Παλιά οι άνθρωποι τέτοιες μέρες νηστεύανε ακόμα και το λάδι. Στα φτωχόσπιτα βέβαια δεν καλοκαταλάβαιναν τη διαφορά του φαγητού αλλά να, γάμοι δε γινότανε και τα παιδιά στερούνταν το γάλα απ’ τις κατσίκες και τ’ αυγά από τις όρνιθες και κυρίως, το χοιρινό – συνήθως - κρέας της Κυριακής. Έτσι παρακάλαγαν μέσα τους - φωναχτά δεν τολμούσαν να το πουν καθώς φοβόντουσαν την κατακραυγή της θρήσκας μάνας - να κυλίσουν οι μέρες και να ’ρθει η μέρα της Παναγίας που για το Μοχό, ήτανε πιο λαμπρή κι από την ίδια της Λαμπρής! Ανήμερα της Παναγίας πηγαίνανε σειρά τα κοπέλια στην εκκλησία να μεταλάβουνε κι ύστερα μπορούσανε θεωρητικά να φάνε, αλλά ουσιαστικά προσμένανε το βράδυ που θα ’τρωγαν – επιτέλους! – το πανηγυριώτικο κρέας.
Την παραμονή της Παναγίας στο πανηγύρι πήγαιναν μονάχα οι «άπιστοι» της Λαγκάδας, που δε ήτανε να κοινωνήσουν την άλλη μέρα. Εμείς πέφταμε νωρίς – νωρίς στα κρεβάτια μας, αλλά οι φωνές των γλεντοκόπων, τα γέλια και τα «χαχαρίσματα», οι μουσικές και κυρίως το άκουσμα της λύρας δε μας άνοιγαν τις αγκάλες του Μορφέα… Φανταζόμασταν, ξαπλωμένοι καθώς ήμασταν, τους «άπιστους» να χορεύουνε, να τρώνε, να πίνουνε και να τραγουδούνε και η ανυπομονησία μας μεγάλωνε πιότερο κι απ’ την πείνα μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ως γνωστό, η αναμονή μεγαλώνει την επιθυμία κι αυτή την ανυπομονησιά, μα κι οι δυο μαζί «μακραίνουν» την απόλαυση που έρχουνταν ... κουτσαίνοντας! Έτσι σηκωνόμασταν με το πρώτο φως – άλλες μέρες ξεσπούσε πόλεμος μέχρι να μας σηκώσουνε! – το πρωί της Παναγίας, βάζαμε τα φρεσκοσιδερωμένα σκολιανά μας ρούχα και κατηφορίζαμε προς τη γιορτάζουσα εκκλησιά.
Παρακολουθούσαμε τη λειτουργιά, έλεγε ο παπάς τα δικά του, μαζεύαμε εμείς τα σάλια μας απ’ τη νηστεία, έψελναν οι ψαλτάδες, ακούγαμε εμείς τη χθεσινοβράδινή λύρα κι ονειρευόμαστε το βραδινό γλέντι και την ευωχία, κι έπειτα μεταλαβαίναμε, τρώγαμε το αντίδωρο κι αρχινούσε το... «κυνήγι» της πείνας με τον καθιερωμένο άρτο που ’φερναν οι πιστοί στη Χάρη Της και που πρώτος – πρώτος θρονιαζόντανε στα στομαχάκια μας.
Ύστερα τρέχαμε στο σπίτι να «βγάλουμε τα καλά μας» μη λερωθούν κι «έχουμε άλλα», μέρα πού’ναι! - αλλά η επιθυμία μας μεγάλωνε ολοένα καθώς οι μυρουδιές του ψητού απ’ τον ξυλόφουρνο κατηφόριζαν στα σοκάκια και πλαντούσαν τις γειτονιές του χωριού! Κι εμείς – παιδιά ανυπόμονα! – «φερμάραμε» σαν τα σκυλάκια στις μυρουδιές και τρέχαμε να τσιμπολογήσουμε στο «ξεφούρνι» – occazione data –, όταν ο φούρναρης έβγαζε από τα καυτά σωθικά του φούρνου, ροδοκοκκινισμένη τη λαχτάρα μας, τα ψητά, που ήτανε για μας πιο θαυματουργά και από τη θεία τη μετάληψη!!!
Έτσι αργόσυρτα περνούσανε οι ώρες ίσαμε που βράδιαζε και ξαναφορούσαμε τα «καλά μας» για να κατέβουμε στην πλατεία του χωριού, μπροστά από τη Χάρη Της, να ξεκινήσει το γλέντι. Καθόμασταν στο τραπέζι που μας είχε κρατήσει ο καφετζής, παραγγέλναμε καμιά λεμονάδα για να δικαιολογήσουμε την κατάληψη κι έπειτα έφερνε η μάνα το τεψί με το ψητό που μοσχοβολούσε τόσο που χόρταινες μόνο από τη μυρωδιά του. Στην πραγματικότητα είχε κολλήσει τ’ άντερό μας από τη νηστεία και με δυο τρεις μπουκιές χορταίναμε, αλλά ωστόσο, ξεκινούσε ο χορός, καίγαμε ότι είχαμε φάει και όταν καθόμασταν στο τραπέζι ξανατρώγαμε. Αυτό γίνονταν όλο το βράδυ ίσαμε που τέλειωνε το ψητό μα όχι και το γλεντοκόπι, που πολλές φορές το καλημέριζε ο ήλιος!
Το χορό άνοιγαν οι βρακοφόροι και οι κοπελιές του πολιτιστικού συλλόγου που μας παρουσίαζαν με περίσσια χάρη τη παραδοσιακή λεβεντιά στο μεγαλείο της. Ύστερα μας καλούσαν κι εμάς να σηκωθούμε κι έδενε το γλέντι για τα καλά. Όλη η πλατεία του χωριού γιόμιζε χορευτές, άντρες, γυναίκες, νέους και κοπέλες και στην «κουντούρα» τα «μιτσιά κοπέλια» που προσπαθούσαν να συνταιριάξουν το ζάλο τους με το χορό και την παράδοση!
Εμένα μου έκαναν εντύπωση, όχι οι νέοι που χτυπούσαν ρυθμικά μα νευρικά και κάπως επιδειχτικά τα πόδια, όταν έκαναν φιγούρες, αλλά οι παλιοί. Εκείνοι, όταν έπιαναν στη «μπρός μερά» του έδιναν και καταλάβαινε. Τα βήματά τους μικρά, κομψά, αεράτα, σεμνά και μερακλίδικα, και τα πατήματά τους στις μύτες των ποδιών – στ’ ακράνυχο! Έπιαναν στην «ομπρός μπάντα», κάνανε δυό τρεις φιγούρες, πραγματικά ξόμπλια και έπειτα καλούσαν άλλονε να συνεχίσει. Καμιά φορά ο πολύ μερακλής σαν έπιανε μπροστά ζητούσε και μια κοπελιά όμορφη – πάντα με την άδεια του γονιού ή του συνοδού! – και λυγερή και τη χόρευε στην «ομπρός μερά», ίσαμε να βγάλει τα εσώψυχά του. Έπειτα παραχωρούσε τη θέση του ευγενικά σε κάποιον άλλο ίσαμε που τελείωνε ο χορός.
Κι είναι οι αναμνήσεις που ξυπνούν και καίνε περισσότερο κι από αυτό που ζήσαμε.
Άντε και του χρόνου να ’μάστε καλά.