Γαύδος, το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, 32 ναυτικά μίλια μακριά από την Παλαιόχωρα, 22 από τη Χώρα Σφακίων και 170 από το Τομπρούκ της Λιβύης. Τις μέρες της ξαστεριάς μπορεί κανείς να βλέπει την απεραντοσύνη του Λιβυκού Πελάγους
Είναι μικρό νησί, μόλις 30 τεραγωνικά χιλιόμετρα, με τριγωνικό σχήμα, με μέγιστο μήκος 10 χιλιόμετρα και πλάτος 5. Οι αρχαίοι Ελληνες πίστευαν ότι ήταν το νησί της Καλυψώς που αιχμαλώτισε τον Οδυσσέα και δεν τον άφηνε να φύγει, ερωτευμένη μαζί του…
Ένα ταξίδι στη Γαύδο είναι μια μοναδική εμπειρία, θα σας σαγηνεύσει με τις ακρογιαλιές της και τα θαλασσόκεδρα που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Οι παραλίες Καραβέ, Κόρφος, Λακκούδι, Τρυπητή, Σαρακίνικο, Αγιάννης, Λαυρακάς, Πύργος και Ποταμός είναι μερικές από τις χάντρες των μαργαριταρένιων ακτών του νησιού που συγκεντρώνουν την πλειονότητα των επισκεπτών.
Το Καστρί, το Ξενάκι, τα Βατσιανά, η Άμπελος, είναι οι λιγοστοί γραφικοί οικισμοί του. Σκόρπια, πέτρινα μετόχια σ’ όλο το νήσι, αφημένα στη φθορά του χρόνου, υπενθυμίζουν στον επισκέπτη παλιές εποχές ακμής και κατοίκησης.
Στο νησί κατοικούν λίγοι μόνιμοι κάτοικοι όλο το χρόνο και οι υποδομές για τους τουρίστες είναι βασικές και λιγοστές. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στη Γαύδο ζούσαν μόνιμα 152 κάτοικοι. Το καλοκαίρι, ο συνολικός πληθυσμός μπορεί να φτάσει τους 3500, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι κατασκηνωτές. Το λιμάνι της Γαύδου είναι η Καραβέ, η πρωτεύουσα του νησιού είναι το Καστρί, ενώ το νοτιότερο κατοικημένο χωριό του είναι τα Βατσιανά των 31 κατοίκων. Η Γαύδος είναι ψαρότοπος, με λιγοστούς αλλά καλόκαρδους κατοίκους που με καρτερία περιμένουν τις καλύτερες μέρες του καλοκαιριού, να δουν το νησί τους να κατακλύζεται από επισκέπτες.
Η μαγεία του νησιού περνάει και μέσα από τη σχετική δυσκολία που θα αντιμετωπίσουν οι επισκέπτες της. Το νερό για παράδειγμα είναι λιγοστό. Τα καταλύματα που δειλά δειλά αυξάνονται τα τελευταία χρόνια προσφέρουν επαρκείς υπηρεσίες φιλοξενίας και δεδομένης της μεγάλης τουριστικής ζήτησης ο επισκέπτης θα πρέπει να προνοήσει από νωρίς για κράτηση.
Η Γαύδος, μαζί με τη γειτονική Γαυδοπούλα, αποτελεί σταθμό μεταναστευτικών πουλιών κατά το μακρινό ταξίδι τους από την Αφρική προς την Ευρώπη και αντίστροφα, καθώς και ένα καταφύγιο για τα απειλούμενα είδη φώκιας και χελώνας Caretta caretta.
Η ιστορία του νησιού
Ογυγίη, Ωγυγία, Γωυγία, Γαυγία, Γαυδία, Γαύδος, Κλαύδη, Γκόζο, Γκόντι, Κλαούντια, Κλάουντος είναι μια σειρά από τα ονόματα με τα οποία συναντάμε τη Γαύδο σε διάφορες περιόδους της ιστορίας της. Ονόματα που καταμαρτυρούν μια αδιάκοπη κατοίκηση του νησιού από τους νεολιθικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Σημάδια της αδιάκοπης αυτής κατοίκησης μπορεί να δει κανείς στις ανασκαφές του Σαρακίνικου, στον Κόρφο, στον Αγιάννη και στο Λαυρακά.
«…Βρήκα στη Γαύδο ένα ωραία ντυμένο ακέφαλο άγαλμα γυναίκας. Εκεί χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο Πάρου. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο έργο ελληνικής τέχνης, που είχα την ικανοποίηση να μεταφέρω στο Βρετανικό Μουσείο…» (1865, Τ. Σπρέιτ, Αγγλος πλοίαρχος)
Ορμητήριο πειρατών τα παλιά χρόνια, το νησί, εξ ου και η πιο γνωστή παραλία τους, το «Σαρακήνικο». Το 1539 τη χρησιμοποίησε και ο περίφημος πειρατής Μπαρμπαρόσα. Πριν απ’ αυτόν έμεινε, λένε, εδώ ο Απόστολος Παύλος αρκετό καιρό, γιατί το πλοίο που τον μετέφερε στη Ρώμη για να δικαστεί κινδύνευσε.
Τόπος εξορίας
Ηδη από τη δικτατορία του Πάγκαλου υπήρχαν στο νησί πολιτικοί εξόριστοι. Το 1928 μαρτυρείται στο νησί η ύπαρξη 35 εξόριστων και η κατάσταση επιδεινώνεται την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η κυβέρνηση Βενιζέλου με τον αντικομμουνιστικό νόμο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος», το γνωστό «Ιδιώνυμο», που ουσιαστικά νομιμοποιεί τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τους ξυλοδαρμούς, τραυματισμούς, ακόμα και τις δολοφονίες αγωνιστών, άνοιξε το δρόμο προς την εξορία. Εκείνη την περίοδο, η Γαύδος γεμίζει με πολιτικούς εξόριστους.
Πάνω από 250 άνθρωποι εξορίστηκαν συμπεριλαμβανομένων και μορφών του κομμουνιστικού και του λαϊκού κινήματος όπως ο Άρης Βελουχιώτης. Σε κανένα άλλο νησί, απ’ αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό απ’ το αντιδραστικό κράτος, η απομόνωση απ’ τον έξω κόσμο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική.
«Μετέφεραν εκεί τους εξόριστους, τους εγκατέλειπαν στο έρημο, άνυδρο και φαλακρό νησί, με σκοπό το φυσικό τους θάνατο.
Τα χόρτα ήταν η κύρια τροφή των εξορίστων. Πέντε φορές τη βδομάδα με τρία δράμια λάδι, δύο φορές 18 δράμια όσπρια και κριθαρόψωμο, που συμπληρωνόταν με κεδρόκουκα, που ‘χουν μια ξυλώδη ουσία ξινή και μυρουδιά ρετσινιού.
Αργότερα, η τροφή βελτιώθηκε κάπως, όταν ο παπάς του νησιού – αλήθεια, τι μπορεί να σου παρουσιάσει η ζωή – συνταίριασε τα συμφέροντά του με τις βιοτικές ανάγκες των εξορίστων κομμουνιστών. Το χρήμα δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε θρησκεία, ούτε ήθος… Νοίκιασε, λοιπόν, στους εξόριστους μια ιδιόκτητη ρεματιά, όλο γρανίτη, με την υποχρέωση να βγάλουν οι εξόριστοι τα βράχια, να την καθαρίσουν, να μεταφέρουν χώμα και να φυτέψουν ντομάτες, ανοίγοντας και πηγάδι για να τις ποτίζουν.
Ο παπάς πουλούσε στην αγορά στα Σφακιά την παραγωγή κι έδινε και στους εξόριστους λίγες ντομάτες για τις καθημερινές τους ανάγκες. Ετσι, ο παπάς βρήκε την ευκαιρία, με τον απλήρωτο ιδρώτα των εξορίστων, ν’ ανοίξει χωράφια και να καλοπροικίσει τις πέντε θυγατέρες του.
Επίσης, οι εξόριστοι, εάν τους έδινε την άδεια η χωροφυλακή, δούλευαν στα λιγοστά κτήματα των ντόπιων και η αμοιβή τους ήταν λίγο κριθάρι, που άλεθαν στο χειρόμυλο που οι ίδιοι είχαν φτιάξει.
Η μάστιγα της ελονοσίας
Τη Γαύδο την είπαν «νησί του Θανάτου», αυτοί που ‘χαν δοκιμάσει στο πετσί τους τα «καλά» της. Τροπικό το κλίμα, τροπικές και οι αρρώστιες.
Οσοι εξόριστοι πέρασαν απ’ το νησί, «πήραν» υποχρεωτικά και κάτι. Κάποιο κουσούρι, κύρια τη γαυδιώτικη ελονοσία, μια αρρώστια που βασάνισε όσους «πέρασαν» από εκεί, αφού ο οργανισμός τους πάλευε νηστικός, χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρό. Ζούσαν με 10 δραχμές το μήνα επίδομα, αλλά στους δεσμώτες έφταναν οι 8. Τις δύο τις κράταγε, για δήθεν χρέη της Ομάδας Συμβίωσης, ο ανθυπασπιστής – στρατοπεδάρχης που είχε έδρα τα Σφακιά.
Η επαφή με τον έξω κόσμο γινόταν μία φορά το μήνα κι αν οι καιροί επέτρεπαν στον «πολιτισμό» να ταξιδέψει. Με το όνομα αυτό, οι εξόριστοι είχαν βαφτίσει το καΐκι, που συνέδεε τη Γαύδο με τα Σφακιά.
Η απόδραση
Η αυστηρή επιτήρηση δεν εμπόδισε την ομαδική απόδραση, στις 30 Μάη 1941, επτά στελεχών του ΚΚΕ. Ηταν οι Λεων. Στρίγκος, Μ. Βαφειάδης, Μήτσος Βλαντάς, Πολύδ. Δανιηλίδης, Β. Δούκας, Μιχ. Λαθούλης και Μιχ. Κλεάνης.
Στη Γαύδο , με την κήρυξη του πολέμου το 1940, βρίσκονταν 32 εξόριστοι, ενώ 13 αγωνίστριες μεταφέρθηκαν στην Κίμωλο. Να σημειώσουμε ότι το σύστημα της δικτατορίας ήταν να σκορπίζει στα διάφορα ξερονήσια τους κομμουνιστές, για να δυσκολεύει τη ζωή τους και για να μην μπορούν να οργανώσουν τη συμβίωσή τους.
Τους επτά εξόριστους, μετά από δραματική πάλη με τα κύματα, ο καιρός τούς έβγαλε στη Γαυδοπούλα και μετά δύο μέρες αποβιβάστηκαν στην Κρήτη. Υστερα από πολλές καθυστερήσεις, έφτασαν, το φθινόπωρο, στην Αθήνα για να αναλάβουν υπεύθυνα καθήκοντα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Πιο γρήγορα έφτασαν στον προορισμό τους οι υπόλοιποι εξόριστοι της Γαύδου , που δραπέτευσαν ύστερα από μερικές μέρες. Ορισμένοι πιάστηκαν κι εκτελέστηκαν απ’ τους Γερμανούς, όπως ο Γρηγ. Γρηγοριάδης, στέλεχος της ΟΚΝΕ» (Γαύδος, Το «νησί του διαβόλου» για τους εξόριστους κομμουνιστές!, Δ. Σέρβου, Ριζοσπάστης).
Εδώ έχουμε… γυναικοκρατία!
«Πόσοι γνωρίζουν π.χ. ότι η Γαύδος ήταν τόπος εξορίας όχι μόνο ανδρών αλλά και πολλών νέων και μορφωμένων γυναικών; Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος και αγωνιστής Βάσος Γεωργίου στο βιβλίο του «Η Ζωή μου» αναφέρεται διεξοδικά και με χιούμορ στην παρουσία των γυναικών στη Γαύδο , όπου είχε ζήσει και ο ίδιος κρατούμενος, λίγο πριν από τον πόλεμο.
…«Η πρώτη λέξη που άκουσα, γράφει, μόλις βγήκαμε στο νησί ήταν “Σαρακήνικο”. «Βγήκαμε στο Σαρακήνικο», είπε ο συνοδός χωροφύλακας. Ηταν τ’ όνομα που δόθηκε στο φυσικό λιμανάκι, γιατί εκεί ίσως βγαίνανε απ’ τα κουρσάρικα καΐκια τους οι Σαρακηνοί πειρατές.
»… Θυμόμουν ζωηρά τι βαθιά εντύπωση μου ‘χε κάνει στα πρώτα επαναστατικά βήματα η δραματική έκκληση που ‘χαν απευθύνει το 1933 στην εργατική τάξη οι πεινασμένοι και πολύτροπα βασανισμένοι εξόριστοι της Γάβδος…
»… Από το Σαρακήνικο φορτώσαμε τα πράγματά μου σ’ έναν αχαμνό γαϊδουράκο της ομάδας κι ως το Καστρί δεν ανταμώσαμε στον ανηφορικό δρόμο – κάπου μιάμιση ώρα πορεία – ούτε κι είδαμε κάποιο δέντρο! Κι άμα φτάσαμε στον προορισμό μας και μπήκαμε στην αυλή του δίπατου σπιτιού, μαζί με τον γραμματέα της ομάδας, ξαφνιάστηκα κοιτάζοντας πως μαζεύτηκαν γύρω μας τόσες πολλές νέες και νεαρές συντρόφισσες που μας καλωσόρισαν πρόσχαρα.
“Εδώ έχουμε γυναικοκρατία”, είπε ο γραμματέας της ομάδας, γελώντας. Ηταν ένα αστείο. Γιατί την ώρα εκείνη έλειπαν οι άντρες εξόριστοι, είχαν πάει να κόψουν και να φορτωθούν ξύλα και γι’ άλλες δύσκολες υπηρεσίες της ομάδας. Κι αργότερα όμως όταν γύρισαν οι άντρες εξόριστοι, πάλι εντυπωσίαζε ο αριθμός των κοριτσιών. Βέβαια, σ’ όλα τα χρόνια της 4ης Αυγούστου ήταν παρούσες οι αγωνίστριες στα ξερονήσια όπως και στις φυλακές Αβέρωφ, μα σε μικρό, αναλογικά ποσοστό, 3 έως 5-7. Αλλά στο διαβολονήσι της Γάβδος φτάσανε το 1/4. Συνολικά σε 50 εξόριστους, οι γυναίκες ήταν 13 με 15.
Ο φασισμός από ένα ποταπό, πρόστυχο συναίσθημα εκδίκησης, τιμωρούσε παραδειγματικά και γι’ αυτό σκληρότερα τις γυναίκες. Τις νόμιζε και τις ήθελε κατώτερα και υπάκουα όντα κι εκείνες είχαν τολμήσει να σηκωθούν και να διεκδικήσουν την ισότιμη με τους άντρες συμμετοχή τους στους αγώνες για τη λευτεριά, τη δημοκρατία και την κοινωνική μεταβολή…
Για τον άνθρωπο γενικά, είναι σκληρή τιμωρία η εκτόπιση κι απομόνωση σ’ έναν άγριο κι ακατοίκητο τόπο. Μα καταντάει αληθινό μαρτύριο ο εξαναγκασμός γυναικών – με την ιδιαίτερη ευαισθησία και τις ξεχωριστές ανάγκες και βιολογικές λειτουργίες τους – να ζουν εξόριστες σ’ ένα νησί, όπου λείπει ακόμα και το πρωταρχικό δώρο της φύσης, το νερό.
Οι εξόριστες της Γάβδος μπόρεσαν ν’ αντέξουν όλα τα βάσανα και τις δυσκολίες. Κι αυτό που τις κράτησε όρθιες δεν ήταν μονάχα η νιότη κι ο νεανικός επαναστατικός ενθουσιασμός. Ηταν ακόμα η δυνατή ψυχή τους κι η βαθιά πίστη τους. Καμιά εξόριστη αγωνίστρια δε λύγισε και δεν υπέγραψε ατιμωτική δήλωση μετανοίας στη Γάβδο.
Εφυγαν μονάχα 2-3 συμπαθούσες νοικοκυρές, που ‘χαν αφήσει πίσω τους μικρά παιδιά.
Από τις γυναίκες εξόριστες, γνώριζα μόνο την Αύρα Βλάση – Παρτσαλίδη. Ηταν γνωριμία από την Αθήνα.
Ενα βράδυ, ήμουν ακόμα φρέσκος στη Γάβδο, δεν είχε περάσει μήτε βδομάδα από τη μέρα του ερχομού μου, ενώ συζητούσαμε ήσυχα με την Αύρα στην τραπεζαρία για τη ζωή των εξόριστων στη Φολέγανδρο και για κοινούς γνωστούς, ακούμε μια βροντερή φωνή δίπλα μας και βλέπουμε έξαλλο μπροστά μας τον ενωμοτάρχη.
– Σας έπιασα στα πράσα! Κρυφάκουσα και πήρε καλά τ’ αυτί μου πως κάνατε σχέδια ανατρεπτικά. Σηκωθείτε απάνω! Εδώ είναι Γάβδος, δεν είναι παίξε – γέλασε, όπως σ’ άλλες εξορίες. Εδώ είναι Γάβδος!
– Δε σχεδιάζαμε τίποτα. Απλούστατα μιλούσαμε σαν παλιοί γνωστοί για κοινούς φίλους μας, διαμαρτυρηθήκαμε κι οι δύο.
Βρωμούσε τσικουδιά κι έκανε παλαβές χειρονομίες.
– Δε δέχομαι συζήτηση. Μπρος, στο κρατητήριο!
Μας οδήγησε στον αστυνομικό σταθμό και μας έκλεισε σ’ ένα μπουντρούμι που ‘ταν κι αποθήκη ασβέστη. Μας κράτησε όλη τη νύχτα ως την άλλη μέρα το μεσημέρι…» («Εδώ έζησε η Καλυψώ!
… αλλά και γυναίκες εξόριστες», Ριζοσπάστης).
Τόπος εξορίας και μετά την Κατοχή
«Το νησί συνέχισε να είναι τόπος εξορίας και τα χρόνια του Εμφυλίου. Ηδη από τον Ιούνη του ’46 υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη πολιτικών εξορίστων στο νησί. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες, η συνεχής τρομοκρατία και το κυνηγητό κατά των αγωνιστών έχουν ως αποτέλεσμα το νησί της Γαύδου , όπως και τα υπόλοιπα νησιά, να γεμίσει με ακόμα περισσότερους εξόριστους. Η κατάσταση στη χώρα είναι αφόρητη για τους κομμουνιστές και αγωνιστές της εποχής (βιασμοί, εκτελέσεις, επιθέσεις, καταστροφές) και οι διωγμοί τους ανελέητοι.
Τον Αύγουστο του ’46, πάνω από 1.000 άτομα στέλνονται στην εξορία, μεταξύ τους πολλές γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Στις 27/8/46 γίνεται έκκληση μέσω του «Ριζοσπάστη» για αλληλεγγύη στους εξόριστους. Σε απάντηση στην έκκληση βοήθειας προς τους πολιτικούς κρατούμενους στη Γαύδο , η Εθνική Αλληλεγγύη Χανίων το Νοέμβρη του 1946 στέλνει 100 χιλιάδες δραχμές και υλική βοήθεια (τρόφιμα, φάρμακα, ρούχα, ιατρικά εργαλεία, οικιακές συσκευές κ.ά.) για την κάλυψη των αναγκών των εξορίστων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» στις 20 Νοέμβρη του 1946, στο νησί υπάρχουν 97 εξόριστοι, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Τότε, με άδεια της χωροφυλακής, αποφασίζουν να στείλουν εκλεγμένο εκπρόσωπό τους στην Κρήτη, με αφορμή την καθυστέρηση της άφιξης των προμηθειών στο νησί, αλλά και για να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους κρατουμένους. Ο εκπρόσωπος όμως δεν γίνεται δεκτός από την αστυνομία της περιοχής, η οποία αγνοεί τα αιτήματα των εξορίστων.
Τον επόμενο χρόνο η κατάσταση στο νησί επιδεινώνεται για τους κρατουμένους. Πολλοί από αυτούς πεθαίνουν και νέοι καταφτάνουν στο νησί. Ο αριθμός τους ανέρχεται στους 60 εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του 1947 οι κρατούμενοι διαμαρτύρονται μέσω ανταποκρίσεων στον «Ριζοσπάστη» για τη δημιουργία 2 στρατοπέδων σε 2 απομονωμένους και αποκλεισμένους μεταξύ τους χώρους. Στα στρατόπεδα αυτά δεν υπήρχε επικοινωνία των κρατουμένων, τόσο με το υπόλοιπο νησί, όσο και με τους κρατουμένους του άλλου στρατοπέδου. Οι συνθήκες ζωής τους ήταν πολύ δύσκολες γι’ αυτό και αναγκάζονται να καλέσουν σε βοήθεια.
Παρ’ όλες τις εκκλήσεις των κρατουμένων και το κύμα διαμαρτυρίας του λαού, εξόριστοι παρέμειναν στο νησί μέχρι και το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Το 1951, σύμφωνα με στοιχεία, παύουν πλέον να υπάρχουν κρατούμενοι στο νησί…» (Πηγή: Ριζοσπάστης)