Έχουν περάσει ακριβώς σαράντα επτά χρόνια, από εκείνο το βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα του Οκτώβρη του 1972, όταν ένας νεαρός οδοντογιατρός από τη Γενεύη, διάβαινε για πρώτη φορά το κατώφλι του αντιλεπρικού σταθμού, στο νοσοκομείο Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Περίεργα και πρωτόγνωρα συναισθήματα τον είχαν κυριέψει ολόκληρο, γνωρίζοντας ότι θα συναντούσε παραμορφωμένους ανθρώπους που διαρκώς η μοίρα, τους είχε σφυρηλατήσει στο καμίνι της προσωπικής κόλασης που υπέμεναν.
Και όμως στο νεαρό γιατρό, έλαμπε μέσα του, εκείνο που αγνοούσε. Έφτανε ατσαλωμένος, θωρακισμένος από τη βαθιά ανθρωπιστική του παιδεία και τα ουμανιστικά ιδεώδη που είχε γαλουχηθεί στην υπέροχη χώρα του. Κατά ένα περίεργο τρόπο, εκεί στην καθαρότητα των ελβετικών Άλπεων, έφτανε από το μεσογειακό νότο, μια συνεχόμενη και αδιάκοπη αύρα που σταδιακά θα εξελισσόταν σε ένα συναρπαστικό τυφώνα που θα του σημάδευε καθοριστικά τη μετέπειτα ζωή του. Ερχόταν σε - μια χώρα που η δημοκρατία ήταν ήδη στο γύψο για μια πενταετία,- για να συναντήσει και να φτιάξει τα δόντια, εκείνης της θρυλικής μορφής της Σπιναλόγκας, που τυφλός όντας από την ασθένεια του τα τελευταία 25 χρόνια ήταν εγκλεισμένος σε μια πρόχειρη καλύβα στον κήπο, του σανατορίου στο Αιγάλεω.
Σίγουρα, ο νεαρός Ελβετός γιατρός είχε συνεπαρθεί από τον Γκάντι που είχε διαβάσει λίγες μέρες πριν αφήσει τη Γενεύη: «Να είσαι εσύ, η αλλαγή που θέλεις για τον κόσμο». Όταν τον συνάντησε πια, ο Επαμ. Ρεμουντάκης καθισμένος στην πόρτα της καλύβας του, άκουγε από το «λυχνάρι του» όπως ονόμαζε τη γυναίκα του Τασία, να του διαβάζει τα αγαπημένα του βιβλία. Συνήθεια άλλωστε που τη διατήρησαν και από τη Σπιναλόγκα, μόλις την άφησαν το ’57. Φτάνοντας, ο Επαμεινώνδας τον τράταρε με εκείνο το ηδίγευστο κρητικό ρακόμελο, που τη θεσπέσια γεύση του θυμάται ακόμη να κατεβαίνει στο λαρύγγι του.
Λίγους μήνες αργότερα, ανήμερα το Πάσχα του ’73 στο κτίριο του νοσοκομείου, δίπλα στο κελί του Ρεμουντάκη, το βλέμμα του νεαρού Ελβετού γιατρού, θα διασταυρώνονταν με το βλέμμα ενός άλλου ασθενή που εργάζονταν και σαν νοσοκόμος. Εξάλλου ο Ελβετός, δεν ήξερε γρι ελληνικά. Μόνο ένα μικρό ελληνικό λεξικό τσέπης και το λογοτεχνικό έργο «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου που του είχε συστήσει ο έλληνα δάσκαλός του στη Γενεύη, ήταν τα μοναδικά του εφόδια Όμως δεν είχε καθόλου σημασία. Μίλαγαν τα μάτια της ψυχής τους. Την επόμενη μέρα, ο ασθενής-νοσοκόμος, θα τον περίμενε στο ιατρείο του σανατορίου με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα «για να φωτίζουν όπως του είπε τη μέρα του».
Έκτοτε μια βαθειά ανθρώπινη φιλία θα έδενε τους δυο τους. Συζήταγαν μαζί ατέλειωτες ώρες τόσο στο νοσοκομείο όσο και στο σπίτι του ασθενή του, απ’ όπου απομυζούσε τη σοφία του και τον δίδαξε «να βλέπει από ένα διαφορετικό και καινούργιο παράθυρο τον κόσμο». Αλλά και τα καλοκαίρια μέχρι και το 2009 στην Κρήτη που τον επισκέπτονταν ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι. Αυτός ο ασθενής ήτανε ο συντοπίτης μας, ο Μανόλης Φουντουλάκης που κι εκείνος θα ‘βαζε ένα μεγάλο στόχο για το υπόλοιπο της ζωής του. «Να ντουφεκάει» το στίγμα, όπως του άρεσε να λέει με λεβεντιά και πάθος, μέχρι να φύγει.
Τούτες ήταν οι δυο μεγάλες καθοριστικές αρχικές γνωριμίες του Ζουλιέν Γκριβέλ, του ελβετού γιατρού, που θα του καθόριζαν την υπόλοιπη βιωτή του. Κι ενώ μεν «το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα ήταν κλασσικό, σαν ένας τουρίστας που τον ενδιέφερε η ιστορία, η μυθολογία και τον θάμπωνε ο ελληνικός λαός, το ακατάλυτο ελληνικό φως και τα τοπία», το δεύτερο ταξίδι του ήταν η αρχή για κάτι πιο παράξενο, πιο έντονο: Αυτό ήταν η αφορμή να γνωριστεί με κάτι πιο συγκλονιστικό «με μια κρυφή, υπόγεια, πονεμένη Ελλάδα. Εκείνη που αγάπησε περισσότερο»…
Και εφεξής, θα ζούσε «δύο ζωές, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά συμπληρωματικές». Έτσι ξεκίνησε το συναρπαστικό ταξίδι στη νέα Ιθάκη του, την Ελλάδα του πόνου και του αποκλεισμού, που θα λάτρευε και θα της δινόταν πλέον ολοκληρωτικά. Λίγο αργότερα έλαβε την άδεια από τον τότε υπουργό υγείας Σπ. Δοξιάδη, να εργάζεται μαζί με τον οδοντίατρο του θεραπευτηρίου στην Αγ. Βαρβάρα. Ο Ζουλιέν, με αποστολική συνέπεια για τα επόμενα 27 χρόνια, από το 1972 μέχρι και το 1998, συνοδευόμενος πάντα από «το δικό του λυχνάρι» τη γυναίκα του, την αφανή ηρωίδα των αποστολών Χριστίνα, σαν βοηθό, μετέβαινε τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, για 15 μέρες κάθε φορά στην Αγία Βαρβάρα για να περιθάλπει αφιλοκερδώς τα δόντια των απόκληρων χανσενικών του Ιδρύματος. Επί 27 χρόνια διακονούσε με αυταπάρνηση και ξεχωριστό ηρωισμό τον αλτρουισμό του. Εκπόρθησε συνειδητά και κατέρριψε τα τείχη της απόρριψης και του αποκλεισμού, προσφέροντας ένα χαμόγελο και ένα κοινωνικό διαβατήριο σε ανθρώπους που η κοινωνία τους είχε θέσει στο περιθώριο. Και «αυτά που έχει προσφέρει δεν είναι τίποτα σε σχέση με τον πλούτο που έχει αποχτήσει» του αρέσκεται να λέει συχνά με την ταπεινότητα και την μετριοφροσύνη που τον διακρίνουν. Αυτή η ειλικρινής, ανυπόκριτη και βαθιά αλτρουιστική και θυσιαστική προσφορά του δεν πέρασε απαρατήρητη αμέσως από την αρχή. Το 1980 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Το 1998 ανακηρύχτηκε διδάκτορας της Οδοντιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Γενεύης μετά την εκπόνηση και υποστήριξη της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «η νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον εικοστό αιώνα» για την οποία έλαβε το βραβείο Tissot. Η διατριβή του μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε από την ΚΕΠΑΝΕΛ το 2002. Από το 1988 μέχρι και το 1996 ήταν μέλος των αποστολών της μη κυβερνητικής οργάνωσης ACDAM, στο Μαλί της Αφρικής όπου ασχολήθηκε με την εκπαίδευση νοσοκόμων – οδοντιάτρων, ιδρύοντας δύο κέντρα οδοντιατρικής, και χειρουργείο και εξασφαλίζοντας εξοπλισμό πολλών μαιευτηρίων στην περιοχή Μπαρουέλι και στην πόλη Σέγκου. Το 2008 βραβεύτηκε από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας την Ακαδημία Αθηνών, και το 2009 έλαβε τις ευχαριστίες και τα συγχαρητήρια του ποιμενάρχη της Ελλαδικής Εκκλησίας Ιερωνύμου Β’. Το Μάιο του 2011, βραβεύτηκε από τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Λασιθίου και το Νοέμβριο του 2011 τιμήθηκε από την ελληνική κοινότητα της Γενεύης.
Η γνωριμία του μ’ εκείνους όπως και με άλλους χανσενικούς, εκμυστηρεύεται συχνά, ήταν ένα μεγάλο σχολείο γι’ αυτόν, και επικαλούμενος τον Καβάφη λέει με νόημα και υπερηφάνεια ότι έγινε «πλούσιος με όσα κέρδισε στο δρόμο».
Σχεδόν μισόν αιώνα μετά, ο Julien εξακολουθεί να επισκέπτεται με το ίδιο ανύστακτο πάθος, συχνότητα και ακατάλυτη αγάπη την «Κρήτη του», όπως με υπερηφάνεια του αρέσει να λέει, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Να φέρνει πάντα μαζί του και να τους μυεί στην ελληνική ψυχή, ιστορία και αρχαιολογία, επώνυμους και ανώνυμους συμπατριώτες φίλους του. Η Ελλάδα, η Κρήτη και οι πάμπολλοι και αληθινοί φίλοι του εδώ, εξακολουθούν να τον περιβάλλουν με την αληθινή και ανυπόκριτη αγάπη τους. Αλλά και ο ίδιος δεν έχει ποτέ απεκδυθεί τα έμπρακτα ανθρωπιστικά, φιλελληνικά και αλτρουιστικά του αισθήματα: Όπως για παράδειγμα δεν ξεχνά να κάνει τακτικές ομιλίες και μαθήματα στοματικής υγιεινής στους μαθητές του δημοτικού σχολείου.
Κυρίως όμως δεν ξεχνά ποτέ το μεγάλο χρέος του απέναντι σ’ εκείνους τους δυο εκλιπόντες σήμερα φίλους του: Στον Επαμ. Ρεμουντάκη και τον Μανόλη Φουντουλάκη. Έτσι συχνά πυκνά όταν βρίσκεται στην Κρήτη, περνάει και ανάβει ευλαβικά το καντήλι στους τάφους τους, αναπέμποντας το προσκύνημά του ως άσβεστη μνήμη στους ανθρώπους που τον δίδαξαν ακατάλυτες αξίες και του μεταβίβασαν αιώνια και διαχρονικά πρότυπα ζωής…
Αγαπητοί φίλοι, Αγαπητέ Ζουλιέν και Χριστίνα,
Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια εδώ κοντά, στην ελληνιστική πολιτεία του Ολούντα που αναπαύεται κάτω απ’ τα κύματα στον ισθμό του Πόρου στο Κανάλι, ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες μας πληροφορούν ότι οι αρχές της πόλης - οι «Πρωτόκοσμοι» όπως λέγονταν τότε - αναγόρευαν σε επίτιμους δημότες της, ανέβαζαν στο βάθρο των επιφανών πολιτών της, τους στεφάνωναν με κλαδιά ελιάς και σκίνου, και τους έντυναν με τιμητικό εσθήτα, άνδρες επιφανείς και μεγάλους από σύμμαχες πόλεις που ευεργετούσαν τον τόπο. Τα αισθήματα μετά από δύο χιλιετίες όχι μόνο δεν άλλαξαν στους ανθρώπους, αλλά παραμένουν περισσότερο ζώπυρα και ενθουσιώδη για τις μορφές που έχουν καταστεί σύμβολα όχι μόνο στα στενά και μικρά σύνορα του τόπου, αλλά στο σύνολο της χώρας. Οι οικουμενικές αξίες, τα πανανθρώπινα ιδανικά που φώτισαν το δρόμο του Ζουλιέν είναι όσο ποτέ άλλοτε, επίκαιρα και λαμπερά για την Ελλάδα που σήμερα υποφέρει. Δεν είναι μόνον ότι ο Ζουλιέν στάθηκε η λαμπρή συνέχεια ενός στιβαρού φιλελληνικού κύματος της γηραιάς ηπείρου. Ο Ζουλιέν αναλώνοντας τη ζωή του στον εθελοντισμό, παρέμεινε ο συνεχιστής του Βύρωνα, του Κάνινγκ, του Νόρμαν, του Σατομπριάν, του Φίνλεϊ, αλλά και ο συνεχιστής των Ελβετών φιλελλήνων που έβαλαν διαχρονικά πλάτη για να ελευθερωθεί η χώρα μας. Του Ελβετού στρατιωτικού μηχανικού Χανς – Ρούντολφ Βερντμύλλερ που αντιστάθηκε πάνω απ’ τα τείχη του Χάνδακα στην πολιορκία του από τους Οθωμανούς στο τέλος του μεγάλου Κρητικού Πολέμου το 1667-69. ΤουΙωάννη - Γαβριήλ Εϋνάρδου που διέθεσε τεράστια ποσά υπέρ της ελληνικής επανάστασης του ’21 και παρενέβη επανειλημμένα στην ευρωπαϊκή διπλωματία υπέρ των ελληνικών δικαίων και μετέπειτα συνιδρυτή της Τραπέζης της Ελλάδος. Των άλλων Ελβετών, Κάνινγκ, Ριβάλ, Κνούπ, Τσεβαλιέ, Μπρούμπατσερ και Χάν, που είτε πολέμησαν, είτε σκοτώθηκαν στην ελληνική επανάσταση. Του Φιλλίπ Φέλενμπεργκ που ίδρυσε εκπαιδευτήριο – ορφανοτροφείο στην Αίγινα. Του γιατρού Ιάκωβου Μάγιερ που σκοτώθηκε κατά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου, και υπήρξε ο πρώτος εκδότης της πρώτης εφημερίδας της ελεύθερης Ελλάδας, των «Ελληνικών Χρονικών».
Ο Ζουλιέν μας έμαθε να ατενίζουμε το ξεκάθαρο περίγραμμα των πραγμάτων όσο οδυνηρό και αν είναι, μας έμαθε να παλεύουμε και να ελπίζουμε, ρίχνοντας τα τείχη του αποκλεισμού και της προκατάληψης. Αυτό άλλωστε που έκαναν και οι αγιασμένοι αυτοί άνθρωποι τόσο στη Σπιναλόγκα όσο και στην Αγ. Βαρβάρα. Στους τόπους όπου «η νόσος εφιλοσοφείτο και το συμπαθές εδοκιμάζετο»θριάμβευε εκτός από την ιώβεια υπομονή, και ο αγώνας για τη ζωή. Και ο Ζουλιέν ήταν από τους πρωταγωνιστές και τους πρωταθλητές εκείνου του αγώνα. Η ιατρική μέσα από τον εθελοντισμό και τη θυσιαστική προσφορά στο συνάνθρωπο. Η διαχρονική επαλήθευση και καθαρότητα του Ιπποκράτειου όρκου.
Αγαπητέ συνδημότη μας Ζουλιέν,
Ο τόπος μας, η Κοινωνία μας, η χώρα μας, είναι υπερήφανοι που σε έχουν ως ένα ξεχωριστό, λαμπρό, κόσμημα και μόνιμο πρεσβευτή στους δύσκολους καιρούς που διερχόμαστε. Εξακολουθείς να ιερουργείς στη ζωή όλων μας, με το φωτεινό σου παράδειγμα και το μεγαλείο της ψυχής σου και να μας διδάσκεις με τις αειθαλείς και διαχρονικές αξίες σου και τα πρότυπα που ευαγγελίστηκες.
Στάθηκες από τα πρώιμα νιάτα του ένας ιδαλγός του υψηλού, του ωραίου, του ευγενικού του ακατάλυτου από το χρόνο˙ εκείνου που σμιλεύει τη ζωή και την κάνει να ξεχωρίζει από τη βαρβαρότητα. Διάλεξες το δύσκολο δρόμο του ανύσταχτου μελωδού της παραμυθίας και της ανακούφισης του ανθρώπινου πόνου. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, σε μια εποχή που οι περιπλανώμενοι ιππότες των πανανθρώπινων ιδανικών, είναι και παραμένουν ανεκτίμητες κοινωνικές εφεδρείες σε μια χώρα που διαρκώς υποφέρει, σε μια κοινωνία που βυθίζεται στην παρακμή, το πολύτιμο πετράδι της αυταπάρνησης και της προσφοράς σου στο συνάνθρωπο εξακολουθεί να μας δείχνει το γενναίο δρόμο που δίδαξες.Το έργο σου, η προσφορά σου, στη χώρα μας θα παραμείνουν άσβεστα στο χρόνο, όπως και το καντήλι του ανέσπερου ουμανισμού που άναψες, για να θυμίζουν όχι μόνο στους νέους ανθρώπους και στις επόμενες γενιές ότι ο φελελληνισμός δεν θα σβήσει ποτέ, αλλά πολύ περισσότερο για να θυμίζουν όπως έγραφε και ο Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».