Μαρτύρησε στὶς 15 Σεπτεμβρίου 1811 στὴ Νέα Ἔφεσο
Ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη ἀλλὰ ζοῦσε στὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἐφέσου, Κουσάντασι, ὅπως τὴν ὀνόμαζαν οἱ Τοῦρκοι. Ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα καὶ ἦταν ἀρραβωνιασμένος. Νέος στὴν ἡλικία , κόσμιος, συνετός, σώφρων, στολισμένος μὲ πολλὲς ἀρετές. Κάποτε μὲ δύο φίλους καὶ συμπατριῶτες τοῦ Σφακιανοὺς πῆγαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη νὰ διασκεδάσουν στὸ πανηγύρι ποὺ γινόταν, κατὰ παλαιὰ συνήθεια, τὴν ἡμέρα τῆς ἀποτομῆς της τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου. Ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν πέρασαν ἄνθρωποι τοῦ ἀγὰ καὶ τοὺς ζήτησαν νὰ πληρώσουν κεφαλικὸ φόρο. Οἱ δύο Σφακιανοὶ δὲν δέχονταν μὲ κανένα τρόπο νὰ πληρώσουν οὔτε λίγο οὔτε πολύ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀγὰ ἐνεργώντας μὲ τὸ κύρος τῆς ἐξουσίας τοὺς ἅπλωσαν καὶ πῆραν ἕνα ὅπλο ἀπ’ τοὺς Σφακιανούς, ἐκεῖνοι ἀντέδρασαν καί, τραβώντας τὸ μὲ βία, τὸ ἀπέσπασαν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιαστοῦν στὰ χέρια ,νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὑπαλλήλους καὶ νὰ τραυματίσουν τοὺς ἄλλους. Ἀμέσως μετὰ ἔτρεξαν νὰ ἐξαφανιστοῦν, γιὰ νὰ μὴ...συλληφθοῦν.
Ὁ Ἰωάννης θεωρώντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀθῶο πῆγε μὲ τὴν ἡσυχία του στὸ ἀγροτόσπιτό του.Τὴν ἄλλη μέρα ὅμως κατέφθασαν οἱ Τοῦρκοι , τὸν ἅρπαξαν καὶ δέρνοντας τὸν καὶ πληγώνοντας τὸν σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τὸν ἔφεραν στὴν πόλη καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Τὴν ἄλλη μέρα πῆγαν οἱ Τοῦρκοι, τὸν ἅρπαξαν καὶ δέρνοντας τὸν καὶ πληγώνοντας τὸν σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τὸν ἔφεραν στὴν πόλη καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ἄσχετα ἂν ἦταν ὁ ἔνοχος ἀφοῦ κι αὐτὸς ἦταν στὴν παρέα. Ἔδωσαν δὲ αὐστηρὴ ἐντολὴ νὰ μὴν ἐπιτραπεῖ σὲ κανένα νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ οὔτε νὰ τὸν πλησιάσει οὔτε νὰ τοῦ δώσει τροφὴ ἢ νερό, ἐκτὸς ἂν οἱ ὑπηρέτες τῆς φυλακῆς ἤθελαν νὰ τοῦ ρίξουν κανένα ψίχουλο σὰν νὰ ἦταν σκύλος. Ἔμεινε ἔτσι ὁ ἅγιος στὴ φυλακὴ δεκαέξι ἡμέρες. Καὶ ὁ λόγος ποὺ δὲν τὸν κρέμασαν ἀμέσως ἦταν ὅτι ὁ ἀδελφός του σκοτωμένου , ὁ ὁποῖος ζητοῦσε πίσω τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ του, καυχήθηκε πὼς μπορεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀλλαξοπιστήσει , ὅποτε καὶ θὰ τὸν συγχωροῦσε καὶ θὰ τὸν ἔβαζε στὴ θέση τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ δικαστὴς δὲν τὸ ἔβρισκε εὔλογο νὰ κρεμαστεῖ ὁ Ἰωάννης ἀφοῦ δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ φονιὰς ἀλλὰ ἄλλος ξένος ποὺ διέφυγε. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως πρόκριτοι ἐπέμεναν ὅτι πρέπει νὰ κρεμαστεῖ διότι ἦταν στὴν παρέα τοῦ φονιά.
Τελικὰ συμφώνησαν μὲ τὴν πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ του σκοτωμένου. Προσπάθησαν μὲ ποικίλους τρόπους, μὲ θέλγητρα καὶ μὲ φόβητρα νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν ὅμως ὁ ἅγιος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω. Ἰωάννης ὀνομάζομαι καὶ δὲν ἀλλάζω τὴν πίστη μου οὔτε τ’ ὄνομά μου . Ἀκόμα καὶ ἡ κόρη τοῦ δικαστῆ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν πλησιάσει καὶ νὰ τοῦ προτείνει ν’ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ τὴν παντρευτεῖ καθὼς ὁ ἅγιος ἦταν νέος καὶ ὄμορφος .
Ἀφοῦ εἶδαν κι ἀπόειδαν ὅτι δὲν κατάφερναν τίποτε , τὸν καταδίκασαν στὸν δὶ’ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο. Ὁ ἅγιος πήγαινε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης χαρούμενος λὲς καὶ πήγαινε σὲ καμιὰ γιορτή. Σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ ἐπεκαλεῖτο τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ζητοῦσε συγχώρεση ἀπ’ ὅσους Χριστιανοὺς συναντοῦσε. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τελειωθεῖς ἐν ὀλίγω ἐπλήρωσε χρόνους μακροὺς κατὰ τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο.
Τρία μερόνυχτα ἔμεινε κρεμασμένος. Τὴν πρώτη νύχτα κάποιοι καμηλιέρηδες, ποὺ ἔφερναν σιτάρι στὴν πόλη καὶ ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ διανυκτερεύσουν ἔξω γιατί δὲν πρόλαβαν καὶ ἔκλεισε ἡ πύλη τῶν τειχῶν, ἔβλεπαν λαμπρὸ φῶς ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ σκεπάζει τὸ ἅγιο λείψανο ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἔντρομοι τὸ διηγοῦνταν τὴν ἄλλη μέρα στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος ὁμολογοῦσε τὴν ἀθωότητα τοῦ ἁγίου χωρὶς βέβαια νὰ δέχεται τὴν ἁγιότητα τῆς πίστης του. Ὑπῆρξαν βέβαια καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τυφλωμένοι ἔλεγαν ὅτι ἔριξε ὁ Θεὸς φωτιὰ νὰ κάψει τὸν γκιαούρη ποὺ σκότωσε τὸν ἐμίρη.
Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες δόθηκε ἡ ἄδεια τῆς ταφῆς. Τὸν ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια οἱ Χριστιανοὶ στὸν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Μία Χριστιανὴ ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μακροχρόνια ἀσθένεια ζήτησε νὰ τῆς φέρουν μέρος ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ ἁγίου καὶ τὸ σκοινὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν δεμένος καὶ ἔλαβε τέλεια θεραπεία ,τρεῖς μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μάρτυρος.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr