Φτωχομάνα αλλά και ανυπόταχτη, με ανθρώπους δυναμικούς, εργατικούς, ενίοτε και καταφερτζήδες, ειδικά τις εποχές που επιβίωναν αυτοί που προσαρμόζονταν στις δυσκολίες. Πέρα από τα μνημεία και το περιβάλλον τους, οι τόποι είναι πάνω από όλα οι άνθρωποί τους. Και ειδικά οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, οι βιοπαλαιστές της ζωής. Με αυτούς τους ανθρώπους συζητήσαμε για ιστορίες και διηγήσεις συνδεδεμένες με την “Καινούργια Χώρα” τη λαϊκή συνοικία της πόλης.
Το νήμα της πολύχρονης ιστορίας της Νέας Χώρας ξετύλιξε για τις “διαδρομές” ο δάσκαλος και ιστορικός ερευνητής Γιώργος Πιτσιτάκης.
Η ίδρυση της συνοικίας χρονολογείται λίγο μετά την επανάσταση του 1866-1869 όταν ένας μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων από την ενδοχώρα του Νομού μετακινήθηκε προς τα Χανιά και εγκαταστάθηκε γύρω από τα ενετικά τείχη.
Τις επόμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα η συνοικία θα αρχίσει να οργανώνεται. Ανάμεσα στις σημερινές πλατείες Σκίνερ και Βαφέ, θα ανεγερθεί τζαμί το οποίο διασώζεται μέχρι τις μέρες μας.
Στον αντίποδα της παλιάς πόλης η νέα γειτονιά γίνεται γνωστή ως Νέα Χώρα ή Καινούργια Χώρα ή Νεάπολη. Η συνοικία αρχίζει να επεκτείνεται γύρω από το τζαμί θυμίζοντας τούρκικους μαχαλάδες.
Σύντομα θα μετοικίσουν στην περιοχή και χριστιανικοί πληθυσμοί και στις αρχές του 20ου αιώνα (1907) ξεκινάει η προσπάθεια ανέγερσης της εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Εχει προηγηθεί, λίγα χρόνια νωρίτερα, η δημιουργία του εργοστασίου της ΑΒΕΑ που δέσποζε για πάνω από έναν αιώνα στη γειτονιά.
Η πληθυσμιακή ανάπτυξη της περιοχής είναι ραγδαία και λειτουργούν μουσουλμανικό αλλά και χριστιανικό σχολείο (παρθεναγωγείο).
Από τα αρχεία του παρθεναγωγείου και τους εκλογικούς καταλόγους του 1906 πιστοποιείται η λαϊκή καταγωγή των κατοίκων της Νέας Χώρας. Οι περισσότεροι είναι εργάτες, ψαράδες, τεχνίτες, παντοπώλες κ.ά.
Με την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα η συνοικία θα αποκτήσει πρόσβαση στην παλιά πόλη από το γκρέμισμα του τείχους στο ύψος που βρίσκεται σήμερα το 2ο Δημοτικό Σχολείο Χανίων.
Ο χαρακτήρας της αλλάζει μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών όταν θα καταφθάσουν πρόσφυγες και θα αποχωρήσουν οι μουσουλμάνοι.
Η έλευση των προσφύγων θα φέρει νέα πολιτισμικά στοιχεία. Μέσα στη δεκαετία του ’20 καταγράφεται η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς “Ο Μέγας Αλέξανδρος”. Η περιοχή ζει μια πληθυσμιακή έκρηξη με τα παιδιά να φτάνουν τα 1000!
Την ίδια εποχή εμβληματικές μορφές των γραμμάτων θα κάνουν την εμφάνισή τους: Μανώλης Κριαράς, Βαγγέλης Κτιστάκης, Πάνος Κορνάρος, Μάνος Μασούρης κ.ά.
Είναι τα χρόνια που οι ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης διαδίδονται σε όλο τον κόσμο και πολλοί Νεωχωρίτες τις ασπάζονται.
Ο προοδευτικός χαρακτήρας των Νεωχωριτών φαίνεται από τη συμμετοχή τους στο Κίνημα του 1938 ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά.
Με την κήρυξη του πολέμου η συνοικία δηλώνει “παρών”. Ανεξίτηλη έχει μείνει η σκηνή του αποχαιρετισμού των νέων που έφευγαν για το μέτωπο. Οι Νεοχωρίτες συγκεντρώθηκαν και αφού γλέντησαν για ώρες όλοι μαζί ξεπροβόδισαν με μουσικές και όργανα τους νεαρούς φαντάρους μέχρι το λιμάνι.
Στο μεταξύ, έχει δημιουργηθεί ένας ισχυρός πυρήνας του Κομμουνιστικού Κόμματος που θα λειτουργήσει καταλυτικά στην Εθνική Αντίσταση. Στη Νέα Χώρα θα συγκροτηθεί η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας, η Παγκρήτια Οργάνωση Ελεύθερων Νέων (ΠΟΕΝ) από τους Παύλο Μιχελιουδάκη, Γιώργη Κουμή, Αρτέμη Παπαδάκη, Γιώργο Κοντοκώτσο και Μίμη Λιονάκη.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου η συνοικία βομβαρδίζεται ανηλεώς και καταγράφονται 105 νεκροί.
Η σχεδόν καθολική υποστήριξη των Νεοχωριτών προς προς το ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ θα τη “βαπτίσει” “Μικρή Μόσχα”.
Μεταπολεμικά θα ζήσει τις διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους. Πολλοί θα βρεθούν εξόριστοι σε ξερονήσια και άλλοι θα βρουν καταφύγιο στην ανωνυμία της πρωτεύουσας.
Τις επόμενες δεκαετίες θα ακολουθήσει τη συνολικότερη μοίρα της χώρας: μεγάλα μεταναστευτικά κύματα, ραγδαία οικιστική ανάπτυξη, δικτατορία των συνταγματαρχών και Μεταπολίτευση.
Μέχρι τις μέρες μας η Νέα Χώρα αναπτύσσεται οικονομικά και προσφέρει στον πολιτισμό (ή θα φιλοξενήσει στις γειτονιές της) σημαντικές μορφές των γραμμάτων και των τεχνών (Βικτωρία Θεοδώρου, Γιώργης Μανουσάκης, Μιχάλης Γρηγοράκης, Δημήτρης Κακαβελάκης, Σταμάτης Αποστολάκης κ.ά.).
Η σύγχρονη ιστορία της Νέας Χώρας σφραγίστηκε από την ίδρυση το 1889 και τη λειτουργία για περισσότερο από έναν αιώνα του εργοστασίου της ΑΒΕΑ. Ενα εργοστάσιο το οποίο πρόσφερε εργασία σε δεκάδες Νεοχωρίτες μέσα στο πέρασμα των χρόνων και συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και όχι μόνο. Ο Ηρακλής Δασκαλάκης βρέθηκε για πρώτη φορά στο εργοστάσιο τον Δεκέμβριο του 1967 σε ηλικία μόλις 15 χρονών ως μαθητευόμενος για να φύγει από αυτό το 2001.
«Οταν πρωτοήρθα θυμάμαι ότι ήταν 150 και περισσότερα άτομα που εργάζονταν ως προσωπικό», σημειώνει ο κ. Ηρακλής και συμπληρώνει ότι πολλοί από αυτούς ήταν από τη γειτονιά.
Ελάχιστες γυναίκες εκείνα τα χρόνια μεταξύ των οποίων και η εμβληματική Στέλλα Χατζηδάκη. Μια γυναίκα που είχε έρθει κορίτσι στο εργοστάσιο και κατάφερε την εποχή της Κατοχής να φυγαδεύσει από την ΑΒΕΑ, κρυφά από τους κατακτητές, όλο το χρυσάφι και τα ομόλογα που είχε στην κατοχή της η επιχείρηση και να τα φυλάξει στο σπίτι της μέχρι την απελευθέρωση όταν και τα επέστρεψε στους ιδιοκτήτες του εργοστασίου. Ακόμα και ο άντρας της δεν γνώριζε γι’ αυτή τη δραστηριότητά της…
«Η ΑΒΕΑ υπήρξε η μεγαλύτερη βιομηχανία της εποχής, έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τιμής του ελαιολάδου και της πυρήνας και επηρέαζε καθοριστικά την τοπική οικονομία», αναφέρει ο κ. Ηρακλής.
Η δουλειά ήταν σκληρή και δύσκολη αλλά μία θέση στην ΑΒΕΑ θεωρούνταν προνομιακή: «Ηταν μια σταθερή δουλειά, με καλό μισθό, με δώρα από την εταιρεία και με την υποστήριξή της όποτε τη ζητούσαμε. Σκεφτείτε ότι υπήρχαν χρόνια που ήθελε μέσον για να μπει κανείς εργάτης στην ΑΒΕΑ».
Οι αναμνήσεις φέρνουν στην κουβέντα μας πολλά πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε στο εργοστάσιο ο συνομιλητής μας.
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας ερχόμαστε στο σήμερα: «Ακούω ότι ο σημερινός ιδιοκτήτης του χώρου θέλει να γκρεμίσει τα φουγάρα και ό,τι έχει απομείνει. Νομίζω ότι πρέπει να παρέμβουν οι Αρχές και να μην επιτρέψουν να συμβεί αυτό. Τόσες πόλεις στην Ελλάδα έχουν κάνει κάτι αντίστοιχο», σημειώνει ο κ. Ηρακλής.
«Oταν ξεκίνησα να κτίζω το ξενοδοχείο το 1981 δεν υπήρχε ξενοδοχείο όπως το λέμε σήμερα στη Νέα Χώρα! Μόνο ενοικιαζόμενα δωμάτια» λέει ο κ. Γιάννης Βολικάκης. Εχοντας ζήσει για χρόνια ως μετανάστης στον Καναδά επέστρεψε κάποια στιγμή στα πατρώα εδάφη και αποφάσισε να ασχοληθεί από πολύ νωρίς με τον τουρισμό. «Είχα ένα μαγαζί στο λιμάνι που δούλευε με τον τουρισμό. Διαπίστωσε πως υπήρχε πολύς κόσμος στα Χανιά και θα αυξηθεί ακόμα. Φαντάστηκα ότι από τη στιγμή που υπάρχει αφθονία επισκεπτών και δεν υπάρχει αφθονία καταλυμάτων, σκέφθηκα να κάνω μια τέτοια επένδυση» τονίζει.
Επέλεξε λοιπόν την περιοχή της Νέας Χώρας καθώς είναι αρκετά εμπορική ως περιοχή αφού είναι κοντά στην παραλία και στην πόλη και αυτό θα προσέλκυε πολλούς τουρίστες. Για αυτό και “σήκωσε” ένα πενταώροφο ξενοδοχείο.
«Τη μέρα που ολοκληρώθηκε το ξενοδοχείο ήταν ένα υπολογίσιμο κατάλυμα για όλη την περιοχή. Μια εταιρεία δανέζικη ενδιαφέρθηκε να κάνουμε συμβόλαιο. Οντως το κάναμε και στη συνέχεια συνεργαστήκαμε για 7 χρόνια. Για τα δεδομένα της εποχής τα χρήματα που παίρναμε δεν ήταν άσχημα» θυμάται ο ξενοδόχος.
Ηταν η εποχή που πολλοί τουρίστες έρχονταν στην Ελλάδα με ένα sleeping bag και μια σκηνή.
«Στα 1981-1982 που κατασκευάζαμε το ξενοδοχείο θυμάμαι κάθε πρωί κάτω από τα αλμυρίκια να κοιμούνται 40-50 άτομα με τα sleeping bag! Το ίδιο και σε μια γειτονική ταράτσα! Την νοίκιαζε ο ιδιοκτήτης της ώστε να κοιμούνται πάνω σε αυτή! Θυμάμαι επίσης όταν κάναμε τις εργασίες, πως μπροστά από την πρόσοψη του ξενοδοχείου ήταν η αμμουδιά και δεν υπήρχε δρόμος» αναφέρει.
Η τάση των τουριστριών να κολυμπούν γυμνόστηθες “σκανδάλιζε” τα ήθη των ανθρώπων της εποχής, γρήγορα όμως το συνήθισαν και το αποδέχθηκαν ως μια πραγματικότητα, ως μια διαφορετική αντίληψη.
«Τώρα τα καταλύματα στη Νέα Χώρα δεν έχουν καμία σχέση με τότε. Εχουν αναβαθμιστεί πάρα πολύ. Αυτό που θέλουμε όμως είναι κάποια στιγμή ο Δήμος, το κράτος να δώσει αυτά που αξίζει η Νέα Χώρα, να συμβάλλουν οικονομικά στην αναβάθμιση του παραλιακού μετώπου που εδώ και δεκαετίες δεν έχει γίνει κανένα έργο σοβαρό.
Δεν νομίζω ότι ζητάμε πολλά» καταλήγει ο συνομιλητής μας.
Mια ζωή στη θάλασσα από μικρό παιδί, δίπλα στον επίσης ψαρά πατέρα του ο κ. Μιχάλης Κωλέτης. Στο διάστημα που κουβεντιάζουμε δίπλα-δίπλα στο λιμανάκι της Νέας Χώρας περνάει αρκετός κόσμος δίπλα μας. Ολοι χαιρετάνε με σεβασμό τον “καπετάνιο” καθώς ο κ. Μιχάλης είναι εκ των παλαιότερων επαγγελματιών αλιέων.
«Οταν πρωτοξεκίνησα, παιδί ακόμα, είχαμε μια ξύλινη βάρκα και με 4 κουπιά πηγαίναμε τρία άτομα μέχρι και τη Σπάθα! Ναι με τα κουπιά μέχρι τη Σπάθα γιατί εκεί είχε ψάρι! Θυμάμαι μια φορά χαρακτηριστικά που είχαμε κάνει καλή ψαριά. Βγάλαμε ένα πανέρι με δύο χερούλια στο Κολυμπάρι. Ψάχναμε να βρούμε ένα αυτοκίνητο να μας φέρει στα Χανιά γιατί θέλαμε να αφήσουμε τη βάρκα εκεί. Πού να βρεις αυτοκίνητο εκείνη την εποχή μεταπολεμικά! Περνάει μετά από λίγο το λεωφορείο το σταματάμε και μας λέει ο οδηγός πως δεν μπορούσε να μας βάλει εκεί που ήταν οι επιβάτες αλλά εκεί που ήταν φορτωμένα τα γουρούνια και οι κατσίκες. Μόνο εκεί είχε χώρο…Δεν μπήκαμε και γυρίσαμε στα Χανιά με τα πόδια, με το πανέρι με 20 κιλά ψάρια στα χέρια!» λέει ο κ. Μιχάλης.
Με δυναμίτη δεν ψάρεψε ποτέ ο ίδιος αλλά θυμάται τους Νεοχωρίτες να τους ρίχνουν από τα βραχάκια στα κοπάδια με τους “κέφαλους” που περνούσαν κοντά από την ακτή! «Αυτά ήταν επικίνδυνα πράγματα, πολλοί είχαν σακατευτεί!» σημειώνει. Το ψάρι ήταν άφθονο εκείνη την εποχή αλλά ο κόσμος δεν είχε τα χρήματα να το αγοράσει. «Δεν θα ξεχάσω που παιδί είχα στην πλάτη μου ένα δεμένο μπιτόνι! Στην τρύπα του είχε ένα χωνί και νοικοκυρές που δεν είχαν να μας δώσουν λεφτά μας έβαζαν λάδι! Το παίρναμε! Ετσι ήταν μετά τον πόλεμο και για πολύ καιρό. Μια συναγρίδα 3 οκάδες για ένα ποτήρι λάδι! Ηταν ανταλλαγές με είδος που γίνονταν εκείνη την εποχή.».
Ακολούθως ο “καπετάνιος” πήρε ξύλινο σκάφος με μηχανή που έπαιρνε μπρος με μανιβέλα και στη συνέχεια ένα σιδερένιο 24 μέτρα! «Το σιδερένιο το είχαν φτιάξει στο Ενετικό λιμάνι οι Μπαργιώτηδες. Πολύ ωραίο σκάφος! Με αυτό πηγαίναμε και ψαρεύαμε στις ακτές της Βορείου Αφρικής. Εκεί είχε πάρα πολύ ψάρι. Βγάζαμε την άδεια μας, ψαρεύαμε και σε δύο μέρες είχαμε γυρίσει και τα πουλούσαμε στο μανάβη μας. Εκατό αγκίστρια βάζαμε στο παραγάδι, 150 ψάρια βγάζαμε γιατί έπιανε το αγκίστρι τον ροφό, τον ροφό τον τσιμπούσε η σφυρίδα και έπιανες και τα δύο μαζί. Γίνονταν “κομπολόι” όπως λέμε στη διάλεκτό μας. Μου άρεσε να φεύγω μακριά εκεί που δεν πηγαίνουν άλλοι στην Αφρική, στη Μήλο, στην Κάρπαθο» τονίζει ο κ. Μιχάλης.
Μέσα σε όλα αυτά θυμάται και μια δύσκολη στιγμή από τις πολλές που έχει ένα άνθρωπος της θάλασσας. «Ήταν πριν πάρουμε το σιδερένιο σκάφος. Μας είχαν φτιάξει ένα καΐκι με ξύλα από τα οποία είχαν βγάλει το ρετσίνι. Ημασταν στα ανοικτά, ευτυχώς όχι πολύ μακριά και έκοψε το καΐκι στη μέση, ευτυχώς κοντά στο λιμάνι. Αγάντα-αγάντα το φέραμε πίσω με πολύ νερό. Ευτυχώς είχαμε πολλά σημαδουράκια που το κράτησαν στην επιφάνεια» καταλήγει.
«Για χρόνια μετά τον πόλεμο οι Νεοχωρίτες πήγαιναν στον Κλαδισό όπου οι Γερμανοί είχαν αφήσει πυρομαχικά, αφαιρούσαν το μπαρούτι που το χρησιμοποιούσαν μετά για να φτιάξουν δυναμίτες για το ψάρεμα» θυμάται ο κ. Γιώργος Πουλιδάκης. Γέννημα – θρέμμα της Νέας Χώρας, έχει να διηγηθεί δεκάδες γεγονότα από την καθημερινότητα των κατοίκων, τα πολύ δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. «Μετά τον Κλαδισό οι Γερμανοί και οι Αγγλοι είχαν εγκαταλείψει δεκάδες οχήματα, ακόμα και τανκς με τον οπλισμό τους! Υπήρχαν δύο άρματα τύπου “Σέρμαν” που είχαν μέσα τους αποθηκευμένα βλήματα των 3 ιντσών. Επαιρνες το βλήμα, ξεβίδωνες τον πυροκροτητή και μετά έβγαζε το μπαρούτι που ήταν χοντρό σαν μακαρόνι από αυτό που βάζουμε στο… παστίτσιο! Αυτό το έκαναν πολλοί Νεοχωρίτες προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το μπαρούτι για να φτιάξουν δυναμίτες. Αλλα βλήματα πάλι είχαν το μπαρούτι με τη μορφή “τσατσάρας”. Αυτά έπαιρναν οι πλιατσικολόγοι, όπως επίσης και τμήματα και μέρη από τα αυτοκίνητα» αναφέρει ο συνομιλητής μας.
Στα 1955 μπαίνοντας στη “μουτζούρα”, δουλεύοντας δηλαδή σε ένα συνεργείο, πήγαινε με τον πατέρα και το θείο του στον Κλαδισό για να σηκώσουν ό,τι χρήσιμο βρουν. «Εμπαινα μέσα στο άρμα και βοηθούσα τον αδελφό του πατέρα μου που είχε συνεργείο απέναντι από τον “Κωτσόβολο” να ξεβιδώσουμε τις μηχανές. Σε ένα μακρύκαρο φορτώναμε τον κινητήρα ή ό,τι άλλο χρήσιμο βρίσκαμε και το φέρναμε στο συνεργείο. Αυτούς τους κινητήρες τους διαμορφώναμε και τους βάζαμε σε αυτοκίνητα – σκευοφόρους της εποχής εκείνης. Ξέρεις τι ήταν οι σκευοφόροι; Μισά λεωφορεία για τους πεζούς και μισά φορτηγά με πάνω γουρούνια, κατσίκια ό,τι υπήρχε τότε».
Ομως η περιοχή αυτή ήταν ναρκοθετημένη και οι νάρκες δεν είχαν αφαιρεθεί. Ετσι η κάθε επίσκεψη των “πλιατσικολόγων” ήταν επικίνδυνη. «Ηταν κάτι παλικάρια, νέα-γερά παιδιά, που πάτησαν μια νάρκη και σκοτώθηκαν και οι δύο. Τα σκάγια από τον Κλαδισό είχαν φτάσει μέχρι την παραλία! Φαντάσου τι έκρηξη είχε γίνει! Και δεν ήταν μόνοι αυτοί, πολύς κόσμος είχε χάσει τη ζωή του και από τη χρήση του δυναμίτη άλλοι έχασαν χέρια, άλλοι μάτια. Αυτή ήταν η πραγματικότητα» λέει ο κ. Γιώργος.
Η ιδιαίτερη σχέση με τα… πυρομαχικά συνεχίσθηκε για τον αφηγητή μας όπως και άλλους Νεοχωρίτες. «Φεύγοντας οι Γερμανοί είχαν πετάξει οπλισμό στη θάλασσα κάτω από την ΑΒΕΑ. Χρόνια μετά κατέβαινα όπως και άλλοι να μαζέψουμε τους ντορβάδες από τα ελαιουργεία που τους έφερναν για πλύσιμο. Επλεναν 200-300 ντορβάδες και μέσα στη θολούρα του νερού όλο και ξεχνούσαν και κάποιον οι εργάτες. Τους παίρναμε εμείς μετά και τους πουλούσαμε σε μία βιοτεχνία. Μια μέρα λοιπόν αισθάνομαι ότι πάτησα κάτι και είδα μια πληγή στο πόδι μου. Δεν ήξερα τι πάτησα και ξαναπήγα την επόμενη ημέρα που ο βυθός της θάλασσας είχε καθαρίσει. Τι είδα; Δεσμίδες ολόκληρες από σφαίρες και οπλισμό. Είχα φτιάξει ένα καρότσι, το γέμισα και στη συνέχεια πουλούσα τις δεσμίδες τις σφαίρες με το κιλό σε ένα παλιατζή!…». Ηταν και αυτός ένας τρόπος επιβίωσης για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Oι ιστορίες των ανθρώπων της γειτονιάς αμέτρητες. Η φτώχεια έχει σημαδέψει τη μοίρα της συνοικίας. Ωστόσο, από παλιά δεν έλειψε η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων. Γέννημα θρέμμα Νεοχωρίτης ο 86χρονος σήμερα Μιχάλης Ορνεράκης μάς ταξιδεύει πίσω στο παρελθόν. «Υπήρχε φτώχεια. Ο κόσμος κοίταζε να βρει πώς θα βγάλει ένα κομμάτι ψωμί. Θυμάμαι ότι εγώ στην Α’ Γυμνασίου πήγα στην ορκωμοσία ξυπόλητος και τα πρώτα παπούτσια που έβαλα ήταν από αντίσκηνο και μια σόλα από τα ταμπακαριά. Ομως υπήρχε αγάπη, εκτίμηση και σεβασμός μεταξύ των ανθρώπων», σημειώνει.
Παρά τις καθημερινές δυσκολίες δεν έλειπαν τα καλαμπούρια. Το παράνομο ψάρεμα με δυναμίτη ήταν καθιερωμένη πρακτική. «Του Λαγωνικού η μάνα μας έβαζε μια κόκκινη σεντόνα όταν ήταν ο αστυνομικός, για να τη δούμε καθώς ερχόμασταν από τη θάλασσα. Αν είχε άσπρο σεντόνι το λιμανάκι ήταν ελεύθερο για να βγουν οι βάρκες», αναφέρει ο κ. Μιχάλης και θυμάται ένα άλλο περιστατικό με τον αστυνόμο του Γαλατά να κάνει μπάνιο και τον μπάρμπα – Μιχάλη ανυποψίαστο να ψαρεύει με δυναμίτη κοντά: «Κουμπάρο τα πουλάς τα ψάρια;», τον ρωτάει ο αστυνόμος που ήταν ακόμα μέσα στη θάλασσα. «Τα πουλάω», απαντά εκείνος. «Πήγαινε σε παρακαλώ στα ρούχα μου να πάρεις τα χρήματα», του λέει ο αστυνόμος κι ο ψαράς κινάει προς το σημείο που του υπέδειξε. Πλησιάζοντας ο μπάρμπα – Μιχάλης βλέπει τη στολή του αστυνόμου στην παραλία και κάθε σκέψη για αγοραπωλησία πάει περίπατο…
Την ατμόσφαιρα συντροφικότητας που υπήρχε εκείνα τα χρόνια αναπολεί ο 87χρονος σήμερα Γιάννης Μπλαζουδάκης. «Φτωχοί άνθρωποι αλλά ήταν δεμένοι μεταξύ τους», σχολιάζει. Πείνα, πόλεμος, κατοχή. Η οικογένεια έμενε σε ένα από τα λεγόμενα ανταλλάξιμα σπίτια. Παιδί τότε ο κ. Γιάννης μοίραζε προκηρύξεις κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. «Ηταν πολλοί τότε οργανωμένοι στο ΕΑΜ. Τη Νέα Χώρα την έλεγαν μάλιστα Μόσχα!», αναφέρει.
«Παρά τις δυσκολίες πάντως υπήρχε υποστήριξη και αλληλοεκτίμηση μεταξύ των κατοίκων», προσθέτει ο κ. Γιάννης.