Κεραζώζα, σαν να λέμε κερά Ζωή, ζάχαρη!» - Ένα διήγημα της Ζωής Δικταίου - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Κεραζώζα, σαν να λέμε κερά Ζωή, ζάχαρη!» - Ένα διήγημα της Ζωής Δικταίου

Είχε έρθει για τις διακοπές ο Χάρης. Μόλις έκλεισαν τα σχολεία οι γονείς του, τού είχε κάνει το χατίρι και τον έφεραν την ίδια κιόλας μέρα στον παππού. Στο χωριό μπορούσε να απολαύσει το παιχνίδι, την εξοχή και τη θάλασσα χωρίς περιορισμούς και πάντα με τη χαρά και την προσμονή της καινούριας εμπειρίας. Δεν χρειάστηκε να τον παρακινήσει ποτέ κανείς για να πάει. Ας ήταν κάπως απομονωμένο το χωριό στην άλλη άκρη στα δυτικά της Κρήτης. Τον ενθουσιασμό τον είχε από τη φύση του γι’ αυτό και το κλειδάκι της καρδιάς, αφού περνούσε το Τοπολιανό φαράγγι που τού έκοβε την ανάσα με τους θεόρατους βράχους και τους απότομους γκρεμούς, μόλις κατηφόριζε  στο δάσος με τις καστανιές και τις καρυδιές, άνοιγε πάντα με σιγουριά τούτη την πόρτα της προτίμησης του μικρού χωριού. Η μεγάλη πόλη και το διαμέρισμα δεν του άρεσαν τόσο.

        Με το που έφτανε, κρεμούσε το φαναράκι της φαντασίας του στη μέση της αυλής και περίμενε ν’ ακούσει το φεγγάρι να τρέχει ανάμεσα στα κέδρα στους αμμόλοφους στο Ελαφονήσι και τις πατημασιές του νερού πάνω στην πέτρα. Στο χωριό ήταν αλλιώς. Μπορούσε να βλέπει όλον τον κόσμο μέσα από το χρωματιστό γυαλί της ψυχής κι έτσι τα έβλεπε όλα πιο όμορφα.

       Την άλλη κιόλας μέρα σηκώθηκε από νωρίς. Άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα μελένια μάτια, τέντωσε τα χέρια του σαν πουλί έτοιμο να πετάξει και δεν χόρταινε να κοιτάζει όσα η φύση και ο μακρινός ορίζοντας του φανέρωναν. Ανάσαινε ολόφρεσκη τη μυρωδιά του λεμονανθού και του κίτρου που ερχόταν από τα περιβόλια στο χαμήλωμα του λόφου πέρα προς τη θάλασσα. Μα και η μυρωδιά της κανέλας, αλλά και του αχνιστού ψωμιού από τον ξυλόφουρνο της κυρίας Ερασμίας της φουρνάρισσας δεν τον άφηνε αδιάφορο. 
       Έκλεισε τα βλέφαρα και κάλπασε με τη φαντασία του σαν άλλος ιππότης του παραμυθιού από το βαθύ τ’ ουρανού, στο πολύ της αγάπης κι ακόμη πιο μακριά.

       Η δόξα της ανατολής του ήλιου βρίσκει παππού και εγγονό στο αμπέλι, μια ώρα δρόμο από το σπίτι. Οι βελανιδιές ολόγυρα συναγωνίζονται θαρρείς πια θα φτάσει ψηλότερα. «Οι θάμνοι πιο φουντωμένοι από όσο ήταν πέρυσι», παρατηρεί ο Χάρης. «Και συ πιο ψηλός, πέταξες μπόι», του αντιγυρίζει ο παππούς. Οι βερικοκιές ολάνθιστες έτοιμες να κλέψουν τις εντυπώσεις. Το τοπίο με την πρωινή δροσιά λάμπει στο ανοιξιάτικο φως. 

Φωτογραφία: Σπύρος Μπάντιος

      Το φως τρεμόπαιζε στο πρόσωπο του, έτσι όπως ξέρει μόνο το φως κι έφεγγε ολόκληρος ο Χάρης, σαν άλλος ντροπαλός λεμονανθός όταν ξοδεύεται μια ηλιαχτίδα πάνω του.

     «Το φως, που τρεμοσβήνει και του αρέσει να παίζει με την αθωότητα μέσα και έξω από τα ματοτσίνορα και αγαπά να μεταμορφώνει τα ασήμαντα σε σπουδαία, να κάνει τον κόσμο να βλέπει τον καλύτερο του εαυτό και να ορίζει τη στέγη της αγάπης ψηλά, στα ψηλότερα δώματα τ’ ουρανού. Το φως, αυτό που έρχεται για να μας συναντήσει, αυτό που χωρίς το ταξίδι δεν μπορεί να υπάρξει, που κοιτάζει μέσα μας και ξέρει, που δεν κουράζεται και δεν παλιώνει και δεν φυλακίζεται, μένει όμως σ' ένα χαμόγελο», έτσι θυμάται πως σχολιάζει το φως ο παππούς.
      Χαμογελάει και συνεχίζει την αναπόληση στα λόγια του παππού: «Το φως στο βλέμμα, αυτό που δεν ξέρει τι είναι ψέμα, παρά μονάχα διαβάζει και διαβάζεται για την αλήθεια». Αυτό το φως πρόσκληση ακριβή και στα μάτια του Χάρη που ανοιγοκλείνουν λαίμαργα για να κλείσουν μέσα τους τη μαγεία της φύσης.

     Και είναι αλήθεια πως κάνει παιχνίδι, όταν σμίγει σε σταγόνες με τη χαρά της ξαφνικής βροχής, παιχνίδι της φύσης προορισμένο να δώσει τη συγκίνηση της καινούριας εμπειρίας με χρώματα όταν χαμηλώνει ο ουρανός. 

         Ένα  ουράνιο τόξο, λίγα χωράφια κι αμπέλια πιο κάτω, γεφύρωσε με επιβλητικότητα τη στεριά με τη θάλασσα. Τι ακριβή κορνίζα από χρώμα και πώς καταφέρνει τόσο απλά να στολίζει τα πάντα, δέντρα, χωράφια, το βουνό, τον κάμπο, τη θάλασσα, τις βάρκες, τα σπίτια, ακόμη και τις μαυρισμένες καμινάδες!

    -Παππού, παππού! Κοίταξε παππού! είπε δυνατά το παιδί και μια γλύκα  ενθουσιασμού ρόδισε στα μάγουλα.

   -Τι είναι γιε μου; απόρησε ο γέρος και σηκώνοντας τα μάτια από τη φρεσκοσκαμμένη γη, έψαχνε με το βλέμμα ίσαμε πέρα στο σμίξιμο της βουνοκορφής και του συννεφιασμένου ορίζοντα, να δει.

  -Ένα ουράνιο τόξο, παππού, νάτο εδώ, εδώ κοντά μας.

  -Πού είναι γιε μου; Πού είναι η Κεραζώζα; ρώτησε δήθεν ανυποψίαστα τρίβοντας τα βλέφαρα εκείνος.

  -Πώς τό ’πες αυτό παππού;

  -Κεραζώζα, παιδί μου. Κε - ρα - ζώ – ζα  συλλάβισε και γέλασε πλατιά σαν έφηβος που καμαρώνει μπρος στον καθρέφτη ψηλαφίζοντας το χνούδι στ' απανωχείλι του.

   -Κεραζώζα, επανέλαβε ο Χάρης με έκπληξη την καινούρια λέξη και  έδειξε με το χέρι του νοτιοδυτικά του λόφου.

   Ένα κοτσύφι πέταξε μέσα από τις φυλλωσιές του κισσού αναζητώντας άλλο καταφύγιο. Άνοιξε τα φτερά, πήρε το ρίσκο του και φρρρρ, καρφί για την Κεραζώζα. Αγκάλιασε ο γέρος τον μικρό στοργικά. Τα χέρια του, έσφιξαν το παιδί με αγάπη, με καλοσύνη. Τα χέρια που  μ' ευλάβεια έσκαβαν το χώμα, με την ίδια ευλάβεια άγγιζαν τα λουλούδια, τα δέντρα και τη ζωή που βλάσταινε απ’ αυτό, γιατί από το χώμα ζωντανεύουν όλα, «αφού αυτό ήταν, είναι και θα είναι πάντα, η προίκα και η μοίρα, του ανθρώπου και του κόσμου», θυμάται μόλις αισθάνεται το σφιχταγκάλιασμα.
.
       Γνώριζε ο κυρ Δαμιανός να μοιράζεται και να δίνει αγάπη. Γονάτισε χαμηλώνοντας την περήφανη κορμοστασιά και ήρθε ίσα με το μπόι του παιδιού. Το κοίταζε συλλογισμένος, σα να γύρευε χρόνο, σα νά ’ψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, να δει πώς  και από πού θ’ άρχιζε την κουβέντα.

   -Βοήθα κι εσύ από τα ψηλά, βοήθα λιγάκι, γερνώ και νερουλιάζει το μυαλό μου, άντε ντε, τι κάνεις γέρασες μού φαίνεται και δεν ακούς, άντε κι είναι τούτο το πιο τρυφερό και το πιο ακριβό βλαστάρι που έχουν αγγίξει τα χέρια μου. Ψιθυρίζει θαρρείς σε κάποιον αόρατο σύντροφο, γείτονα ή συνοδοιπόρο και σπάει εκείνη η σιωπή που είχε προηγηθεί.

   Παππούς και εγγονός γίνονται ένα. Τέτοιες στιγμές νιώθουν πως ανακαλύπτουν τη μυθική ανάγνωση του κόσμου πότε στο πλακόστρωτο της μικρής αυλής και πότε στο φρεσκοσκαμμένο χώμα και γεύονται τη χαρά στα μικρά και απλά πράγματα. Το ουράνιο τόξο, η Κεραζώζα, όπως το λένε πια και οι δυο τους, υψώνεται ως τον ουρανό μπροστά τους.

   -Σπουδαία τοξωτή γέφυρα καλογραμμένο μου, σπουδαία, έτσι θά ’ναι όλες και οι μικρές κι οι μεγάλες πύλες της μεγάλης πολιτείας στον καιρό της αγάπης.

    -Μ' αρέσει, να σ' ακούω παππού, μ' αρέσει.

    Συλλογίζεται ο γέρος, ρουφώντας βαθιά το μυρωμένο αεράκι που φτάνει μέσα από τις φυλλωσιές. Δε ζορίζει όσα του φέρνει ο νους. Δεν βιάζεται. Να περάσουν οι σκέψεις και από το κόσκινο της καρδιάς. Ύστερα, με κινήσεις αργές, σιγά-σιγά, βγάζει από την τσέπη το μαντήλι του, αυτό με το ασπροκέντημα και το καλλιγραφικό μονόγραμμα στη γωνία, ένα κατακόκκινο κεφαλαίο άλφα. Μια ιδέα αστράφτει στο μυαλό του. Σηκώνεται χαμογελώντας κι έπειτα κλείνει απαλά τα μάτια του παιδιού με το μαντήλι, όπως όταν παίζουν τυφλόμυγα.

   -Να είσαι λυπημένος να κοιτάξεις τούτη τη μεγάλη γέφυρα και να ξεχάσεις τη λύπη σου. Να την θαυμάσεις και ν’ αρχίσεις να τραγουδάς κι ας νόμιζες πως δεν ξέρεις. Να κάνεις μια ευχή για τους φίλους σου και να σου γυρίζει χίλιες. Αυτό είναι. Προσπάθησε να δεις την Κεραζώζα αλλιώς, να έτσι, με κλειστά μάτια, έσκυψε και του ψιθύρισε.

   -Μα πώς, πώς γίνεται; Ρώτησε και ξαναρώτησε. Πώς παππού;

   -Μπορείς, τα ίδια θαύματα που βλέπεις μπροστά στα μάτια σου, να τα δεις και πίσω από αυτά. Μπορείς. Άφησε λεύτερη τη σκέψη σου, να τριγυρίσει και να σεργιανίσει παντού, όπου αγαπάει η καρδιά κι όπου σε πάει σαν αστραπή ο νους.

    -Δύσκολο δεν είναι; Ρωτά με κάποια διαμαρτύρηση ο μικρός.

    -Όλες οι προσπάθειες είναι δύσκολες, μα μόνο στην αρχή, ενθάρρυνε το παιδί, καλοσυνάτα. Στην αρχή μπορεί να δυσκολεύεσαι, μα κατόπιν, όταν θ’ ανοίγει μια χαραμάδα φως μέσα σου, με τα μυστικά τα μάτια της ψυχής θα βλέπεις όσα τα άλλα τα χωματένια δε μπορούν να δουν. Άιντε Χαρούλη, κάμε μια ευχή για όλο τον κόσμο, όσο κρατάει ακόμα η Κεραζώζα και πάρε τα χρώματα, τα δικά της χρώματα να φτιάξεις ζωνάρι μεταξωτό και μ’ αυτό να δέσεις τη ζωή και την αγάπη. Η Κεραζώζα είναι η γέφυρα της αγάπης, λέει ο κυρ Δαμιανός και κλείνει και τα δικά του μάτια.

     Ευχαριστιέται με την αγνότητα και την προσπάθεια του παιδιού. Ευχαριστιέται και καμαρώνει. Το χαμόγελο φέρνει με την ευκολία μιας αναπνοής το τραγούδι στα χείλη. Ξεχειλίζει η βαθιά αντρίκια φωνή μνήμες αγαπημένες και λόγια παλιά. Σμίγει το τραγούδι με την ανασεμιά της γης από το νοτισμένο χώμα και τα χρώματα της Κεραζώζας. Σφαλιστά κρατεί κι εκείνος τα ματοτσίνορα. Σφαλιστά για να αισθάνεται τα θαύματα και αρχίζει παραμύθι:

      «Μια φορά παιδάκι μου, λέγανε οι παλιές, οι άγραφες ιστορίες, μια φορά, η κερά Ζωή, πήρε τη μεγάλη ξύλινη σκάφη, έβαλε το προζύμι, το λάδι, το ζεστό νερό, το αλάτι, τα δαφνόφυλλα, τα μπαχάρια και το σταρένιο αλεύρι και είπε να ζυμώσει εφτάζυμα για όλο τούτο το χωριό. Τέτοιο τάμα είχε κάνει σ’ εκείνο το φεγγάρι πού ’χε κατέβει απ’ το φαράγγι και της είχε χαριστεί στο γιαλό. Πρωί ήτανε ακόμη, όταν τράβηξε το εφτάριγο σεντόνι κι είδε με χαρά το ζυμάρι της, νά ’χει φουσκώσει και να μουρμουρίζει φλίτς, φλίτς και φλιούτς. Φούσκωσε και το στήθος της από περηφάνια. Τόσο προκομμένη νοικοκυρά δεν είχε άλλη. Σήκωσε τα μανίκια ως τους αγκώνες, πήρε από το σακί κι άλλο αλεύρι, έριξε ακόμη λίγο νερό, έσκυψε πάνω από τη σκάφη πήρε δυο βαθιές ανάσες, έφερε άλλη μια φορά βόλτα τη ζύμη, η έκτη ήτανε, η πιο κουραστική.

       Είπε να ξαποστάσει, να πάρει μια ανάσα και μετά ν’ αρχίσει να πλάθει τα κουλούρια. Έβαλε ένα ποτήρι νερό, έριξε ένα κόμπο χιώτικη μαστίχα, πήρε να το πίνει γουλιά-γουλιά, μέχρι να μοσχοβολήσει το στόμα της, να της πετύχουν τα κουλούρια, έτσι της είχε μάθει η μάνα της, πως και η αναπνοή έχει τη σημασία της για να βγει η ζύμη καλή και να μοσχοβολήσει. Εκεί λοιπόν που καθόταν και περίμενε, χασμουρήθηκε μια, χασμουρήθηκε δυο, χασμουρήθηκε τρεις, ματιασμένη ήτανε, δεν άργησε πολύ, την έπιασε νύστα!

        Όσο να το καταλάβει έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Κι είδε στ’ όνειρό της, πως όλοι μικροί και μεγάλοι στο χωριό κρατούσαν ένα εφτάζυμο σουσαμένιο κουλούρι στα χέρια και είχαν μεγάλη χαρά, όλοι, εκτός από ένα κοπελάκι με σγουρά μαλλιά και φεγγαρένιο πρόσωπο που δε χαίρονταν. Αυτό, μύριζε το κουλούρι  κι όλο  ζάρωνε τα φρύδια και ξίνιζε τα μούτρα του.

        Στον ύπνο της ακόμη ανοιγόκλεισε με περιέργεια τα ρουθούνια. Κάτι ξαφνικά της χάλαγε τη χαρά και τ’ όνειρο. Κάτι πολύ ξινό, συλλογίστηκε και πετάχτηκε σαστισμένη σαν ελατήριο πάνω.  Έριξε με τις χούφτες νερό στο πρόσωπο κι όταν ξύπνησε για τα καλά, κατάλαβε πως η ζύμη της, είχε πάρει να ξινίζει.

       Ξανακάθισε στο σκαμνί κι έβαλε τα κλάματα. Τόσο ντράπηκε για τον εαυτό της και το πάθημά της. Εκείνη την ώρα, έτυχε και πέρασε μια ηλιαχτίδα από το φεγγίτη και στάθηκε σ’ ένα δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλο της. Η ηλιαχτίδα ήξερε ένα μυστικό για να διορθώσει το κακό που είχε γίνει στη ζύμη, μα δεν μπορούσε να το μαρτυρήσει μοναχή της, δεν είχε δικαίωμα να το κάνει χωρίς αντάλλαγμα. Η κερά Ζωή συνέχιζε να κοιτάζει τη σκάφη της και να κλαίει. Τόσο πολύ έκλαψε που ήταν θαρρείς κι έβρεχε. Η ηλιαχτίδα δεν έφευγε, εκεί κρεμασμένη στο φεγγίτη. Την είχε λυπηθεί τόσο που τρεμόσβηνε. Τότε, για καλή της τύχη φύσηξε η Όστρια. Χτύπησαν τα παραθυρόφυλλα, άνοιξαν τα τζαμένια διάπλατα, ξεχύθηκε μέσα στο σπίτι η ζεστή πνοή της, πήρε γι’ αντάλλαγμα τα δάκρυα τα σκόρπισε παντού και μαζί με τα δάκρυα πήρε και το εφτάριγο σεντόνι, που αφού φούσκωσε με θόρυβο πάνω από τη σκάφη, μετά πέταξε σαν πουλί.

        Σηκώθηκε η κερά Ζωή τρίβοντας τα μάτια της. Σώσε τη ζύμη μου και τη χαρά των ανθρώπων μου, παρακάλεσε από την καρδιά της, όλοι οι άνθρωποι του χωριού ήταν οι δικοί της άνθρωποι. «Κερά Ζωή ζάχαρη», πρόλαβε και της μαρτύρησε το μυστικό η ηλιαχτίδα πριν χαμηλώσει ένα σύννεφο και την κρύψει. «Κερά Ζωή ζάχαρη», επανέλαβαν με αγωνία τα δάκρυα που είχαν γίνει βροχή κι εκείνο το εφτάριγο σεντόνι, μόλις ξέφτισε λίγο το σύννεφο κι έφεξε, γύρισε πίσω κι έγινε εφτάχρωμη γέφυρα πια και ένωσε τη σκάφη, με την πλατεία του χωριού. Και φύσαγε ζεστές πνοές η Όστρια στις καρδιές των ανθρώπων.

       Έτρεξε η κερά Ζωή στο κελάρι, πήρε δυο χούφτες ζάχαρη, τη σκόρπισε στη σκάφη και βάλθηκε να διορθώσει το λάθος της. Αυτή ήταν η έβδομη φορά που έφερνε βόλτα τη ζύμη. Κι όσο μετά έπλαθε τα κουλούρια στο σοφρά, για να μην το ξεχάσει ποτέ, έλεγε και ξανάλεγε: «κερά Ζωή ζάχαρη». Από τις πολλές φορές που τό ’πε μπέρδεψε τα λόγια της και λίγο από τη φούρια της και πιο πολύ από τη χαρά της που διορθωνόταν το λάθος της, στο τέλος έφαγε κάτι συλλαβές κι όλο, «Κεραζώζα, Κεραζώζα, Κεραζώζα», έλεγε τραγουδιστά. Άκουσαν και στην πλατεία τούτη τη λέξη και την πέρασαν για καινούριο τραγούδι. Κι όταν σήκωσαν τα μάτια και είδαν τούτη την γέφυρα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τόσο πανηγύρι με μια λέξη μόνο και με τη μυρωδιά του εφτάζυμου που είχε αρχίσει ύστερα από ώρα να ψήνεται. Και σού λέει, πως εκείνη τη μία και μοναδική φορά όλα τα παιδιά του χωριού είχαν σκαρφαλώσει πάνω στην Κεραζώζα κι έβλεπαν από κει πάνω με την καρδιά τους, τα θέλω της ζωής και τα μπορώ του κόσμου.

       Από τότε και μετά, το εφτάριγο υφαντό σεντόνι έρχεται κάθε φορά που πρέπει να διορθωθεί ένα λάθος, έρχεται με μια ηλιαχτίδα και με τη βροχή κι όπως το φυσά η Όστρια ψιθυρίζει το ίδιο μυστικό: «κερά Ζωή ζάχαρη» και πάντα στο τέλος από τις πολλές φορές, «Κεραζώζα, Κεραζώζα, Κεραζώζα» λέει τραγουδιστά κι αυτό.

      Γυρνούν οι θύμησες κοντά του, ξεδιπλώνονται οι αναμνήσεις, ξεθάβει απ’ τον ασβέστη τον παλιό καιρό και τώρα να, όλα περνούν ξανά κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα. Νοστάλγησε τη νιότη του; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Ένα δάκρυ ακολούθησε μια βαθιά ρυτίδα και χάθηκε μέσα στ’ άσπρα γένια. Δυο τρεις στάλες βροχής κύλησαν στις πευκοβελόνες κι ύστερα η μια μετά την άλλη, όλο λάμψη έπεσαν στα χέρια του.

    -Αυτές είναι οι αληθινές διαμαντόπετρες, μονολόγησε, θαυμάζοντας τη ζωηράδα και τη λάμψη τους κάτω από τις ηλιαχτίδες του μεσημεριού, αυτές που ετοιμάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι πέρα από τη θάλασσα, σε άλλες μακρινές άγνωστες πολιτείες.

     Ανεβοκατεβαίνει το λακκάκι στο λαιμό του Χάρη από την αγωνία του να βρει και να δει το ουράνιο τόξο  με τα μάτια κλειστά πίσω από το κεντημένο μαντήλι. Τρεμοπαίζουν βυσσινοκέρασα τα χείλη κι αμήχανα τα δάχτυλα κλειδώνονται και ξεκλειδώνονται μεταξύ τους.

     Παρακολουθεί ο γέρος τούτη την ένταση, την άσκηση του παιδιού, με προσήλωση. Πότε-πότε τού χτυπάει τον ώμο για να το εμψυχώσει, σίγουρος για το αποτέλεσμα που θέλει να καταφέρει. Τον καμαρώνει τον Χάρη, νιώθει τόσο περήφανος για τη γενιά και τη φύτρα του.

    -Δυο και τρεις και εκατό φορές γιος μου, μιλάει σιγά και κάνει από μέσα του ευχές και γεμίζει περηφάνια το στήθος του.

      Ξέβαψε το ουράνιο τόξο, διαλύθηκε σαν νερόχρωμα στη φύση, ή μήπως το πήρε και το σκόρπισε ο άνεμος. Την ίδια στιγμή πετάγεται πάνω ο Χάρης και φωνάζει δυνατά, πολύ δυνατά, χαρούμενος.

     -Παππού, παππού, τα κατάφερα! Τα κατάφερα σού λέω παππού. Πρόλαβα κι έκανα ευχή για όλο τον κόσμο, για την καλοσύνη ευχήθηκα παππού, νά ’χει μια πόρτα σε κάθε σπίτι ανοικτή.

     Χοροπηδάει ευτυχισμένος, χαρούμενος. Είναι παιδί. Πριν τελειώσει τη σκέψη του, ανοίγει τα μάτια πετώντας το μαντήλι στον άνεμο ψηλά με ενθουσιασμό.

     -Η Κεραζώζα παππού! Και μετά, πού είναι η Κεραζώζα; Αναρωτιέται και γελάει.


    -Στην καρδιά σου γιε μου, στον όμορφο κόσμο που φυλάς μέσα σου, εκεί είναι, απαντά ο γέρος με στοχασμό και τα μάτια στυλωμένα πέρα μακριά στα σύννεφα τα φορτωμένα

 πανσέδες και βιολέτες. Στην καρδιά σου, επαναλαμβάνει, από τώρα και μετά να ξέρεις, θα ακούς πάντα τα βήματα της αγάπης όταν θα περνά και σίγουρα θα βρεις πολλές πόρτες καλοσύνης στη ζωή σου.


    Έφερε το χέρι στο μέρος της καρδιάς ο μικρός, θαρρείς για να ψηλαφίσει όσα πριν από λίγο είχε κλείσει εκεί. Και ψηλάφισε, το ουράνιο τόξο κι έτσι με την αφή ξεχώρισε τα χρώματα και τα ψιθύρισε ένα-ένα, μωβ, σκούρο μπλε, γαλάζιο, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο... και μετά σαν να τα άκουσε:«εμείς είμαστε η Κεραζώζα, εμείς μαζί».

      Ένας περαστικός πλησιάζει χαιρετώντας. Χωρίς να του το ζητήσει ο παππούς παίρνει το τσαπί και βοηθά στο σκάψιμο. Ο Χάρης μιμείται τους μεγαλύτερους και με το σκαλιστήρι του κάνει το ίδιο. Ο κυρ Δαμιανός είναι πολύ αγαπητός σε όλους. Είναι ο άνθρωπος που λάμπει από την ομορφιά της ψυχής του.

     Απόγευμα πια, είχαν αρχίσει τα πουλιά το τραγούδι στο φως που έχοντας τηρήσει την υπόσχεσή του να φτάσει σε όλους τους τόπους, ταξίδευε τώρα από την άλλη πλευρά του κόσμου. Η φύση έπαιρνε άλλη όψη καθώς έδυε ο ήλιος και δυνάμωνε το αεράκι. Από μακριά έφτανε ο ήχος της θάλασσας αργός, κυματιστός, όπως τα μουρμουρίσματα στις γειτονιές τ’ απόβραδα. Τούτη την ώρα την αράγιστη του χρόνου, την ώρα που προσφέρει και προσφέρεται η αθωότητα, που διαβάζει και διαβάζεται το φως, τα μυστήρια της φύσης γίνονται ένα με τα θαύματα.

     -Αυτή την ομορφιά γης και ουρανού, ποιαν άλλη εποχή να τη γυρέψεις; Αναρωτιέται ο κυρ Δαμιανός, ανοίγει την αγκαλιά του και κουρνιάζει σαν πουλάκι στη φωλιά ο Χάρης.

   -Παππού, γυρνάμε πίσω απ' τον καιρό; Ρωτάει το παιδί.

   -Και πίσω και μπρος, όπου θέλεις εσύ γιε μου. Άιντε βάλε κι εσύ ένα χεράκι να γυρίσει η μυλόπετρα του χρόνου, να ρεμβάσουμε από το μπαλκόνι του ονείρου τα περασμένα και να ψυχανεμιστούμε τ’ απέραστα. Γέρασα του λόγου μου, λέει.

   -Ένα φιλί θες μόνο παππού και γίνεσαι νέος, όχι ένα χεράκι, τάχα μου τον διορθώνει και τον φιλάει στο μάγουλο.

    Ανταποδίδει εκείνος την αγάπη και την αγκαλιά κι αρχίζει. Θυμάται τα παλιά, τους παλιούς, ανοίγει τα συρτάρια της μνήμης, διαλέγει, ξεκλειδώνει τα καλύτερα, κάνει κουβέντα με το παιδί. Έρχονται στο νου, τα δικά του παιδικά χρόνια γεμάτα νεράιδες και γοργόνες και δράκους και δρακοκαβαλάρισσες, που στόλιζαν τα μαλλιά τους με ανθισμένες φασκομηλιές και χόρευαν με τα στοιχειά κι άνοιγαν δρόμο στα δίκια κι ύστερα μοίραζαν καρβέλια  σε όλους και στα παιδιά χάριζαν μια χούφτα χοντρό αλάτι για να μην ξεχάσουν ποτέ την πρώτη και πιο αληθινή γεύση της ζωής, την αλμύρα και μια χούφτα ζάχαρη για να διορθώνουν τα λάθη τους κάνοντας ευχές στην Κεραζώζα.

      Μιλάει για ξωτικά που γυρνούσαν τις νύχτες στους αλευρόμυλους και πείραζαν τους μυλωνάδες ανακατεύοντας το  αλεύρι με κοκκινόχωμα και για αερικά που φυσούσαν στις καμινάδες και γύριζε ο καπνός μέσα στα σπίτια κι έβηχαν πρώτες οι γριές κι έβγαιναν έξω στο δρόμο με τις μακριές φουστάνες και την καπνιά στο πρόσωπο και οι ανυποψίαστοι διαβάτες τις περνούσαν για φαντάσματα και σκιάζονταν.

        Κι ύστερα φέρνει την κουβέντα στους περίφημους μαστόρους που είχαν έρθει από μακριά κι ήταν αυτοί που χτίσανε το Δημαρχείο στην πόλη και τα μέγαρα, και τη βρύση τη δική τους κάτω στα πλατάνια. Μιλάει για τους ανθρώπους του χωριού που ήταν πάντα φιλόξενοι και καλοσυνάτοι, για τις λίγες ξύλινες βάρκες, τους χορούς γύρω από τις φωτιές και τα πανηγύρια του καλοκαιριού. Κι όλο τον κλείνει στην αγκαλιά του πιο πολύ, πιο ζεστά και κάθε τόσο, «αχ παιδάκι μου» λέει κανακευτά, «τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν αλλιώς, τότε που αφήναμε ξεκλείδωτες τις πόρτες, τότε που δεν αμπαρώναμε τις καρδιές...»

     Τον παλιό καλό καιρό, οι γειτονιές ήταν γεμάτες κυράδες και νοικοκυραίους και παιδιά, πολλά παιδιά, θυμάται κι αναστενάζει λες και δεν παραδέχεται αυτό που συμβαίνει σήμερα και δεν του αρέσει που δεν μοιάζουν τούτες οι γειτονιές μ’ εκείνες. «Ας είναι», συνεχίζει, για τις γριές που έγνεθαν με τη ρόκα καθισμένες στο πλακόστρωτο της εκκλησιάς και για τα γεροντάκια που έπαιζαν με τις κεχριμπαρένιες χάντρες του κομπολογιού στο καφενείο τραγουδώντας όλοι μαζί, μαντινάδες και καημούς και μεράκια της ζωής και της θάλασσας και του έρωτα.

   -Πες μου ξανά για τη γιαγιά παππού, παρακαλάει ο Χάρης.

     Στη θύμηση τούτη, το πρόσωπο του γέρου παίρνει άλλη έκφραση. Έχει κάτι από χαρμολύπη. Τα μάτια του γίνονται πέλαγα και αρμενίζει εκείνη κουνώντας το μεταξωτό μαντήλι με το ασπροκέντημα και το κόκκινο  μονόγραμμα, το κεφαλαίο Α στη γωνία. Η Αρχοντούλα, η πιο ψηλή απ’ όλες τις κοπέλες της περιοχής, αρχοντογυναίκα, η καλύτερη ξομπλιάστρα. Είχε έρθει από τη Σμύρνη η φαμίλια της και στέριωσε στο μικρό σπίτι πίσω από τη φάμπρικα. Δέκα χρόνια μετά την καταστροφή, οι γονέοι της έκαμαν στην άκρη τις πίκρες που τους είχε ποτίσει ο ξεριζωμός κι έφεραν στον κόσμο την Αρχοντούλα.

      «Και τη γέννησή της, τη θυμάμαι, μεγάλη ιστορία, μεγάλη αγάπη γιε μου», λέει ο γέρος και δένει κόμπο το μαντήλι, το μαντήλι της. Λύνεται ο κόμπος πού ’χει σταθεί στο λαιμό του με την ανάμνηση. Μαζί έζησαν είκοσι τρία  χρόνια και τα υπόλοιπα που είναι πιο πολλά τα έχει περάσει μόνος του. Γίνεται η φωνή του βαθιά, ακόμη πιο αντρίκια, γιατί μιλάει για την αγάπη. Ένα-ένα τα τραγούδια της, αυτά που είχαν φέρει οι γονέοι της από τη Σμύρνη τού ’ρχονται στο νου. Άλλοτε μιλάει, άλλοτε τραγουδάει κι άλλοτε σωπαίνει. Σωπαίνει, σκαλίζει το ξεφτισμένο ασβέστη εκείνης της εποχής κι όλο κάτι βρίσκει και συλλογίζεται.

     Ξέρει κι ο Χάρης το τραγούδι της γιαγιάς Αρχοντούλας. Τού το έχει μάθει ο παππούς και το λένε κάθε φορά μαζί, όπως  και τώρα: «Ήλιε μου στο ξημέρωμα περίμενε λιγάκι/να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρουφαλάκι».

    -Γιε μου, την Αρχοντούλα, τη ζήλεψε και την αγάπησε ο ίδιος ο αρχάγγελος και μου την πήρε ξαφνικά ένα ξημέρωμα, παραπονιέται.

   -Ναι, όμως εκείνη αγάπησε μόνο εσένα, του θυμίζει ο Χάρης, τα λόγια που ο ίδιος έχει ξαναπεί σε άλλη κουβέντα πιο παλιά.

  -Ναι, έχεις δίκιο, συμφωνεί και σηκώνεται μαζεύοντας τα τσαπιά, τα σκαλιστήρια, τα ψαλίδια, τα καλάθια και τ' άλλα σύνεργα του αμπελιού. Έχεις δίκιο, μόνο εμένα αγάπησε η καλή μου, η Αρχοντούλα μου και το σπουδαιότερο, με περιμένει!



   -Φεύγουμε παππού; Ρωτάει ο Χάρης

   -Πήρε να σουρουπώνει παιδί μου. Τι λες και συ;

   -Αύριο θα ξανάρθουμε παππού;

   -Βέβαια, έχουμε δουλειές. Δουλειές πολλές, μα αύριο πάλι.

   -Το ουράνιο τόξο παππού;

  -Αυτό τό ’παμε, στην καρδιά σου την κρατάς, την Κεραζώζα.

     -Ναι, συμφωνεί και ξαναφέρνει το χέρι του στο στήθος, και ψηλαφητά ξαναβρίσκει τα χρώματα και τα κάνει δικά του, για τη ζωή και την αγάπη και ξέρει πως πολλά από τα λάθη μας μπορεί και να διορθώνονται, φτάνει να το θέλουμε πραγματικά, «να υπάρχει καλή διάθεση», όπως συνηθίζει να λέει ο παππούς. Μια Κεραζώζα θά ’ρχεται πάντα για βοήθεια.

  Ξεκινούν κατηφορίζοντας από το καινούριο, το καλοστρωμένο με πέτρες μονοπάτι. Το παλιό έχει γίνει αδιάβατο. «Έτσι είναι, δρόμοι που δεν περπατιούνται χάνονται», σχολιάζει ο παππούς και σφυρίζει ένα παραδοσιακό σκοπό. Ψηλά κυπαρίσσια, καρυδιές και βελανιδιές σκορπισμένα γύρω. Αγριολούλουδα, σπάρτα και αλαδανιές γεμάτα τα χέρσα χωράφια. Ο αέρας περνώντας ανάμεσα από τις φυλλωσιές σφυρίζει στο δικό του σκοπό την ομορφιά αλλά και την ερημιά του τοπίου.  Φέρνει όμως και λίγο ψύχρα. Άλλαξε ο καιρός. Δεν είναι η Όστρια που φυσά. Εκείνη τράβηξε κατά το πέλαγος.

     Όσο πλησιάζουν ο Χάρης σκέφτεται τα καναρίνια του. Ανησυχεί κάπως. «Θα φοβούνται», περνά από το νου του μια σκέψη. Είναι μόνα τους. Σκύβει, μαζεύει λουλούδια να στολίσει το κλουβί, έτσι για να τα αποζημιώσει. Τού τα έχει χαρίσει ο άλλος παππούς ο κύριος Κώστας, αυτός που μένει στην πόλη. Όταν έρχεται ακόμη και σε αυτές τις ολιγοήμερες διακοπές τα παίρνει μαζί του. Κελαηδούν όλη τη μέρα. Καμιά φορά τ' αφήνει να πετάξουν στο δωμάτιο για να ξεμουδιάσουν. Έπειτα, μπαίνουν μόνα τους πάλι στο κλουβί, θαρρείς και φοβούνται αυτή την ελευθερία που τους χαρίζει περισσότερο από το μικρό κλουβί.

       Προχωρώντας ανοίγει τα ρουθούνια ανασαίνει βαθιά το βρεγμένο χώμα, τον λεμονανθό και την αύρα της θάλασσας. Αφήνεται στη φαντασία. Ο γκρεμισμένος τοίχος στο ερημοκλήσι επιτρέπει στον αέρα να μπαίνει ελεύθερα κι αφού δεν υπάρχει κανείς να ψάλλει, θαρρείς τούτο το χρέος το έχει αναλάβει αυτός, ο άνεμος που εδώ ακούγεται αλλιώς.

       Ο κυρ Δαμιανός κρατάει τον Χάρη από το χέρι σφιχτά. Νιώθει τον γρήγορο σφυγμό του. «Κοντεύουμε», τον καθησυχάζει. Καταλαβαίνει την αναστάτωσή του. Όλα τα καταλαβαίνει  λες και διαβάζει το ίδιο καλά και τα έξω και τα μέσα φύλλα της ψυχής.

    -Τα καναρίνια, θα σε περιμένουν, να κάνουμε πιο γρήγορα,  βασίλεψε και ο ήλιος, πάει η ώρα, λέει κάπως αόριστα κι ανοίγει το βήμα πιο γοργό.

    Ακολουθεί ο Χάρης ρουφώντας τη μύτη του που έχει κοκκινίσει.

    -Όλα τα καταλαβαίνεις παππού, ε; Θαυμάζει ο μικρός την απλότητα και τη σοφία με απορία.

    -Φτάνουμε Χαρούλη, φτάνουμε. Δυο μαντινάδες δρόμος  μας έμεινε, μια δική μου και μια δική σου. Ήμουν καλός τραγουδιστής στα νιάτα μου, καμαρώνει.

     -Δυο μαντινάδες, αλλά πολλές καλησπέρες παππού, τον πειράζει μόλις φτάνουν, αφού έχουν σταματήσει πολλές φορές ανταλλάσοντας  χαιρετισμούς.
    
    Η αυλή μυρίζει χιώτικο γιασεμί και νερόκρινα. Το φεγγάρι στέκεται πάνω από το φιλιατρό του πηγαδιού φορτωμένο ασήμι. Ο σκύλος, ο Γοργής, τρέχει πρώτος να μπει μέσα σπρώχνοντας με το πόδι του τη σιδερόπορτα. Αναγνωρίζει τον χώρο του. Κοιμάται μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Μόλις φτάνουν τρέχει κατά κει. Απλώνεται πάνω στην κόκκινη μπατανία. «Ο Διογένης κι εσύ», του λένε  και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ο Γοργής τα πάει μια χαρά και με το χοντρό κεραμιδόγατο κι άσε να λένε, σαν το σκύλο με το γάτο. Τούτοι εδώ οι πρώτοι φίλοι, μαζί τρώνε σε μια μεγάλη πήλινη γάτσρα, μαζί κοιμούνται, μαζί παίζουν, μαζί τεμπελιάζουν στην πολυθρόνα του παππού όταν δεν χουζουρεύει εκείνος. Αχώριστοι. Μόλις τους βλέπει, ο Φιφής, έτσι τον λένε τον γάτο, νιαουρίζει χαρούμενος κι ο σκύλος κουνώντας την ουρά του ανταποδίδει τον χαιρετισμό.

      Τα παραθυρόφυλλα είναι ανοικτά, όπως τα άφησαν. Η κουρτίνα ανεμίζει τα κεντημένα λουλούδια της στο μικρό βοριά. Το μικρό βοριά που περνά μέσα από  τα παλιά σπίτια και τις αυλές κι ύστερα φυσάει από τις χαραμάδες της μνήμης τα όνειρα στις ανθρώπινες καρδιές. Το μικρό βοριά που κάνει κύκλους απόψε χαϊδεύοντας τις ανθισμένες λεμονιές και μετά ξεμακραίνει ανάμεσα στις ψηλές φοινικιές και  τα κέδρα και χάνεται πιο πέρα στ' αμπέλια. Το μικρό βοριά που περνώντας στ' ακροθαλάσσι κάνει τις βάρκες να χορεύουν.

    Ανάβει ο Χάρης το φως, κατεβάζει το κλουβί με τα καναρίνια και το στολίζει. Φουσκώνουν και τινάζουν τα φτερά τους αναστατωμένα κάπως από την λάμψη. Είχαν κουρνιάσει. Συνέρχονται γρήγορα από το ξάφνιασμα και το ηλεκτρικό φως. Περιεργάζονται με το ράμφος τους τ' ανθισμένα κλαδάκια και μετά γέρνουν τα κεφαλάκια αφήνοντας τιτιβίσματα ευχαρίστησης.

   - Το ήξερα πως θα σας αρέσει, λέει χαρούμενος  ο μικρός και τους βάζει φρέσκο δροσερό νεράκι. Μα δεν θέλουν να πιούν. Συνεχίζουν να παρατηρούν με περιέργεια τ’ ανθάκια.  

     Αμέσως μετά, «σαν να πεινάω»,  μονολογεί και το άδειο του στομάχι διαμαρτύρεται μ’ ένα μακρόσυρτο αστείο γουργουρητό. Δεν αντέχει. Μέχρι και ομελέτα ονειρεύεται.

   -Παππού, πείνασα! Δηλαδή τί πείνασα; Τρώω και πέτρες μου φαίνεται, δηλώνει θαρρετά την επόμενη στιγμή.

   -Ε γιε μου, το στομάχι δε χορταίνει με λόγια, δίκιο έχεις, να με συμπαθάς, φταίω. Ξεχάστηκα με τις κουβέντες και μήτε λίγο ψωμοτύρι δεν σού ’δωσα να φας κι ας το είχα μαζί μου. Άιντε όμως να πλυθείς και θα φροντίσω να σ’ αποζημιώσω και με το παραπάνω μάλιστα.

     Ετοιμάζει τη φωτιά στην αυλή και σε λίγο μυρίζει όλη  η γειτονιά ψαράκι στα κάρβουνα. Στρώνει ο Χάρης το τραπέζι στη βεράντα όπως κάθε φορά, όπως κάνει πάντα όταν τρώει με τον παππού. Φέρνει το μουσκεμένο ντάκο, τη σαλάτα με τα σταμναγκάθια και το μάραθο, τις αγκινάρες, τους ντολμάδες που έχει φτιάξει η θεία Αρετή, τον ανθότυρο, τις ελιές, δυο ποτήρια και  τη γυάλινη κανάτα με το κρασί.

     «Οι τηγανιτές πατάτες στην πυροστιά θ’ αργήσουν λίγο», λέει ο παππούς και συμπληρώνει: «Εσύ χτύπησε ωστόσο με το πιρούνι, στο βαθύ πιάτο τρία αυγά».

      Νιώθει πιο μεγάλος τέτοιες στιγμές. Πίνει και κρασί, λίγο, λιγάκι, όσο πρέπει, μα όχι νερωμένο, ο παππούς δεν κοροϊδεύει. Αρέσει και σ' εκείνον. Λέει πως το κρασί είναι το δυναμωτικό της καρδιάς και ανοίγει ένα παραθυράκι στην ευτυχία.

    -Στην υγειά σου παππού, λέει ο μικρός ξετρελαμένος από τη χαρά του κι από τις νοστιμιές που έχει το τραπέζι τους. Φέρνει το ποτήρι στα χείλη με φανερή ευχαρίστηση, κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει, το κρασί, τη στιγμή, τη ζωή, το όνειρο.

    - Στη ζωή, εύχεται ο παππούς και μυρίζει πρώτα βαθιά το κρασί πριν το γευτεί, κρασί στο χρώμα του κεχριμπαριού.

      Τρώνε, πίνουν, γελούν, τραγουδούν, γεύονται την ίδια τη ζωή ακέρια σε όλο της το μεγαλείο. Το βλέμμα του γέρου σκουραίνει τέτοιες ώρες. Γίνεται πιο περήφανο, πιο μερακλίδικο, πιο αντρίκιο. Τα μάτια παρατηρούν μ’ επιμονή τις λεπτομέρειες. Στέκονται στοχαστικά σε κάθε τι, θαρρείς κι είναι τούτη η στερνή, η τελευταία φορά που βλέπουν και θέλουν όλα να τ’ αγκαλιάσουν, όλα να τα κλείσουν μέσα τους παντοτινά, να μη χαθούν.



Παππού, ό,τι αγαπάς, ποτέ δε χάνεται; Τον ρωτάει ξαφνικά.

   -Ποτέ γιε μου, ό,τι αγαπάς με την ψυχή σου ποτέ, αυθόρμητα έρχεται η απάντηση.

     Βάζει και δεύτερο ποτήρι κρασί ο κυρ Δαμιανός. Το κρατάει μετέωρο στον αέρα και θαυμάζει το χρώμα. «Δεν χάνονται τέτοιες στιγμές, δεν χάνονται», ψιθυρίζει κάτω από τα μουστάκια του και γελάει, γελάει ευχαριστημένος με την παρέα του.

     Λέει και ξαναλέει ο Χάρης  μέσα από τη γενναιοδωρία της ηλικίας του «σ' αγαπώ παππού, σ' αγαπώ» και τα χείλη του στάζουν μέλι και ροδόσταμο.

   Απολαμβάνει  ο κυρ Δαμιανός τούτη την γλυκιά εξομολόγηση  της αγάπης του παιδιού και υψώνει συγκινημένος το ποτήρι του και τα χέρια στον ουρανό.

     «Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, σ' ευχαριστώ που με αξίωσες να ζήσω και ν’ αγαπήσω, μα πιότερο…» συλλογίζεται «σ’ ευχαριστώ γιατί μ’ αξίωσες ν’ αγαπηθώ».

     -Πες μου παππού για το κρασί , άλλη μια φορά.

   -Το κρασί Χαρούλη μου. Μα τά ’παμε,  δεν τά ’παμε; Είναι τέχνη, είναι μεράκι, είναι αγάπη, είναι το ακριβό δώρο της γης που περιμένει υπομονετικά τη βροχή και το φως για να δώσει κλήμα φορτωμένο σταφύλια. Κατάλαβες;

     -Ναι παππού. Έχεις πει, πως αγαπάς πρώτα το κλήμα που εμπιστεύεσαι στην αγκαλιά της γης, κι ύστερα όλα τα άλλα έρχονται με τη σειρά τους. Είδες, πως θυμάμαι! Έλα  τώρα πες μου και τα άλλα, εκείνα με τα όνειρα, παρακαλάει.

    -Α! την αμπελοφιλοσοφία του κυρ Δαμιανού θες να ξανακούσεις. Αυτό κοστίζει κάτι παραπάνω.
    
     Ο Χάρης του σκάει ένα χαμόγελο.

    -Άκου λοιπόν, να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τι θέλει η καρδιά; Δεν είναι δύσκολο. Άιντε πες  το ντε, εκείνο, που θέλει η καρδιά; Δεν είναι δύσκολο. Άιντε λοιπόν, το λέει κι ο γιατρός.

   -Κόκκινο κρασί παππού! Ακούγεται με ενθουσιασμό.

  -Κόκκινο, γιατί η καρδιά είναι μοσκοκούζουλη και συνέχεια ταξιδεύει δίχως να λογαριάζει τι λέει ο νους. Κόκκινο λοιπόν για να γιορτάζουν τα θέλω της καρδιάς κι έτσι, μεθυσμένα που λέει ο λόγος, ν’ ανεβαίνουν ψηλά, να βρίσκουν τα πουλιά που δεν γερνούν, να κάνουν το γύρο τ’ ουρανού μέχρι να βρουν άλλη καρδιά να ταιριάξουν και να στεριώσουν στα μπορώ του κόσμου. Και η καρδιά να χαίρεται, χωρίς μαράζι. «Το κόκκινο είναι τση καρδιάς και το λευκό τσ' αγάπης», έτσι, όπως τό ’λεγε και σ’ εμένα ο παππούς μου, τότε που οι άνθρωποι άφηναν τις καρδιές και τις πόρτες ξεκλείδωτες και το κρασί στο πιθάρι.

   -Και για την αγάπη παππού; Ρωτάει ο μικρός και περιμένει θαρρείς και είναι η πρώτη φορά που θ’ ακούσει τούτη την ιστόρηση.

   -Για την αγάπη. Φτερουγίζει ένα αχ και συνεχίζει: Η αγάπη δένει ψυχή, μ' άλλη ψυχή και της πάει το λευκό. Σε τούτη τη συνάντηση πρέπει να ταιριάξουν οι ψυχές, ν’ αφήσουν να κατέβει ο λόγος από τα χείλη, στην καρδιά, να σταθεί εκεί που γεννιέται  η σιωπή και να βάλει μπρος τα έργα. Από τα έργα φαίνεται. Το λευκό κρασί καλοσωρίζει τον έρωτα κι έτσι η ζωή αποκτά πιο μεγάλη ακόμα σημασία. Όπως και νά ’χει, το κρασί παιδί μου, κόκκινο ή λευκό, είναι για να σμίγει ανθρώπους, να σφραγίζει στιγμές και οι στιγμές της αγάπης γράφονται και μετρούν  αιώνιες. Στο πέρασμα του χρόνου πάντα βρίσκουν τρόπο και επιστρέφουν, πότε μέσα από τις κουβέντες και πότε μέσα από τις σκέψεις. Θέλει και σεβασμό το κρασί, όχι να σε πίνει, μα να το πίνεις. Θέλει μέτρο, για να μη χάνουμε και το μέτρημα. Κι ύστερα σιωπή, βαθιά σιωπή.

   -Τι σκέφτεσαι παππού;

  -Σκέφτομαι, μεγάλη που είναι η στιγμή μπροστά στο δισκοπότηρο της αγάπης, μεγάλη στιγμή γιε μου να σε κερνά η αγάπη τη χαρά της ζωής. Για σκέψου μεταλαβιά!

     Με τούτες τις κουβέντες πώς να μην ανοίξουν οι μυστικές πόρτες; Χαράζονται βαθιά, ιδιαίτερα όταν είμαστε παιδιά και τις κουβαλάμε παντού και πάντα, ρότες και θαλασσογραμμές για να μην χαθούμε στις αχαρτογράφητες ξέρες.

    «Ο θάνατος»,  έλεγε ο κυρ Δαμιανός,  «σαν έχεις ζήσει όσα ονειρεύτηκες κι όπως πρέπει, κατά πώς προστάζει η συνείδηση, δεν είναι τελικά τίποτα κακό. Δεν σου παίρνει κάτι γιατί δεν έχει τέτοια εξουσία, δεν μπορεί. Αυτό το κάτι που έζησες, το μεδούλι της ζωής είναι στα έργα σου, στη σκέψη και στο λόγο, κι αυτά μένουν σ' άλλες καρδιές και πάντα θα  μένουν πίσω, να μπολιάζουν την καινούρια φύτρα. Η ζωή είναι παντιγέρα ξαρμάτωτη κι ο τρόπος που θα την αρματώσεις για να την ταξιδέψεις, η πιο ακριβή επιλογή. Σε τούτη την ρούσα παντιγέρα, τη ζωή ανήκουμε κι όχι στον θάνατο, αυτός είναι μόνο μια στιγμή, όταν σφαλίξεις τα μάτια, μα για σκέψου πόσες και πόσες στιγμές μετρά ο άνθρωπος με τα μάτια ανοικτά, σκέψου και ζύγισε και λογάριασε. Η ζωή είναι αυτή που γράφει κι ο θάνατος δεν ξεγράφει, δεν προλαβαίνει, δεν ξέρει.».

     Υψώνει το ποτήρι του άλλη μια φορά στη ζωή και κλείνει το μάτι στο Χάρη. Στις άκριες των ματιών του παιδιού, αντάμωνε το φέγγος της νιότης του, εκείνης που τώρα, στα δικά του μάτια είχε σβήσει σε μια χαρακιά.

   «Δεν βάζω μαράζι», τού ’λεγε «και τη νιότη μου τη χάρηκα και με τις χαρακιές μου πορεύομαι, να όπως τώρα μαζί σου, γλεντώ και με το παραπάνω μάλιστα και δεν σκιάζομαι, η παντιγέρα μου κοντεύει να πιάσει λιμάνι κι η κούπα αδειάζει. Γουλιά- γουλιά τό ’πινα. Κοντεύει κι αυτό να φτάσει στον πάτο. Μα βάλε με το νου σου, πόσα ωραία μου χάρισε, αυτό έχει σημασία».

   -Είσαι ο πιο καλός  παππούς του κόσμου, παππού, λέει  και ρίχνεται στην αγκαλιά του.

    Ο Χάρης αργά, σκίζει το μεσαίο φύλλο από το τετράδιο της ανάγνωσης και γράφει γράμμα στους γονείς του. Δεν ξέρει τι να πρωτογράψει για τον παππού. Στο τέλος, με κεφαλαία γράμματα σημειώνει: «Ο ΓΕΡΟ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ  Ο ΠΙΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ»

    -Αύριο, αύριο θα φύγω, έρχομαι καλή μου, παραμιλάει στο διπλανό δωμάτιο λίγες νύχτες μετά κοιτάζοντας τη φωτογραφία της Αρχοντούλας του, ο γέρος. Με το τραγούδι της, έρχεται ο ύπνος πατώντας σε ροδοπέταλα. Κοιμάται, γαλήνιος, ήρεμος, περήφανος.

    Οι νύχτες, είναι για να κάνουν τα όνειρα να γλιστρούν στα μαξιλάρια. Είναι γεμάτες από τη σκόνη των άστρων που κεντά το σκοτάδι και ανάβει προβολείς στη φαντασία. Ποιος δεν ακροβατεί σ’ ένα ασημένιο φεγγάρι όταν στέκεται πεισματικά πίσω από τα τζάμια ή κρύβεται κάπου-κάπου σ' ένα βιαστικό περαστικό σύννεφο; Ή  πάλι, όταν χαμηλώνει επίτηδες μέχρι το περβάζι και μπαίνει ολόκληρο στην κορνίζα  στο παράθυρο πιάνοντας κουβεντολόι με τα γιασεμιά και τις πεταλούδες, ποιος δεν το θαυμάζει;

     Εκεί στο ασήμι το πλατύγυρο του φεγγαριού ακροβατεί ο Χάρης, μεσάνυχτα και κάτι, με το ραδιόφωνο ανοικτό και μια χαραμάδα στην καρδιά που δεν θέλει να σμίξει με το σκοτάδι. Μένει ανοικτή κι αυτή στο ασήμι και στο φως.

    Ξαφνικά, από τη μια Παρασκευή στην άλλη κάτι άλλαξε. Φοβάται ο Χάρης. Φοβάται για τον παππού που  δεν μπορεί να σηκωθεί για να περπατήσουν μακριά, για τον παππού που δείχνει χλωμός και κουρασμένος και περιορίζεται σε λίγα βήματα μέσα στο σπίτι και στην αυλή. Παρακαλάει στην προσευχή του, «Θεέ μου κάνε κάτι, να μην...».

    Δεν το λέει. Το σκέφτεται, μα φοβάται ακόμη και να το πει. Το καταλαβαίνει όμως. Ξέρει πως αυτό που θα συμβεί θα είναι κάτι που δεν θα μπορεί να αλλάξει. Ο ίδιος ο παππούς του το έχει εξηγήσει με λόγια απλά. Όμως είναι παιδί. Έτσι είναι όλα του κόσμου τα παιδιά. Ξορκίζουν το θάνατο με χρωματιστά παραμύθια και τρυφερές ευχές. Μέχρι και την Κεραζώζα έχει παρακαλέσει νά ’ρθει, να διορθώσουν το λάθος. Μετά μόνος του, παραδέχεται πως δεν υπάρχει λάθος. Όμως τα μάτια του βουρκώνουν. Με ανακούφιση περιμένει τους γονείς του που θά ’ρθουν το πρωί.

      Κοιμάται ο Χάρης. Ο ύπνος διπλοκλειδώνει τα βλέφαρα. Το φεγγάρι ανεβαίνει πολύ ψηλά στον ουρανό. Πάνω από τη θάλασσα καθρεφτίζεται κι όλο φεύγει πιο ψηλά, πιο μακριά μετρώντας προβατάκια τ’ ουρανού και κύματα της θάλασσας.

     Το ξημέρωμα βρίσκει τον παππού αποκαμωμένο,  κουρασμένο στο κρεβάτι. Μια παράξενη λάμψη έχουν τα μάτια του. Είναι αλλιώτικα λες και φωτίζονται από κάπου αλλού, το νιώθει. Φωνάζει το παιδί κοντά του. Το νιώθει κι ο Χάρης πως κάτι συμβαίνει. Προσπαθεί να του χαμογελάσει. Κάτι τον σφίγγει περίεργα στο στήθος, κάτι που τον πνίγει στον λαιμό, και μετά κρυώνει, κρυώνει. Οι γονείς του δεν έχουν φτάσει ακόμη.

   -Τι είναι αμαρτία παππού; Πλησιάζει και ρωτάει με σπασμένη φωνή αλλά και με τη σιγουριά πως ο παππούς θα κάνει τα αδύνατα, δυνατά  για να του απαντήσει.

    Και δεν έχει άδικο. Ανακαθίζει ο γέρος στο κρεβάτι. Δε μπορεί να μην του απαντήσει. Βάζει δυο μαξιλάρια στην πλάτη του, προσπαθεί να πάρει μια ανάσα, κρατά αδύναμα στην αγκαλιά του τον μικρό.

     -Αμαρτία γιε μου, είναι να χάσεις το ταξίδι της ζωής, να φοβηθείς και να μην αρματώσεις την παντιγέρα σου. Αμαρτία  είναι ν’ αφήσεις απαίδευτη την ψυχή, να σε ξεγελάσουν τα φανταχτερά σκουπίδια κι έχει πολλά από αυτά η βιτρίνα του κόσμου. Ό,τι ακούς, ό,τι βλέπεις, ό,τι αγγίζεις, ό,τι μυρίζεις, ό,τι γεύεσαι, ό,τι δηλαδή με τις αισθήσεις σου νιώθεις, να το περνάς και μια φορά από το νου,  να αναρωτιέσαι για το σωστό και το λάθος και ανάλογα να πράττεις. Μα κι αν κάνεις λάθος, δεν πειράζει, θα μάθεις κι απ’ τα λάθη, κάποια θα τα διορθώσεις, κάποια όχι. Να κάνεις το καλό και να μην χαλάσεις καρδιές. Και να θυμάσαι την Κεραζώζα, τον συμβουλεύει.

       Σταματά, για μιαν αναπνοή, κρατά το χέρι του Χάρη.  «Έχω διαλέξει όλες μου τις μάχες, την τελευταία την διάλεξε κάποιος άλλος», λέει με φόρτιση και συνεχίζει πιο αργά: «Αμαρτία είναι να μην έχεις στόχο. Αμαρτία είναι όταν πετύχεις, να μην θυμάσαι από πού ξεκίνησες. Αμαρτία είναι να μην  έχεις μέτρο, να τα θες όλα, να  μην βολεύεσαι με τα λίγα και καλά. Οι αμαρτίες σέρνονται χαμηλά κι έχουν πολλά πόδια, γι’ αυτό εσύ, πάντα ψηλά να σηκώνεις τα μάτια,  να πετάς, ν’ ανταμώνεις τα πουλιά, να φτερουγίζετε μαζί και να φτάνεις τραγουδώντας εκεί που ονειρεύεσαι.»

     Σταματά ξανά, αφήνει την κουβέντα ο κυρ Δαμιανός, στοχάζεται με πιότερη συγκίνηση κι ύστερα ζητάει λίγο νερό.

   Τρέχει ο Χάρης να  φέρει ένα ποτήρι δροσερό νερό να ξεδιψάσει τον παππού και κατόπιν ανοίγει διάπλατα το παράθυρο αντίκρυ όπως του παραγγέλνει.

  - Θα κρυώσεις. Τί θέλεις να δεις παππού; Ρωτάει και τού φέρεται σαν μεγάλος. Τραβάει την κουβέρτα και τον σκεπάζει μέχρι τους ώμους.

   -Άφησε να μπει η πρωινή αύρα γιε μου, έρχεται από τα βάθη της θάλασσας να μας φέρει τα μυστικά από τα δικά της ταξίδια. Άνοιξε τα μάτια και τα χωματένια και τ’ άλλα που ξέρεις, εσύ θέλω να δεις.

   Θαυμάζει ο Χάρης τον ήλιο που ανεβαίνει. Μυρίζει την αλμύρα θάλασσας. Ακούει τα καναρίνια του. Θυμάται  πως ακόμη και τα πουλιά υμνούν τα έργα και τα θαύματα. Προσεύχεται, από μέσα του, παρακαλάει, ικετεύει να μην... Δεν το λέει. Σφίγγει το ροζιασμένο χέρι του παππού στα χέρια του και τον ακούει με προσοχή.

     «Αμαρτία γιέ μου είναι να προσπεράσεις τούτο το θαύμα που απλώνεται μπροστά σου και να μην το καταλάβεις, να μη νιώσεις τίποτα, να μην πεις ευχαριστώ στη φύση  που κοπιάζει και το χαρίζει σε όλους, με πόση αλήθεια αγάπη. Αμαρτία παιδί μου, είναι να μην βλέπεις το δέντρο που ανθίζει, τον ουρανό που δεν ξεχνά να φορέσει μετά τη μπόρα τα καλά του, τη θάλασσα που δεν ησυχάζει θαρρείς και άλλη έγνοια δεν έχει παρά να προλάβει να αγκαλιάσει όλες τις στεριές. Μάθε να απλώνεις τη ματιά σου παντού, να αφήνεσαι να αγαπάς και τα μικρά, τα ασήμαντα. Η καρδιά είναι μεγάλο ταμιευτήριο. Εκεί να τα καταθέτεις και να μην ξεχνάς το καρδιοχτύπι των λαών, να αφουγκράζεσαι τις λεπτομέρειες, οι άνθρωποι όπου γης, ίδιοι είναι, άνθρωποι. Οι λεπτομέρειες δίνουν νόημα στη ζωή. Και την αγάπη, μην την αρνηθείς, η αγάπη κινεί τα σύμπαντα, η αγάπη είναι θεός.»
    
     Κλείνει το παιδί στην αγκαλιά του και γέρνει στο μαξιλάρι.

     Οι επόμενες μέρες του Απρίλη είναι πιο ζεστές και πιο γλυκές.  Ο Χάρης γυρνάει με κοντομάνικο στο γιαλό μαζεύοντας κοχύλια και βότσαλα. Μόνον ο κυρ Δαμιανός κρυώνει, κρυώνει και τις νύχτες θέλει συντροφιά. Βυθίζεται σε ύπνο βαθύ πότε-πότε κι όταν ξυπνάει μιλάει για το πέρασμα, αυτό το χωρίς επιστροφή. Έχουν έρθει οι γονείς του. Είναι μια παρηγοριά. Το σπίτι γεμίζει γλυκές ανθρώπινες παρουσίες. Γείτονες, γνωστοί, φίλοι, κοντινοί και μακρινοί συγγενείς, πηγαινοέρχονται κι όλο θυμούνται, τούτο, εκείνο, το άλλο. Εκείνοι μιλούν περισσότερο. Ο παππούς ακούει: «Ο κυρ Δαμιανός ένας ακόμη καλός άνθρωπος, από τους τελευταίους του παλιού καιρού». Δείχνει την ευχαρίστησή του φέρνοντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς, μα δεν μιλάει πια. Στα χείλη του, μένει μόνιμα ένα μισοσβησμένο χαμόγελο. Η ζωή που ξαναπερνά σαν ταινία από μπροστά του, η ψυχή που ετοιμάζεται για το πέρασμα στο άγνωστο.

   Ήταν δειλινό, γεμάτο μυρωδιές και χρώματα. Από τ’ ανοικτό παράθυρο έμπαινε το βουητό της θάλασσας, κι ο ζεστός άνεμος της Όστριας φορτωμένος αλμύρα. Ήρθε ένα σύννεφο πάνω από τις λεμονιές κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο, κι άλλα πολλά. Πολλά σύννεφα, πλάι στ’ αρμυρίκια. Έσμιξαν, κοντά - κοντά, θαρρείς και μπήκαν όλα στην ίδια αγκαλιά. Σκούρυναν απότομα. Από λευκά έγιναν σταχτί με κάτι τεράστια μολυβένια σημάδια.

     -Τα σύννεφα φέρνουν τη βροχή, συλλογίζεται ο μικρός και μια ψιχάλα πέφτει από τα δικά του συννεφιασμένα ματοτσίνορα.

     -Βαριανασαίνει ο παππούς. Θαρρείς κουράστηκε ακόμη περισσότερο.

    Ήρθε κι η βροχή, περαστική μόνο για εκείνη την ώρα. Έτσι έπρεπε. Κι ύστερα ήλιος και βροχή μαζί. Η βροχή από τη θάλασσα κι ο ήλιος πάνω από την πλαγιά και τις χορταριασμένες κεραμιδοσκεπές. Κι ένα μόνο αεράκι αλλιώτικο ανάμεσά τους, να γυρίζει τα φύλλα του καιρού σε παλιές αναγνώσεις. Όπως άλλοτε.

      Ο Χάρης κοιτάζει με τα μάτια καρφωμένα ίσια μπροστά περιμένοντας. Είναι σίγουρος. Θά ’ρθει, θα φανεί, τούτη την ώρα δεν είναι δυνατόν να μην έρθει η Κεραζώζα. Όλο περισσότερο χαμηλώνουν τα σύννεφα και παίρνουν τη βροχή πιο μακριά. Ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στον ουρανό και τούτες οι ηλιαχτίδες τρυπούν την υγρασία της ατμόσφαιρας και τη διάφανη ομίχλη.  Μαζεύονται απέναντι σ' ένα μεγαλόπρεπο τόξο.

  -Παππού, παππού, η Κεραζώζα, παππού, το ήξερα, παππού να την,  ήρθε, φωνάζει ο Χάρης για να πνίξει το λυγμό του.

     Η σιωπή του παππού εκείνη την ώρα μαρτυρούσε πιο πολλά από όσα μπορούσε το παιδί να φανταστεί. Άνοιξε τα μάτια δείχνοντας αόριστα προς το παράθυρο για μια στιγμή κι ύστερα έγειρε στο πλάι το κεφάλι κι ήταν σαν να κοιμήθηκε. Το πρόσωπό του, φώτιζε ένα χαμόγελο παράξενα γαλήνιο. Εφτασφράγιστα έμειναν τα βλέφαρα κι η καρδιά κλειστό χρυσόδετο βιβλίο γι' αλλού πια ετοιμάστηκε ν' ανοίξει και να ξεδιπλώσει τα φύλλα της.

      Λυπάται ο Χάρης και κλαίει. Ξαναφέρνει στη μνήμη του τις τελευταίες μέρες με τον παππού. Όλα τ’ αγαπάει, είναι ωραία, τα έχει κλείσει στην καρδιά και είναι μυρωδιές αγάπης,  δικές του παντοτινά. Αυτό θα πει αθανασία συλλογίζεται και δεν έχει άδικο. Ο κυρ Δαμιανός έχει μπολιάσει τη ζωή του παιδιού με αξίες ζωής κι αυτές δε χάνονται, βρίσκουν ένα μονοπάτι στο νου κι από κει ανοίγουν όλες τις στράτες.
   «Είναι αλήθεια»,  σκέφτεται,  «ο παππούς μου όλες μα όλες τις ηλιαχτίδες της νιότης τις έζησε, τις χάρηκε  και τίμησε με το παραπάνω κάθε ρυτίδα του».

    Νιώθει περήφανος. Ξέρει πως η ψυχή του γέρου αρμενίζει για  να συναντήσει το φως πέρα από θάλασσες κι από στεριές. Ο θάνατος δε μπόρεσε να του πάρει τίποτα, σκέφτεται, «όλα τα έχω καλά φυλαγμένα στην καρδιά μου».

       Κι ύστερα, φαντάζεται τον παππού καθισμένο σε μια Κεραζώζα, να κερνάει τον κόσμο και να διορθώνει λάθη. Να κερνάει ακόμη και τον Χάρο,  σαν να ’ναι φίλος, να τον κερνάει κόκκινο κρασί, να τον μεθάει, κι αυτός να ζηλεύει που δεν ξέρει τι είναι η ρούσα παντιγέρα και το ταξίδι στη ζωή και να φαντάζεται πως τάχα μου θα βρει έναν τρόπο κι ένα μυστικό για να ζήσει κάποτε, να νιώσει τι σημαίνει ν’ αγαπάει, να πονάει, να ερωτεύεται και «άιντε εβίβα τα ποτήρια στη ζωή και την αθανασία και στα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου και του πάνω και του κάτω και του δικού μας και των άλλων», ακούει τα λόγια και το γέλιο τού παππού και ξέρει πως εκείνος με τον τρόπο του νίκησε και τον θάνατο, δίχως να φοβάται. Τον νίκησε γιατί ήξερε ν' αγαπά τη ζωή με τα μικρά και τα μεγάλα της, τις χαρές και τις πίκρες, τα τραγούδια, τα ξεφαντώματα, τα μοιρολόγια, τελικά και τα σωστά και τα λάθη.  

      Ακούει να του ψιθυρίζει πως  ίσως καθ’ ένας μας να χρωστάει κάπου μια καλημέρα και μια καληνύχτα,  που δεν γυρεύουν  απάντηση, που δεν περιμένουν  τίποτα, ίσως γιατί από μόνες τους, έχουν τη δύναμη της ευχής, το μαγικό κλικ της καρδιάς που καταφέρνει χωρίς θόρυβο να λέει πολλά και να ζωγραφίζει μαρμαρυγές ασημένιες με το φεγγαρόφωτο στο γιαλό.

    Πάντα θα ακούει τη φωνή του...

   «Όταν το φως θα αγαπήσει τα τοπία της ψυχής, σ' έναν άλλο καιρό, όταν η  ζωή μας, αποκτήσει  μεγαλύτερη αξία, και νόημα με το εμείς, όταν η ρούσα παντιγέρα θά ’χει πλήρωμα το τσούρμο της γης, τότε η Κεραζώζα θα μείνει για πάντα κοντά μας.»

     Όταν η αγάπη  γίνεται δρόμος,  όταν η φωνή καταφέρνει από μόνη της  να ξυπνά τη μαγεία και την αθωότητα, τότε, ένα τραγούδι μπορεί  και να σώζει, τουλάχιστον τα όνειρα, εκείνα που πηγαινοέρχονται με το χαλί της φαντασίας ανεμπόδιστα παντού.

   Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν τη δύναμη της αγάπης και  τις δυνατότητές της. Θυμίζουν τα καναρίνια του Χάρη που βολεύονταν περισσότερο στο κλουβί, που δεν ήθελαν να ρισκάρουν τα φτερά τους σε ένα άλλο πέταγμα και επέστρεφαν πάντα εκεί στη δήθεν ασφάλεια. Όλοι  μπορούν να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τη φύση, η φύση διδάσκει την αρμονία και την ελευθερία, θυμίζοντάς μας πως ο σεβασμός είναι κάτι που κερδίζεται.

   -Καλό πέρασμα παππού, καλό πέρασμα, λέει ο Χάρης και σκορπίζει μια χούφτα χώμα, «προίκα και μοίρα του ανθρώπου…», αντικρίζοντάς τον για τελευταία φορά, μέσα στα γαρύφαλλα κι έρχεται στα χείλη του το τραγούδι του κυρ  Δαμιανού :

   «Ήλιε μου στο ξημέρωμα περίμενε λιγάκι/να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρουφαλλάκι».


Αύριο... εν  ονόματι της Αγάπης
      Ζωή Δικταίου...

      Κέρκυρα  Απρίλης του 1999


Διήγημα από τ’ ανοικτά συρτάρια ενός άλλου καιρού, τότε που έγραφα για να κρατώ την επαφή με την παλιά μου ταυτότητα, αυτήν της καταγωγής.

Με  τα πανιά της νοσταλγίας ανοικτά,  αυτά που μάθαμε να ράβουμε και να μπαλώνουμε μονάχοι, κόντρα στη λήθη, την πορεία την αναγνωρίζει η καρδιά ύστερα από τόσες ξέρες...

Ίσως αυτό που αγαπάμε να είναι αυτό που μας σώζει τελικά.

Με ευγνωμοσύνη σε όλους  εσάς.

Post Top Ad

.............