Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Λογοτέχνιδα, Ζωή Δικταίου, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Προσωπικά δεν πιστεύω πως υπάρχει ένας ορισμός για τη λογοτεχνία. Κάθε φορά είναι αυτό που ορίζουν οι απαιτήσεις και οι προτιμήσεις μιας συντροφιάς ή μιας κοινωνίας, εξαρτάται δηλαδή από τον τρόπο που γίνεται η χρήση της. Πάντως είναι πολλά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τούτη την ακριβή τέχνη του λόγου. Αναμφισβήτητα εκφράζει την ανάγκη τού ανθρώπου να αφηγείται , κάτι που είναι στη φύση του από αρχαιοτάτων χρόνων. H λογοτεχνία ως όχημα της σκέψης διηγείται την σχέση μας με τον κόσμο πραγματικό και φανταστικό. Καταφέρνει δε να κωδικοποιεί και να αποτυπώνει όχι μόνο την ψυχή τού συγγραφέα αλλά και την πραγματικότητα καμιά φορά. Ίσως είναι η σημαντικότερη απόδειξη της γλωσσικής σχέσης τού ανθρώπου με το περιβάλλον του, αφού έρχεται να επικαιροποιήσει σε κάθε περίοδο της παρουσίας μας στον χρόνο μια πολύτιμη κοινωνική λειτουργία είτε με την πλασματική αφήγηση, είτε ως αναπαράσταση γεγονότων ή μίμηση, ή υπενθύμιση. Η αισθητική ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου όταν διαβάζεται, ερμηνεύεται και κατανοείται είναι αναμφίβολά μοναδική. Όπως και να έχει η λογοτεχνία είναι φαινόμενο.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Ευτυχώς παραδεκτό από πολλούς ότι τα οφέλη είναι πολλά. Εμπλουτίζει την προσωπικότητα τού αναγνώστη. Δείχνει τον δρόμο της αρετής και της ηθικής συνείδησης. Αποτελεί ηχηρή απάντηση στην κακογουστιά, στην προχειρότητα, στην ευκολία. Η λογοτεχνία σίγουρα διευκολύνει και προάγει την δυνατότητα της αναλυτικής σκέψης, ενώ προσφέρει γνώση, πνευματική και ψυχική ωρίμανση, εγρήγορση.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Η εποχή μας είναι κυνική και σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που εγκλωβίζονται μέσα σε ένα σαθρό κοινωνικοπολιτικοοικονομικό σύστημα, άρα η ποίηση τους αφήνει αδιάφορους. Όμως, είναι παρήγορο το γεγονός πως είναι εξίσου πολλοί εκείνοι που όχι μόνο δεν αφομοιώνονται από τα «συστήματα», αλλά σε πείσμα τού μπαγιάτικου κόσμου καταθέτουν όμορφα δείγματα γραφής και ψυχής και είναι νέοι δημιουργοί. Οπότε δεν ανησυχώ για την ποίηση. Θα είναι πάντα αξία διαχρονική και βαθιά εσωτερική ανάγκη τού ανθρώπου, άρα θα βρίσκει ακόμη και σε αυτή την εποχή της ευκολίας και τού υπερκαταναλωτισμού συνεχιστές άξιους να υποστηρίζεται.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Η Ποίηση, ένα ανοικτό παράθυρο στη βροχή και στον ουρανό με θέα το φως. Μου υπενθυμίζει την ανάγκη της εγρήγορσης και την ομορφιά, την αξία της αρμονίας. Είναι θητεία ζωής, καταφύγιο, περιπλάνηση, συνγυμνασία αισθήσεων, προσήλωση, μια μεγάλη ταλάντωση από τη γη στον ουρανό, δοκιμασία, αγώνας. λύτρωση. Είναι η βαθιά αναζήτηση του ανθρώπου, η εκπύρωση της ψυχής στο σύμπαν, η ακριβή μεταγωγή της σκέψης στη σφαίρα της συνείδησης.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Η γραφή στην περίπτωσή μου λειτουργεί αυτόματα. Πιέζεται η ψυχή και αποτυπώνεται η σκέψη στο χαρτί. Καμιά φορά με πολλές μουτζούρες αρχικά ώσπου έπειτα από διορθώσεις και διορθώσεις, αν δεν καταλήξει στην πυρά, να πάρει την αισθητική φόρμα που εκφράζει και ταιριάζει στην εσωτερική επιταγή. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα πολλές φορές, κυρίως μετά την εφηβεία μου βαριές πατημασιές πάνω στην ψυχή. Τότε λοιπόν στα πρώτα σημάδια της νιότης, αφήνοντας την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κρήτη έκαψα ημερολόγια και λευκώματα που κρατούσα από το Λύκειο και άνοιξα καινούριο σημειωματάριο στην Κέρκυρα από το φθινόπωρο του 1983. Η γραφή είναι ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας και αναμφισβήτητα εσωτερική ανάγκη.
6. Γιατί γράφετε;
Δοκιμάζω το ρίσκο. Διερευνώ τα όρια μου. Πάντως, όχημα μαγείας οι λέξεις, δεν αναρωτιέμαι πια τόσο πολύ γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, μ’ αρέσουν τα ξεχασμένα, τα λησμονημένα, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Συνηθίζω να κλείνω τα μάτια και να ταξιδεύω. Αγαπώ τα παιχνίδια και τα ταξίδια της μνήμης.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Η ίδια η ζωή και οι ρόλοι που μοιράζει καθημερινά. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, ανθρώπινα συναισθήματα, βλέμματα, δακρυσμένα μάτια, έρημοι δρόμοι, ακρογιάλια, βουνά, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Πιστεύω στην αγάπη. Με εμπνέει η αγάπη, η προσήλωση, η αφοσίωση, η ευαισθησία. Μου αρέσει η βροχή. Η βροχή είναι μοναδική εμπειρία και αποτελεί για εμένα την ιδανικότερη πηγή έμπνευσης. Τότε ανοίγει η δεξαμενή του νου και ό,τι υπάρχει εκεί βρίσκει τρόπο να κυλήσει, με το δάκρυ, με το νερό, με το παράπονο για να φτάσει αύριο εκεί που γέρνουν οι ψυχές, εκεί που ακόμη είναι χτες και να ανακαλύψει την αρχαιότερη γεύση ζωής, την αλμύρα.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Επιστρέφω συνειδητά από μεγαλύτερη εσωτερική ανάγκη στην Ποίηση. Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου. Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της Ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως και στη βροχή. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία στη ζωή μου, ιδιαίτερα όταν φωτίζει στο μέσα της ψυχής, εκεί στη ραφή της, την ιερή Δίκτη.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Παλιομοδίτισσα είμαι και μοναχική. Μου αρέσει η βροχή. Πιστεύω πως η βροχή σε οδηγεί, όχι εκεί που θα συναντήσεις ανθρώπους δύναμης, αλλά αντίθετα εκεί που σκοντάφτεις πάνω στην απλότητα και τη σοφία όπως στα στενά καντούνια της Κέρκυρας. Το θρόισμα της ψυχής φτάνει μυστηριωδώς πρώτο, πριν απ’ τα βήματα. Αφήνομαι με εμπιστοσύνη στη βροχή. Προτιμώ τη μωβ ομπρέλα, μα έχω πάντα και μια κόκκινη, για να μπορώ να πληγώνω τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι. Από τούτο το πληγωμένο σκοτάδι, με τις σπίθες που μαζεύω γράφω. Δείγματα γραφής σε δημοσιευμένα διηγήματα και ποιήματα υπάρχουν σε διαδικτυακά περιοδικά όπως: Fractal, Book Tour, τοβιβλίο.net, Κρήτη Πόλεις και Χωριά κ.α.
Από τις ίδιες σπίθες ήρθαν στο φως αρχίζοντας από το τελευταίο τα παρακάτω βιβλία:
1. Αύριο, στάχυα οι λέξεις
(Ποιητική συλλογή)
2. Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα
(Διηγήματα)
Γυναίκες Ηπειρώτισσες σκιορίσματα της φύσης…
Όταν κατεβαίνει παγωμένος o αέρας από τη Μουργκάνα, τον Γράμμο, το Μιτσικέλι, τα Τζουμέρκα, την Πίνδο, θαρρείς φυσά για να γυρίσει ακόμη μια φορά σελίδες της μνήμης και της ιστορίας. Πρόκληση και πρόσκληση μιας άλλης ανάγνωσης για να συλλαβίσεις το χρέος, να ψιθυρίσεις και να συμπληρώσεις ονόματα.
Σε τούτη την άγονη φλούδα της γης, καθεμιά γυναίκα του παλιού καιρού, είναι ένας θρύλος, ένα σύμβολο.
Γυναίκες Ηπειρώτισσες, της αντοχής, της υπομονής, της περηφάνιας, της αυτοθυσίας, της τιμής.
Θα τις ανταμώσεις, στα καταράχια και στα ρέματα, στις βρύσες, στις ρούγες, στα ρόγκια ζαλωμένες ξύλα ή και με τη σαρμανίτσα στην πλάτη καμιά φορά.
Θα τις αναγνωρίσεις από την πυρωμένη ψυχή, αυτή που κρατούν απαράδοτη στα δόντια και δεν θα τις αστοχήσεις ποτέ. Μέσα σου, θα καίει και θα φέγγει το βλέμμα τους.
Γυναίκα Ηπειρώτισσα, της άγρυπνης πάλης…
Για εσένα, με ευγνωμοσύνη τούτη η ταπεινή κατάθεση της δικής μου ψυχής.
3. Μια κούρσα για τη Χαριγένεια
(Μυθιστόρημα)
Η κοινωνία ποτέ δεν τους χωράει όλους, γι’ αυτό έχει δημιουργήσει το περιθώριο, για να στέλνει κάποιους εκεί. Όμως, τυχαίνει καμιά φορά κι αυτό το περιθώριο σημαίνει ό,τι και η κορνίζα στις φωτογραφίες των αγαπημένων μας. Συμβαίνει, επειδή η φύση της αγάπης μπορεί να κρύβεται οπουδήποτε, ακόμη κι εκεί.
Τη δεκαετία του εβδομήντα, η Χαριγένεια, έρχεται από το πουθενά κι από το περιθώριο και εγκαθίσταται με τη μητέρα και τα δυο της παιδιά στην Κρήτη. Την παρουσία της στη γειτονιά αντιλαμβάνονται πρώτα δυο μάτια καθαρά, της μικρής Ζωής. Μέσα από το βλέμμα και την αισθητική του παιδιού, έτσι όπως μεγαλώνει και εξελίσσεται στο χρόνο, καταγράφεται η διαδρομή της ζωής αυτής της γυναίκας και των ανθρώπων που συναναστρέφεται σε κωμικοτραγικές ή και ακραία τραγικές καταστάσεις.
Η Χαριγένεια θα ζήσει τα πάντα, από ένα «αθώο» χαστούκι μέχρι τη βαριά σωματική βία, αλλά και τον έρωτα. Με αντάλλαγμα τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής της και με όρκο σιωπής, (στη διάρκεια της χούντας) θα ανταποκριθεί σε μια απρόσμενη πρόταση. Το τίμημα ακριβό. Ένα μενταγιόν, τα όνειρα και το τυχαίο θα καθορίσουν τη σχέση ανάμεσα στη Ζωή και στη Χαριγένεια στα σαράντα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά τον Ιούλιο του 1974.
Όταν θέλει η ζωή να σε λυτρώσει, σου ανοίγει την πόρτα σε έναν καινούριο παράδεισο, εκεί που το αχ του έρωντα ξοδεύεται στη μνήμη του νερού, για να κυλάει ο Αχέροντας με τον καιρό της αγάπης, όταν το τέλος έρχεται απλά και ανώδυνα προοικονομημένο από τη φύση.
4. Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο
(Μυθιστόρημα)
Η ελληνική κοινωνία έχει να θυμάται πολλές τραγικές περιπτώσεις σαν αυτή της ηρωίδας του βιβλίου, της Ζωής. Το ‘τι θα πει ο κόσμος’ και ‘αυτό είναι για το καλό σου και το ξέρω μόνο εγώ’ ταλαιπώρησαν γενιές. Ο έρωτας κρίθηκε διακοσμητικός και ενδιαφέρον μόνο ως ανάγνωσμα, όχι σαν στάση ζωής.
Κι αν σταθείς τυχερός και τον συναντήσεις στη ζωή σου, οφείλεις να τον προσπεράσεις… Αυτό επέβαλλαν οι κανόνες, όχι πολλές δεκαετίες πριν.
Έρωτας γητευτής δίνει νόημα στη Ζωή, αποπνέοντας ένα ιδιαίτερο πνευματικό άρωμα, γι’ αυτό και του αφήνεται με εμπιστοσύνη. Μαθαίνει να ονειρεύεται και μεταμορφώνεται απολαμβάνοντας τη μουσική και τη ζωγραφική. Ξυπνά από την άφεγγη νύχτα και κλείνει ξανά, ραντεβού με το φως στα μάτια του.
Στα μάτια του Αλέξανδρου, τα γεμάτα μελαγχολία και μυστήριο, όλα είναι ξεκάθαρα. Τα δικά της, συχνά σκοτεινιάζουν από φόβο κι ας ακούει, την ίδια κάθε φορά υπόσχεση, «Αύριο νυχτώνει φθινόπωρο».
Η εξαιρετική ελευθερία που αντλεί από τον Έρωτα θα την οδηγήσει στη σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον. Για τη Ζωή, είναι δεδομένο πως η ικανότητα της ανθρώπινης φύσης να αλλάζει και να εξελίσσεται, είναι ατελής χωρίς τον Έρωτα, την Τέχνη και την Αγάπη.
Για τη μητέρα της πάλι, ακριβώς το αντίθετο, «χρειάζεσαι έναν άνθρωπο οικονομικά εύρωστο και διασφαλίζεις τα πάντα» συνηθίζει να λέει. Ο θείος και ο εξάδελφος Αντώνης, έχουν εντολή να την «προστατεύουν», φυσικά αστυνομεύοντας τις κινήσεις της. Άνθρωποι γεμάτοι εγωισμό, καχυποψία, εκδικητικότητα. Είναι εκείνοι που θα επιβεβαιώσουν την πραγματικότητα του κακού, όταν τυφλωμένοι από μίσος, δεν θα διστάσουν να παραδώσουν στις φλόγες το ατελιέ του Αλέξανδρου και να χτυπήσουν ανελέητα τον ίδιο.
Η πλοκή εξελίσσεται μέσα από έντονη συναισθηματική φόρτιση, με ακραίες σκηνές οικογενειακής βίας. Θα ζήσουν όμως και οι δυο τους, στιγμές πρωτοφανείς, σε μια εξιδανικευμένη ερωτική συνάντηση, εκεί που ο ενθουσιασμός και η περηφάνια συναντιούνται με το ήθος και την ψυχική ολοκλήρωση.
Η συνείδηση θα φέρει μεγαλύτερο πόνο από τον ίδιο τον όλεθρο και την απώλεια στη Ζωή. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θα γλιτώσει από το αρρωστημένο οικογενειακό περιβάλλον.
Στην καρδιά της, που δεν περιορίζεται από τον ανθρώπινο παράγοντα και το χρόνο, θα κρατήσει οικεία την εικόνα του με σεβασμό.
5. Ιστορίες για φεγγάρια
(Παιδική λογοτεχνία)
Αφήνεις το βλέμμα να γυρίσει πίσω, εκεί που ακόμη οι ψυχές φορούν το πανωφόρι της αθωότητας και λένε ιστορίες. Πόσο απλά, με τη μυρωδιά της νοτισμένης γης κάνεις ταξίδια πίσω απ’ τον χρόνο στον καιρό της αγάπης. Αναπολείς μ’ ένα συναίσθημα θολό, μα γνωρίζοντας πως τίποτα δεν σε χωρίζει από το φως.
Χρώματα και φαντασία, ακόμη και στην ουρά ενός κομήτη μ’ ένα ποδήλατο, στα ίδια μέρη, στις ίδιες διαδρομές, εκεί που τρέχουν τα όνειρα.
Γράφεις, φυσάει αεράκι δροσερό, τόσο όσο χρειάζεται για να γέρνει η καρδιά σε μια θύμηση, σε μια σκέψη, για να ανοίγει το παράθυρο της νοσταλγίας, για να αγιάζουν οι στιγμές από το σημειωματάριο της μνήμης.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Αύριο, στάχυα οι λέξεις»
Στις γειτονιές της ποίησης ζουν οι παλιές ψυχές. Είναι αυτές που σπέρνουν λόγια και θαύματα ακόμη και στο καλντερίμι. Σηκώνεις τυχαία τα μάτια ψηλά σ’ ένα παράθυρο ή σ’ ένα φεγγίτη κάποιας σοφίτας. Θα νιώσεις πως, οι σπίθες στα βλέμματα είναι αιώνιες, πως δεν παλιώνουν ποτέ. Έχεις ερεθίσματα. Ανάμεσα στις καθημερινές ώρες και την αιωνιότητα κάποιοι γητεύουν τον χρόνο. Θυμούνται. Τότε οι ξεφτισμένες εικόνες του χτες ξαναζωντανεύουν και υπόσχονται. Οι σκέψεις γίνονται λέξεις, οι λέξεις προσευχές. Πιέζεσαι, μα δεν σου κοστίζει. Ανοίγεις τη λευκή σελίδα. Έχεις συλλαβίσει το φως πρώτα μέσα σου, μια σπίθα. Μια σπίθα καίει και σε καίει. Σε κρατά όμως πιο κοντά στην ανθρωπιά που αναζητάς. Περνούν τα χρόνια. Ανοίγεις έπειτα από καιρούς τα συρτάρια και ανακαλύπτεις τα λάφυρα της μνήμης. Θα περάσουν από πολλές αναγνώσεις. Κάτι θα κάψεις, κάτι θα κρατήσεις, κάτι καινούριο θα σε γοητεύσει από την αρχή. Ας δοκιμάσω το ρίσκο λες. Ο ουρανός χαμηλώνει και ακούει. Ψηλώνει η καρδιά. Ψιθυρίζεις ευχαριστώ. Τα στάχυα γέρνουν με ευγνωμοσύνη στη γη, από αγάπη στην αθέατη ρίζα στο χώμα. Ξεφυλλίζεις την πρώτη σου ποιητική συλλογή. «Αύριο, στάχυα οι λέξεις», το πήρε η Όστρια μακριά…
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Οι νύχτες μού ταιριάζουν περισσότερο, όταν όλοι κοιμούνται. Τότε τυχαίνει και μένει ξάγρυπνη η ψυχή για να είναι μάρτυρας της αλήθειας, μα δεν το ξέρει. Και μπορεί να μην το γνωρίζει ούτε η ίδια, αισθάνεται καλά όμως πως ένα φεγγάρι κι ένα γιασεμί μιλούν στην καρδιά και υπαγορεύουν φως και άρωμα, όταν όλοι κοιμούνται. Γράφω, όταν όλοι κοιμούνται και όταν βρέχει ακόμα καλύτερα, γιατί τότε η ψυχή ρισκάρει να περπατήσει στην κόψη του ξυραφιού και κόψη της συνείδησης μπορεί να την λένε. Αν ξαναρωτήσεις «γιατί;» θα σου απαντήσω πολύ απλά και με το φυσικότερο τρόπο «γιατί έτσι», γιατί στα υπόγεια της ψυχής, μένουν στοιχειωμένα σε κρυμμένες ανείπωτες λέξεις πολλά, καλά και κακά και αξιώνουν την εκπύρωση της σκέψης στο φως.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Η λογοτεχνία μού κλείνει υπαινικτικά το μάτι και χαμογελώ. Όταν όλα τα αγαθά λιγοστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι γίνονται σκληροί. Εξαιρούνται οι ονειροπόλοι και οι άνθρωποι της τέχνης. Η λογοτεχνία έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα που προκύπτει από αυτές τις δυσκολίες, γιατί αντιπροσωπεύει την έκρηξη της δημιουργικότητας που δεν έχει να χάσει. Ως όχημα πολιτισμού θα συνεχίσει να ταξιδεύει από αντίδραση, από αισιοδοξία, από την ανάγκη να εκφράζει τις καθολικές αξίες του ανθρώπου. Όποια κι αν είναι η κρίση, η λογοτεχνία θα παραμείνει κουλτούρα της ευγένειας και ευτυχώς καταφέρνει να στέκεται ψηλά για να κρατάει μακριά από την απογοήτευση και να σώζει εν τέλει αναγνώστες και γράφοντες.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Η κρίση και η οικονομική δυσπραγία πολλών εκδοτικών οίκων, κυρίως μεγάλων, είναι οι κυριότερες αιτίες της μειωμένης κυκλοφορίας βιβλίων. Όμως λογοτεχνική παραγωγή υφίσταται σε πείσμα των καιρών, με θυσία κυρίως των συγγραφέων. Αυτή η παραγωγή κυρίως από μικρούς εκδοτικούς οίκους δεν δείχνει να έχει αλλάξει προσανατολισμό, επιμένει να υπάρχει και μάλιστα είναι εξαιρετικά ποιοτική τις περισσότερες φορές.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Ίσως να είναι περισσότερα από ένα, τα μυστικά της επιτυχίας. Αρχίζοντας από το ποιος είναι ο συγγραφέας και ο εκδοτικός οίκος, μέχρι το κατά πόσον έχει κάνει καλή εκκίνηση στα βιβλιοπωλεία καθώς και το πού και πώς προβλήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Το έντυπο βιβλίο έχει ψυχή. Αυτό μου χαρίζει μέσα και από την πολυτέλεια της αφής ένα ακόμη μαγικό άγγιγμα και ερέθισμα.
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Η δημιουργική διαδικασία προϋποθέτει αγάπη για το βιβλίο, αυτογνωσία, αυτοπειθαρχία, επιμονή, υπομονή, αφοσίωση, πίστη, ρίσκο, ευαισθησία, αισιοδοξία.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
«Το άροτρο του φεγγαριού», μυθιστόρημα του Νίκου Κατσαλίδα, αλλά έριχνα και κλεφτές ματιές στην Ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ.
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Νίκος Καζαντζάκης, Αντώνης Σαμαράκης, Φρέντυ Γερμανός, Αλκυόνη Παπαδάκη, Ρέα Γαλανάκη, Ιωάννα Καρυστιάνη, Γιώργης Γραμματικάκης, Όσκαρ Ουάιλντ, Τζον Στάινμπεκ, Τζωρτζ Όργουελ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ουμπέρτο Έκο.
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Θα ήταν άδικο για τα βιβλία να αναφερθώ μόνο σε κάποια από αυτά. Τα αγαπημένα μου βιβλία είναι πολλά και χαίρομαι γιατί συνεχώς προσθέτω στη λίστα των παλιών, καινούρια.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Καλά να είμαστε πρώτα από όλα. Προσπαθώ τόσο στον πεζό λόγο όσο και στον ποιητικό λόγο να κάνω ένα ξεκαθάρισμα με τα λάφυρα της μνήμης, υλικό που έχω κρατήσει από το παρελθόν σε συρτάρια (παιδικά, θεατρικά, διηγήματα, ποιήματα). Έχω έτοιμο ένα ακόμη βιβλίο με διηγήματα από τον καιρό της αθωότητας που αφορούν στην Κρήτη και άλλη μία ποιητική συλλογή. Παράλληλα συνεχίζω να γράφω με την ίδια συνταγή από τα παλιά αληθινά υλικά ένα καινούριο μυθιστόρημα.
Η Δρακoκαβαλάρισσα στη βίγλα, στη Σελένα
(της Ζωής Δικταίου)
Φρόνιμες και νοικοκυρές, αγάπη δε ξομπλιάζουν,
να στέκει ο όρκος στην κορφή σε ριζιμιό χαράκι
κι η Δρακοκαβαλάρισσα με τη χρυσή φαρέτρα,
από τ’ ανέφαλα να βγει τη λιόστερνη την ώρα,
να πιεί τ’ ασφενταμόνερο, ν’ ανάψει το φεγγάρι.
Να βάλει τα κουδούνια της, τα πέτσινα στιβάνια,
να μαζωχτούν οι πέρδικες κι οι κοπελιές στα όρη,
στην άλικη πανσέληνο, σε μυστικό μεθύσι,
σκυφτά στη γη μυρίζοντας τα χνάρια τα καινούργια,
και με τη γεύση του μελιού, βαθιά στον ουρανίσκο,
για την αμάλαγη σπορά, σαν πρώτα να μιλήσουν.
Τ’ αγκάθια μού περίσσεψαν και μάτωσαν τα χέρια,
μα ο θρήνος κι η λιποθυμιά, εμένα, δε μού πάει,
γιατί είμαι σπίθα στο γκρεμό, στο σύνορο του κόσμου
ένα κλαδί φασκομηλιά κι ο ουρανός, δικός μου.
Και τα σβησμένα πρόσωπα, τα δακρυσμένα μάτια
γίνανε φλόγες και κεριά και πυρκαγιά στα χείλη,
κρυφά πληθαίνει ο λογισμός και φανερά μονιάζει
στον αφρισμένο το γιαλό, στον κάμπο και στ’ αλώνια
και στη φωτιά του κεραυνού που λιώνει το χαλάζι.
Οι διψασμένοι είναι πολλοί, οι χορτασμένοι λίγοι,
παλιοκαιρίτης γίνηκε ο Χάρος και μας κράζει,
θαρρείς πως είναι αδερφικός φίλος και συντοπίτης.
Αράγιστο το βλέμμα του, στυγνά πολύ κυκλώνει
άναστρη νύχτα πεθυμά και λόγια πικραμένα.
Στο γυμνωμένο του σπαθί, φτερουγοθορυβούνε,
τα νυχτοπούλια τ’ άσπλαχνα, με μάτια ανταριασμένα,
τον άνεμο οσμίζονται τον κακοφορμισμένο,
και την ανήξερη θωριά λαλούν του κάτω κόσμου.
Αραχνιασμένες οι ψυχές, το ξεπεσμένο κάρο,
σπρώχνουνε να προλάβουνε στη φάμπρικα του φόβου.
Φτηνή πραμάτεια γίνανε οι πόνοι οι παλιοί μου
και πια δεν με βαραίνουνε της κόλασης οι έγνοιες,
οι αμαρτίες κι οι καημοί δεν έχουν παντιγιέρα.
« Αιώνια παρεξήγηση », φωνάζει, « είναι η αγάπη
κι αν στην καρδιά σφηνώθηκε, αυτή δεν είναι Μοίρα,
εγώ είμαι μόνο κι όχι αυτή, σ’ εμένα θα σκοντάψεις ».
Ανθίσανε όλα γύρω μου, κάθε μου λόγο, νιώθω,
« ανάθεμα σε, όπου θαρρείς πως ήρθα για να παίξω
κρατεί ουρανός, κρατώ κι εγώ, θέλει χαλάσει πέφτω »,
του λέω και μυριαρίφνητες πετάξαν πεταλούδες.
Κεντώ στα χρόνια μου ζωή, δε μου βολεί να κλαίω,
στο σύθαμπο του δειλινού κερνώ ασημένια κούπα
και στ’ αποδιαφωτίσματα χορεύω στη Σελένα.
Μπαμπάκι έχω την ψυχή, μα χιλιαρματωμένη,
στον κοιμισμένο της βυθό ένα κρυμμένο άστρο,
να φέγγουνε τα όνειρα σα βγαίνουνε στη ρούγα
και στ’ αργαστήρι του μυαλού, υφαίνω την αλήθεια.
Φυλλομετρήθηκε η χαρά, πασίχαρο μελίσσι,
κι αναβρυτό παράπονο που χρόνια ελησμονήθη.
Βουβή πλατιά ’ναι η αστραπή, καιρός αποβροχάρης
με ξύπνησε απ’ την καταχνιά, τον άθερο τον κάμπο
και φούσκωσε η φλέβα μου, στο φεύγα τ’ αρχαγγέλου.
Δεν ξέρω τί ’ναι απελπισιά μήτε και τεμενάδες,
έχω σωσμένη τη φωνή και διαταγές, δεν παίρνω,
κι εσύ είσαι χάρτινο θεριό, στο ξόμπλι μου, ένα ξέφτι.
Τη μοναξιά μου χαίρομαι, θάνατο δε φοβούμαι.
Aνοιχτοχέρα η Μοίρα μου, κοιμάται μες στην πάχνη,
κατάραχα υψώνεται, ξαφτέρουγα ανεμίζει
και σε περβόλι αυγινό δροσολογά τους κρίνους.
Ακοίμητη νυχτόημερα, στορίζει παραμύθια
κι ασάλευτα τα μάτια της πάντοτε πάνωθέ μου,
χρυσόφρυδη, απαράδοτη, θεοτικιά μου Κρήτη!
Στην ακατάφλογη φωτιά, είσαι λευκή λαμπάδα.
Ξεφλούδισα τη στράτα σου, ανάστησα το αίμα
κι έβαψε, μια άλλη χαραυγή Σελένα την κορφή σου
κι ανάψανε τ’ ανέφαλα, ρόδα ήταν φλογισμένα.
« Μάγισσα είσαι -μού ’πανε- και μάγισσα θα ζήσεις,
να στρώνεις δεντρολίβανο απάνω να κοιμάσαι
και πάτους το βασιλικό εμένα να θυμάσαι.
Απ’ τη χαρά σου, θα κριθείς κι απ’ το φιλί θα μάθεις
και με το δάκρυ τ’ αλμυρό θα ξεδιψάς τη νύχτα,
όταν σωπαίνουν τα πουλιά και ξαγρυπνούν τ’ αγρίμια.
Κι αν είναι για τον έρωτα, θα μείνεις, διψασμένη,
μέχρι ν’ ανάψει μιαν αυγή κι ολόκληρη, ας σε κάψει».
Καντήλι κάνω την καρδιά και φλόγα την ψυχή μου,
να το ξοδέψω μάχομαι του κόσμου το σκοτάδι,
ώσπου ν’ αναστηθεί το φως στα μάτια και στην πέτρα,
στου ήλιου τ’ ανεβόλεμα να κάμω πανηγύρι.
Δείξε μου, πού ’ναι οι φωτιές και τ’ αργυρά κλειδιά σου
πού ’ναι τ’ αργυροδρέπανο που πιάνεις το φεγγάρι,
στη λίγωση, και το κρατάς στα τρίσβαθα να φέγγει.
Σφοντύλι από δαφνόξυλο κι αδράχτι πριναρένιο
και ρόκα από τριανταφυλλιά, είχε κι εμέ, η νενέ μου,
και ξεμοιρόγραφε του νου, τη βούληση τη μαύρη.
.
Άγριος αέρας με φυσά, φύλλα κιτρινισμένα,
είναι και πέφτουν καταγής τα όνειρα της νιότης,
αλήθειες, που δεν μ’ άφησε ο χρόνος ο προδότης.
Ένα αγριοπερίστερο η αθωότητά μου
κι η σάρκα, ρόδι πού ’σπασε, στ’ ασύντριφτά σου ύψη
κι έμεινε ο λόγος κι η βροντή στην άγρια τούτη πέτρα
κι η στόχαση έγινε κραυγή και σκίζει τον αέρα.
Η δόξα σου, αβασίλευτη στην απλωσιά του κόσμου,
κεντά τη δροσερή πνοή στις φυλλωσιές του δυόσμου.
Η Δρακoκαβαλάρισσα στη βίγλα, στη Σελένα,
χτενίζει τα σγουρά μαλλιά και με τ’ αποχτενίδια,
γητεύει φίδια και πουλιά, αγρίμια και γεράκια
για να ’ρθει, μια άλλη Άνοιξη στου ήλιου τα μουράγια.
Χοχλάζει η γης, τα χώματα πήραν φωτιά και χρώμα,
το σάβανο έσκισε στα δυο και κόκκινο το βάφει,
το ένα κομμάτι λάβαρο υψώθηκε στη βίγλα,
της λευτεριάς και της τιμής και του μεγάλου αγώνα.
Το άλλο, έχω κατάσαρκα, ’πό τότε μεσοφόρι.
Αλμύρα με μετάλαβε, θύμησες και λαχτάρα
και φυλαχτό μού κρέμασε τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Κρουσταλλογένης χίμηξε ο αέρας στην κορφή της
κι αλάργα ως ξαγνάντευα, άντρας εφανερώθη,
ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, αετομαδαρίτης.
Τρεις δίπλες το σαρίκι του, κίτρο η ανασεμιά του.
« Να δοξαρέψω το κορμί, στα χέρια σου κι ας σπάσει »
είπε, μα δεν επίστεψα.
« Εγώ δεν έχω χάρισμα, να κάμω στ’ όνομά σου,
κι αν πεθυμώ ανεμικές, δε ρίχνω τα φτερά μου.
Μιλώ, μιλούν τα μάτια μου, γελώ, γελά η καρδιά μου,
πολλά ψηλά ’ναι η πεθυμιά και δεν την συντροφιάζεις.
Ξαργισιμιές οι ώρες σου, φτερώνουνε τα πάθη.
Όρτσα η καρδιά που ξέμαθε κι έχει καιρό μπροστά της
Θέλει ουρανό ξανοίγεται, θέλει σπηλιάρι μπαίνει
θέλει ανοίγει μια πληγή και μοναχή σωπαίνει ».
Καινούργια μέρα εφώτισε προτού να ξημερώσει,
στα χέρια μου εκοίταγα …το φίδι δαχτυλίδι
κι η Δρακοκαβαλάρισσα, άναψε τη Σελένα…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 20 Οκτώβρη 2017
(της Ζωής Δικταίου)
Απλοί άνθρωποι ήταν,
άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή
γεύονταν το αχνιστό ψωμί στο λιοπύρι της μέρας
και γλεντούσαν,
αγκαλιασμένοι στην αστροφεγγιά της νύχτας
με έκσταση χαράς φανερής στον μυχό της ύπαρξης.
Απλοί άνθρωποι ήταν,
χωρίς προδιαγραφές να γίνουν ήρωες
μιλούσαν μια γλώσσα που πετά ανθούς στην πέτρα
κι απ’ το βλέμμα τους, ο ουρανός
συντηρούσε τα φλογερά και τ’ ανερμήνευτα του Έρωτα.
Δεν ήξεραν, πώς είναι να σε καταδιώκει η τύχη,
να ’χει ξεμανταλώσει η άβυσσος όλα τα σκοτάδια
να σου μιλά ο θεός με τη σιωπή,
να γίνεται ο χιλιόχρονος γκρεμός φίλος
και η αγωνία μετάληψη.
Δεν ήξεραν, πώς είναι να βγαίνεις στο κρύο χωρίς πανωφόρι
και να καίς από αγωνία.
Δεν ήξεραν, πώς ο πόλεμος έχει άλλες αιτίες κι άλλες αφορμές.
Κι ύστερα, σώπασαν οι κουβέντες και οι φωνές
ούτε γέλια, ούτε τραγούδια στις γειτονιές
και το ψωμί, πικρό και λιγοστό πια.
Κλειστά έμεναν τα παραθυρόφυλλα από φόβο
εύκολα στα χείλη ανέβηκε η προσευχή
να σκεπάσει τον λυγμό, να ξορκίσει τον πόλεμο,
προσευχή που δεν λάβαινε απόκριση
και στα βουνά, τρομαγμένα φτερουγίσματα στις φυλλωσιές
και τα πουλιά ανήμπορα να κελαηδήσουν όπως πρώτα.
Έμαθαν τότε, ήθελαν δεν ήθελαν
περισσότερα για τα πολυβόλα, για τους αντάρτες
για τον αγώνα. Το καρδιοχτύπι στον κόρφο,
το τρέμουλο στα χέρια,
η θηλιά, ώρα με την ώρα πιο σφιχτά στον λαιμό,
η λευτεριά αντίδωρο στις ξεφτισμένες τσέπες.
Για τους Γερμανούς είχαν ακουστά,
κι ότι γνώριζαν για το ναζισμό
στοίχειωνε με νυχτερίδες τον ύπνο τους
μα και πάλι, που να χωρέσει τόση αγριότητα ο νους.
Βαθειά η κραυγή του τρόμου, ένιωσαν πως σύρθηκε
ως πέρα στις ρούγες και στα βαθύσκιωτα δάση
κι έμειναν ακατάδεκτες οι κορφές αντιλαλώντας:
«Ποιος είσαι εσύ που θάρρεψες
μπορείς να παραβγείς τούτες τις ψυχωμένες πέτρες,
αυτές που θρέψαν την ελιά της ειρήνης και το κλήμα της ζωής
αυτές που κράτησαν τους κεραυνούς στα σπλάχνα;»
Κι από κάπου χαμηλά, ακούστηκε φαρμακερό το «εγώ»,το σερπετό.
Ψυχές αλύγιστες, ασύγκριτης αξιοπρέπειας
μπροστά στην αθέατη ακόμη ορχήστρα του φόβου
ένιωσαν το μελαγχολικό στοχασμό του θανάτου
όταν μέσα στην ομίχλη χτύπησαν οι καμπάνες
και δεν ήταν κάλεσμα χαράς
μήτε σύναξη γιορτής,
όχι, δεν ήταν πανηγύρι όπως άλλοτε.
Ανήσυχα μπουλούκια ξεχύθηκαν στους δρόμους
μέσα στον πανικό, γκρίζες σκιές, μάτια γυάλινα
γέμισε η πλατεία φιγούρες απελπισμένες
με την ψυχή πυρωμένο κάρβουνο στη χούφτα
και την ανάσα παγωμένη να λιτανεύει την ελπίδα.
Εκεί, στην πλατεία,
είδαν τους άντρες τελευταία φορά.
Εκεί, έμαθαν πως και στα δεκατρία σου, λέγεσαι άντρας.
Εκεί, ξεκλείδωσαν την πύλη της κόλασης
μετρώντας τα σκοτάδια και την εντολή του θανάτου.
Στιγμές που φάνηκαν αιώνες,
μετά χωρίστηκαν, γυναίκες και παιδιά στο σχολειό,
οι άντρες, από δεκατριών και πάνω, πέρα στη ράχη.
«Θα τους σκοτώσουν; Όλους; Δεν θα επιστρέψει κανείς;»
Ρωτούσαν η μια την άλλη κι έκλαιγαν
και προσεύχονταν κι απελπίζονταν
κι έσφιγγαν τα παιδιά περισσότερο στον κόρφο.
Κι άνοιξαν το σημειωματάριο της αθανασίας
θαρρείς από ένστικτο
κι ετοιμάστηκαν να γράψουν ονόματα,
εκείνα που θα ξέκοβαν με τη βία απ’ τα σώματα
αυτά που θα μετρούσαν τον αξόδευτο καιρό
πάλι με αίμα.
Γρήγορα απλώνεται ο χαλασμός με τη φωτιά
πως αγαπούν οι πύρινες φλόγες το βιός
και πόσο εύκολα γίνεται καπνός ο ανθρώπινος μόχθος.
Στα λεηλατημένα σπίτια υψώθηκε η σημαία της ντροπής,
ο άνεμος μάζεψε τις πνοές του
για να μην την αφήσει να κυματίσει.
Θηρία ανήμερα,
πρόσωπα καμωμένα από θειάφι, γεμάτα περιφρόνηση
εκείνοι, οι κατακτητές, οι Γερμανοί
εκείνοι αυτοδιορίστηκαν αναμορφωτές της Ευρώπης…
Εκείνοι έφεραν και σκόρπισαν παντού τον θάνατο.
Όλοι οι άντρες νεκροί, όλοι.
Όλες οι γυναίκες με κάρβουνα στα μάτια, όλες.
Όλα τα παιδιά, παιδιά της ορφάνιας, όλα.
« Επιχείρηση Καλάβρυτα », την είπανε.
Εκατοντάδες άντρες, στη Ράχη του Καπή
πότισαν την καμένη γη με το αίμα τους,
χίλια ρημαγμένα σπίτια, χαλάσματα
και διακόσια εξήντα εκατομμύρια δραχμές…
έγραψαν στον απολογισμό.
Όχι δεν ήταν αντίποινα
ένα προσχεδιασμένο έγκλημα ήταν.
Καλάβρυτα, τούτη η σελίδα της ιστορίας δεν δανείζεται
τούτη η δόξα συνεχίζει να γράφεται
και δεν είναι για να μισήσουμε
όχι, να σας ξυπνήσουμε θέλουμε, να σας θυμίσουμε
πως οι λαοί δεν θέλουν
και δεν ξέρουν να χορεύουν ανάμεσα στις βόμβες σας.
Πικρή η μνήμη συντροφεύει το παρόν
και τα δάκρυα κυλούν ακόμη
ψιθυρίζοντας στη γλώσσα μας, την ελληνική,
η μνήμη η ίδια αντιπαραβάλλεται στο σήμερα
και δεν θα πάψει να πενθεί.
Αθάνατοι όλοι, μέσα σε αθάνατες σελίδες
στο γέρμα της σκέψης
η βιωμένη θύμηση σπέρνει άστρα
φέγγει ο ασπρόμαυρος καιρός σε αγρύπνιες και όνειρα
επώδυνη η συμφιλίωση
φέρνει στυφή τη στάχτη των νεκρών με τη βροχή.
Πιο δυνατός από τα τύμπανα του πολέμου
και τα χρεωκοπημένα σας σχέδια,
θα είναι πάντα ο χτύπος της καρδιάς,
χτύπος της αγάπης
κι αυτοί που με μια σφαίρα μετακόμισαν στο φως
την καταφρόνια αφήνουν παρακαταθήκη για τα έργα σας.
Κλείσαμε τα τραύματα της πόλης
και ξαναγέμισαν έλατα τα βουνά
μα δεν ξεχάσαμε την αναίτια αφή του πολέμου,
ανάμεσα στις ίδιες δάφνες και μυρτιές
συντρέχει το φεγγαρόφωτο την οδυνηρή αναπόληση.
Κόντρα του καιρού, στην κόντρα της λήθης
για να μην ξυπνήσουν άλλοι,
δίσεκτοι χρόνοι ύπουλοι κι αγνώμονες
και γυρέψουν νέα συγκομιδή στη νέα τάξη πραγμάτων.
Φωνές που δεν έσβησαν, μορφές που δεν χάθηκαν
εκείνοι οι νεκροί, μας χάραξαν τον δρόμο και τον κόσμο,
για να φτάνουν ανεμπόδιστα
μύρια αστάθμητα μαντέματα της ασύνορης πλάσης
να ξεχωρίζει η καρδιά την απειλή,
να κρατά μισοσβησμένη μια πινελιά χαμόγελο
αξίωση και μοίρα κι ελπίδα της γης.
Όρθιες καινούργιες ψυχές, εμείς μείναμε
εδώ δεν δαπανήθηκε ακόμη η τιμή και το χρέος
εδώ ο τόπος μας σημείο του ήλιου
κι όταν φωτίζει η αυγή τις πληγές, ξυπνούν και πονούν,
οι λέξεις τότε γυμνώνονται και φανερώνεται η αλήθεια
ώρα που η ανάσα της παγκόσμιας ειρήνης ανοίγει βαθιές ρωγμές
παλεύοντας να κατοικήσει το χάος.
Αύριο εν ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα Φλεβάρης 2015
Europe Listen
(της Ζωής Δικταίου)
(της Ζωής Δικταίου)
Nowadays Europe, I would not say
that you are fortunate
and you will not feel the joy
that you once gathered
on the outskirts of Dykte
in a sacred grove
with ears ready for harvest
and laurels on your head
with the fruits of Love
and the apples of lust in your hands.
My beloved, you have not found a way
to get the anxieties and the knots
out of your mind yet.
In vain, you seek to hide
in the abyss you have created
in vain, because your temples are full of sacrifices
and lamentations echo in your ravines,
in vain, because the unexpected time has come
because I do hold the thunderbolt in my hand
do not forget that.
Your mind will always be back here in the nights
and here you will blow out your golden flame.
Be aware
at dawn you will not listen to any other hymns
elevating for you in the sky
and words from the divine depths
will not be uttered again
since your virtue floats in the mire
and you let your great glory sink
in a rotten ocean.
No, before your craving
for the new embrace is revealed.
No, before tying the white ribbon
to the bull's neck
1
and washing with your tear
the blood and the sin
from thousands of wounds which you let
your selfishness open up.
No, before Zephyrus'* breaths
declare to the ends of the world
that you really wish to be mine,
to remain that very Europe of mythology,
mine, in my own immeasurable universe.
No, even in my anger, I am generous with you,
I do not want you to behave with inflexible obstinacy
without keeping the identity I gave you,
not mortal, because I blew divine breath and light into you
intoxicated by the rosy velvet of your lips.
The coming centuries will detest you,
dead and obscure soul,
because History will ask the centuries.
How come that you forget your risk
to follow me throughout the journey.
Remember, daughter of the cedars of the East,
Europe, who were brought up by Phoenicia*
with white pap and honey,
when, upon arriving in Crete, I embraced you
while you had your eyes on the ground, blushed and shy.
Crete blessed our union...
In May you can only look through the crack of memory,
when the poppies blossom in the plain,
they have the fluff of your lips
from the kisses and juices that watered the soil
and now, taking no account of
the precious moments you lived,
you want to wear
dishonourable wreaths with fake ornaments
and your volition is revengeful and unjust.
2
Why do you not listen to the multitude of waves of the Aegean Sea
instead of longing for the tribulations and deaths of the peoples
contriving innumerable ways
to generate misery and ordeals.
You let the alleged leaders make decisions
without mercy, pitilessly,
but your leaders are not god-honourable
and you think you are sitting peacefully on the throne
but you do not hear that the war is crawling around you.
Europe, they are not Korybantes Kouretes*
who beat the cymbals,
it is not the dance of your initiation
and the songs are not those of the Muses.
It is barbarians' sounds
who have an immense craving for wealth
and overglutted, they serve the Insult.*
They are the ones who contrive your death with impertinence
and they prepare a pernicious destiny for you at dawn.
Europe, who will wake you up from lethargy,
during your sleep, others plan wails and pains
the aspirants overestimated their capabilities
and believe that they are so great
that they can reproach even the gods.
They are bitter opponents with ill-gotten gains
who have insolently placed the sharing on the altar
but they will end up cursed and shameless
and will be effaced in the future.
As you are now, you do not deserve blossomed roses.
I hate your manners, but not you.
You do not have a sparkling glance any more
and the day has come that your glory terminates.
It has come with the whisper you refused to hear
and that whisper was mine.
The one which the South, through thousands of foliage,
3
tried to bring you with the moon
in an ornate basket
and the stars in the nets
to remind you of the foamed waves you passed
when your ivory body glittered
under the sun of Delos.*
The South had kept the aroma
from the wine you had and got drunk
to persuade you to be compassionate
but you, you have already surrendered
to the narrow pass of Haryvdis.*
Tomorrow... Europe,
when you hear the rotten protest
from the door you closed,
you will come alone, a nameless suppliant,
and when you find yourself
in the narrow street of merciless need,
you will throw your chain in front of my feet.
My wounded statues lament
but not so much for their broken limbs
as for your sending them abroad to foreign lands
which you defined as their home.
You close your eyelids heavily
as if you do not realise
that Caryatids, Venus, Victory, Harpist,
my brave wounded Amazone
and all the other sculptured marbles
do not belong to any of your pedestals.
They are mine,
predestined to be crowned at my sacred altars
with purple flow from the chariot of the sun
announcing the righteous oath of honour and life
when the love of mortal people
elevates higher than the clouds and Olympus,*
than the immortal Love and the weft of Liberty,
4
forging the laws of the nation
on the anvil of truth
you will ask for a reward of virtue from me
but you will not receive it,
after all, which virtue,
you see, you are oblivious of the holy Gratitude
and I merely count the decapitated dreams.
What will become of you, if I let, all those I gave you away,
drift in the river of oblivion,
how you will articulate words about Love
and which remedy for the soul, with which words
and in which amphitheatres Democracy will be hymned
and how the elan will lead you to symposia.
Where melody, harmony and dance will find theatres
and how you will call your great orchestras.
Academy, philosophy, phenomena and thought
are gifts, dowries of civilisation,
because intellect is more valuable
than all the gold of the whole world.
Think about it, when you feel melancholy due to fear
where you will find the voice to recount it.
Nevertheless, I cannot renounce you
that's why I have adorned a square for you
lighting ancient torches again,
at Dykte, my cradle, where for the first time
I gathered the joy and the emotion
of your flowery body
on my bed made of fine white marble.
It was at that time Europe that you won the greatest glory.
I offered you a seven-string lyre to listen to
so that you cannot stay away
and you can never be free to escape
from the burning lightning of your lust.
5
The golden eagle will solve the ancient oracle in the East
an unborn child will bring you the message
and you will longingly speak about your return
in the West with deeply thoughtful deeds
because the blind prophetess has given the answer through the years.
Then you will realise that you are trapped in an infernal struggle
because more evil seeds grow in your land
while you are defying the lurking danger.
You wander around as if you are carefree
wearing the vulgar cloak of arrogance,
the one which has alienated you,
and playing the paean of your self-destruction, insane,
while conversing with the dealers of death.
You will not find any other priestesses of pain to serve you,
in the circle of Love reconciliation sanctifies
and the thread is silver and gold of another coming.
I will stay here, hope endures
in the country where the light was born,
and wait, until you throw away the mask
and throw those dirty paper keys of the jailer into the fire
rather than the souls, as the mistakes you once made...
I will stay here, hope endures
in the country where the light was born,
and wait, I will make you an arch of Peace
with myrtle and vine branches
from the volcanic islands
because I want to save you from tyranny and derision.
I will stay here, hope endures
in the country where the light was born
and wait, in the full moon threshing-floors
here, where the heart and the mind
of the whole world awoke
come here Europe to listen to your future
right from the start.
Translated into English by
Georgia Lapata
June 2017
Comments
1. Zephyrus: He is the Greek god of the west wind. The gentlest of the winds, Zephyrus is known as the fructifying wind, the messenger of spring.
2. Phoenicia: It was a thalassocratic ancient Semitic civilization that originated in the Eastern Mediterranean.
3. Korybantes Kouretes: When Zeus was born, his mother Gaia took him to Crete and hid the child Zeus in a “ steep cave “. Korybantes beat the cymbals as intended to drown out the infant god's cries, and prevent his discovery by his cannibal father Cronus.
4. Insult: It describes behaviour that defies the norms of behaviour or challenges the gods, and which in turn brings about the downfall, or nemesis, of the perpetrator of insult.
5. Delos: The island of Delos is one of the most important mythological, historical and archaeological sites in Greece.
6. Charybdis: It was a sea monster, later rationalized as a whirlpool and considered a shipping hazard in the Strait of Messina.
7. Olympus: In Ancient Greek religion and mythology, Olympus was the home of the Twelve Olympian gods. The Throne of Zeus hosted solely him, the leader of the gods. From there he unleashed his thunderbolts expressing his divine wrath.