«Πότες θα κάμει ξαστεργιά, πότες θα φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα
και ν΄ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω….»
«’Έτυχε να ρωτήσουμε τους λαϊκούς τραγουδιστές τι σημαίνει η λέξη πατρόνα , στο κείμενο ενός λαοφιλέστατου τραγουδιού της Κρήτης . Δεν ήξεραν την έννοια της λέξεως αλλά την τραγουδούσαν τυπικά».
Ανατρέχοντας στα Κρητικά χρονικά του 1958, και σύμφωνα με τον James A. Notopoulos διαβάζουμε την πιο λογική εξήγηση της λέξης.
« Στη λύση μας έχει βοηθήσει ένας γέρος Κρητικός Καπετάνιος 97 ετών από το χωριό Άνω Μέρος Ρεθύμνου. Είπε ότι στα νεανικά του χρόνια η πατρόνα ήταν μπαλάσκα με φυσίγγια. Η εξήγηση αυτή φάνηκε σωστή διότι η μπαλάσκα ταιριάζει με το τουφέκι στο τραγούδι.
Η εξήγηση αυτή του Κρητικού επιβεβαιώνεται και από ένα πελοποννησιακό κείμενο, τη διαθήκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη. Παραγγέλνει στη γυναίκα του μαζί με άλλα και τα εξής : « Να λάβης από τον εξάδελφόν μας Ηλία Δημητρακαράκον ταις πιστόλαις μου και τα ασημένια πατρόνια μου, ταις οποίαις και τα οποία τα πωλείς και δίδεις ευθύς τα όσα γράφω»
Στην Κρητική ποίηση έγινε σύγχυση της πατρόνας με το πιστόλι.
Τούτο φαίνεται και στη Ρίμα του Αντώνη Γιώργακα (1818).
«Από τη χώρα ξεκινά και βάνει δυο πατρόνες
Κ΄ εφέγγανε στη μέσην του σαν τσι καρνάδες βιόλες….»
Ο Κρητικός ριμαδόρος έχει ξεχάσει την έννοια της πατρόνας και παρασύρεται από την ομοιοκαταληξία (πατρόνα –βιόλα) .
Αντικαθιστά τη λέξη πατρόνα με τη λέξη μπιστόλα.
« Έβανε κ΄ εις την μέση του ασημωτές μπιστόλες,
Ραμπί μου, πως του στέκανε, σαν τσι καρνάδες βιόλες¨»
«Και τ΄ άρματά του πήρανε , τσι δυο καλές μπιστόλες
Στο Κάστρο και στο Ρέθεμνος δεν ήσαν ετσά βιόλες».
Η λέξη Πατρόνα έχει χαθεί πλέον από όλα τα κείμενα εκτός του τραγουδιού του Ομαλού.