Μου πήρε μια βδομάδα ζωής μακριά από το πατρικό μου, μια στοίβα άπλυτα ρούχα, και ένα σπίτι με πελώριες χνουδωτές μπάλες σκύλου για να συνειδητοποιήσω το εξής. Πρέπει να τριφτείς με την πραγματικότητα για να καταφέρνεις να επιστρέφεις πίσω στην αθωότητα.
Kατά ένα μεγάλο μέρος έχω ταυτίσει την εποχή αθωότητας με την επιστροφή στο ντάντεμα της μαμάς. Κάθε φορά που επέστρεφα πίσω στο νησί μου, αφουγκραζόμουν τη μάνα και τη γιαγιά μου να μιλούν. Υπήρχε μια ουσία κρυμμένη στον ρυθμό των δύο γυναικών που μιλούσαν τραγουδιστά. Η ελληνίδα μάνα ενσαρκώνει την πίστη και αφοσίωση στην οικογένεια.
Της δικιάς μου της αρέσουν τα γλυκά, τα τακτοποιημένα συρτάρια και το πάτωμα που αστράφτει καθαριότητα, χειμώνα-καλοκαίρι. Της αρέσουν οι γιορτές, η ανθρώπινη επαφή και φοβάται τις δυσάρεστες συζητήσεις με τα παιδιά της. Μας χαϊδεύει τα μαλλιά ενώ εμείς ονειρευόμαστε τους φίλους μας να κολυμπάνε στη ρακή. Πού και πού της πετάμε ένα σ’ αγαπώ, αλλά στην κανονική της ζωή συνεχίζει να προσπαθεί για μας, δίχως εμάς, σχεδόν ορφανή. Ένας υπέροχος εν γένει άνθρωπος. Δεν έχει παρέες. Είναι ταμένη. Στερημένη από χρόνο προσωπικό. Πραγματικά δεν θέλει να κουνήσει το δάχτυλο σε κανέναν, μόνο να μοιραστεί τις σκέψεις της και να τις συζητήσετε. Και τα βάζει κάθε φορά με την πάρτη της. Προσπαθεί να διορθώσει τον χαμό που σε περιβάλλει. Μας βάζει στη διαδικασία να ακούσουμε τις ίδιες μας της σκέψεις, να νιώσουμε τα αισθήματά μας, μέσα απ' ένα σιωπηλό ενεργειακό διάλογο. Να εξηγήσουμε όσα μας περιβάλλουν. Να βρούμε το νόημα των πραγμάτων. Να συμμορφωθούμε.
Τα Χανιά μου έλειπαν όλο αυτό το διάστημα. Είναι η πρώτη φορά που λείπω για τα καλά από την πόλη που έχει υπάρξει πρώην βάση μου. Καταναλώνεις ενέργεια για πράγματα απλά που σε γνώριμα εδάφη κυλάνε αβίαστα. Η τρυφερότητα της μαμάς μοιάζει με απαλό χτύπημα στον ώμο, όταν έχεις βρεθεί για καιρό εκτός. Ένα είδος ανακούφισης που σου προκαλούν μόνο εκείνοι που υπάρχουν στη ζωή σου διακριτικά (κατ’ επιλογήν και κατ’ ανάγκην).
Μόνο η Κρητικιά μάνα θέλει να παχύνει τα παιδιά της τόσο ώστε να τα βάλει στον φούρνο μετά. Και τα παιδιά είναι, κατά κανόνα, γυναίκες κι άντρες που πλησιάζουν τα τριάντα, ιδιαίτερα επιρρεπείς σε προσφορά μητρικής τροφής και συμβουλών. Η σχέση αυτή πάσχει από ευθραυστότητα. Γυναίκα αυτή – παιδί εγώ. Μητέρα είναι αυτή που σε εγκαθιστά στην ουσιαστική ζωή και μέσω της Ιστορίας και του προσωπικού παραδείγματος σου μαθαίνει διάφορα πράγματα. Ό,τι ισχύει όμως για τις ερωτικές σχέσεις, ισχύει και για τη σχέση με τη μάνα σου. Όσο πιο δεδομένη την έχεις δεν της δείχνεις ότι την εκτιμάς και την αγαπάς.
Όταν θες να μεγαλώσεις ένα παιδί -σκέφτομαι- πρέπει να έχεις αισθησιακό χαρακτήρα απέναντί του. Η δικιά μου, ας πούμε, φροντίζει ν’ αναγάγει τις διαφορές μας σε κάτι γενικότερο, ώστε να συνδεόμαστε πάντα με κάποιον τρόπο. Την αναβλητικότητά μου, που την ενοχλεί, την αποκαλούμε υπερσημειακότητα κι έτσι τα βρίσκουμε. Με λίγο σπρώξιμο από τη μάνα, κυρίως με τη δική της σταθερή βοήθεια/ προσπάθεια/ διεκδίκηση βλέπω ότι όλα είναι εφικτά.
Εν τω μεταξύ εμείς, ζώντας σε άλλες πόλεις πια, ονειρευόμαστε συνήθως την Κρήτη. Κάποιες φορές ονειρευόμαστε τον καναπέ του σπιτιού μας, αλλά τις περισσότερες να μη χρειάζεται να φεύγουμε ποτέ από την αγκαλιά της μαμάς. Να μας φτιάχνει μπουρέκι. Κι έτσι να συνεχίζουμε. Να κάνουμε σχέδια, να γυρίζουμε, να τσακωνόμαστε, να πέφτουμε, να σηκωνόμαστε, να ζούμε εκεί για πάντα με σημάδια από φιλιά στο πρόσωπο.
Το να πιστεύεις στην αλληλοσυμπλήρωση και στην ελπίδα της αγάπης της, αυτό είναι η επιστροφή στον εαυτό σου κι η επιστροφή στην αθωότητα.
*Η Μαρία Πασσαριβάκη είναι δημοσιογράφος.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ