Αµέτρητοι τουρίστες επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κρήτη. Ελάχιστοι γνωρίζουν κάτι για τη γερµανική κατοχή και τα εγκλήµατα πολέµου που διαπράχτηκαν στο νησί. Πολλές πληγές έχουν επουλωθεί, αλλά το πένθος έχει απλωµένες τις φτερούγες του παντού. Η εγκάρδια φιλοξενία των Κρητών και η ετοιµότητά τους για συγχώρεση και συµφιλίωση, δεν πρέπει να µας παροτρύνει να βάλουµε ένα τέλος σε αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο της ελλήνο-γερµανικής ιστορίας, γιατί οι ένοχοι αυτής της σκιάς, δεν κρίθηκαν υπεύθυνοι των πράξεων τους. Μια καινούρια Ευρώπη µπορεί όµως µόνο να αναγεννηθεί µέσα από τα τοξικά απόβλητά της, εάν υποστεί µια ριζική εκκαθάριση.
Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεροπορική έφοδος των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως τις 1 Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά την διάρκεια του πόλεμου.
Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που κατέβαλαν ενάντια στους αριθμητικά ανώτερους Γερμανούς και το μεγάλο τίμημα που η επίθεση και η επακόλουθη κατοχή είχαν στον πληθυσμό του νησιού.
Οι βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν την κατοχή της Κρήτης από την περίοδο της Ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940. Ο Ιταλικός στρατός αρχικά απωθήθηκε από τους Έλληνες, στην συνέχεια όμως Γερμανικές ενισχύσεις ανέτρεψαν τα δεδομένα. Με την επιτυχή Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, 57.000 σύμμαχοι στρατιώτες διώχθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα από το Βρεταννικό Βασιλικό Ναυτικό, εκ των οποίων αρκετοί κατέληξαν στην Κρήτη, οπού ενίσχυσαν την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη των 14.000 ανδρών.
Στην πραγματικότητα, στην αρχή της μάχης οι σύμμαχοι είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής ανωτερότητας και της ναυτικής υπεροχής. Οι Γερμανοί είχαν αεροπορική υπεροχή και μεγαλύτερη κινητικότητα, κάτι που τους επέτρεπε να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους πιο αποτελεσματικά.
Συμμαχικές Δυνάμεις
Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελούνταν από περίπου 9.000 Έλληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, (τα οποία είχαν μείνει πίσω όταν η υπόλοιπη μονάδα είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την γερμανική εισβολή) την Κρητική Χωροφυλακή (μια δύναμη με μέγεθος τάγματος), τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορικές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα του 12ου και του 20ου ελληνικού τμήματος στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρεταννική διοίκηση). Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Ακαδημίας της Χωροφυλακής και νεοσύλλεκτοι από τα κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στην Πελοπόννησο, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη για να αντικαταστήσουν τους εκπαιδευμένους στρατιώτες που είχαν σταλεί για να πολεμήσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε αριθμημένα συντάγματα εκπαιδευομένων νεοσυλλέκτων και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα διαμόρφωση για την οργάνωση των ελληνικών μονάδων, ενισχύοντάς τις με έμπειρους άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Το στρατιωτικό απόσπασμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμα στρατιώτες που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα. Αυτοί οι 25.000 στρατιώτες ήταν ένα μείγμα από ακέραιες μονάδες κάτω από δική τους διοίκηση, πρόχειρες μονάδες φτιαγμένες βιαστικά από διοικητές, στρατιώτες κάθε είδους χωρίς ηγεσία, και λιποτάκτες. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν βαρύ εξοπλισμό.
Οι μονάδες-κλειδιά ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η ταξιαρχία και την διοίκηση του τμήματος, που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η ταξιαρχία και η βρετανική 14η ταξιαρχία πεζικού. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεση τους 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμα περίπου 85 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Πολλά από αυτά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού.
Στις 30 Απριλίου ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Η κατοχή του νησιού παρείχε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό άριστα λιμάνια για την ανατολική Μεσόγειο. Από την Κρήτη, μπορούσαν να βομβαρδίσουν τις πετρελαιοπηγές του Πλοϊέστιστην Ρουμανία. Επιπλέον, με την Κρήτη σε συμμαχικά χέρια, η νότιο-ανατολική θέση των δυνάμεων του Άξονα δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής, κάτι που θα ήταν ζωτικής σημασίας πριν ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, δηλαδή η εισβολή στην Ρωσία, στις 22 Ιουνίου 1941. Οι Γερμανοί πραγματοποίησαν επιχειρήσεις με συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού, κάτι που τελικά ανάγκασε την βρετανική Βασιλική Αεροπορία να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια, δίνοντας έτσι στην Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe) την αεροπορική υπεροχή. Παρόλα αυτά το νησί παρέμενε απειλή και θα έπρεπε τελικά να κατακτηθεί.
Δυνάμεις του Άξονα
Στις 25 Απριλίου, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε την Διαταγή του υπ' αριθμ. 28, διατάζοντας έτσι την εισβολή στην Κρήτη. Οι δυνάμεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού από την Αλεξάνδρεια διατηρούσαν τον έλεγχο του υδατικού χώρου γύρω από την Κρήτη, έτσι κάθε αμφίβια επίθεση θα αποφασιζόταν από τη φύση μίας μάχης αέρος-θαλάσσης, κάνοντας το ένα ριψοκίνδυνο τόλμημα στην καλύτερη περίπτωση. Με τη γερμανική υπεροχή από αέρος δεδομένη, αποφασίστηκε εισβολή από αέρος.
Αυτή θα ήταν η πρώτη πραγματική μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή, παρόλο που οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα σε επιθέσεις (αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα) στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν σταλεί να καταλάβουν την γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου που οι Βρετανοί Βασιλικοί Μηχανικοί (σκαπανείς) ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Γερμανοί μηχανικοί προσγειώθηκαν με ανεμοπλάνα κοντά στη γέφυρα, ενώ πεζικό αλεξιπτωτιστών ασκούσαν πίεση στις περιμετρικές δυνάμεις άμυνας. Η γέφυρα υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της σύρραξης, κάτι που καθυστέρησε την Γερμανική προέλαση και έδωσε στους Συμμάχους χρόνο να μεταφέρουν 18.000 στρατιώτες στην Κρήτη και 23.000 ακόμα στην Αίγυπτο, με κόστος όμως την απώλεια ενός μεγάλου τμήματος του βαρέως οπλισμού.
Υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν Fallschirmjäger (Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της γερμανικής αεροπορίας) για να καταληφθούν θέσεις-κλειδιά του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και αεροδρομίων τα οποία μετέπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων από αέρος. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης, το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) θα έπρεπε να συνεργαστεί με την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έρριπτε τους άνδρες της με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 22η Μεραρχία Αεραπόβασης, όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Η επίθεση ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε, όμως, για τις 20 και η 5η "Ορεινή" Μεραρχία αντικατέστησε την 22η Μεραρχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου