του Γιάννη Τσακπίνη
Εις την κατοικίαν των ουρανών έχουν κατοικήσει από την περιοχή μας πριν πολλά χρόνια, πολλές ψυχές ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή. Κατά καιρούς έρχονται στη μνήμη αυτών που τους είχανε στην οικογένειά τους στο χωριό τους, οι οποίοι αναφέρονται στα γεγονότα καλά ή δυσάρεστα αυτών που ζήσανε για να επιβιώσουν στις δύσκολες εποχές που είχανε περάσει.
Οι Μικρασιάτες που φθάσανε να κατοικήσουν στην περιοχή του Βρύσινα κοντά τους φέρανε να κατοικήσουν και τις ψυχές των δικών των ανθρώπων για να τους μνημονεύουν στην εκκλησία του χωριού τους.
Για τις καλές συμπεριφορές αυτών στα επαγγέλματά τους ήτανε πάντα το παράδειγμα στα χωριά τους και προχωρούσανε με αισιοδοξία προς το καλύτερο για να τους προσφέρει την πρόοδό τους. Πιστεύανε ότι μόνο με την εργατικότητά τους θα έχουν αυτό που επιθυμούσανε και που το είχανε ανάγκη. Όμως λέγανε παλιά και λέγεται ακόμα ότι όλα τα δάκτυλα του χεριού μας δεν είναι τα ίδια. Αυτό επαληθεύεται σε κάθε χωριό και σε κάθε τόπο ότι και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο.
Σήμερα λοιπόν θα αναφερθούμε για τους εργατικούς και για τους τεμπέληδες «οκουνιάρηδες» κατοίκους της περιοχής μας για τα ορατά οφέλη και μη που διακρινότανε σε αυτούς την παλιά κυρίως εποχή για την πρόοδό τους.
Από αυτόν τον Άγιο Τόπο της Μικράς Ασίας έφθασε στα χωριά του Βρύσινα Ρεθύμνης ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων για να κατοικήσουν ύστερα από αποτυχημένες αποφάσεις των υπευθύνων τους. Ήτανε όλοι αγράμματοι αλλά μεγάλοι επιστήμονες στα επαγγέλματά τους και στις οικογένειές τους.
Χάρη των ικανοτήτων που είχανε σε λίγο χρονικό διάστημα αναπτυχτήκανε σε όλες τις ανάγκες τους. Τα επαγγέλματά τους ήτανε κυρίως του αγρότη - του κτηνοτρόφου - του εργάτη - του ψαρά - του εμπόρου κ.λπ.
Όμως μέσα σε αυτούς υπήρχε ευτυχώς ένας μικρός αριθμός ανθρώπων που δεν τους ενδιέφερε να εργαστούν για να γίνουν καλύτεροι και να προοδεύσουν όπως οι περισσότεροι επιδιώκανε.
Αυτούς τους χαρακτηρίζανε τεμπέληδες. Οι Μικρασιάτες τους λέγανε οκουνιάρηδες - αχαΐρευτους οι οποίοι θέλανε μόνο το καθημερινό τους και αυτό με δυσκολίες το είχανε. Πολλές φορές ζούσανε εις βάρος των προοδευτικών και τους ανεχότανε για να μη χάσουν τη ζωή τους.
Οι εργατικοί το πιστεύανε αλλά και το λέγανε ότι η εργασία συντελεί στην καλή υγεία των ανθρώπων και ότι χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε ζωή. Πάντα λέγανε στους τεμπέληδες με διάφορους χαρακτηρισμούς για να συνέλθουν.
Ορισμένοι όμως πονόψυχοι χωριανοί τους παίρνανε στις εργασίες τους, αλλά δεν προσφέρανε έργο και αδιαφορούσανε αν την άλλη ημέρα τους σχολάσει από τη δουλειά τους. Για ορισμένους λέγανε ότι ήτανε το ίδιο και στη Μ. Ασία και τους αποκαλούσανε ότι είναι άρρωστοι στο μυαλό τους.
Ακόμα και ο παπάς του χωριού τους πλησίαζε και τους έλεγε να ξυπνήσουν αν θέλουν να ζήσουν αλλιώς θα φύγουνε γρηγορότερα στην άλλη ζωή.
Όταν πεινούσανε αναγκαζότανε να κλέψουν περβολικά από τα περιβόλια και από τα αλώνια καρπό και όσπρια. Όταν τους πιάνανε τρώγανε ξύλο και τους κατονομάζανε με βαριές εκφράσεις χωρίς να αντιδρούν. Όπως: τεμπέλη γουρούνι, άμε μωρέ να πνιγείς στη θάλασσα να ησυχάσουμε, οι δε Μικρασιάτες τους λέγανε οκουνιάρηδες και αχαΐρευτους.
Και ο δάσκαλος του σχολείου κάλεσε τρεις γονείς για να τους πει ότι τα παιδιά τους είναι ακάθαρτα και ότι τα άλλα παιδιά τα περιφρονούν να κάτσουνε μαζί στο θρανίο και να παίξουν μαζί στο διάλειμμα.
Τα αποτελέσματα των τεμπέληδων είχανε πάντοτε δυσάρεστες καταστάσεις ενώ των εργατικών ευχάριστες όπως: ο μπαρμπα-Παναγιώτης είχε έξι παιδιά και όταν δεν είχανε σχολείο τα έπαιρνε κοντά στις αγροτικές εργασίες του για να συνηθίσουν να εργάζονται όταν θα μεγαλώσουν. Άμα δεν είχε δουλειές τα έστελνε να βοηθήσουν το θείο τους.
Επίσης ο Παπαγιάννης από το ίδιο χωριό τα Καπεδιανά έστειλε προξενητή στο διπλανό χωριό στο Ρουσσοσπίτι να ζητήσει την κόρη του Γιώργου Χ. για να παντρέψει το γιο του που πριν δυο μήνες γύρισε από τον στρατό. Το προξενιό δεν πέτυχε γιατί ο πατέρας της κοπελιάς γνώριζε καλά την οικογένεια που όλοι τους δεν ήτανε εργατικοί και του έδωσε την απάντηση: Δεν δίνω την κόρη μου γιατί όλοι τους είναι τεμπέληδες και η κόρη μου θα πεινάσει. Μετά από δυο μήνες πάλι έστειλε τον προξενητή. Μόλις τον είδε ο Γιώργος Χ. του είπε: πάλι ήρθες για το προξενιό; Ε, ναι φίλε Γιώργο! Και του απαντά: Σήκω και φύγε μα από εδώ και πέρα ούτε την φιλιά σου δεν θέλω. Εγώ την κόρη μου σε λίγες μέρες θα την παντρέψω με τον καλύτερο νοικοκύρη του χωριού μου.
Και ο Περικλής από το ίδιο χωριό πήγε στο περβόλι του μπαρμπα-Νικόλα και του ζήτησε να του δώσει μια μαγειριά μπαρμπουνοφάσουλα για να ψήσουνε. Θύμωσε και του είπε: φύγε από τα μάτια μου. Έχετε περβόλι να πάτε να το φυτέψετε να τρώτε, εγώ σε τεμπέληδες δεν δίνω. Και φεύγοντας πρόσθεσε: Ξύπνα καημένε Περικλή, εσύ όλο κοιμάσαι, χαΐρι δεν έκανες ποτέ και πάντα έτσα θα 'σαι.
Παρά τις δυσκολίες που συναντήσανε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής του Βρύσινα τα περασμένα χρόνια, ορισμένες οικογένειες που εργαζότανε περισσότερο τα καταφέρανε να έχουν καλύτερη διατροφή και διαβίωση ακόμα και να αποκτήσουν περισσότερη περιουσία. Αυτοί όμως που δεν κάνανε προσπάθειες ζούσανε πάντα με προβλήματα και για να διατηρηθούν στη ζωή πουλούσανε ακόμα και μέρος από τα υπάρχοντά τους.
Και σήμερα η τεμπελιά και η αδιαφορία σε όλα τα επαγγέλματα διατηρείται από ένα μικρό μέρος ανθρώπων και τα αποτέλεσμά τους είναι τα ίδια παρά τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους.
Καλό θα είναι οι νεότεροι να γνωρίσουν και να συγκρίνουν πως ήτανε οι συμπεριφορές των εργαζομένων και πως είναι σήμερα, αλλά και να το πιστέψουν ότι η πρόοδός τους επιτυγχάνεται μόνο με την προσφορά εργασίας.
Για ορισμένες φορές που δεν επιτυγχάνεται λέγανε οι παλιότεροι αλλά το λένε πότε - πότε και σήμερα ότι είναι κληρονομικό και δεν κόβεται ούτε θεραπεία υπάρχει στην τεμπελιά. Μάλλον πρέπει να έχουν δίκιο.
Οφείλουμε όμως όλοι μας από τη θέση που έχουμε στην κοινωνία να διαθέσουμε λίγο χρόνο για να ενημερώσουμε τους νέους που θα μας διαδεχτούν να γνωρίσουν τα όσα οι πρόγονοί τους διέθεσαν εις την εργασία και τα οφέλη που παρέχει για την πρόοδο και για την υγεία τους.
* O Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός