Το «άτακτο», κάποιες φορές, χαμόγελό της δεν αφαιρεί ποτέ από τη σοβαρότητά της, ενώ η «εκλεκτική» της εξωστρέφεια αναμειγνύεται με την εσωστρέφεια που τη χαρακτηρίζει συνολικότερα. Η Σοφία Κοκοσαλάκη «ευδοκιμεί» μέσα από αντιθέσεις. Όπως ακριβώς και η δουλειά της, μείγμα πολιτιστικής κληρονομιάς και προσωπικής αντισυμβατικότητας.
Η δημιουργική ταυτότητα της σχεδιάστριας, που ζει στο Λονδίνο, χτίστηκε πάνω σε τεχνικές ντραπέ, χειροποίητες λεπτομέρειες, αρχιτεκτονικές ματιές και στοιχεία αρχαιοελληνικών, μινωικών αλλά και βυζαντινών χρόνων, μεταξύ άλλων, που αφομοιώθηκαν στα προοδευτικά στυλιστικά πιστεύω της, μακριά από «έθνικ» και «γρήγορες» τάσεις.
Είκοσι χρόνια από την πτυχιακή συλλογή της, που τράβηξε την προσοχή αγοραστών και ΜΜΕ στη βρετανική πρωτεύουσα, η σχεδιάστρια συνεχίζει την πορεία που της χάρισε την αναγνώριση και τον σεβασμό μιας συναρπαστικής αλλά και αδυσώπητης βιομηχανίας. Τα τελευταία χρόνια η Κοκοσαλάκη έχει αφήσει πίσω της την παραγωγή του ομώνυμου πρετ-α-πορτέ της και εστιάζει στο κόσμημα, ενώ συνεχίζει και τις ειδικές παραγγελίες ρούχων. Επισκέπτεται συχνά τους τεχνίτες με τους οποίους συνεργάζεται στην Αθήνα, ενώ τα κομμάτια της ανήκουν στον χώρο που σήμερα ορίζεται ως «demi-fine», κοσμήματα από ασήμι που επαργυρώνεται ή επιχρυσώνεται. Βαθιά επηρεασμένη από τη μινωική εποχή, η νέα της συλλογή -που παρουσιάζει σήμερα το «Κ» σε ελληνική «πρεμιέρα»- περιέχει και κομμάτια σε χρυσό 14 καρατίων.
«Τα κοσμήματά μου χαρακτηρίζονται ως προσιτή πολυτέλεια. Παλιά ήταν η τσάντα, τώρα είναι το κόσμημα που οι γυναίκες αγοράζουν για τον εαυτό τους», λέει η σχεδιάστρια για μια παραγωγή που διατίθεται διαδικτυακά, αλλά και σε πολλά σημεία σε ελληνικά νησιά και ξενοδοχεία. «Δουλεύω με τα χέρια και το διασκεδάζω πολύ, έχει μια πλαστικότητα, όπως και το ύφασμα. Είναι μεγάλη τέχνη το κόσμημα, υπάρχουν πολλοί που δουλεύουν πάνω σε αυτό, δεν είναι εύκολο, για παράδειγμα, να κάνεις μια αναπαραγωγή ενός αρχαίου κοσμήματος και να το μεταφέρεις στο 2018. Να του ξαναδώσεις ζωή και να μην είναι μουσειακό».
Ο Μινωικός πολιτισμός στο παρόν
«Με τριγυρίζουν συνέχεια κάποιες εικόνες, όπως η Θεά με τα Φίδια, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω. Είναι αναφορές και επιρροές, το υποσυνείδητο που δουλεύει», σημειώνει. «Από την άλλη, έχω μια αισθητική λίγο “σνομπ”, βλέπω αυτή την απομίμηση της κληρονομιάς, μια φτηνή εκδοχή της, μια υπερβολή. Γίνεται μια εκμετάλλευση όταν δεν προσεγγίζεις κάτι με ευαισθησία, όταν το παίρνεις και του αλλάζεις τα φώτα. Και πρέπει να σκέφτεσαι και τη γυναίκα του σήμερα, τι γίνεται στον κόσμο της μόδας. Όμως, η τάση για την Ελλάδα υπήρχε πάντα, όπως το ’60 και το ’70, και θα υπάρχει πάντα. Είναι σαν καμπύλη και επιτέλους αρχίζει να γίνεται και προϊόν».
Στο μεταξύ, το νησί είναι το «δικό» της μέρος. Και οι δύο γονείς της κατάγονται από την Κρήτη, ενώ η ίδια έχει αναπτύξει κατά καιρούς και φιλανθρωπική δράση, όπως μια συλλογή βραχιολιών που κυκλοφόρησαν αποκλειστικά από τα ΕΛΤΑ για τους σκοπούς του ιδρύματος IFG και διατέθηκαν για την αγορά εξοπλισμού για παιδιατρικές μονάδες του νοσοκομείου Ρεθύμνου. Έναν μήνα κάθε καλοκαίρι το νησί γίνεται το καταφύγιό της. «Σκάω με κρητική μπότα τον Αύγουστο. Μου αρέσει το άγριο τοπίο και η λεβεντιά, αλλά δεν μου αρέσει το γεγονός ότι οδηγούν μεθυσμένοι και το θεωρούν μαγκιά», λέει.
Πριν από το επόμενο ταξίδι, συνεχίζει να δουλεύει με εντατικούς ρυθμούς ένα ακόμα πρότζεκτ, τα ρούχα του προσωπικού για τον «νέο» Αστέρα στη χερσόνησο της Βουλιαγμένης, συμπεριλαμβανομένου του Astir Beach και του εστιατορίου Matsuhisa Athens. «Είναι μια “γκαρνταρόμπα”, φεύγουμε από την ξεπερασμένη στολή και πάμε σε έναν πιο ατομικευμένο τρόπο ντυσίματος. Είναι κάτι που λείπει γενικά από τον συγκεκριμένο χώρο, η αίσθηση ενός πρετ-α-πορτέ», σημειώνει για τα Made in Greece ρούχα τα οποία εποπτεύει και σε επίπεδο παραγωγής. «Είναι μινιμαλιστικά, βασισμένα στο “σήμερα” και στο τι νομίζω εγώ ότι είναι διαφορετικό, αλλά όχι κάτι που διαρκεί μία μόνο σεζόν, έχουν μια ελληνική ταυτότητα μέσα από διακριτικές πινελιές».
Την ίδια δημιουργική ενέργεια μετέφερε η Κοκοσαλάκη στις στολές της Aegean Airlines, τις οποίες σχεδίασε το 2015, αλλά και στα κοστούμια των πάνω από 6.000 ατόμων που πήραν μέρος στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, μεταξύ των οποίων και η Μπιόρκ.
«Δεν με ενδιαφέρει η επιβράβευση»
Η Κοκοσαλάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972 και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μια πρώτη εμπειρία στον χώρο της μόδας σε σύμπραξη με άλλον έναν νέο Έλληνα σχεδιαστή σημείωσε επιτυχία, αλλά κόλλησε στην παραγωγή. Στα 24, η σχεδιάστρια έφτασε στο Λονδίνο και γράφτηκε στη σχολή Central St Martins, alma mater συναδέλφων της όπως ο Τζον Γκαλιάνο και ο Αλεξάντερ Μακουίν. Στη σχολή μια καθηγήτρια την παρότρυνε να κοιτάξει μέσα της και να βρει τις δικές της εικόνες.
Αργότερα, παράλληλα με την ανάπτυξη του δικού της οίκου, ανέλαβε σε διαφορετικές περιόδους την «προχωρημένη» ιταλική Diesel Black Gold, αλλά και την αναβίωση του ιστορικού γαλλικού οίκου Vionnet. «Μέσα από αυτές τις εμπειρίες έμαθα πώς να προσαρμόζομαι και να οδηγώ μια ομάδα. Έχω διατηρήσει πολύ καλές σχέσεις με όλες τις προηγούμενες ομάδες. Τους σεβόμουν, χρειάζεται πολύ αυτοέλεγχος και να μην είσαι drama queen, να τους ενθαρρύνεις και να τους βοηθάς».
Σήμερα η Κοκοσαλάκη είναι μητέρα, σύμβουλος σε εταιρείες και δέχεται ακόμα προτάσεις από οίκους, τις οποίες αξιολογεί. Της λείπει η φρενίτιδα των προηγούμενων χρόνων; «Δώδεκα χρόνια σόου είναι πολλά. Ήμουν απούσα από αυτό που λέγεται “ζωή”, οι μόνοι φίλοι που μπορούσα να έχω λόγω χρόνου τότε ήταν από τον χώρο. Δεν λέω ότι δεν θα το ξαναέκανα. Όμως, δύο μήνες πριν από το κάθε σόου δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο ή τουλάχιστον έτσι λειτουργούσα εγώ. Και είναι πολύ δύσκολο να τα κάνεις όλα μόνος σου και να το χρηματοδοτείς μόνος σου. Σιγά σιγά έχασα το ενδιαφέρον μου, το απομυθοποίησα. Και βρήκα άλλους τρόπους. Δεν με ενδιαφέρει η επιβράβευση. Ίσως να είναι παροδικό».
Στο μεταξύ ασχολείται με τη σύγχρονη τέχνη, ως χόμπι, όπως σημειώνει, και όχι ως συλλέκτρια. «Έχω εμμονή με το τι γίνεται στον χώρο. Πιο πολύ ακολουθώ εκθέσεις και μουσεία παρά μπλόγκερ μόδας στο Instagram. Αισθάνομαι ότι τα έχω δει όλα αυτά. Και, όπως ξέρουμε, η μόδα είναι κυκλική και καμιά φορά λέω ότι σήμερα λειτουργεί πιο πολύ για να εντυπωσιάζει τους νέους», συμπληρώνει. «Αγαπώ τα ρούχα από τεχνική άποψη αλλά και για το τι λένε για το τώρα, όμως δεν με εντυπωσιάζουν πια, είμαι πολλά χρόνια στην αγορά, είναι όλα σε “repeat”».
Η επανάληψη δεν έχει χώρο στη ζωή της, όμως οι δημιουργικές αντιθέσεις συνεχίζονται. «Ζω στο Λονδίνο και πήγα στο Central St Martins, όπου μας έμαθαν να αμφισβητούμε τα πάντα, έχω αυτό το βίωμα. Αυτές είναι οι τρεις συνισταμένες: είμαι Ελληνίδα που ζω στο Λονδίνο και φοίτησα στο συγκεκριμένο ίδρυμα», λέει. «Έχω όμως μια φαντασίωση, ότι μετά τα 89 μου θα πάω να μείνω στην Κρήτη. Όχι πριν όμως, γιατί θέλω να βρίσκομαι στο γίγνεσθαι». ■