Ο Εργοτέλης, γιος του Φιλάνωρος, ο Ολυμπιονίκης, που τις νίκες του στα Ολύμπια, στα Πύθια και στα Ίσθμια ύμνησε ο Πίνδαρος. Κνώσιος ήταν και κάποιος δεύτερος Θαλήτας τον 7 αιώνα π.Χ., μελοποιός και μουσικοδιδάσκαλος ο οποίος δύσκολα ξεχωρίζεται από τον συνονόματο του από την Γόρτυνα.
http://www.kairatos.com.gr/
Η Κρήτη στα αρχαία χρόνια ζούσε κλεισμένη στον εαυτόν της και δεν είχε πάρει μεγάλο μέρος στις διάφορες εκδηλώσεις της διαφυλετικής άμιλλας, που σιγά-σιγά παρασκεύαζε την ένωση των ανεξάρτητων ελληνικών πολιτικών δυνάμεων. Έτσι και η συμμετοχή της στους πανελλήνιους αγώνες υπήρξε πολύ περιορισμένη σχετικά με τις φυσικές δυνάμεις που πρέπει, από όσα ξέρομε, να διέθετε σε μερικά τουλάχιστο αγωνίσματα, όπως στον δρόμο. Μετρημένοι είναι οι Κρητικοί που αναφέρονται ανάμεσα στους νικητές των αγώνων αυτών. Αλλά και από τους λιγοστούς που μας είναι γνωστοί ο πρώτος και καλύτερος, ο Εργοτέλης, γέννημα και ανάθρεμμα της Κνωσού, ήταν μοιραίο να τιμήσει με τις νίκες του όχι την φυσική του πατρίδα, αλλά την θετή, την Ιμέρα της Σικελίας, όπου οι πολιτικοί ανταγωνισμοί του τόπου του τον είχαν αναγκάσει να καταφύγει εξόριστος και να πολιτογραφηθεί. Από την νέα του πόλη κατέβαινε στους πανελλήνιους στίβους και η τιμή, που εκέρδιζε κάθε φορά που νικούσε, ανήκε πια σ’ αυτήν, όχι στην Κνωσό ή την Κρήτη.
Η απώλεια για την γενέτειρα του δεν ήταν μικρή. Γιατί ο Εργοτέλης υπήρξε διπλός περιοδονίκης στον δρόμο αντοχής, που τον έλεγαν δόλιχο, είχε δηλαδή κερδίσει από δύο νίκες σε καθέναν από τους τέσσερις μεγάλους εθνικούς αγώνες, τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεια.
Την εξαιρετική του αυτή επίδοση την απαθανάτιζε ο ανδριάντας του, στημένος στην ‘Αλτη της Ολυμπίας, όπου τον είδε ο περιηγητής Παυσανίας και σημειώνει στο Β΄βιβλίο των Ηλιακών του (6,4,11) τα εξής:
Εργοτέλης δε ο Φιλάνορος, δολίχου δύο εν Ολυμπία νίκας τοσαύτας δε άλλας Πυθοί Τε και εν Ισθμώ και Νεμείων ανηρημένος, ουχ Ιμεραίος είναι το εξαρχής, καθάπεργε το επίγραμμα το επ’ αυτώ φησί, Κρής δε είναι λέγεται Κνώσιος εκπεσών Δε υπό στασιωτών από Κνωσού και ες Ιμέραν αφικόμενος πολιτείας τ’ έτυχεν και πολλά εύρετο άλλα ες τιμήν. Έμελλεν ουν, ως το εικός, Ιμεραίος εν τοις αγώσιν αναγορευθήσεσθαι.
Το επίγραμμα που αναφέρει ο αρχαίος περιηγητής βρέθηκε στις ανασκαφές της Ολυμπίας ακρωτηριασμένο και δημοσιεύτηκε πριν από λίγα χρόνια συμπληρωμένο από τον διευθυντή της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής κ. Kunze στα «Κρητικά χρονικά» τομ. 7 1953, 139 εξ. Και βλέπομε εκεί πόσο πρέπει να καμάρωνε η Ιμέρα για το θετό της αυτό παιδί, που της χάριζε το μετρικό της πατρίδας στην αθάνατη δόξα:
Εργοτέλης μ’ ανέθηκε Φιλάνορος αγλαός υιός έλληνας νικών Πύθια δις δόλιχον και δυ’ Ολυμπιάδες, δύο δ’ Ίσθμια και Νέμεα δίς Ιμέρα αθάνατον μναμ’ αρετάς έμεναι.
Αλλά την μνήμη της αρετής του Εργοτέλη δεν την κράτησε αθάνατη ο ανδριάντας του στην Ολυμπία, όπως είχε ελπίσει ο συνθέτης του επιγράμματος. Εκείνο που την διασώζει για μας ως σήμερα είναι ο δωδέκατος Ολυμπιόνικος του Πινδάρου. Γιατί όπως τόσοι άλλοι νικητές των πανελλήνιων αγώνων, έτσι και ο Εργοτέλης είχε την καλή τύχη να συνθέσει για χάρη του ο Πίδαρος, ο μεγαλοφυέστερος υμνηστής της ελληνικής αθλητικής επίδοσης, μια ωδή για να εκτελεστεί σε κάποια γιορτή που η Ιμέρα οργάνωσε με την ευκαιρία μιας από τις νίκες του.
Η ωδή αυτή για τον Ιμεραίο δολιχοδρόμο Εργοτέλη κοντά στην άλλη της σημασία αποτελεί μια πολύτιμη μαρτυρία για την πολιτική ιστορία της γενέτειρας του Κνωσού κατά τις πρώτες δεκαετίες του πέμπτου αιώνα. Γιατί ο Πίνδαρος, όπως κάνει συχνά στα ποιήματα του υπαινίσσεται εκεί τα πολιτικά γεγονότα που είχαν συνέπειες στη ζωή του ήρωα του. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή δεν είναι μια συγκεκριμένη νίκη του Εργοτέλη που εξυμνεί, αλλά σε μια ορισμένη στιγμή της αθλητικής του σταδιοδρομίας, όταν είχε κερδίσει το στεφάνι στους τρεις σπουδαιότερους αγώνες, στα Ολύμπια, στα Πύθια και στα Ίσθμια, κοιτάζει την όλη ζωή του ως εκεί και φιλοσοφεί πάνω στις εναλλαγές της ανθρώπινης τύχης.
Ένα δίδαγμα βλέπει να προβάλλει από την περίπτωση του Εργοτέλη: Ότι η μεγάλη ευτυχία έχει πολλές φορές ως προϋπόθεση μια μεγάλη δυστυχία. Ο ποιητής πρώτα διαπιστώνει το συμπέρασμα του αυτό υπό μορφή γνώμης και στρέφοντας έπειτα τον λόγο προς τον Εργοτέλη επιφέρει την ζωή του ως παράδειγμα που επικυρώνει την γνώμη του. Στο τελευταίο αυτό μέρος είναι που βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στα τοπικά γεγονότα της γενέτειρας του ήρωα του, που προκάλεσαν την προσωπική δυστυχία του, αλλά παρασκεύασαν συγχρόνως την μεγάλη του ευτυχία, τον θρίαμβό του σε κλίμακα πανελλήνια.
Αυτό είναι όλο. Ούτε μύθος υπάρχει εδώ, όπως συνήθως αλλού, ούτε οι υπαινιγμοί του ποιητή στο πρόσωπο του ή στην τέχνη του, που αποτελούν συχνά τον γοητευτικό διάκοσμο των απινίκων του Πινδάρου. Αλλά και έτσι το σύντομο αυτό ποίημα με την μια και μοναδική του επωδική τριάδα είναι για όποιον ξέρει να χαίρεται την τέχνη του ποιητή ένα εξαίρετο δείγμα της.
Ο Wilamowitz, ένας από τους μεγαλύτερους φιλόλογους των νεωτέρων χρόνων, το έχει χαρακτηρίσει «μαργαριτάρι με ολοκάθαρη λάμψη». Γι αυτό νομίζω πως θα έχει ενδιαφέρον να γνωρίσουμε τον ύμνο του Πινδάρου, για ένα μάλιστα λόγο παραπάνω, ότι του χρωστούμε την πληροφορία πως ο Εργοτέλης ήταν Κρητικός, πληροφορία που το επίγραμμα του ανδριάντα του την αποσιωπούσε, γιατί στους αγώνες αντιπροσώπευε, όπως είπαμε, την θετή του πατρίδα Ιμέρα και όχι την γενέτειρα του Κνωσό.
Ο ποιητής δεν μας λεει ρητά σε τι είχε φταίξει ο Εργοτέλης για να τον εξορίσουν από την πατρίδα του. Ότι όμως δεν ήταν εκεί ένας απλός οπαδός πολιτικής φατρίας, αλλά ο ίδιος πολιτικός αρχηγός που επιδίωκε να καταλάβει την εξουσία και επειδή απέτυχε στην επιδίωξη του αυτή, πήρε τον δρόμο της εξορίας, συνάγεται αρκετά από το ότι ο Πίνδαρος μιλώντας για την δράση του στην πατρίδα του τον παρομοιάζει με κόκορα που μάχεται με τα αδέλφια του για να κυριαρχήσει στον πατρογονικό του κοτέτσι.
Οι φουρτούνες της ζωής, που τόσο ωραία ζωγραφίζει ο ποιητής, δεν κόπασαν για τον Εργοτέλη με την μετοίκιση του στην Ιμέρα. Ο ποιητής αρχίζει, όπως θα δούμε, στο ποίημα του με μια ευχή προς τη θεά Ησυχία, προσωποποίηση της ειρήνης και της ομόνοιας των πολιτών, που την παρακαλεί να προστατεύει την Ιμέρα. Αυτό το κάνει, όπως μαθαίνομαι από τα αρχαία σχόλια, γιατί η ομόνοια εξασφάλισε στον ήρωα του την ευκαιρία να μετάσχει στους αγώνες και να ανδραγαθήσει. Και στη νέα του πατρίδα δηλαδή ο Εργοτέλης βρήκε όταν εγκαταστάθηκε εκεί, εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στο κόμμα του Θεασυδαίου, τυράννου του Ακράγαντα και επικυρίαρχου της Ιμέρας και στο κόμμα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών και μόνο όταν ο αγώνας αυτός έληξε με την ήττα του Θρασυδαίου και η Ιμέρα ελευθερώθηκε και μόνοιασε, μπόρεσε ο μέτοικος αυτός κάτω από τις νέες δημοκρατικές συνθήκες να δοκιμάσει τις αθλητικές του ικανότητες στους πανελλήνιους στίβους, ενώ πρωτύτερα κάτω από το τυραννικό πολίτευμα δεν είχε, φαίνεται, αυτό το δικαίωμα. Στο τέλος πάλι ο ποιητής λεει ότι ο Εργοτέλης χαίρεται τώρα με τα αθλητικά του κατορθώματα τα θεριά λουτρά των Νυμφών.
Η θερμή αυτή πηγή, που και σήμερα ακόμη αναβλύζει στην περιοχή της αρχαίας Ιμέρας, ήταν κατά την παράδοση δώρο των Νυμφών στον Ηρακλή, για να λουστεί ύστερα από την απαγωγή των βοδιών του Γηρυόνη. Λέγοντας λοιπόν ο ποιητής ότι ο Εργοτέλης μπορεί να χαίρεται την πηγή αυτή σαν χωράφι δικό του υπαινίσσεται ότι με τις αθλητικές του επιτυχίες έγινε αντάξιος του Ηρακλή.
Το κείμενο του ΙΒ΄ Ολυμπιονίκη Εργοτέλη, σε μετάφραση έχει ως εξής:
«Σε ικετεύω, Ησυχία, θυγατέρα μεγαλοδύναμη του Δία του Ελευθέριου, να διαφεντεύεις και να σώζεις την Ιμέρα. Εσύ κυβερνάς στην θάλασσα τα γρήγορα καράβια και στην στεριά τους ορμητικούς πολέμους και τις συνελεύσεις, όπου οι πολίτες συζητούν και αποφασίζουν.
Οι ελπίδες των ανθρώπων, μια απάνω, μια κάτω, θαλασσοδέρνουν σαν καράβια που κουβαλούν κέρδη μάταια και κανείς θνητός δεν βρίσκει από τον θεό σημάδι που να του δίνει θάρρος για την αυριανή του τύχη. Η πρόβλεψη για τα μελλούμενα είναι τυφλή. Πολλά στην ζωή τα λογαριάζει κανείς για ευχάριστα και του βγαίνουν δυσάρεστα και από την άλλη πάλι εκείνοι που παλεύοντας με φουρτούνες πίνουν φαρμάκια με τον καιρό ανταλλάζουν τη μεγάλη τους συμφορά με μια απύθμενη ευτυχία. Γιε του Φιλάνορα, έτσι και την δική σου την τιμή, σαν κόκορας και συ που αδερφομάχεται μέσα στο κοτέτσι που γεννήθηκε, θα την είχες δει να φυλλορροεί και να σβήνει άδοξα, αν ο εμφύλιος πόλεμος δεν σου είχε στερήσει την πατρίδα σου την Κνωσό.
Τώρα όμως κέρδισες το στεφάνι στην Ολυμπία και ξανά στην Πυθώ και στον Ισθμό. Εργοτέλη και χαίρεσαι περήφανος τα θερμά λουτρά των Νυμφών σαν χωράφια προορισμένα για σένα.
Του Συλιανού Καψωμένου
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσ/νικης
http://www.rizaonline.gr/
Η συγκλονιστική Ιστορία του Μεγάλου
Κρητικού Αρχαίου Δρομέα
Πρώτη δημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο
«ΔΡΟΜΕΙΣ-ΘΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ»
Μια μυθιστορηματική αφήγηση της ζωής 24 Αρχαίων
Ολυμπιακών – Δρομέων από τον Κωνσταντίνο Σάμιο
…Το πλοίο ξεμάκρυνε από την γνώριμη παραλία… Ο ρυθμικός ήχος των κουπιών, με τα παραγγέλματα του ναύκληρου έσχιζε την ηρεμία του απομεσήμερου. Στην κουπαστή της πρύμνης ένας νέος που ξεχώριζε από το παρουσιαστικό του κοιτούσε τις γνώριμες φιγούρες του πατέρα, της μάνας και των αδερφών που τον χαιρετούσαν.
Τον λέγαν Εργοτέλη. Πατρίδα η φημισμένη Κνωσός. Τον πατέρα του Φιλάνωρ. Την μάνα Ευμόλπια. Πέρα μακριά σιγά – σιγά χάνονταν οι ακτές της Κρήτης του νησιού του και της Κνωσού, της πόλης που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το προηγούμενο βράδυ ο πατέρας του Φιλάνορας τον συμβούλευε τρώγοντας το φαΐ, γιατί η οικογένεία του μετά τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αγώνες για επικράτηση στην Κνωσό είχε απολέσει σχεδόν τα πάντα. Ο πατέρας κοιτώντας τον στα μάτια τούλεγε … τούλεγε… τον ορμήνευε μην ματαγυρίσει κι αν προκόψει εκεί που πάει, ας τους στέλνει κάτι τις, έτσι για να τον θυμούνται. (Η μοίρα του κάθε μετανάστη απ’ τα αρχαία χρόνια η ίδια…).
Ο Εργοτέλης, ο ταχύπους Εργοτέλης, το καμάρι της Κρήτης στους δρόμους τόχε αποφασίσει. Θα ξενιτευόταν αφού η πατρίδα του ουσιαστικά τον έδιωχνε, αρνούμενη τα αυτονόητα σ’ ένα άξιο αθλητή πούχε νικήσει σε όλους τους Αγώνες της Κρήτης, όπου είχε διαγωνισθεί. Να τον στείλει εκπρόσωπο στους Ολυμπιακούς αγώνες κι αν κέρδιζε να του δώσει αυτό που όλες οι άλλες πόλεις έδιναν στους νικητές. Όμως «αυτός» και η οικογένειά του έπρεπε να «τιμωρηθούν» γιατί ήταν από τους χαμένους των εμφύλιων πολέμων και συγκρούσεων για την τοπική εξουσία.
Σ’ ‘ένα άλλο μεγάλο νησί, την Σικελία, η Μεγάλη Ελλάδα άκμαζε. Βρισκόταν σ’ ένα ανώτερο σημείο πλούτου, ευμάρειας και δύναμης. Στην εξουσία βρισκόταν ήδη ο Ιέρωνας, ο αδελφός του μεγάλου Γέλωνα που είχε συντρίψει τον Αμίλκα και τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα το 480π.Χ. ( το ίδιο έτος με την ήττα των Περσών στην Σαλαμίνα).
Ο τύραννος των Συρακουσών μάζευε στην αυλή του ποιητές όπως τον Αισχύλο, τον Επίχαρμο, τον Σιμωνίδη, τον Βάγχυλο και τον Πίνδαρο, όμως αναγνωρίζοντας την δύναμη των Αγώνων, συγκέντρωνε αθλητές σε όλα τα αθλήματα για να επιδείξει την οικονομική του δύναμη και τον πλούτο της Μεγάλης Ελλάδας, της Σικελίας και των Συρακουσών απέναντι στις υπόλοιπες πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Μ’ αυτό τον τρόπο εξαγόρασε τον Άστυλο τον Κροτυνιάτη κι έτσι μαθαίνοντας για τον «Εργοτέλη» (από τους «ωτακουστές», το περίφημο δίκτυο κατασκόπων [το πρώτο οργανωμένο σε όλη την Μεσόγειο]) που είχε οργανώσει και τα προβλήματα που είχε με την Κνωσό, τον προσκάλεσε να πάει για μόνιμη εγκατάσταση στη Σικελία. Προορισμός η Ιμέρα, η πανέμορφη πόλη της Τυρρηνικής Θάλασσας, δίπλα στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. (Εκεί όπου, όπως γράψαμε παραπάνω, συνετρίβη η πρώτη προσπάθεια των Καρχηδόνιων το 380π.Χ. από τον Γέλωνα).
Ο Ιέρων έχοντας ο ίδιος ως χορηγός (!) κερδίσει στην προηγούμενη Ολυμπιάδα τον στέφανο στον διαγωνισμό Κέλητος και με τον μέγα Άστυλο τον οπλίτη δρόμο, ήθελε στην 77η Ολυμπιάδα του 472 π.Χ. να ξαναπετύχει το ίδιο. Να «νικήσει» ο ίδιος με τον Κέλη του και ο Εργοτέλης ως Ιμεραίος πλέον (πόλη «δική» του) έναν αγώνα δρόμου. Ο Άστυλος, ο έμπειρος, τον συμβούλεψε να ποντάρει στον νεαρό Κρητικό. Του είπε ότι αυτός θα τον προπονούσε και θα τον συμβούλευε και ο Ιέρων συμφώνησε.
Ο Εργοτέλης ακούγοντας την δελεαστική προσφορά από τους απεσταλμένους του Ιέρωνα δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσει. Το καράβι είχε βγει πια στο ανοικτό πέλαγος. Μια καινούργια ζωή τον περίμενε στο νησί του Ιέρωνα. (Αυτά έγιναν το 473π.Χ.).
Τον επόμενο χρόνο ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών. Με το που εγκαταστάθηκε στην φιλόξενη Ιμέρα, ο Άστυλος, ο Μέγας Δρομέας άρχισε να τον προπονεί. Του έδινε την πείρα και τις γνώσεις του. Τον εμψύχωνε και τον δυνάμωνε ψυχικά μέρα με τη μέρα. Οι Ολυμπιακοί έφτασαν. Θα ήσαν οι πρώτοι που θα γινόταν σε 5 ημέρες. Κι αυτό γιατί τα αθλήματα είχαν γίνει πολλά. Και ο συναγωνισμός τεράστιος. Κάθε πόλη έστελνε Αθλητές της παντού, προσδοκώντας αίγλη και δύναμη σε περίπτωση νίκης.
Ο Άστυλος τον είχε «φτιάξει» να τρέξει στον δόλιχο δρόμο. Είχε διαπιστώσει ο Εργοτέλης έναν ασύγκριτο τρόπο να κερδίζει τους αντιπάλους, επιταχύνοντας συνεχώς από 12ο Στάδιο (2.300 περίπου μέτρα) μέχρι το τέλος. Κανένας δεν μπορούσε να του αντισταθεί σ’ αυτό το δυναμικό ρυθμό που έδινε, εξουθενώνοντας τους αντιπάλους.
Έχοντας δει (ο Άστυλος) τον μεγαλύτερο (ανώτερο) δρομέα που είχε περάσει από την Ολυμπία (κι όπως φαίνεται και στους αγώνες που ακολούθησαν) τον Λάδα τον Λακεδαιμόνιο (στην προηγούμενη Ολυμπιάδα το 476π.Χ.) αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν ζούσε ο άτυχος Σπαρτιάτης στην αναμέτρηση με τον εκπληκτικό Κρητικό;
Έσφιξε τα χείλη του και προσηλώθηκε στον Αφέτη… Ο Δόλιχος ξεκινούσε. Τα πλήθη που είχαν συρρεύσει παρακολουθούσαν. Ο Ιέρων δίπλα του παραληρούσε. Οι Δρομείς έτρεχαν δίπλα – δίπλα στα πρώτα στάδια. Ο Άστυλος ο προπονητής τον περίμενε. Έφθασαν στον 12ο γύρο (στάδιο). Τότε η γνώριμη μελαχρινή φιγούρα με το σγουρό μαλλί ξεπετάχτηκε. Αρχίζοντας μια επική προέλαση που διεύρυνε μέτρο με μέτρο την διαφορά με τους υπόλοιπους δρομείς. Κάθε στάδιο που περνούσε ο κόσμος τον αποθέωνε. Στο τέλος ο Άστυλος τον περίμενε σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά του.
Τα κατάφερες, παιδί μου, του είπε. Προπονητής και Αθλητής βουρκωμένοι έμειναν πολλή ώρα ο ένας μέσα στον άλλο ένα κουβάρι, ενώ το πλήθος τους αποθέωνε. Ο Ιέρων κατέβηκε από τη σκηνή του, τους πλησίασε, τους αγκάλιασε και σηκώνοντας το χέρι του Εργοτέλη φώναξε: «Άξιος, πρώτος της τύχης γιος, ο Εργοτέλης του Φιλήνορα».
Πήγε πάλι στη σκηνή του. Κοντά του ο διάσημος Πίνδαρος. Του έδωσε εντολή: Τη νίκη αυτή δόξασέ την Πίνδαρε, όπως του αρμόζει…
Ο Πίνδαρος χρόνια μετά τις μεγάλες νίκες του Εργοτέλη που ακολούθησαν, έγραψε τον περίφημο 12ο Ολυμπιόνικο, τον οποίο αυτούσιο μεταφρασμένο μεταφέρομε στο ταπεινό αυτό κείμενο.
v v v
Τύχη Σώτειρα του Ελευθέριου του Δία κόρη,
δέομαι προστάτευσε την ένδοξη τη πόλη της Ιμέρας.
Συ και στη θάλασσα τα πλοία κυβερνάς
και στην ξηρά τους αδυσώπητους πολέμους
και τις ειρηνοφόρες του λαού συνάξεις.
Παρόμοια και οι ελπίδες των ανθρώπων
άλλοτε αναπηδούν κι άλλοτε πέφτουν προς τα κάτω
όταν τα είδωλα ορέγονται απατηλά και πλάνα.
Ο θνητός να προμαντεύει δεν μπορεί.
Ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν να γνωρίζει
τι πρόκειται στο μέλλον να συμβεί.
Τυφλές του μέλλοντος οι ημέρες.
Πολλά είναι τα απροσδόκητα, τ’ απρόβλεπτα συχνά.
Αιφνίδια η χαρά σε περιζώνει
κι άλλοτε πάλι μέσα στων πικριών το κύμα
μια ευτυχία απροσδόκητη, αίφνης προβάλλει.
Και συ γυιέ του Φιλάνορος
όμοια με τον πετεινό που αδιάκοπες μάχες δίνει στην αυλή του
η γρηγοράδα των ποδιών σου
άγνωστη, άδοξη θάμενε, αν απ’ την Κνωσσό
η διχοστασία των συμπολιτών σε σ’ έδιωχνε.
Τώρα στην Ολυμπία κατέκτησες τον στέφανο,
ενίκησες και στην Πυθώνα δυο φορές
και στον Ισθμόν ακόμα Εργοτέλη.
Τώρα στη νέα πατρίδα όπου κατοικείς
λαμπρύνεις τα θερμά νερά που οι Νύμφες εκτινάσσουν!
v v v
Ο μεγάλος Κρητικός Αθλητής ξανακέρδισε τον δόλιχο δρόμο στους Ολυμπιακούς του 464π.Χ. ενώ προηγούμενα είχε κερδίσει από 2 φορές τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα, γινόμενος έτσι ο πρώτος στην Ιστορία διπλός Περιοδονίκης…
Λίγο καιρό μετά τη δεύτερη Ολυμπιακή του νίκη, η δεύτερη πατρίδα, η Ιμέρα, του ανήγειρε ανδριάντα στην Ολυμπία που υπήρχε μέχρι τα χρόνια του Παυσανία, ο οποίος περίπου στο 160μ.Χ. έγραψε στο Γ΄, 4,11: «Εργοτέλης δε ο Φιλάνορας δολίχου δύο εν Ολυμπία νίκας, τοσαύτας δε άλλας Πυθοί και εν Ισθμώ τε και Νεμείων ανηρημένος».
Η θαυμαστή του φήμη εξαπλώθηκε στην ιστορική εποχή σαν τον Δρομέα με το απαράμιλλο τέμπο και τον εξοντωτικό ρυθμό που έδινε στον κάθε αγώνα από τα μέσα της διαδρομής μέχρι το τέλος (κάτι σαν τον αξεπέραστο Ζάτοπεκ στα νεότερα χρόνια).
Δυστυχώς ο Εργοτέλης όπως και τόσοι άλλοι χάθηκαν από τη συλλογική μνήμη και τ’ άφθαστα κατορθώματά τους τα σκέπασε η σκόνη της λήθης.
Αυτής της λήθης που σήμερα σ’ αυτές τις γραμμές σπάσαμε το σκοτεινό της πρόσωπο και αποκαλύψαμε τις ανθρώπινες στιγμές του μεγάλου Κρητικού Δρομέα… του Εργοτέλη από την Κνωσσό.
Κρητικού Αρχαίου Δρομέα
Πρώτη δημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο
«ΔΡΟΜΕΙΣ-ΘΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ»
Μια μυθιστορηματική αφήγηση της ζωής 24 Αρχαίων
Ολυμπιακών – Δρομέων από τον Κωνσταντίνο Σάμιο
…Το πλοίο ξεμάκρυνε από την γνώριμη παραλία… Ο ρυθμικός ήχος των κουπιών, με τα παραγγέλματα του ναύκληρου έσχιζε την ηρεμία του απομεσήμερου. Στην κουπαστή της πρύμνης ένας νέος που ξεχώριζε από το παρουσιαστικό του κοιτούσε τις γνώριμες φιγούρες του πατέρα, της μάνας και των αδερφών που τον χαιρετούσαν.
Τον λέγαν Εργοτέλη. Πατρίδα η φημισμένη Κνωσός. Τον πατέρα του Φιλάνωρ. Την μάνα Ευμόλπια. Πέρα μακριά σιγά – σιγά χάνονταν οι ακτές της Κρήτης του νησιού του και της Κνωσού, της πόλης που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το προηγούμενο βράδυ ο πατέρας του Φιλάνορας τον συμβούλευε τρώγοντας το φαΐ, γιατί η οικογένεία του μετά τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στους αγώνες για επικράτηση στην Κνωσό είχε απολέσει σχεδόν τα πάντα. Ο πατέρας κοιτώντας τον στα μάτια τούλεγε … τούλεγε… τον ορμήνευε μην ματαγυρίσει κι αν προκόψει εκεί που πάει, ας τους στέλνει κάτι τις, έτσι για να τον θυμούνται. (Η μοίρα του κάθε μετανάστη απ’ τα αρχαία χρόνια η ίδια…).
Ο Εργοτέλης, ο ταχύπους Εργοτέλης, το καμάρι της Κρήτης στους δρόμους τόχε αποφασίσει. Θα ξενιτευόταν αφού η πατρίδα του ουσιαστικά τον έδιωχνε, αρνούμενη τα αυτονόητα σ’ ένα άξιο αθλητή πούχε νικήσει σε όλους τους Αγώνες της Κρήτης, όπου είχε διαγωνισθεί. Να τον στείλει εκπρόσωπο στους Ολυμπιακούς αγώνες κι αν κέρδιζε να του δώσει αυτό που όλες οι άλλες πόλεις έδιναν στους νικητές. Όμως «αυτός» και η οικογένειά του έπρεπε να «τιμωρηθούν» γιατί ήταν από τους χαμένους των εμφύλιων πολέμων και συγκρούσεων για την τοπική εξουσία.
Σ’ ‘ένα άλλο μεγάλο νησί, την Σικελία, η Μεγάλη Ελλάδα άκμαζε. Βρισκόταν σ’ ένα ανώτερο σημείο πλούτου, ευμάρειας και δύναμης. Στην εξουσία βρισκόταν ήδη ο Ιέρωνας, ο αδελφός του μεγάλου Γέλωνα που είχε συντρίψει τον Αμίλκα και τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα το 480π.Χ. ( το ίδιο έτος με την ήττα των Περσών στην Σαλαμίνα).
Ο τύραννος των Συρακουσών μάζευε στην αυλή του ποιητές όπως τον Αισχύλο, τον Επίχαρμο, τον Σιμωνίδη, τον Βάγχυλο και τον Πίνδαρο, όμως αναγνωρίζοντας την δύναμη των Αγώνων, συγκέντρωνε αθλητές σε όλα τα αθλήματα για να επιδείξει την οικονομική του δύναμη και τον πλούτο της Μεγάλης Ελλάδας, της Σικελίας και των Συρακουσών απέναντι στις υπόλοιπες πόλεις της κυρίως Ελλάδας. Μ’ αυτό τον τρόπο εξαγόρασε τον Άστυλο τον Κροτυνιάτη κι έτσι μαθαίνοντας για τον «Εργοτέλη» (από τους «ωτακουστές», το περίφημο δίκτυο κατασκόπων [το πρώτο οργανωμένο σε όλη την Μεσόγειο]) που είχε οργανώσει και τα προβλήματα που είχε με την Κνωσό, τον προσκάλεσε να πάει για μόνιμη εγκατάσταση στη Σικελία. Προορισμός η Ιμέρα, η πανέμορφη πόλη της Τυρρηνικής Θάλασσας, δίπλα στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. (Εκεί όπου, όπως γράψαμε παραπάνω, συνετρίβη η πρώτη προσπάθεια των Καρχηδόνιων το 380π.Χ. από τον Γέλωνα).
Ο Ιέρων έχοντας ο ίδιος ως χορηγός (!) κερδίσει στην προηγούμενη Ολυμπιάδα τον στέφανο στον διαγωνισμό Κέλητος και με τον μέγα Άστυλο τον οπλίτη δρόμο, ήθελε στην 77η Ολυμπιάδα του 472 π.Χ. να ξαναπετύχει το ίδιο. Να «νικήσει» ο ίδιος με τον Κέλη του και ο Εργοτέλης ως Ιμεραίος πλέον (πόλη «δική» του) έναν αγώνα δρόμου. Ο Άστυλος, ο έμπειρος, τον συμβούλεψε να ποντάρει στον νεαρό Κρητικό. Του είπε ότι αυτός θα τον προπονούσε και θα τον συμβούλευε και ο Ιέρων συμφώνησε.
Ο Εργοτέλης ακούγοντας την δελεαστική προσφορά από τους απεσταλμένους του Ιέρωνα δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσει. Το καράβι είχε βγει πια στο ανοικτό πέλαγος. Μια καινούργια ζωή τον περίμενε στο νησί του Ιέρωνα. (Αυτά έγιναν το 473π.Χ.).
Τον επόμενο χρόνο ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών. Με το που εγκαταστάθηκε στην φιλόξενη Ιμέρα, ο Άστυλος, ο Μέγας Δρομέας άρχισε να τον προπονεί. Του έδινε την πείρα και τις γνώσεις του. Τον εμψύχωνε και τον δυνάμωνε ψυχικά μέρα με τη μέρα. Οι Ολυμπιακοί έφτασαν. Θα ήσαν οι πρώτοι που θα γινόταν σε 5 ημέρες. Κι αυτό γιατί τα αθλήματα είχαν γίνει πολλά. Και ο συναγωνισμός τεράστιος. Κάθε πόλη έστελνε Αθλητές της παντού, προσδοκώντας αίγλη και δύναμη σε περίπτωση νίκης.
Ο Άστυλος τον είχε «φτιάξει» να τρέξει στον δόλιχο δρόμο. Είχε διαπιστώσει ο Εργοτέλης έναν ασύγκριτο τρόπο να κερδίζει τους αντιπάλους, επιταχύνοντας συνεχώς από 12ο Στάδιο (2.300 περίπου μέτρα) μέχρι το τέλος. Κανένας δεν μπορούσε να του αντισταθεί σ’ αυτό το δυναμικό ρυθμό που έδινε, εξουθενώνοντας τους αντιπάλους.
Έχοντας δει (ο Άστυλος) τον μεγαλύτερο (ανώτερο) δρομέα που είχε περάσει από την Ολυμπία (κι όπως φαίνεται και στους αγώνες που ακολούθησαν) τον Λάδα τον Λακεδαιμόνιο (στην προηγούμενη Ολυμπιάδα το 476π.Χ.) αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν ζούσε ο άτυχος Σπαρτιάτης στην αναμέτρηση με τον εκπληκτικό Κρητικό;
Έσφιξε τα χείλη του και προσηλώθηκε στον Αφέτη… Ο Δόλιχος ξεκινούσε. Τα πλήθη που είχαν συρρεύσει παρακολουθούσαν. Ο Ιέρων δίπλα του παραληρούσε. Οι Δρομείς έτρεχαν δίπλα – δίπλα στα πρώτα στάδια. Ο Άστυλος ο προπονητής τον περίμενε. Έφθασαν στον 12ο γύρο (στάδιο). Τότε η γνώριμη μελαχρινή φιγούρα με το σγουρό μαλλί ξεπετάχτηκε. Αρχίζοντας μια επική προέλαση που διεύρυνε μέτρο με μέτρο την διαφορά με τους υπόλοιπους δρομείς. Κάθε στάδιο που περνούσε ο κόσμος τον αποθέωνε. Στο τέλος ο Άστυλος τον περίμενε σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά του.
Τα κατάφερες, παιδί μου, του είπε. Προπονητής και Αθλητής βουρκωμένοι έμειναν πολλή ώρα ο ένας μέσα στον άλλο ένα κουβάρι, ενώ το πλήθος τους αποθέωνε. Ο Ιέρων κατέβηκε από τη σκηνή του, τους πλησίασε, τους αγκάλιασε και σηκώνοντας το χέρι του Εργοτέλη φώναξε: «Άξιος, πρώτος της τύχης γιος, ο Εργοτέλης του Φιλήνορα».
Πήγε πάλι στη σκηνή του. Κοντά του ο διάσημος Πίνδαρος. Του έδωσε εντολή: Τη νίκη αυτή δόξασέ την Πίνδαρε, όπως του αρμόζει…
Ο Πίνδαρος χρόνια μετά τις μεγάλες νίκες του Εργοτέλη που ακολούθησαν, έγραψε τον περίφημο 12ο Ολυμπιόνικο, τον οποίο αυτούσιο μεταφρασμένο μεταφέρομε στο ταπεινό αυτό κείμενο.
v v v
Τύχη Σώτειρα του Ελευθέριου του Δία κόρη,
δέομαι προστάτευσε την ένδοξη τη πόλη της Ιμέρας.
Συ και στη θάλασσα τα πλοία κυβερνάς
και στην ξηρά τους αδυσώπητους πολέμους
και τις ειρηνοφόρες του λαού συνάξεις.
Παρόμοια και οι ελπίδες των ανθρώπων
άλλοτε αναπηδούν κι άλλοτε πέφτουν προς τα κάτω
όταν τα είδωλα ορέγονται απατηλά και πλάνα.
Ο θνητός να προμαντεύει δεν μπορεί.
Ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν να γνωρίζει
τι πρόκειται στο μέλλον να συμβεί.
Τυφλές του μέλλοντος οι ημέρες.
Πολλά είναι τα απροσδόκητα, τ’ απρόβλεπτα συχνά.
Αιφνίδια η χαρά σε περιζώνει
κι άλλοτε πάλι μέσα στων πικριών το κύμα
μια ευτυχία απροσδόκητη, αίφνης προβάλλει.
Και συ γυιέ του Φιλάνορος
όμοια με τον πετεινό που αδιάκοπες μάχες δίνει στην αυλή του
η γρηγοράδα των ποδιών σου
άγνωστη, άδοξη θάμενε, αν απ’ την Κνωσσό
η διχοστασία των συμπολιτών σε σ’ έδιωχνε.
Τώρα στην Ολυμπία κατέκτησες τον στέφανο,
ενίκησες και στην Πυθώνα δυο φορές
και στον Ισθμόν ακόμα Εργοτέλη.
Τώρα στη νέα πατρίδα όπου κατοικείς
λαμπρύνεις τα θερμά νερά που οι Νύμφες εκτινάσσουν!
v v v
Ο μεγάλος Κρητικός Αθλητής ξανακέρδισε τον δόλιχο δρόμο στους Ολυμπιακούς του 464π.Χ. ενώ προηγούμενα είχε κερδίσει από 2 φορές τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα, γινόμενος έτσι ο πρώτος στην Ιστορία διπλός Περιοδονίκης…
Λίγο καιρό μετά τη δεύτερη Ολυμπιακή του νίκη, η δεύτερη πατρίδα, η Ιμέρα, του ανήγειρε ανδριάντα στην Ολυμπία που υπήρχε μέχρι τα χρόνια του Παυσανία, ο οποίος περίπου στο 160μ.Χ. έγραψε στο Γ΄, 4,11: «Εργοτέλης δε ο Φιλάνορας δολίχου δύο εν Ολυμπία νίκας, τοσαύτας δε άλλας Πυθοί και εν Ισθμώ τε και Νεμείων ανηρημένος».
Η θαυμαστή του φήμη εξαπλώθηκε στην ιστορική εποχή σαν τον Δρομέα με το απαράμιλλο τέμπο και τον εξοντωτικό ρυθμό που έδινε στον κάθε αγώνα από τα μέσα της διαδρομής μέχρι το τέλος (κάτι σαν τον αξεπέραστο Ζάτοπεκ στα νεότερα χρόνια).
Δυστυχώς ο Εργοτέλης όπως και τόσοι άλλοι χάθηκαν από τη συλλογική μνήμη και τ’ άφθαστα κατορθώματά τους τα σκέπασε η σκόνη της λήθης.
Αυτής της λήθης που σήμερα σ’ αυτές τις γραμμές σπάσαμε το σκοτεινό της πρόσωπο και αποκαλύψαμε τις ανθρώπινες στιγμές του μεγάλου Κρητικού Δρομέα… του Εργοτέλη από την Κνωσσό.
http://alternatives.darkbb.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου