Την Κρήτη που είναι η περιοχή η οποία χαρτογραφήθηκε περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες περιοχές του ελληνικού χώρου, με χάρτες και τοπογραφικά σχέδια από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα, χαρτογράφησε και παρουσίασε στο κοινό του Ρεθύμνου, ο πρέσβης επί τιμή, Χρήστος Ζαχαράκις, σε ειδική εκδήλωση που έγινε το απόγευμα της Πέμπτης στο ιστορικό και λαογραφικό μουσείο, από τον σύλλογο φίλων του μουσείου.
Θέμα της εκδήλωσης ήταν «η χαρτογραφία της Κρήτης» και ο κ. Ζαχαράκις, που έχει μάλιστα βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το συγγραφικό του έργο σχετικά με την έντυπη χαρτογραφία του ελληνικού χώρου που περιλαμβάνει και ιδιαίτερο τόμο αφιερωμένο στην χαρτογράφηση της Κρήτης, μίλησε στους παρευρισκόμενους για την ενασχόλησή του με την έντυπη χαρτογραφία του ελληνικού χώρου τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο ίδιος μάλιστα αποκάλυψε πως αρχικά ξεκίνησε ως συλλέκτης χαρτών της Κρήτης, ενώ στην συνέχεια ασχολήθηκε και με το ερευνητικό μέρος.
«Στο συλλεκτικό κομμάτι -είπε χαρακτηριστικά- έκανα συλλογή χαρτών της Κρήτης. Μιλάμε για έντυπους χάρτες από τον 15ομέχρι τον 19ο αιώνα. Έγραψα και ένα βιβλίο για την Κρήτη ειδικά, που είχε μεγάλη επιτυχία και αφορούσε στην χαρτογράφηση της Κρήτης. Μάλιστα το βιβλίο μου αναφέρεται ειδικότερα στην εξέλιξη του χαρτογραφικού περιγράμματος της Κρήτης, το οποίο διαχρονικά εξελίχθηκε από κάτι πολύ πρωτόγνωρο στην σημερινή περίπου ακριβή απεικόνιση».
Πώς όμως εξελίχθηκε το χαρτογραφικό διάγραμμα της Κρήτης; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό ο κ. Ζαχαράκις τόνισε ότι αυτό εξελίχθηκε με την τεχνολογία, η οποία συν το χρόνο επέτρεπε στους χαρτογράφους να έχουν μια καλύτερη ιδέα του θέματος κάνοντας τον περίπλου του νησιού. «Ωστόσο, βοήθησαν πολύ και οι βενετοί χαρτογράφοι κατά την διάρκεια της ενετοκρατίας, οι οποίοι και χαρτογράφησαν όχι μόνο τις ακτές, αλλά και το εσωτερικό του νησιού και όπως όλοι οι χάρτες -όχι μόνο της Κρήτης- οι πρώιμοι χάρτες ας πούμε, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα», σχολίασε χαρακτηριστικά.
Ο Χρήστος Ζαχαράκις, που κατάγεται από την Αρχαία Ελεύθερνα έχει διατελέσει πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο, στο ΝΑΤΟ, στο Λονδίνο, στην Ουάσινγκτον και στον ΟΗΕ. Μάλιστα όπως ανέφερε μεταξύ άλλων στην διάρκεια της εκδήλωσης, όταν τοποθετήθηκε για πρώτη φορά στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη το 1964, ήθελα να πάρει μαζί του κάτι από την Ελλάδα. Έτσι -όπως είπε- πήρε δύο χάρτες. Έναν παλιό χάρτη της Κρήτης και έναν της Ελλάδας. «Από κει και πέρα σιγά - σιγά με τα χρόνια έγραψα δυο - τρία βιβλία. Έγραψα επίσης, τον κατάλογο με 50 χιλιάδες λήμματα για την χαρτογραφία της Ελλάδος και έπεται και συνέχεια», σχολίασε με νόημα.
Επίσης, αποκάλυψε ότι ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες κρητικών χαρτών, είναι ο συμπολίτης μας και αντιδήμαρχος Ρεθύμνου, Μίνωας Αλεφαντινός, τον οποίο ο ίδιος μύησε.
Φαλή Βογιατζάκη: «Πολύτιμη η προσφορά του Χρήστου Ζαχαράκι στο μουσείο»
Εν τω μεταξύ, αναφερόμενη στην μεγάλη προσφορά του ομιλητή στο ιστορικό και λαογραφικό μουσείο Ρεθύμνου, η πρόεδρος του κα Φαλή Βογιατζάκη, τόνισε μεταξύ άλλων και τα παρακάτω: «Τον ευχαριστούμε και για τη συμβολή του στο έργο του μουσείου: στην αναγνώριση των παλαιών χαρτών που διαθέτουμε: των μεγάλων χαρτογράφων Ortellius, Lasor, Alagna, Merkator, De Wit, Dapper, Coroneli, που είναι εκτεθειμένοι στο μουσείο μας.
Είναι μεγάλη η ομορφιά που μας χαρίζει σήμερα η μελέτη ενός παλαιού χάρτη με την επιστημονική και ιστορική σημασία του και την πρωτοτυπία του. Και είναι ωραίο το ταξίδι που μας προσφέρει η χαρτογραφία μέσω των τομέων της ιστορίας, της τέχνης και της επιστήμης. Το θέμα του Χρ. Ζαχαράκι είναι «Η χαρτογραφία της Κρήτης». Της Κρήτης που είναι η περιοχή που χαρτογραφήθηκε περισσότερο από όλες τις περιοχές του ελληνικού χώρου, με χάρτες και τοπογραφικά σχέδια από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα».
Επίσης, η κα Βογιατζάκη παρουσίασε στους παρευρισκόμενους και ένα σύντομο βιογραφικό του Χρήστου Ζαχαράκι, σημειώνοντας τα εξής: «Ο ομιλητής μας, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939, υιός του Στρατηγού Γεωργίου Ζαχαράκι από την Αρχαία Ελεύθερνα (πρώην Πρινέ) Μυλοποτάμου Ρεθύμνου. Αποφοίτησε από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1962 και μετά από μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών εισήλθε στην Διπλωματική Υπηρεσία το 1964.
Μεταξύ άλλων εθήτευσε πρέσβυς της Ελλάδος στην Κύπρο, το ΝΑΤΟ, την Ουάσιγκτον, τον ΟΗΕ και το Λονδίνο και διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών. Το 1999 εξελέγη ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μετά την λήξη της θητείας του το 2004 ιδιωτεύει και πέραν των απομνημονευμάτων του έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το συγγραφικό έργο του σχετικά με την έντυπη χαρτογραφία του Ελληνικού χώρου,- που περιλαμβάνει και ιδιαίτερο τόμο αφιερωμένο στην χαρτογράφηση της Κρήτης. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων διακρίσεων, με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικος και τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας».