15 Μαίου 1966 το Ηράκλειο υποδέχεται την τίμια Κάρα του Αγίου Τίτου - Κρήτη πόλεις και χωριά

Κρήτη πόλεις και χωριά

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΟ INTEΡNET - www.kritipoliskaixoria.gr

.........
Επικοινωνήστε μαζί μας - kritipolis@hotmail.com
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019

15 Μαίου 1966 το Ηράκλειο υποδέχεται την τίμια Κάρα του Αγίου Τίτου


Η Κυριακή 15 Μαΐου 1966 υπήρξε ημέρα ιστορική για την Εκκλησία της Κρήτης. Αντιπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδας, της ελληνικής κυβερνήσεως, της γραμματείας επί της χριστιανικής ενότητας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, εκατοντάδες κληρικοί, μοναχοί, μοναχές, πλήθος λαού, υποδέχτηκαν με εγκαρδιότητα, με ευλάβεια και ιερές συγκινήσεις το τιμιότατο λείψανο του πρώτου Επισκόπου Κρήτης, Αγίου Αποστόλου Τίτου. 

Μαθήτριες των σχολείων της πόλεως Ηρακλείου έραιναν με ροδοπέταλα και άλλα λουλούδια της κρητικής γης την Τιμία Κάρα από το λιμάνι του Ηρακλείου μέχρι τον Ιερό Ναό του Αγίου Τίτου. 


Οι καμπάνες, οι μουσικές του Δήμου και του Στρατού, οι σειρήνες των πλοίων ηχούσαν χαρμόσυνα. Ο αντιπρόσωπος του Πατριάρχου της Βενετίας, Επίσκοπος Ιωάννης Ολιβότι, παραδίδοντας την Τιμίαν Κάραν στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο, στο λιμάνι του Ηρακλείου, με συγκίνηση έλεγε: «Αυτός ο λαμπρός εορτασμός του κρητικού λαού θα μετριάσει τη θλίψη των ενετών για τη στέρηση του τιμίου λειψάνου, το οποίο επί τρεις αιώνες ήτο αντικείμενο ευλαβούς αγάπης. Δε θα λησμονήσω ποτέ αυτές τις στιγμές της θριαμβευτικής επιστροφής της Τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου, αγαπητού μαθητή του Αποστόλου Παύλου και πρώτου Επισκόπου Κρήτης». 

Και ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος, στις πολλές προσπάθειες του οποίου οφείλεται η επιστροφή του ιερού λειψάνου στην Κρήτη, παραλαμβάνοντας την Τιμία Κάρα στο λιμάνι από τα χέρια του Ιωάννη Ολιβότι, είπε μεταξύ των άλλων: «Οποία χαρά σήμερον εν ουρανώ και επί γης. Οποία χαρά δια τας μακαρίας ψυχάς των αοιδίμων προκατόχων ημών, των άλλων αρχιερέων της Κρήτης και δι’ όλην την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν του Χριστού. Οποία χαρά και δι’ ημάς, οι οποίοι έχομεν το ιδιαίτερο προνόμιο και ευτύχημα να υποδεχώμεθα σήμερον το τιμιώτατον λείψανον του πρωτοθρόνου Επισκόπου ημών, επί παρουσία τόσων τιμίων εκπροσώπων των εκκλησιών ημών, ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών, και τοσαύτης συρροής κλήρου και λαού και να έχωμεν εις το εξής το τιμώτατο τούτο λείψανο εν μέσω ημών».

Ακόμη, με ιδιαίτερη συγκίνηση φέρει κανείς στη σκέψη του τους λόγους του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, όταν σε αληθινή πανήγυρη και ευλαβή συναγερμό των Αθηναίων υπεδέχετο τη σοφή και πνεύματος αγίου πλήρη Κάρα Τίτου του Περιφανούς Αποστόλου της πίστεως. Η Τιμία Κάρα από τη Βενετία έφτασε στην Αθήνα αεροπορικώς και προς τιμήν της εψάλη δοξολογία στο Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.
Πράγματι, ο Άγιος Τίτος έζησε μία περιπέτεια που ξεκινά από την Αντιόχεια και φτάνει στην Έφεσο, τη Μακεδονία, την Κόρινθο, τη Δαλματία, τη Μεγαλόνησό μας. Γίνεται μαθητής του Μεγάλου Αποστόλου των Εθνών, του Θείου Παύλου. Γίνεται συνοδός και συνοδοιπόρος του διδασκάλου του σε όλες τις ευαγγελικές περιοδείες και αποστολές. Στην Κόρινθο θαυμάζεται η τόλμη, η ευστροφία, το συμβιβαστικό πνεύμα, η ρητορική ικανότητα και ο φλογερός ζήλος του εναντίον των εχθρών της πίστεως. Η περιφανής επιτυχία του δίδει αφορμή στο διδάσκαλο να εγκωμιάσει τον μαθητή και γράφοντας προς τους Κορινθίους να τον καλέσει «κοινωνόν του και συνεργόν και απόστολον Χριστού και δόξαν των εκκλησιών».
Απ’ όλα αυτά διαφαίνεται η μεγίστη σημασία του γεγονότος της ανακτήσεως και πάλι της Τιμίας Κάρας του Αγίου μας και είναι το παλλάδιον της Εκκλησίας μας, «δοκιμώτερον υπέρ χρυσίον και τιμιώτερον λίθων πολυτελών». Για την Εκκλησία της Κρήτης δύο είναι οι μεγάλοι θησαυροί της. Η Τιμία Κάρα του Αγίου Τίτου και η Επιστολή του Παύλου προς Τίτον.




Έτσι και πάλι αυτές τις μέρες η Εκκλησία της Κρήτης και ο πιστός λαός θυμάται το ιστορικό αυτό γεγονός και πανηγυρίζει και πάλιν την επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου και εμείς «ώσπερ παίδες ευγνώμονες» αποδίδομε στον πνευματικό μας πατέρα και προστάτη την οφειλομένη τιμή. Ενωμένοι μαζί του διά της πίστεως, καλούμεθα να ζήσουμε «σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς», όπως συμβουλεύει στην προς Τίτον Επιστολή του ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος.
Το χρονικό της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Τίτου στην Κρήτη(εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης)


Το 1957, ο τότε Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος απέστειλε επιστολή προς τον Πάπα Ρώμης Ιωάννη ΚΓ΄, με την οποία ζητούσε φωτογραφία της Τιμίας Κάρας και αντίγραφο της ιερής εικόνας της Παναγίας Μεσοπαντήτισσας, η οποία είχε μεταφερθεί επίσης στη Βενετία, κατά το 1669. Ο Πάπας Ιωάννης, ανταποκρινόμενος στο αίτημα, απέστειλε τη φωτογραφία και το αντίγραφο της εικόνας. από τότε ξεκίνησε μια σειρά ενεργειών, δημοσιευμάτων, συζητήσεων και επισκέψεων ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων στην Ι. Μητρόπολη Κρήτης, με θέμα τη δυνατότητα επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου στην Κρήτη. Σ’ αυτό συνέβαλε πολύ και η προσέγγιση και ο διάλογος μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, ο οποίος ήδη είχε ξεκινήσει. Όλοι έβλεπαν ότι ένα τέτοιο γεγονός θα είχε θετική επίδραση στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών.
Το 1964, μετέβη στη Βενετία μια ομάδα κληρικών και λαϊκών από το Ηράκλειο, για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανο. Με την ευκαιρία αυτή ο Μητροπολίτης Ευγένιος απέστειλε με τον τότε Πρωτοσύγκελλο (τώρα Μητροπολίτη Γορτύνης) κ. Κύριλλο Κυπριωτάκη, Επιστολή προς τον Καρδινάλιο Ιωάννη Ουρμπάνι, Πατριάρχη Βενετίας, στην οποία διετύπωνε το βαθύ πόθο του Κλήρου και του λαού της Κρήτης για επιστροφή της Τιμίας Κάρας στο Ηράκλειο. Η απάντηση ήταν κατ’ αρχήν θετική. Στη συνέχεια ο Σεβ. Μητροπολίτης Κρήτης απέστειλε κι άλλες επιστολές προς εξέχοντα πρόσωπα της Καθολικής Εκκλησίας, με το ίδιο θέμα. Τελικά ο Πατριάρχης Βενετίας, με επιστολή του, που φέρει ημερομηνία 9 Μαρτίου 1965, ανήγγειλε την απόφαση για απόδοση της Τιμίας Κάρας του Απ. Τίτου στην Εκκλησία της Κρήτης. Κατ’ αρχάς είχε αποφασιστεί η επανακομιδή να γίνει στις 25 Αυγούστου 1965, όμως για τεχνικούς λόγους αναβλήθηκε και πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαΐου 1966, ημέρα Κυριακή, με πάνδημη συμμετοχή Κλήρου και λαού του νησιού. Στη λαμπρή τελετή της αποδόσεως της Κάρας μετείχαν αντιπροσωπείες του Οικ. Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Βενετίας, της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Κυβέρνηση με υπουργούς της και πολλοί άλλοι επίσημοι.

Ας γυρίσουμε όμως για λίγο στις ανεπανάληπτες και ιστορικές εκείνες στιγμές:
11 Μαΐου 1966: Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας Κρήτης υπό το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίο αναχωρεί αεροπορικώς για Βενετία, για να παραλάβει και να συνοδεύσει την Τιμία Κάρα.
12 Μαΐου 1966: Στον Ι. Ν. Αγίου Μάρκου Βενετίας τελείται Θ. Λειτουργία, την οποία παρακολούθησε η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Κρήτης. Μιλώντας ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι τόνισε τη σημασία που είχε η επανακομιδή της Τιμίας Κάρας για την ενότητα των Εκκλησιών.
13 Μαΐου 1966: Η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας Κρήτης μαζί με τον καθολικό επίσκοπο Ιωσήφ Ολιβόττι, αναχωρεί από τη Βενετία για την Αθήνα αεροπορικώς συναποκομίζοντας και την Τιμία Κάρα. Στην Αθήνα το ιερό λείψανο εκτίθεται σε δημόσιο προσκύνημα στο Μητροπολιτικό Ναό.
14 Μαΐου 1966: Τελείται πανηγυρική Θ. Λειτουργία στη Μητρόπολη Αθηνών, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μεγαλοπρεπής πομπή μεταφέρει την Τιμία Κάρα στο αντιτορπιλικό "Δόξα", το οποίο και αποπλέει για το Ηράκλειο.
Η Κυριακή, 15 Μαΐου, υπήρξε ημέρα ιστορική για την Εκκλησία της Κρήτης, ημέρα θρησκευτικής έξαρσης και πνευματικού μεγαλείου. Πάνω από 100.000 πιστών και πολλές εκατοντάδες κληρικών, μοναχών και ξένων προσκυνητών, είχαν κατακλύσει (πολλοί από τα βαθιά χαράματα) το χώρο μπροστά στο λιμάνι, την προβλήτα, την οδό 25ης Αυγούστου, το Ναό του Αγ. Τίτου, την αυλή του, τους εξώστες και τις στέγες των σπιτιών, περιμένοντας να υποδεχθούν με ευλάβεια και ιερή συγκίνηση το τίμιο λείψανο τον πρώτου Επισκόπου Κρήτης Αποστ. Τίτου. Στις 09.00΄ της 15ης Μαΐου, στην πλατεία του Λιμεναρχείου, πάνω σε εξέδρα, έγινε η τελετή της αποδόσεως της Τιμίας Κάρας από τον καθολικό Επίσκοπο Ιωσήφ Ολιβόττι στο Σεβασμ. Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο. Η Κάρα, τοποθετημένη σε αργυρή λειψανοθήκη, που είχε κατασκευασθεί με προσφορές των πιστών, μεταφέρθηκε από το Μητροπολίτη Κρήτης με μια μεγαλειώδη πομπή, δια της οδού 25ης Αυγούστου, στον Ι. Ν. Αγ. Τίτου και τοποθετήθηκε σε ξυλόγλυπτο κουβούκλιο.
Ολόκληρη η διαδρομή, από το λιμάνι ως το Ναό, ήταν στρωμένη με δάφνες και μυρτιές, ενώ τα πλήθη των πιστών με τα κεφάλια σκυμμένα ευλαβικά προσεύχονταν με κατάνυξη, τη στιγμή που μαθήτριες των Σχολείων της πόλης έραιναν με ροδοπέταλα το ιερό λείψανο. Στο Ναό, αφού ψάλθηκε η μεγάλη δοξολογία, τελέσθηκε πανηγυρική αρχιερατική συλλειτουργία. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτη Κρήτης Ευγενίου:
"Αγία και κλητή η παρούσα ημέρα, λαμπρά και χαρμόσυνος, κινούσα ημάς ευλαβώς εις δόξαν και ευχαριστίαν, εις τιμήν και εις ποοσκύνησιν του ενός Θεού, του αποκαλυφθέντος υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατευθύνοντος και διευθύνοντος την ιστορίαν. Ναι, το πιστεύω και το ομολογώ, πάλιν, ο Θεός ήγαγεν ημάς εις τον σταθμόν τούτον της ιστορίας, τον μοναδικόν εις την ιστορίαν της Εκκλησίας Κρήτης, κατά τον οποίον η Εκκληοία Βενετίας απέδωκε φιλαδέλφως εις την Εκκλησίαν Κρήτης το τίμιον λείψανον της Κάρας του πρώτου Επισκόπου αυτής, ήτις και παρέλαβε μετά θερμών εκδηλώσεων φιλαδελφίας, ευγνωμοσύνης κα ευχαριστίας, τον πολύτιμον τούτον θησαυρόν, τον δοκιμώτερον υπέρ χρυσίον και τιμιώτερον λίθων πολυτελών".
Η Τιμία Κάρα του Απ. Τίτου παραμένει έκτοτε στο Ναό μας, ως ένα από τα ιερότερα κειμήλια όχι μόνο της Ενορίας, αλλά ολόκληρης της Κρήτης.
Αποτελεί όντως μεγάλη ευλογία η παρουσία στην Κρήτη της Κάρας του πρώτου Επισκόπου της, Αποστ. Τίτου. Δεμένη καθώς είναι η ιστορία, του λερού λειψάνου με την ιστορία της Κρήτης, έρχεται κάθε στιγμή να μας θυμίζει τις ιστορικές περιπέτειες του νησιού μας. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί πηγή χάριτος και αγιασμού για τον ορθόδοξο λαό μας, σημείο εκκλησιαστικής αναφοράς και ενότητας, ορατή απόδειξη της παρουσίας του Θεού, "του ενδοξαζομένου εν τοις αγίοις αυτού".
Ας προσευχηθούμε η ευλογία του Αγίου Τίτου να συνοδεύει πάντα τη ζωή μας.


Ο Απόστολος Τίτος
(εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας)
Για το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού των Εθνών, ο Απ. Παύλος χρειαζόταν πιστούς και ικανούς συνεργάτες. Ανθρώπους εμπιστοσύνης και αφοσιώσεως, αλλά και υπακοής στον θεόκλητο Απ. Παύλο στον οποίο είχε ο ίδιος ο Χριστός αναθέσει το κήρυγμα του Ευαγγελίου στα Έθνη.

Η Θεία Πρόνοια κατά την πορεία, του παρουσίασε πολλούς, οι οποίοι πότε μαζί του και πότε κατ̉ εντολή του βοήθησαν στην ίδρυση Τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες μετά το μαρτύριο του Παύλου εργάστησαν πάντα σύμφωνα με τις υποθήκες του και αναγνωρίστηκαν από την αρχαία αμέσως εκκλησιαστική παράδοση ως πρώτοι Επίσκοποι αυτών των Εκκλησιών.
Η Εκκλησία της Κρήτης σεμνύνεται, διότι ως Πρώτο της Επίσκοπο είχε τον εκλεκτότερο μαθητή του Παύλου, τον Τίτο.

Ο Τίτος ήταν Έλληνας από την Αντιόχεια. Ασπάστηκε το χριστιανισμό γνωρίζοντας τον Παύλο, αλλά δεν περιετμήθη παρά τις πιέσεις των ιουδαϊζόντων χριστιανών. Γι̉ αυτό και όταν συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα η Αποστολική Σύνοδος το 49 μ.Χ. για τη λήψη αποφάσεως αν θα έπρεπε να περιτέμνονται οι εξ εθνών χριστιανοί, ο Παύλος πήρε μαζί του τον Τίτο ως ζωντανή απόδειξη ευγενούς καρπού του δέντρου της εξ Εθνών Εκκλησίας.

Η προσωπικότητα του νεαρού Τίτου, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο θέμα αυτό, γνωρίζοντάς τον και οι άλλοι Απόστολοι.

Ο Παύλος ως φωτισμένος, αλλά και ως άνθρωπος εύστροφος, διέκρινε αμέσως τα χαρίσματα του Τίτου. Διέγνωσε σπάνιες δυνατότητες σ̉ αυτόν, οι οποίες αποδείχθηκαν στην πράξη με πληρότητα, γι̉ αυτό η ψυχή του Παύλου αναπαύθηκε πλήρως στο πρόσωπο αυτό που η Θεία Πρόνοια του είχε παρουσιάσει για το ιεραποστολικό έργο. Ο Τίτος αποδείχθηκε ως ο πιστότερος και δυνατότερος από τους βοηθούς του. Παντού εξέφραζε το πνεύμα του διδασκάλου του και τη σκέψη του και πάντα εφάρμοζε με πιστότητα τις εντολές του. Ως πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του και ως χαρισματικός άνδρας για τα δύσκολα, αναλάμβανε όλες τις δύσκολες αποστολές όπως αυτή στην Κόρινθο (Β Κορ. 7,15). Γι̉ αυτό και ο κορυφαίος Απόστολος τον ονομάζει «κοινωνόν» και «συνεργόν» και τον τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο με τον εαυτό του γράφοντας∙ «ου τω αυτώ πνεύματι περιεπατήσαμεν, ου τοις αυτοίς ίχνεσιν;» (Β Κορ. 12,18).

Ο Αγ. Ανδρέας ο Κρήτης, ο μεγάλος υμνογράφος και εκ των διαδόχων του Τίτου στο θρόνο της Γόρτυνας – Κρήτης, σε εγκωμιαστικό του λόγο απαριθμεί τα χαρίσματά του∙ «Επιεικής, ευπειθής, ευπρόσιτος, υπήκοος, προς αποστολήν ευσταλής, προς διακονίαν εύχρηστος, προς καταλλαγάς ευδαίμων, αλείπτης των κοπιώντων, των υπέρ Χριστού πονούντων υπερασπιστής» (Λόγος εις τον Απ. Τίτον, Ρ. G. 97,1149).

Αλλ̉ εκείνος που πολύ εύστοχα αναλύει την αγάπη του Παύλου προς τον Τίτο, είναι ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μεγαλύτερος γνώστης της Αγ. Γραφής και θεόπνευστος ερμηνευτής των επιστολών του Παύλου στον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια και θαυμασμό.

Επρόκειτο να συναντηθούν στην Τρωάδα (Τροία) για το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Ο Παύλος πήγε, προγευόμενος της χαράς, ότι θα συναντούσε τον εκλεκτό του μαθητή και συνέκδημο. Όμως ο Τίτος για κάποιο άγνωστο λόγο είχε εμποδιστεί να βρίσκεται εκεί. Και ενώ υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να επιτύχει το ευαγγελικό έργο, τόσο πολύ λύπησε τον Παύλο η απουσία του Τίτου που τα παράτησε όλα και έφυγε. «Ελθών εις την Τρωάδα εις το ευαγγέλιον του Χριστού, και θύρας μοι ανεωγμένης εν Κυρίω, ουκ έσχηκα άνεσιν τω πνεύματί μου, τω μη ευρείν με Τίτον τον αδελφόν μου∙ αλλά αποταξάμενος αυτοίς, εξήλθον εις Μακεδονίαν» (Β Κορινθ. 2,12-13).

Για το γεγονός αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει:

«Εάν θέλη κανείς να αγαπά με αληθινήν αγάπην, και θέλει να γνωρίση την δύναμίν της, ας προστρέξη προς τον τρόφιμον της αγάπης αυτής, τον μακάριον Παύλον, και εκείνος θα τον διδάξη πόσον μέγα κατόρθωμα είναι το να υπομείνη κανείς τον χωρισμόν αγαπωμένου προσώπου και πόσον ισχυρά ψυχή χρειάζεται δια τούτο.

Ο Παύλος, δηλαδή, αυτός ο οποίος εξεδύθη την σάρκα και απέβαλε το υλικόν σώμα και με ελευθέραν την ψυχήν περιήλθε την οικουμένην ολόκληρον, ο οποίος εξεδίωξεν από την σκέψιν του κάθε ανθρώπινον πάθος, και εμιμήθη την απάθειαν των Ασωμάτων Δυνάμεων, ο Παύλος λοιπόν, όλα τα υπέφερεν ευκόλως, ως εάν ήτο ξένον το σώμα, το οποίον εδοκιμάζετο, και τας φυλακίσεις, και τας απαγωγάς και τας μαστιγώσεις, και τας απειλάς και τον θάνατον και κάθε είδος τιμωρίας. Όταν όμως εχωρίσθη από ένα πρόσωπον, το οποίον ηγάπα εξαιρετικώς, τόσον συνεκλονίσθη και τόσον εταράχθη, ώστε όταν δεν ευρήκε το πρόσωπον αυτό εκεί που επερίμενε να το συναντήση, αμέσως έφυγεν από την πόλιν εκείνην.

Τι πράγματα είναι αυτά, ω μακάριε Παύλε; Όταν μεν ήσουν δεμένος εις το τιμωρητικόν ξύλον και κλεισμένος εις την φυλακήν, και οι δήμιοι ήσαν έτοιμοι να σε μαστιγώσουν και τα αίματα έτρεχον από την πλάτη σου, τότε συ εδίδασκες και εβάπτιζες και προσέφερες θυσίαν εις τον Θεόν, και δεν αδιαφορούσες δια την σωτηρίαν ούτε και ενός ανθρώπου. Όταν δε ήλθες εις την Τρωάδα και ευρήκες τον αγρόν καθαρόν και έτοιμον να δεχθή τον σπόρον της αληθούς Πίστεως, επέταξες από τας χείρας σου τόσον κέρδος και αμέσως έφυγες μακράν; Ναι, λέγει∙ διότι εκυριεύθην από την τυραννίαν της θλίψεως και πολύ ετάραξε την σκέψιν μου η απουσία του Τίτου, και τόσον πολύ εκυριάρχησε του νου μου και με κατέβαλεν, ώστε να με αναγκάση να κάμω την χειρονομίαν αυτήν.

Είδες πόσον μεγάλο κατόρθωμα είναι το να ημπορέση κανείς να υπομένη με ηρεμίαν τον χωρισμόν από αγαπώμενον πρόσωπον; Είδες πόσον σκληρός και πικρός είναι ο χωρισμός αυτός; Είδες πόσον έχει ανάγκην από μεγάλην και νεανικήν ψυχήν; Δεν είναι, δηλαδή, δι̉ εκείνους οι οποίοι αγαπούν, αρκετός μόνον ο ψυχικός σύνδεσμος, ούτε ικανοποιούνται με την παρηγορίαν που παρέχει ο σύνδεσμος αυτός, αλλά χρειάζονται και την σωματικήν παρουσίαν του αγαπωμένου∙ εάν δε δεν συμβαίνη τούτο, η ψυχική ευχαρίστησις ελαττώνεται σημαντικά». (Αγ. Ιωάννου Χρυσόστομου Λόγος ΜΖ «εις τον Απ. Παύλον», εν «Εκλογαί και απανθίσματα» σελ. 583-584)

Ο Παύλος περνώντας δέσμιος από τους Καλούς Λιμένες της Κρήτης, όπου παρέμεινε λόγω κακοκαιρίας στο πλοίο για λίγες ημέρες, οραματίστηκε τον ευαγγελισμό της Κρήτης. Γνώριζε την ιδιομορφία της ψυχοσύνθεσης των Κρητών και τις δυσκολίες που θα συναντούσε η Εκκλησία που επρόκειτο να ιδρύσει. Όμως είχε έτοιμη την επιλογή του προσώπου γι̉ αυτό το δύσκολο έργο. Γι̉ αυτό και κατά την Δ περιοδεία του ήλθε στη Γόρτυνα, την τότε πολυάνθρωπη ρωμαϊκή πρωτεύουσα της Νήσου και αφού παρέμεινε όσο χρονικό διάστημα έκρινε πως ήταν αρκετό, ανέθεσε στον Τίτο την οργάνωση της Κρητικής Εκκλησίας αποχωρώντας ο ίδιος. Αργότερα θα του έστελνε και βοηθούς τον Ζηνά, τον Απολλώ και τον Αρτεμά καθώς και τη γνωστή επιστολή μέσα στην οποία θα του υπευθύμιζε τις παραγγελίες που του είχε δώσει όταν βρισκόταν στην Κρήτη καθώς και νέες. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα τον απέσπασε από την Κρήτη και τον έστειλε στη Δαλματία (σημερινή Κροατία). Όμως μετά το μαρτύριο του Παύλου, ο Τίτος επέστρεψε για πάντα στην Κρήτη, στην οποία εργάστηκε ως την κοίμησή του και η Εκκλησιαστική Συνείδηση τον αναγνώρισε Πρώτο Επίσκοπο Κρήτης και Πάτρωνα της Εκκλησίας της.

Οι καρποί του έργου του, δικαίωσαν τον μέγα Παύλο. Διότι στο δύσκολο χώρο της Μεγαλονήσου, ο Τίτος με τα έκτακτα χαρίσματά του όπως η οξύνοια, ο δυναμισμός, η παρρησία, η διάκριση, η διαλλακτικότητα, η σταθερότητα και κυρίως τα ηγετικά του προσόντα, έθεσε τα θεμέλια της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία μέσα στο διάβα των αιώνων θα αναδείκνυε αγίους Επισκόπους, Μάρτυρες, Οσίους, Νεομάρτυρες και διαπρεπείς εκκλησιαστικές προσωπικότητες με έργο θαυμαστό εντός της Κρήτης και πέραν των ορίων της.

Χτίστηκαν περίλαμπροι Ι. Ναοί – μνημεία και αναπτύχθηκε μοναδική εκκλησιαστική τέχνη, αλλά δυστυχώς η κατάκτηση των Αράβων (824) είχε καταστροφικά αποτελέσματα, διότι οι κατακτητές κατέστρεψαν τους Ι. Ναούς, εξαφάνισαν άγια Λείψανα μεταξύ των οποίων και του Αγίου Τίτου και υποχρέωσαν τον πληθυσμό σε εξισλαμισμό. Οι Ενετοί διέσωσαν την Τιμία του Κάρα στη Βενετία από την οποία επέστρεψε κατόπιν ενεργειών του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου το 1966 και φυλάσσεται πλέον στον ομώνυμο του Αποστόλου Ναό, στο Ηράκλειο.

Πρόσφατες ανασκαφές, έφεραν στο φως κοντά στο χωριό «Μητρόπολις» νότια των σωζόμενων ερειπίων της Αρχαίας Γορτυνας, ερείπια της μεγαλόπρεπης Βασιλικής, δηλαδή του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Τίτου και υπάρχει η ελπίδα με τις ανασκαφές να εντοπισθεί και ο τάφος του Αποστόλου.

Στις 16 Οκτωβρίου 2008 ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος με την παρουσία και των Προκαθημένων - Αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, μέσα στα πλαίσια του έτους Αποστόλου Παύλου, ετέθησαν τα νοητά και πραγματικά θεμέλια του Βήματος του Απ. Παύλου στο χώρο της αρχαίας Γόρτυνας, για να υπευθυμίζει σε όλους ημεδαπούς και αλλοδαπούς επισκέπτες, την ιστορική πραγματικότητα, δηλαδή το που ο Παύλος έθεσε τα θεμέλια της Εκκλησίας της Κρήτης, εγκαθιστώντας Πρώτο Επίσκοπό της τον Τίτο. Γίνεται πλέον πραγματικότητα αυτό που απουσίαζε ως σήμερα και θα δίδεται πλέον η ευκαιρία να τιμάται πρεπόντως ο Απόστολος των Εθνών κατά τη μνήμη του.

Συν Θεώ και όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις -όπως και για το Βήμα του Απ. Παύλου- θα τιμάται και ο Απ. Τίτος στον πρώτο του Ι. Ναό, όπου είναι ο τάφος του και όπου από τον 6ο αιώνα μέχρι τον 9ο που καταστράφηκε, λειτούργησαν επιφανείς Άγιοι Αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι της Κρήτης, εκεί που κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία χτυπούσε η καρδιά της Κρητικής Εκκλησίας και της Ι. Επαρχιακής Συνόδου.


http://www.amen.gr/



Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΙΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Ο ναός του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία στο κέντρο της πόλης, στην οδό 25ης Αυγούστου. Γύρω του απλώνεται μια όμορφη πλατεία με μερικά καφέ και μπαρ, η πλατεία Αγίου Τίτου.
Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς έδιωξε τους Άραβες από την Κρήτη κάνοντάς την εκ νέου τμήμα της κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τότε πρέπει να χτίστηκε ο πρώτος ορθόδοξος ναός του Αγ. Τίτου, ώστε να αναζωπυρωθεί η χριστιανική πίστη και παράδοση στην Κρήτη, που είχε πέσει σε ύφεση λόγω της κατάκτησης από τους Αραβες πειρατές.






Ο Άγιος Τίτος ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και πρώτος επίσκοπος Κρήτης. Η πρώτη εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του ήταν αυτή στην παλιά πρωτεύουσα Γόρτυνα, που στέγαζε και τη μητρόπολη του νησιού μέχρι την καταστροφή της από σεισμό και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τους Άραβες (828) από τη Γόρτυνα στο Χάνδακα (Ηράκλειο).
Στο νέο ναό μετέφεραν την κάρα του Αγίου Τίτου, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας και άλλα ιερά κειμήλια από το ναό της Γόρτυνας. Όλα αυτά με την πτώση του Ηρακλείου στους Τούρκους μεταφέρθηκαν στη Βενετία, όπου υπάρχουν και σήμερα, με εξαίρεση την κάρα του Αγίου Τίτου που επιστράφηκε στο Ηράκλειο και βρίσκεται σήμερα στο ναό.
Την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης, ο ναός του Αγίου Τίτου παραχωρήθηκε στον βεζίρη Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή, ο οποίος τον μετέτρεψε σε τζαμί, γνωστό με το όνομα Βεζίρ τζαμί. Με το μεγάλο σεισμό του 1856 ο ναός καταστράφηκε εκ θεμελίων και ξαναχτίστηκε στη σημερινή του μορφή ως οθωμανικό τέμενος από τον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Μούση. Ο ίδιος σχεδίασε και τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Μηνά και τους στρατώνες στην πλατεία Ελευθερίας.
Ο μιναρές του Αγίου Τίτου κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1920, όταν αποχώρησαν από το Ηράκλειο οι τελευταίοι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Σήμερα ο ναός λειτουργεί κάτω από το ορθόδοξο δόγμα και είναι αφιερωμένος στον ισαπόστολο Τίτο, μετά από εργασίες ανάπλασης το 1925 από την Εκκλησία της Κρήτης






Ό Τίτος ήταν Έλληνας στην καταγωγή, και μάλιστα από τους πιο διακεκριμένους όσον άφορα τη μόρφωση και το γένος. Έγινε χριστιανός από τον 'Απόστολο Παύλο, με τον όποιο και συνεργάστηκε για τη διάδοση του Ευαγγελίου. 'Ακολούθησε τον απ. Παύλο στη δεύτερη άνοδο του στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν επιφορτίσθηκε με αποστολή στην Κόρινθο, για να δει από κοντά την κατάσταση της εκεί Εκκλησίας. Όταν επέστρεψε συνάντησε τον απ. Παύλο στη Μακεδονία. Έπειτα μαζί του, περίπου το έτος 58, πήγαν στην Κρήτη, οπού ό απ. Παύλος κατέστησε τον Τίτο επίσκοπο για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να εγκαταστήσει σ' όλο το νησί πρεσβύτερους. Από τη δεύτερη προς Τιμόθεον επιστολή μαθαίνουμε, ότι ό Τίτος πήγε και στη Δαλματία, άγνωστο για ποιο σκοπό. Ό Παύλος έστειλε και τη γνωστή προς Τίτον επιστολή, από την οποία μαθαίνουμε, ότι ό Έλληνας μαθητής του τιτλοφορείται απ' αυτόν "τέκνον του γνήσιον". Από την επιστολή αυτή επίσης, μαθαίνουμε ότι ό Τίτος είχε λαμπρούς συνεργάτες στην Κρήτη, δηλαδή τον Ζήνα τον νομικό και τον περίφημο Άπολλώ. Ό Τίτος πέθανε στην Κρήτη, κατά το έτος 105 μετά Χριστόν.



Η εκκλησία του Αγίου Τίτου χτίσθηκε από τους Ενετούς, καταστράφηκε πολλές φορές και ξαναχτίσθηκε σαν τζαμί από τους Τούρκους, μετά την πτώση του Χάνδακα, το 1669.


Η πρώτη εκκλησί περιείχε την κάρα (κεφάλι) του Αγίου Τίτου, το οποίο φυγάδευσαν στο Βατικανό οι Ενετοί, με την έξοδο τους από το νησί εκείνη την χρονιά. Το 1966 το κειμήλιο επεστράφη στους Κρητικούς από τον Πάπα Παύλο τον 4ο, και σήμερα βρίσκεται στο μικρό παρεκκλήσι αριστερά του νάρθηκα.








Δημοκρατία Αγίου Τίτου ονομαζόταν η αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία που ανακήρυξαν στην Κρήτη το 1363 Κρήτες και Βενετοί τιμαριούχοι, όταν κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία. Η επανάσταση αυτή τερματίστηκε το επόμενο έτος1364 όταν οι Ενετοί κατέλαβαν το Χάνδακα (Ηράκλειο).
Τον 13ο αιώνα με το επίσημο όνομα «Δημοκρατία Αγίου Τίτου» (στο πρότυπο του ονόματος της «Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου», της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας) ανακηρύχθηκε η ΚΡΗΤΗ ανεξάρτητη Χώρα.
Συγκεκριμένα από εκείνη την εποχή μέχρι τον 18ο αιώνα η Κρήτη διατελούσε υπό τη κυριαρχία των Ενετών, την δε διοίκησή της, ασκούσε η Ενετική Δημοκρατία μέσω αρμοστή που έφερε τον τίτλο Δούκας του Βασιλείου της Κρήτης, με έδρα τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια η Ενετία είχε κτίσει πολλά φρούρια (κάστρα) σε διάφορες περιοχές στις οποίες και είχε εγκαταστήσει πολλούς αποίκους ως τιμαριούχους. Στη περίοδο αυτή της Ενετοκρατίας βεβαίως και δεν έπαυσαν οι επαναστάσεις κατά των Ενετών που δεν ήταν και λίγες. Μία από τις σημαντικότερες ήταν και εκείνη του 1363 η οποία είχε το χαρακτηριστικό ότι οργανώθηκε και διεξάχθηκε με τη συνεργασία των Ενετών εποίκων και του ελληνικού στοιχείου.



Αιτία της επανάστασης εκείνης ήταν ένα πλήθος από δυσαρέσκειες πρώτα των Ενετών αποίκων της Κρήτης κατά της μητροπολιτικής κυβέρνησης κυρίως από αυθαιρεσίες των εκάστοτε αρμοστών, και που εκδηλώθηκε με αφορμή μια νεότερη φορολογία για τον καθαρισμό και την εκβάθυνση του λιμένα του Χάνδακα, που για κείνη την εποχή κρίθηκε πολύ υψηλή. Έτσι οι άποικοι Ενετοί (οι οικογένειες Gradonico και Venier) υπό την ηγεσία του Οίκου των Γραδενίγων, βοηθούμενοι κυρίως από τον φιλόδοξο Κρητικό Ιωάννη Καλλέργη, ισχυρό προύχοντα της Κρήτης, που συγκρότησε ένοπλες ομάδες Κρητών, καθαίρεσαν και φυλάκισαν τον αρμοστή Δάνδολο, κατέλαβαν όλα τα φρούρια, και κήρυξαν τη Κρήτη ως ανεξάρτητη δημοκρατία. Αμέσως μετά συνήλθε 35μελής επιτροπή, ως είδος συνταγματικής συνέλευσης η οποία και κατάρτισε το καταστατικό χάρτη της νέας Πολιτείας. 


Σύμφωνα μ΄ εκείνο το Χάρτη η Κρήτη ανακηρύχθηκε:


"Πολιτεία αυτοκρατής, αδέσποτος, υπό σεπτήν προστασίαν Αγίου θαυματουργού Τίτου, αποστόλου και πάτρωνος της νήσου ταύτης".

Συγχρόνως καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία: "η ιερωτάτη των ιθαγενών γραικική", ενώ καταργήθηκε η σημαία της ενετικής Δημοκρατίας και συστάθηκε ενδεκαμελές εκτελεστικό Σώμα υπό τη προεδρία μέλους της οικογένειας Γραδενίγου στον οποίο και τελικά ανατέθηκε η Κυβέρνηση.
Η Δημοκρατία του Αγίου Τίτου διατηρήθηκε μόλις 1,5 χρόνο (ακριβέστερα 16 μήνες). Όταν η Γαληνότατη Δημοκρατία πληροφορήθηκε την αποστασία του Βασιλείου (Δουκάτου) της Κρήτης απέστειλε ενισχυμένο στόλο και στρατό όπου και κατέστειλε γρήγορα την επανάσταση επαναφέροντας το πρότερο καθεστώς.


Ο Απόστολος Τίτος είναι ο οργανωτής και ο πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας της Κρήτης. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζεται για πρώτη φορά περί το 49 μ.Χ. ως συνοδός του Αποστόλου Παύλου και του Βαρνάβα, στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων. Έκτοτε ακολουθεί τον Παύλο ως πιστός και αφοσιωμένος μαθητής στις αποστολικές του περιοδείες στην Ασία και την Ευρώπη. Ο Παύλος αναφέρεται στον Τίτο με εκφράσεις που μαρτυρούν το στενό σύνδεσμο των δύο ανδρών.

Τον χριστιανικό Ευαγγελισμό της Κρήτης επιχείρησε ο Παύλος περί το 62-63 μ.Χ. κατά την δεύτερη αποστολική περιοδεία του. Η παραμονή του Παύλου στην Κρήτη ήταν σύντομη και το δυσχερές έργο της οργάνωσης της πρώτης κρητικής Εκκλησίας το ανέθεσε στον Τίτο, στον οποίο γράφει "Τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην " (Τίτ. α΄, 5)
Η δράση του Τίτου στην Κρήτη δεν είναι επαρκώς γνωστή, γιατί δεν σώθηκαν αρχαίες επίσημες και εξακριβωμένες πληροφορίες για την πρώτη περίοδο της Κρητικής Εκκλησίας. Στους μεταγενέστερους χρόνους δημιουργήθηκε στην Κρήτη πλούσια συναξαριακή παράδοση για τον πρώτο επίσκοπο και πάτρωνα της τοπικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο Τίτος ήταν Κρητικός, από γένος επισημότατο, που ανήγε την αρχή του στο μυθικό βασιλιά της Κνωσού, το Μίνωα.
Ήταν συγγενής του Ρωμαίου ανθυπάτου της νήσου Ρουστίλλου (Ρουστούλου), έλαβε γενναία μόρφωση και βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε αυτόπτης μάρτυς των παθών και της αναστάσεως του Χριστού. Ως επίσκοπος, αργότερα, στην πατρίδα του ίδρυσε εννέα επισκοπές, στην Κνωσό, την Ιεράπυτνα, την Κυδωνία, τη Χερσόνησο, την Ελεύθερνα, τη Λάμπη, την Κίσαμο, την Κάντανο, και τη Γόρτυνα. Σύμφωνα με την ίδια συναξαριακή παράδοση, ο Τίτος πέθανε σε ηλικία 94 ετών, περί το 105 μ.Χ.











Στην Γόρτυνα, που ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της νήσου, ιδρύθηκε ήδη από τις αρχές του 6ου αιώνα μεγαλοπρεπής ξυλόστεγη βασιλική, που αναδείχθηκε σε παγκρήτιο κέντρο λατρείας του Αποστόλου. Εδώ, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, φυλασσόταν και το ιερό λείψανο του. Ο ναός του Αγίου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα λατρείας σε όλη την Ανατολή.
Κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας στην Κρήτη (824 - 961), δεν έχουμε καμία πληροφορία για την λατρεία του Αγίου. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ., το πολιτικό και Θρησκευτικό κέντρο της Κρήτης μεταφέρθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο), όπου κτίσθηκε πάλι μεγαλοπρεπής Μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στον Απόστολο Τίτο, στην ίδια θέση που και σήμερα βρίσκεται. Στο κτίσμα εκείνο είχε μεταφερθεί και η Κάρα του Αγίου.
                                                                                                          Θεοχάρης Δετοράκης




Ο πρώτος ναός του Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα ήταν μονόχωρος δρομικός.
Όταν, κατά την έναρξη της ενετικής κυριαρχίας στο νησί το 1210 εγκαταστάθηκε στον ναό o Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, φαίνεται ότι στο κτίσμα έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις. Διανοίχθηκε κυκλικός φεγγίτης στην πρόσοψη και προστέθηκε πύργος κωδωνοστασίου στη ΝΑ του γωνία. Ο ναός αυτός καταστράφηκε πριν από τα μέσα του l5ου αιώνα και επανακατασκευάσθηκε.
Το δεύτερο κτίσμα που εγκαινιάσθηκε από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Fantino Dandolo στις 3 Ιανουαρίου του 1446, ήταν μία τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, στολισμένη με σπάνια μάρμαρα, άγιες Τράπεζες και παρεκκλήσια. Το κτίσμα αυτό, που κατά τον σεισμό του 1508 υπέστη ελαφρές ζημιές χωρίς να χάσει την μεγαλοπρέπειά του, καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 3 Απριλίου του 1544. Από την πυρκαγιά διασώθηκαν τα ιερά λείψανα και κειμήλια του ναού, μεταξύ των οποίων η Κάρα του Aγίου Τίτου και η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας.
Το 1557 ξανακτίσθηκε άλλος ναός, του ιδίου ρυθμού με τον προηγούμενο και εξ ίσου μεγαλοπρεπής. Ο περιηγητής Kootwyck το 1598 τον ονομάζει "pulcherrima et vetustis operis basilica". Με την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους το 1669 τα κειμήλια του Ναού φυγαδεύθηκαν στην Βενετία. Ο ναός υπέστη εκτεταμένες μετατροπές για να λειτουργήσει ως μουσουλμανικό τέμενος, γνωστό ως Βεζύρ Τζαμί, στο όνομα του Πορθητή του Χάνδακα Ζαδέ Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή.
Ο σεισμός του 1856 μετέτρεψε και εκείνο το κτίσμα σε ερείπια. Το 1869 ο Μεγάλος Βεζύρης Ααλή Πασάς ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αθανάσιο Μούση από τα Ταταύλα της Κωνσταντινουπόλεως, Ηπειρώτη στην καταγωγή, την ανέγερση νέου μεγαλοπρεπούς τεμένους (Γενί τζαμί) διατηρώντας όμως και το παλαιό του όνομα. Το 1922 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το κτίσμα αποδόθηκε στην Ορθόδοξη Χριστιανική λατρεία και εγκαινιάσθηκε στις 3 Μαΐου του 1925 επί Μητροπολίτου Κρήτης Τίτου Ζωγραφίδου.
Ο ναός του Αγίου Τίτου είναι ένα εκλεκτικό μνημείο με ποικίλα στοιχεία από τους ρυθμούς των μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ρυθμός του είναι τετρακιόνιος με τρούλο και νάρθηκα ο οποίος προστίθεται στο τετράγωνο της κάτοψής του. Στην ΝΑ γωνία του νάρθηκα είναι προσαρτημένη η βάση του μιναρέ. Εσωτερικά θυμίζει περίκεντρο κτίσμα, ενώ εξωτερικά τα επί μέρους μορφολογικά του στοιχεία απηχούν ρυθμούς της Οθωμανικής τέχνης, της επηρεασμένης και από την βυζαντινή ναοδομία. Στις αριστοτεχνικά διαρθρωμένες με καθαρές γραμμές πλευρές του κτηρίου, κυριαρχούν τα κατακόρυφα στοιχεία, διασπώντας τον όγκο του σε επίπεδα. Εξωτερικά το κτίσμα είναι κατασκευασμένο με ισόδομη από λαξευτούς πωρολίθους τοιχοποιία και κοσμείται με λιθόγλυπτη επίστεψη.
Στις15 Μαΐου 1966 έγινε η επανακομιδή της Κάρας του Αγίου Τίτου από τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, ενώ στον ναό της S.M. Della Salute της ίδιας πόλης φυλάσσεται ακόμη η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντήτισσας.


 Από το 1974 μέχρι το 1988 πραγματοποιήθηκαν στο Ναό εκτεταμένες εργασίες για τη τη στερέωση και αποκατάστασή του.

Post Top Ad

.............