ερχόμουν τότε αποστολή, και εάν δεν ήταν η αποστολή δεν θα έπαιρνα αυτές τις ομορφιές. Τούτες, στις χούφτες μου, είναι δικές σου. Για την βοήθεια σου σήμερα. Αν μιλήσεις, θα με αναγκάσεις να βάλω να σε σκοτώσουν.» Κούνησε ο βοσκός το κεφάλι του και έριξε τις χρυσές λίρες στο σακούλι του. «Πίστευα ότι ανεβήκαμε στο βουνό για να ελευθερωθούμε από τους ναζιστές και να φέρομε την Δημοκρατία αλλά εσείς μας χαρίσατε εμφυλίους πολέμους, φυλακές, εξορίες και φασιστικές χούντες! Εσείς πλουτίσατε στον πόλεμο και εμείς διαλύσαμε τις οικογένειες και τις περιουσίες μας». Πίσω από το βοσκό, ο μαύρος σκύλος γάβγιζε και πήρε επιθετική στάση. Ο εγγλέζος στάθηκε πίσω από το χτήμα. Φόρτωσαν αμίλητοι το κουτί στο μουλάρι και κατηφόρισαν προς τη μάντρα. Συναντήθηκαν με τους άλλους ξένους κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για τις Τάπες. Στο δρόμο δεν μιλούσε κανείς. Μόνο ο βοσκός έφτυνε καταγής και μονολογούσε, «πουτάνα ζωή, πόρκα μιζέρια». Ο μαύρος σκύλος ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Σαν έφτασαν στο χωριό, αποχαιρετίστηκαν δίνοντας τα χέρια. Ο βοσκός Θ. του κράτησε το χέρι και του είπε, «Μου ζήτησες να μην μιλήσω γιατί θα με σκοτώσεις. Δεν θα μιλήσω. Εσύ όμως, εάν ξαναέρθεις στα μέρη μας και στο βουνό, θα σε σκοτώσω εγώ. Τα πρόδωσες! Τα είχες προδώσει από τότε! Παραδόπιστος! Το κορμί σου, θα το ρίξω στη λατσίδα, όπως ρίχναμε τα κουφάρια των γερμανών ναζί και των προδοτών, την κατοχή, στα υπόγεια σπήλια.
Μέσα Λασιθάκι
36
Να ξέρεις πως, ούτε και σήμερα τα κόκαλα των προδοτών τα έβγαλαν, για να τα θάψουν με τους άλλους νεκρούς. Εκεί, στις λατσίδες, θα μένουν!»
Οι ξένοι πήραν το σακί με το μεταλλικό κουτί και το έριξαν στο αυτοκίνητο, στη πίσω θέση. Έκλεισαν τις πόρτες κι έφυγαν. Ο μαύρος σκύλος έτρεξε ξοπίσω γαβγίζοντας αγριεμένος. Μετά γύρισε και στάθηκε, ανήσυχος, δίπλα στο βοσκό.
Σε λίγα χρόνια, η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Μια δημοκρατία που ήρθε με πολλές ελπίδες και προσδοκίες, όμως φθάρηκε γρήγορα. Εκείνα τα χρόνια, κάποιοι Μεσαλασιθιώτες, επισκεύαζαν τα παλιά πέτρινα σπίτια. Τότε έκλεισαν και τα περάσματα από σπίτι σε σπίτι! Τα περισσότερα ήταν κτισμένα από την τουρκοκρατία. Μετά από κάθε επανάσταση, τα επισκεύαζαν, αλλά τα σημάδια από τις πυρκαγιές και τις μπάλες φαινόταν στο κουφάρι τους. Οι τεχνίτες με τους εργάτες, στις σκίζες, στα δοκάρια και σε κρύπτες που ανακάλυβαν, σκάβοντας τους τοίχους, εύρισκαν τουφέκια, πυρομαχικά, αυτόματα, πιστόλια και χειροβομβίδες. Σκουριασμένα κι εγκαταλελειμμένα στη λήθη. Τα πλείστα, ήταν ιταλικά, από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Υπήρχαν όμως και λίγα γερμανικά αλλά και εγγλέζικα όπλα.
Κεντρικός δρόμος Μέσα Λασιθίου
37
Προσέχοντας να μην τους πάρουν χαμπάρι, τα έβγαζαν στη μεγάλη κάμερα με το καρότσι. Νύχτα τα φόρτωναν στους γαιδάρους και τα έβγαζαν στο βουνό. Τα έριχναν στις λατσίδες , στα υπόγεια σπήλια, που την κατοχή, οι κρητικοί έριχναν τους γερμανούς ναζί, τους δοσίλογους και τους προδότες!
Ανεραϊδοκολύμπα ή Μαύρο Νερό στο Χαυγά
38
Απρίλης – Μάης 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου