Σολιδάκης Ιωάννης (Κυρλίμπας) , 1896 - 1980
«Για μένα οι μεγαλύτεροι και οι πιο γνήσιοι Κρητικοί καλλιτέχνες ήτανε και είναι ο Ροδινός με το Μπαξεβάνη, ο Λαγός και ένας που κατάγεται από τη Μαρωνιά τση Σητείας, αλλά δεν είναι και πολλά γνωστός, ένεκα του ότι δεν έχει βγάλει δίσκους. Ο καλλιτέχνης αυτός λέγεται Γιάννης Σολιδάκης ή Κυρλίμπας.»
Κώστας Μουντάκης
Γιάννης Σολιδάκης ήτανε το πραγματικό του όνομα, μα όλοι τον εγνωρίζανε και τον εφωνιάζανε με το καλλιτεχνικό ντου παρατσούκλι, ο Κυρλίμπας από τη Μαρνιά (=Μαρωνιά Σητείας). Η λέξη κυρλίμπας είναι μάλλον τούρκικη και, καθώς λένε, σημαίνει κασάπης. Το όνομα αυτό το κολλούσανε 'δά ύστερα και σε όσους παίζανε καλούτσικο βιολί ή λύρα σε διάφορα χωριά, όπως στο Χαντρά και στο Χαμέζι.
Ο Γιάννης Σολιδάκης εγεννήθηκε στη Μαρωνιά το 1896, όπου και μεγάλωσε κι επαντρεύτηκε την Κατερνιά, μια καλόκαρδη και υπομονετική γυναίκα από το σόι των Περάκηδω τση Συκιάς, που ήταν ερχομένοι από την Κάσο. Από το γάμο ντως αποχτήσανε δυο κόρες κι ένα γιο, την Ερμιόνη, το Βαγγέλη και τη Μαρία.
Ο Κυρλίμπας από μικρός είχε μέσα ντου το καλλιτεχνικό μικρόβιο. Είχε ένα πάθος αμέρευτο, που τον ακολουθούσε σε όλη ντου τη ζωή. Σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρονώ ήτανε ξετελεμένος (=ολοκληρωμένος) λυράρης, ένας λυράρης που έπαιζε στα πανεγύργια και στσι παρέες εξίσου όμορφα όπως επαίζανε ο Φοραδάρης και ο Καλοχωριανός. Σ' ένα γλέντι, λέει, στσι Τουρτούλους, με τα κοντά πατελονάκια όπως ήτανε και που τα πόδια ντου δεν εφτάνανε στο κουρλί τση καρέκλας, ένας γέρος τού 'πε: «Εσύ, μωρέ παιδί μου, κουζουλαίνεις με τη λύρα σου ακόμη και τσι γράδες!» (=τις γριές).
Τα πρώτα ντου μουσικά ακούσματα ο Κυρλίμπας τά 'χε, όπως μού 'πε μια φορά, από τον παππού μου το λυράρη Νίκο Κωσταντουράκη και από το Φοραδάρη, μα και από τον πατέρα ντου τον Παναγιώτη, που ήπαιζε κι εκείνος θιαμπόλι και ασκομαντούρα, που του τά 'χε μάθει ένας Τούρκος στην Τουρλωτή, απ' όπου και καταγόταν.
Με τον καιρό και μια που δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια πολλοί κατασκευαστές μουσικών οργάνων, εντάκαρε (=άρχισε) ο ίδιος να σάζει λύρες, βιολιά, κιθάρες και νταούλια και με αυτά να τροφοδοτεί και τσι άλλους οργανοπαίχτες. Συγχρόνως με αυτή ντου τη δραστηριότητα, εξασκούσε και το επάγγελμα του κουρέα, στην αρχή μέσα στο καφενείο του Μάρκου και ύστερα στο σπίτι ντου, στη μεσογειτονιά τση Μαρνιάς. Ο Κυρλίμπας ήκανε και τον κυνηγό, ερασιτεχνικά βέβαια, γιατί ποτέ ντου δεν είχε σκύλο. Μα, όπως ήλεγε πολλές φορές ο ίδιος, ποτέ ντου δεν εγιάερνε (=επέστρεφε) από το λαγό με άδειο το σακούλι. Γιάντα; Γιατί πότε το γέμιζε ντομάτες και αγγούρια και πότε σταφύλια, ρόγδια, σύκα ή αχλάδια. Ήκοβγε δηλαδή το μυαλό ντου και, μια που ήκοβγε ο νους του, ήσαζε και αλέτρια για τσι νεσπέρηδες (=γεωργούς), όπως και κοντάκια για τα ντουφέκια των κυνηγώ. [...]
Η απαλότητα στο δοξάρι του Κυρλίμπα, που το πλαισιώνανε τσι πιο πολλές φορές τα γερακοκούδουνα, η γλυκιά εναλλαγή των ήχων και η χρονική πιστότητα στσι κοντυλιές, στα συρτά, στα νησιώτικα και στον πηδηχτό μοιάζουνε σα νά 'ναι, όπως θά 'λεγε κανείς υμνογράφος, «φλεγόμενες βολίδες ουράνιας χοροστασίας».
Ο ίδιος σπανίως τραγουδούσε. Σε μια κασέτα, γραμμένη από παρέα, λέει μια μοναδική μαντινιάδα:
Δακρύζω με παράπονο, στέκω και συλλογούμαι,
γιατ' είναι όλα ψεύτικα σ' αυτό τον κόσμο απού 'μαι.
Ο Κυρλίμπας το 1966 ανέβηκε στην Αθήνα με το Δερμιτζογιάννη κι εβγάλανε ένα δισκάκι με δυο κοντυλιές. Στη μία απ' αυτές ακούγονται οι μαντινιάδες (τραγουδεί ο Δερμιτζογιάννης) [...]
Ο Κυρλίμπας ήτανε γεννημένος καλλιτέχνης. Από τη νεότητά ντου μέχρι την ηλικία των 70 χρόνων εσκάλιζε τα ξύλα με τα πρωτόγονα μέσα για να κατασκευάζει μουσικά έγχορδα όργανα και να τα παίζει το χειμώνα δίπλα στην παραστιά (=τζάκι) και το καλοκαίρι στην αυλή ντου κάτω από την ασκιανιάδα τση σκιάς (=τον ήσκιο της συκιάς). Αγροτικές ασχολίες δεν είχε. Ενα λιοφυτάκι με εννιά ρίζες ελιές όλο κι όλο στου Μαρμάρη και από αυτό ήβγανε το λάδι τση χρονιάς.
Σαν άθρωπος είχε σωστές και επαναστατικές για εκείνη την εποχή αντιλήψεις. Υποστήριζε την αριστερή παράταξη και ήθελε μια μέρα να δει τον κόσμο, λέει, «σωστό και δίκαιο». Ήπαιρνε και εδιάβαζε καθημερινά την «Αυγή» και ήτανε κατατοπισμένος στα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα όσο δεν ήτανε κανείς άλλος. Η κάθε του απάντηση, λακωνικότατη και σωστή, αποτελούσε για μας τσι νεώτερους ηθικό δίδαγμα.
Ήτανε προσηλωμένος στα παλιά μουσικά ακούσματα σε τέτοιο σημείο, που πολλές φορές εξοργιζότανε αν τού 'λεγε κανείς νεαρός να του παίξει ταγκώ ή βαλς. Σ' αυτές τσι περιπτώσεις, όντε του ζητούσανε να παίξει τα λεγόμενα ευρωπαϊκά, ξενόφερτα και απαράδεκτα γι' αυτόν, απαντούσε: «Να πάτε να σας τα παίξει ο Ξενοφός!» Ο Ξενοφών, Σακαλάκης το επίθετο, ήτανε συγχωριανός μας και ήπαιζε κι αυτός βιολί, μα δεν εταιριάζανε, γιατί άλλα ήπαιζε ο ένας και άλλα ο άλλος.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Κυρλίμπα από κοντά και οι θύμησες από τα βιώματα εκείνου του καιρού είναι ανεξίτηλες. Τότε μου κάνανε τρομερή εντύπωση τα γεμάτα στωικότητα λόγια ντου, με το σοβαρό και επιβλητικό ύφος που τά 'λεγε και που ήτανε πλημμυρισμένα από παραδείγματα και προνοητικότητα, μια προνοητικότητα που επαληθεύτηκε μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια. «Θα νά 'ρθει μια μέρα» ήλεγε «που θα κάθεσαι στην πολυθρόνα, θα ξανοίγεις (=κοιτάζεις) το ραδιόφωνο και δα θωρείς τσι αθρώπους μέσα να χορεύγουνε και να τραγουδούνε.» «Μην το ξανοίγετε» ήλεγε «το τηλέφωνο που εβαλανε ατά 'πό πάνω, στου Μανιαδάκη το καφενείο, εκειονά δεν είναι πράμα (=τίποτα), εκειανά που θα κρατούνε οι αθρώποι παραμάσκαλα και δα παίρνουνε τηλέφωνο από τσι στράτες (=τους δρόμους), εκειάνα να θωρείτε! Ακόμη και στα λιόφυτα όντε δα πηγαίνουνε δα τά 'χουνε κρεμασμένα στσι κοκάλους (=στη μέση τους) και δα γροικάς το ντιν!» Όπερ και εγένετο.
Το 1967, που επρωτοπήγε το ρεύμα στη Μαρνιά, ο Κυρλίμπας είχε πει: «Ετούτονέ το φως δα μας εποστραβώσει. Δά 'ρθει μια μέρα, και να τ' ανεστοράστε (=να το θυμάστε), πως δα δουλεύγετε για να πληρώνετε το φως και τα τηλέφωνα.»
Για το γάμο ήλεγε πολλές φορές: «Ο γάμος είναι ένας λάκκος γεμάτος πηλά (=λάσπες), που όποιος είναι απόξω γλακά να δώσει μέσα κι όποιος είναι μέσα ξανοίγει πώς να πορίσει όξω.» Και για τα κοπέλια είχε τη σχετική ντου θεωρία: «Κανένα κοπέλι δεν καταλαβαίνει πόσο τ' αγαπούνε οι γονέοι ντου. Το καταλαβαίνει άμα θα πάει με το δικό ντου το ντουρβά στο μύλο» (=δηλαδή όταν θ' αναλάβει τις ευθύνες για δικό του σπιτικό). Τα δυο τελευταία χρόνια τση ζωής του ο Κυρλίμπας τα πέρασε στο σπίτι τσ' Ερμιόνης (τση κόρης του) στην Πάνω Πισκοπή.
Μια μέρα που επήγα να τόνε δω, μού 'πε: «Αντε να με πας στη Μαρνιά με το αυτοκίνητο, να σου δώσω κείανά τα εργαλεία, γιατί άμα ψοφήσω δα τα πετάξουνε. Εσύ μπάρεμου, δα τα φυλάξεις και δα με σπολλατίζεις» (=θα μ' ευχαριστείς –από την παλαιά έκφραση "πολλά τα έτη"). Επήγαμε στο χωριό, μού 'δωσε κάτι σκαρπέλα, ένα σάρακα, ένα σφυράκι, δυο γλύφτες που ήδειαζε τσι λύρες, και πεντέξε βιδόνια. Α, και ένα καλούπι για κιθάρες. Στο γυρισμό μου λέει: «Εγώ, Γιαννιό, αποκωλώνω (=στρίβω στη γωνία, δηλαδή «φεύγω»), μόνο εσείς οι νέοι να κάνετε το σταυρό σας να βγει του χρόνου πρωθυπουργός ο Παπαντρέου, μα, και κειοσάς να κυβερνήσει, δα τα καταφέρει σ' έργου του Θεού δυο τρία χρόνια κι ύστερα τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου!»
Αυτά ήτανε και τα τελευταία λόγια που ήκουσα από το στόμα του Κυρλίμπα. Μετά από κάμποσες μέρες εποχαιρέτηξε την Πάνω Πισκοπή και εκείνους τσι καλοσυνάτους αθρώπους, για να πάει στο κοιμητήρι τση Μαρνιάς και να θρονιαστεί στον ίδιο τάφο με τη γυναίκα ντου την Κατερνιά, σε ηλικία 84 χρονώ. Ήτανε 26 Φεβρουαρίου του 1980.
Του Γιάννη Κριτσωτάκη, (επιμέλεια για το www.cretan-music.gr, Θοδωρής Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr