O Βιτσέντζος Κορνάρος (26 Μαρτίου 1553 – 1613 ή 1614) ήταν Κρητικός ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος Ερωτόκριτος και πιθανώς του θρησκευτικού δράματος Η Θυσία του Αβραάμ.
Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του: αναφέρει το όνομα Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία και το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:
Παλαιότερα οι φιλόλογοι τοποθετούσαν την ζωή και την δράση του Κορνάρου γύρω στα μέσα του 17ου αι., πίστευαν δηλαδή ότι η Θυσία του Αβραάμ γράφτηκε το 1635, χρονιά που αναφέρεται στο χειρόγραφο, και ο Ερωτόκριτος αργότερα, μέχρι το 1645 ή το 1648, όταν άρχισε η πολιορκία του Ηρακλείου από τους Οθωμανούς. Μάλιστα ένα επεισόδιο του Ερωτόκριτου που αφηγείται την μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη εθεωρείτο προσθήκη εκ των υστέρων, η οποία έγινε μάλλον κατά τα χρόνια του Βενετοτουρικού πολέμου και απηχούσε τους αγώνες των Κρητικών εναντίον των Οθωμανών. Αυτή η άποψη διατυπώνεται και σε παλαιότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτή του Λίνου Πολίτη και του Κ.Θ. Δημαρά.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του Ερωτόκριτου ταυτίζεται με έναν βενετοκρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου καί της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία. Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591-1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Αυτή η άποψη έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές.
Την ταύτιση του ποιητή του Ερωτόκριτου με αυτόν τον Κορνάρο δεν αποδέχεται μέχρι σήμερα ο Σπ. Ευαγγελάτος, ο οποίος υποστηρίζει ότι το έργο είναι μεταγενέστερο.
Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο, των οποίων οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο, που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος, και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας την περίοδο της Βενετοκρατίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στην μελοποίησή του από τον Χριστόδουλο Χάλαρη και την ερμηνεία του από τον Νίκο Ξυλούρη.
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:
- Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον καλύτερό του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
- Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
- Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
- Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος από μαγεία. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.
- Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.
Η γλώσσα του Ερωτοκρίτου είναι η κρητική διάλεκτος: χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικοί διαλεκτικοί τύποι όπως τα άρθρα τση (της) και τσι (τις), η ερωτηματική αντωνυμία (ε)ίντα στη θέση του τι, τα άρθρα τον , την, το σε θέση αναφορικής αντωνυμίας (Δεν είχαν την αποκοτιά στα θέλου να μιλήσου), σίγηση του τελικού -ν στη γενική πληθυντικού και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο (των αρμάτω, μιλήσου), τοποθέτηση της αντωνυμίας μετά το ρήμα (επίταξη του κλιτικού, π.χ. εχάσαν τα), χρήση τής παρεκτεταμένης αντωνυμίας αυτόνος και αυτείνος (κατά το εκείνος). Ειδικότερα βασίζεται στο ανατολικό κρητικό ιδίωμα και εμφανίζει τα τυπικά χαρακτηριστικά του, όπως χρήση της αντωνυμίας τως αντί τους (τα πάθη τως), τη χρήση της αύξησης η- στους παρελθοντικούς χρόνους (ήκαμε, ήβανε), την αποβολή του -ι- μετά από -σ- (απουράνωση, π.χ. να τσ' αξώση), καθώς και τον παθητικό αόριστο -θηκα, -θηκες, -θηκε (αντί του δυτικοκρητικου -θη, -θης, -θη(ν), π.χ. εχάθηκε αντί εχάθη).
Βέβαια ο Κορνάρος, όπως και οι άλλοι Κρητικοί συγγραφείς της περιόδου, δεν περιορίζεται στους αυστηρούς κανόνες του ενός ιδιώματος, αλλά χρησιμοποιεί και στοιχεία του άλλου, κυρίως για την εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Η γλώσσα του Ερωτoκρίτου βασίζεται στην ομιλουμένη κρητική διάλεκτο (κυρίως στο ιδίωμα της Σητείας), διαφοροποιείται όμως από αυτήν, εάν συγκριθεί με τις κωμωδίες ή τα διάφορα έγγραφα, αφού παρουσιάζει ελάχιστες λέξεις που προέρχονται από τα ιταλικά, ενώ αντίθετα έχει συχνά «λογιότερα» λεξιλογικά στοιχεία.Οι γλωσσικές επιλογές του Κορνάρου χαρακτηρίζονται ως ακριβείς και εκφραστικές αλλά παράλληλα λιτές, όπως μαρτυρεί η περιορισμένη παρουσία κοσμητικών επιθέτων. Αντίθετα, είναι πλούσιες οι παραστατικές εικόνες και οι εκτενείς παρομοιώσεις.
Εξίσου φροντισμένη είναι και η στιχουργία του κειμένου: αποφεύγονται οι χασμωδίες και δεν υπάρχουν ατέλειες στην ομοιοκαταληξία. Και η στιχουργία, όπως και η γλώσσα, διαφοροποιείται σε κάποια χαρακτηριστικά από αυτήν του δημοτικού τραγουδιού: Εμφανίζεται εναλλαγή στη θέση των τονιζόμενων συλλαβών μέσα στο στίχο (ακόμη και σε μονές συλλαβές παρόλο που στον ίαμβο τονίζονται οι ζυγές), συχνή παρουσία διασκελισμών και στίξη στο εσωτερικό του στίχου, στοιχεία που συντελούν στην ρυθμική ποικιλία και την αποφυγή της μονοτονίας