Freedom,
Justin
Kinney
Θρησκείες και τέχνη, όρια
ανύπαρκτα επιμένω,
όχι δυσδιάκριτα,
με την ωριμότητα της γυναίκας,
που δεν καταπίνει λόγια χαλίκια
στο τριμμένο πουκάμισο έχω
κεντήσει περιστέρια,
με την αθωότητα και
τη μελαγχολία του παιδιού, με
την αφόρητη απόγνωση
μπροστά στην βαριά κλειδωμένη
πόρτα
μ’ ένα τριαντάφυλλο να ματώνει
στα χείλη
ίδιο παραμένει το ερώτημα
αιώνες.
Λοξές απαγορευμένες ματιές,
εσωτερικές παρηχήσεις
το φως, πρώτα στο βλέμμα, μετά
στο νερό,
πριν γλιστρήσει απ’ τα χέρια
στη λευκή σελίδα
η ποίηση ζωντανός παλμός,
στο αργαστήρι μιας τόσο
φιλήσυχης ενασχόλησης,
κι εσύ φοβάσαι, εσύ, μην τυχόν
και σε βλάψω,
μα, εσύ πιστεύεις σε ιδρωμένες
φωνές,
εσύ έχεις ωραία φανταχτερή
στολή για να αρέσεις,
ίσως να φοράς χρυσά γαλόνια και
στον ύπνο σου…
για να αρέσεις, ή να
εξουσιάζεις…
Ας γελάσω, ποια όνειρα…
Ποια όνειρα έχουν μέλλον χωρίς
τα παιδιά
αυτά που σκοτώνονται στο βωμό
σου,
που πνίγονται στα λασπωμένα
ποτάμια
που πεθαίνουν από πείνα και
δίψα
που κρέμονται έρημα κορμάκια σε
συρματοπλέγματα.
Το δικό μου ποίημα, ας γελάσω,
ένα ποίημα δεν μπορεί
να ορίζει το δικό σου μετρήσιμο
χώρο και χρόνο,
ο δικός μου κόσμος είναι πάντα
ο ίδιος και πάντα ένας,
ένα κερί στο παράθυρο ανάβει το
σκοτάδι…
Φτάνει πια, με το χαλασμένο σου
εγώ, μην με πλησιάζεις
σιχαίνομαι τις μάσκες,
δεν θέλω να ακούσω άλλα
μπαγιάτικα ψέματα,
όσο κι αν μιλάς δεν θα
καταφέρεις να με τρομάξεις,
ξέρω να χορεύω, δεν θα
σταματήσω να χορεύω.
Η καρδιά χτυπά δυνατά,
υπερβολικά αδάμαστη
ελεύθερη, ο νους ασκητής,
στην ανάγνωση της παγκόσμιας
θλίψης
ανάσες λιγοστές στον δρόμο της
αγάπης που στεφανώνει
και σταυρώνεται.
Θέλω να ζήσω, χωρίς κίβδηλες αισθητικές
συμφιλιώσεις
χωρίς τα καλογυαλισμένα σου
είδωλα
διψά η ψυχή, ακόμη διψά,
μα δεν σου ζητώ να ξορκίσεις
τον φόβο μου,
όχι, δεν θέλω να τον σπείρεις
αλλού, όχι,
να με κρατήσεις από το χέρι, να
τον γνωρίσουμε μαζί,
να τον ξεσκεπάσουμε ίσως,
να δούμε ποιος κρύβεται πίσω
από τη μάσκα,
αφού συμφωνούμε, εσύ το λες,
απροστάτευτος και εκτεθειμένος
είσαι όταν δηλώνεις
«φταίνε οι λίγοι για τις
συμφορές των πολλών…»
Θα μπορούσες;
Να γίνεις εσύ το πρόσφορο στη
μεγάλη σύναξη,
ν’ αντικρίσεις με σπινθηροβόλα
μάτια την αλήθεια…
Όχι, δεν μπορείς, δεν θέλεις να
πας κόντρα,
να γιατί αφήνω τον δικό μου θεό
να ξαποστάσει
να πλυθεί από τα αίματα στο δάκρυ
μου
να τινάξει τις στάχτες από το
κεφάλι του,
να γιατί προτιμώ την τέχνη, εννοείται
με γοητεύει,
εκεί να ξέρεις δεν κινδυνεύω,
δεν φοβάμαι,
τις θρησκείες τις φοβάμαι, μαζί
μ’ εσένα και αυτές,
όλες οι θρησκείες μου προκαλούν
φόβο
δεν αντέχω να ακούω κηρύγματα,
ούτε υποσχέσεις
ότι προσεγγίζουν τα έσχατα
ερωτήματα
ότι έχουν απαντήσεις, ότι έχουν
σωτήρες
ποια θρησκεία και πότε θα φέρει
την πολυπόθητη ειρήνη
μαζί με την ειρήνη της ψυχής …
Όχι, εγώ θέλω να τραγουδήσω,
ξέρω να τραγουδώ, δεν θα
σταματήσω το τραγούδι
το απόβραδο όταν το δειλινό
χαρίζει ουρανούς
το πρωί, όταν ο ήλιος δικαιώνει
το ταξίδι του
θέλω να ζήσω, γι’ αυτό θα
συνεχίσω το τραγούδι
γι αυτό θα κρύψω τον δικό μου
θεό
σ’ ένα κύμα στη θάλασσα ν’
αγαπιέται στην ακτή
και στα βράχια όταν σκορπίζεται
στο φεγγαρόφωτο.
Το ξέρεις κι εσύ,
χρησιμοποιούν τον μύθο για να
επιβιώσουν
και τα σύμβολα για να δράσουν,
οι θρησκείες, όλες οι
θρησκείες…
Αγαπώ, αυτό το μείζον, το
άπειρο της τέχνης
αυτό που δίνει άλλη διάσταση
στο πεπερασμένο
αγαπώ την ποίηση, αυτή την
αριστοκρατική ηδονή
που διεκδικεί περισσότερο τη
μύηση,
τη βίωση στο μυστήριο του
κόσμου,
παρά την απάντηση.
Θρησκείες, κατά περίσταση υπναγωγές
ή, πάλι κατά περίσταση
διεγερτικές,
πολύπλευρα συμφέροντα,
άπειρες συμφεροντολογικές
συσπειρώσεις
καταπιεστικοί μηχανισμοί,
ψηφοθηρίες,
προσευχές σε θεούς
θεοί που σωπαίνουν, θεοί που
δεν απαντούν
στη βία της ανοησίας, της
ηλίθιας φλυαρίας,
της κατασκευασμένης δυστυχίας
στο δράμα της απειλής που
επανακάμπτει πιο ζοφερή
και υπόσχεται για όλους, άκουσέ
το αυτό,
για όλους έναν άλλο Μεσαίωνα…
Η στείρα ζωή σου βυζαίνει θειάφι
στα χαλάσματα,
η δική μου λεμονανθό στην
ανοικτή πληγή του κόσμου.
Άφησέ με να αμφιβάλλω, θέλω να
ζήσω,
να αγαπώ το απέριττο, τις
ρευστές πινελιές
στις εξαϋλωμένες μορφές του
Γκρέκο,
να με συγκινεί η δραματική
λυρικότητα στα πρόσωπα,
το φως, το φως σε μια μικρή
αμφιβολία,
το φως όταν πέφτει πάνω στη
λερωμένη αγιοσύνη
των φτωχών αμαρτωλών.
Άφησέ με, αμφιβάλλοντας να
μείνω ελεύθερη,
να παρατηρώ με δέος,
την ανάρμοστη «Παναγία του
Ελέους»
να αισθάνομαι την οδύνη της
τέχνης εκείνου
του Δομήνικου,
να στοχάζομαι το δάκρυ του
αξεθύμαστο
κι ανερμήνευτο στο πρόσωπο μιας
Μαγδαληνής.
Μόνο η ποίηση έχει μείνει,
αρμονία ανείπωτη
μόνο στην ποίηση τα πράγματα
δεν γερνούν
δεν ξεθωριάζουν, δεν
αρρωσταίνουν τα λουλούδια
στην ποίηση δεν φοβάσαι τις
λέξεις,
οι λέξεις γίνονται φωνές, είναι
φωνές,
όταν ξημερώνει στα φτερά του
κύκνου,
όταν βραδιάζει στα λησμονημένα
μνήματα
η ποίηση είναι φωνή.
Μ’ ακούς;
Όχι, δεν ακούς,
προτιμάς τις μεταλλικές φωνές,
αυτές μεγεθύνουν το μίσος
αυτές τις άχρωμες της
τηλεόρασης που σε τρελαίνουν,
την ίδια ώρα ένα αηδόνι
κελαηδεί στον καλαμιώνα
και κάπου αλλού,
κάποιο άλλο θρηνεί σ’ ένα σιδερένιο
κλουβί
μα εσύ, δεν θέλεις να χαλάσεις
την εύκολη ρέμβη σου
σ’ αρέσουν οι κουρδισμένες κάργιες.
Oι
λέξεις μαχόμενες, πάντα αιώνιες,
οι λέξεις γνωρίζουν μόνο ν’
ανατέλλουν,
ακόμη και στο ηλιοβασίλεμα,
οι λέξεις ατσαλάκωτες,
αρυτίδωτες,
οι λέξεις γεννούν ιδέες,
οι λέξεις στην ποίηση, ηχηρή
διαμαρτύρηση,
οι λέξεις, αυτές έμειναν να
θυμίζουν
την χωρίς φωτοστέφανο
καθημερινότητα
τόσων γενναίων καταφρονεμένων
ανθρώπων.
Το υποψιάζεσαι και εσύ,
έχεις και μια άλλη πλευρά του
εαυτού σου, σκοτεινή,
αυτή θέλουν να σου ξυπνήσουν,
να επιτρέψεις στο τέρας να
εκδηλωθεί ξανά,
δεν με προσέχεις, δεν
προαισθάνεσαι τίποτα
ούτε αυτό τον ορυμαγδό που
έρχεται
καβάλα στην άβυσσο.
Ποτίζουν λήθη την ψυχή σου, αύριο
άπνοος
και άβουλος, θα φτάσεις στο
θάνατο
εκεί στα καπνισμένα ερείπια που
βλέπεις τώρα μακριά,
αύριο, εδώ
κι εσύ μορφάζεις αδιάφορα, φτάνει
να μην ξεβολευτείς
σ’ αρέσουν οι κουρδισμένες
κάργιες.
Ποια σωστή λέξη, ποια αληθινή
εικόνα,
ο όχλος είναι ικανοποιημένος, ο
όχλος χειροκροτεί
ζαλισμένος θα φορέσει άλλη μια
φορά το σάβανο
της ίδιας ολέθριας δύναμης, ο
όχλος…
Ο λαός έχει λόγο και άποψη, ο
λαός της οικουμένης
ο άυλος ποταμός που γνωρίζει
πότε να κυλήσει
θα κυλήσει ερήμην σου...
Ανθίζουν τα γεράνια στο
περβάζι.
Ποίηση, μια αόριστη ώθηση στην
ψυχή
ο ενδόμυχος συγγενής θεός σε
πλησιάζει
ταλαντούχος θεός, γελάει μαζί
σου, κλαίει μαζί σου
«φύλαξέ με», ψιθυρίζει , «φύλαξέ με»,
από την παραφωνία που
κατασπαράσσει την αγάπη
«φύλαξέ με» ψιθυρίζει και
χάνεται…
Σε ώρα μοναχική, σε ώρα
απομόνωσης,
μαζί σου κλαίει, για εσένα
κλαίει.
Γύρισαν τα χελιδόνια στην ίδια
φωλιά.
Τώρα, τα μισά φύλλα στα δέντρα
θα γίνουν πουλιά
Αύριο, θα φέρουν την Άνοιξη,
την πιο ακριβή Άνοιξη,
τα άλλα μισά θα μείνουν
να γητέψουν τη ζωή στον καιρό
της αγάπης.
Ξύπνα ν’ ανάψουμε μαζί τα
σκοτάδια,
ξύπνα ανίδεη ψυχή, ξύπνα κι εσύ
στην ασυλία της μητρικής σου
γλώσσας να βρεις λέξεις
αυτές που καρποφορούν, κόκκινα
μήλα στο άνυδρο τοπίο,
ξύπνα να μεταλάβουμε μαζί φως
κι ουρανό.
Αύριο,
εν ονόματι της αγάπης
Ζωή
Δικταίου
Κέρκυρα
11 Μάρτη του 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου