Ο Ιωάννης Βαρδάκης (Κοντόχας) ήταν ο σημαντικότερος λυράρης των πλούσιων σε μουσική παράδοση Αρχανών Ηρακλείου Κρήτης. Έζησε ανάμεσα στο τέλος του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στις Αρχάνες, απ’ όπου καταγόταν, ήταν όμως γνωστός και στην ευρύτερη περιοχή. Σπουδαίος καλλιτέχνης και δεινός ριμαδόρος (λαϊκός ποιητής), με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το στοιχείο της σάτιρας, υπήρξε κοσμαγάπητος και περιζήτητος στα μεγαλύτερα γλέντια της εποχής του, μα και στις απλές εκδηλώσεις, τις χαρές και τα πανηγύρια του λαού μας. Πέθανε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1941-1944). Η τοπική λαϊκή μούσα εξύμνησε το χαρακτήρα και τις ικανότητές του με τις μαντινάδες:
Κοντόχα, παιγνιδιάτορα κι όμορφο παλληκάρι,
εγλεντιστή, τραγουδιστή, ’πό το Θεό ’χεις χάρη.
εγλεντιστή, τραγουδιστή, ’πό το Θεό ’χεις χάρη.
Δεν είδανε τα μάθια μου περβόλι στο χαράκι,
εγλεντιστή, τραγουδιστή ωσάν τον Κοντοχάκη.
εγλεντιστή, τραγουδιστή ωσάν τον Κοντοχάκη.
Αναφέρομε το περιστατικό ενός μικρού θαυμαστή του (ήταν ο Μιχάλης Νισιωτάκης πριν από περίπου 70 χρόνια), που σε κάποιο γλέντι τον πλησίασε και του είπε μια μαντινάδα που του είχε μάθει από πριν η μάνα του:
Χαρώ τα ’γώ, λυράρη μου, τα πέντε σου δαχτύλια,
είντ’ απαλά, ψιμυδευτά χαϊδεύγουνε τη λύρα!
είντ’ απαλά, ψιμυδευτά χαϊδεύγουνε τη λύρα!
Ο Κοντόχας, ενθουσιασμένος, του έδωσε αμέσως την απάντηση με μαντινάδα της στιγμής:
Επαίνεσες με, μάθια μου, κι εγώ δα σε παινέσω
και στσ’ ακριβές σου τσι χαρές λυρα πολύ θα παίξω.
και στσ’ ακριβές σου τσι χαρές λυρα πολύ θα παίξω.