«Ακριβώς τη στιγμή που δύει ο ήλιος, απλώνεται μια παράξενη ησυχία και μια αίσθηση ότι έχει μπει ένα τέλος σε καθετί γύρω σου, παρ’ όλο που τα λεωφορεία, τα ταξί και οι θόρυβοι συνεχίζουν. Αυτή η αίσθηση κάτι απόμακρου είναι σαν να διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν. Θα πρέπει κι εσείς να το έχετε νοιώσει αυτό. Συχνά, έρχεται εντελώς αναπάντεχα και μια παράξενη σιωπή και γαλήνη μοιάζει να ξεχύνονται από τον ουρανό και να σκεπάζουν τη γη.
Είναι μια ευλογία που κάνει την ομορφιά του δειλινού απέραντη· ο δρόμος που γυαλίζει μετά από τη βροχή, τα αυτοκίνητα που περιμένουν και το άδειο πάρκο μοιάζουν σαν να είναι μέρος της· ακόμα και τα γέλια του ζευγαριού που περνά, δεν ταράζουν καθόλου την ειρήνη του δειλινού… Όλος ο ορίζοντας έμοιαζε να είναι γεμάτος με αυτά τα σύννεφα, η μια σειρά μετά την άλλη, μαζεμένα πάνω από τους λόφους, έχοντας τα πιο φανταστικά σχήματα, σαν κάστρα που όμοιά τους ο άνθρωπος δεν έχει φτιάξει ποτέ. Είχαν βαθιά ανοίγματα και πανύψηλες κορφές…. Αυτά τα σύννεφα δεν έκαναν τον χώρο, ήταν μέσα στο χώρο που έμοιαζε να απλώνεται στο άπειρο, από αιωνιότητα σε αιωνιότητα. Ένα κοτσύφι κελαηδούσε σ’ ένα κοντινό θάμνο και αυτό ήταν μια ατέλειωτη ευλογία.»