Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στο κέντρο του Κουρνά, ενός οικισμού με ενδιαφέρουσα λαϊκή αρχιτεκτονική. Κτίστηκε στα τέλη του 12ου αιώνα, αρχικά στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και τυφλά αψιδώματα στις πλάγιες όψεις. Περί το 1230 προστέθηκε στα νότια το μονόχωρο, ξυλόστεγο κλίτος του Χριστού. Αργότερα η ξύλινη στέγη αντικαταστάθηκε από οξυκόρυφες καμάρες με σφενδόνια στα κύρια κλίτη και ημικυλινδρικές στα δευτερεύοντα. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι εσωτερικές τοξοστοιχίες, που χώριζαν τα κλίτη και ο νότιος τοίχος της αρχικής βασιλικής, αντικαταστάθηκαν από μεγάλα τόξα για την ενοποίηση του χώρου του κυρίως ναού, ενώ κατεδαφίστηκε ο νάρθηκας και προστέθηκε δυτικά κατάκοσμο, τρίλοβο καμπαναριό. Οι γωνίες ενισχύθηκαν από λαξευτούς πεσσούς. Αργότερα διανοίχτηκαν δυο μεγάλα παράθυρα στο νότιο και το βόρειο τοίχο.
Εσωτερικά αποκαλύφθηκε από τις εργασίες της 13ης ΕΒΑ κάτω από τα ασβεστοκονιάματα, αποσπασματικά διατηρημένος τοιχογραφικός διάκοσμος, που χρονολογείται σε τρεις περιόδους. Διαπιστώθηκε ότι αρχικά τοιχογραφήθηκαν με την τεχνική της νωπογραφίας οι επιφάνειες της τρίκλιτης βασιλικής με ολόσωμους αγίους χαμηλά και ευαγγελικές σκηνές στα ανώτερα μέρη. Σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση διατηρείται η παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων σε δυο σκηνές πάνω από τους συλλειτουργούντες ιεράρχες και το Μελισμό της κεντρικής κόγχης. Στο τεταρτοσφαίριο εικονίζεται υπερμεγέθης, στηθαίος ο Χριστός Φωτοδότης με την Παναγία και τον Ιωάννη Πρόδρομο σε δέηση, σε μικρότερη κλίμακα. Το πρώτο στρώμα ζωγραφικής, στο οποίο αναγνωρίζονται δυο ζωγράφοι, χρονολογείται περί τα τέλη του 12ου αιώνα και αποτελεί ένα εξαίρετο έργο της όψιμης κομνήνειας παράδοσης, που είχε επικρατήσει και στην Κρήτη. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι, παρά τη χρήση της γραμμής στη σχεδίαση, διακρίνεται μια έντονη πλαστικότητα στην απόδοση των όγκων και μια διαφάνεια των χρωμάτων.
Το δεύτερο στρώμα επεκτείνεται στο κλίτος του Χριστού και στις επιφάνειες του τοξωτού ανοίγματος, που δημιουργήθηκε στο πάχος της τοιχοποιίας του ιερού και κατέστρεψε μέρος του αρχικού διακόσμου. Στην ίδια επέμβαση οφείλεται πιθανώς η μετατροπή του αρχικού νότιου κλίτους σε θολοσκέπαστο και η τοιχογράφησή του. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης εικονίζεται και πάλι υπερμεγέθης, στηθαίος ο Παντοκράτορας και στον κύλινδρο συλλετουργούντες ιεράρχες. Το αρχικό στρώμα έχει σφυροκοπηθεί και καλυφθεί από νεώτερο. Στο άνοιγμα μεταξύ των δυο ναών σώζονται οι εξαίρετες μορφές των αγίων Στεφάνου και Γερμανού, που διακρίνονται για την έντονη ζωγραφικότητα στην απόδοση των προσώπων, αντίθετα με τα επίπεδα σώματα. Στο αέτωμα του δυτικού τοίχου διατηρείται αποσπασματικά η παράσταση της Σταύρωσης με τη νεανική μορφή του Ιωάννη του Θεολόγου δίπλα στον Εκατόνταρχο. Ο αρχικός διάκοσμος του κλίτους του Χριστού χρονολογείται γύρω στην τρίτη δεκαετία του 13ου αιώνα, ενώ αργότερα επικαλύφθηκε εν μέρει από ένα επόμενο στρώμα ζωγραφικής. Η παράσταση της Δέησης στην κόγχη του Αγίου Γεωργίου, αντικαταστάθηκε επίσης από νεώτερη των αρχών του 14ου αιώνα.
Ως προς την αρχιτεκτονική του ο αρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου αποτελεί ένα δείγμα της εξέλιξης της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη με απλοποίηση των στοιχείων σε ένα λαϊκό επίπεδο. Ο αρχικός διάκοσμος επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η Κρήτη κατά τη Μεσοβυζαντινή Περίοδο ήταν μια σημαντική από καλλιτεχνικής απόψεως επαρχία, στην οποία φτάνουν υψηλής ποιότητας επιδράσεις από την πρωτεύουσα και συνεχίζονται μέχρι περίπου τα μέσα του 13ου αιώνα
Μιχάλης Ανδριανάκης, αρχαιολόγος