Η φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδας είναι αντίστοιχη μ' εκείνη της Γερμανίας και μεγαλύτερη από τη Σουηδία ή τη Φιλανδία!.
Εκατόν ενενήντα οχτώ ημέρες τον χρόνο οφείλουν να δουλεύουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες μόνο και μόνο για να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος, το οποίο αδυνατεί να προσφέρει αξιοπρεπείς υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας.
Η εφημερίδα“Νέα Κρήτη” επικοινώνησε με τον Νίκο Ρώμπαπα, εκτελεστικό διευθυντή του ΚΕΦΙΜ (Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών “Μάρκος Δραγούμης”), ο οποίος σχολιάζοντας την υπερφορολόγηση, όπως λαμβάνει χώρα σήμερα στην Ελλάδα, μίλησε και για το γεγονός πως το ελληνικό κράτος παρέχει τις χειρότερες υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας στους πολίτες συγκριτικά με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.
«Το ενδιαφέρον από τα αποτελέσματα της έρευνας είναι το γεγονός ότι καταδεικνύει πως η φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων συνεχίζει να είναι όλο και χειρότερη. Από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, η φορολογική επιβάρυνση έχει αυξηθεί κατά 50 ημέρες. Για να το πούμε απλά, η φορολογική επιβάρυνση της Ελλάδας είναι αντίστοιχη μ' εκείνη της Γερμανίας και είναι αρκετά μεγαλύτερη από εκείνη των Σκανδιναβικών χωρών, όπως είναι της Σουηδίας ή της Φιλανδίας. Παρά τη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση, οι υπηρεσίες του κράτους στην Υγεία και στην Παιδεία είναι οι χειρότερες ανάμεσα σε αυτές τις χώρες και το δικαιικό σύστημά μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις», είπε χαρακτηριστικά.
Η κατάσταση επιδεινώνεται με τον χρόνο. Όπως αποδεικνύει η έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, το μείγμα φόρων και εισφορών έχει καταβάλει τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα ο μέσος πολίτης να οφείλει να δουλέψει 50 ημέρες για να πληρώσει τους άμεσους φόρους, 67 ημέρες για τους έμμεσους φόρους και 81 ημέρες για τις κοινωνικές εισφορές.
Παίρνοντας αυτό ως δεδομένο, η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας φέτος θα είναι η 18η Ιουλίου ή 50 ημέρες παραπάνω σε σχέση με το 2009.
Ο κ. Ρωμπαπάς έκανε ξεχωριστή μνεία στις ασφαλιστικές εισφορές της Ελλάδας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό που ξεχωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες χώρες είναι ότι οι ασφαλιστικές εισφορές είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες εισφορές άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης, αλλά και της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Η οικονομική επιβάρυνση στην εργασίας είναι πολύ υψηλή. Αυτό που συμβαίνει είναι πως ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των χρημάτων που πληρώνει ένας εργοδότης για τον εργαζόμενο δεν καταλήγει στην τσέπη του, αλλά στο κράτος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένη ανεργία».
Άνευ προηγουμένου υπερφορολόγηση
Τα μεγέθη προκαλούν ανησυχία ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού οικονομικού συστήματος. Τα στοιχεία καταδεικνύουν την άνευ προηγουμένου υπερφορολόγηση των τελευταίων τριών ετών. Σύμφωνα με αυτά, το άθροισμα άμεσων και έμμεσων φόρων, φόρων κεφαλαίου και κοινωνικών εισφορών από το 2010 έως και το 2014 ακολουθούσε φθίνουσα πορεία, με την ύφεση προφανώς να διαδραματίζει καθοριστικό αλλά όχι πρωταγωνιστικό ρόλο. Από τα 77,086 δισ. ευρώ των συνολικών φορολογικών εσόδων το 2010, το κοντέρ του 2014 έγραψε συνολικά έσοδα 69,671 δισ. ευρώ.
Οι ολοένα και περισσότερες αυξήσεις φόρων πρώτα στην έμμεση φορολογία (ΦΠΑ 24%, σταδιακή κατάργηση εκπτώσεων στα νησιά, αύξηση των έμμεσων φόρων σε καύσιμα και τσιγάρα, επιβολή νέων φόρων και τελών από τον καφέ έως το ίντερνετ και τη διαμονή στα ξενοδοχεία), αλλά και στην άμεση (μείωση αφορολογήτου, νέες κλίμακες φόρου εισοδήματος και εισφοράς αλληλεγγύης) και κυρίως οι δραματικές επιβαρύνσεις σε όρους εισφορών κοινωνικής ασφάλισης έχουν δημιουργήσει ένα αποπνικτικό περιβάλλον για τον μέσο φορολογούμενο.
Ουσιαστικά, μιλάμε για πολιτικές με τις οποίες το κράτος παρεμβαίνει δραστικά στην οικονομική ζωή του Έλληνα και της Ελληνίδας, πράγμα που δεν τον/την αφήνει να αναπνεύσει. Η φορολογία αξιοποιείται ως εργαλείο οικονομικής πολίτης, με στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων τα οποία δημιουργούν το χρέος. Μια τέτοια ασφυκτική οικονομική πολιτική έχει ως άμεση συνέπεια να στερεί την πρωτοβουλία των ατόμων για επενδύσεις ή ακόμη και για ανάπτυξη του “επιχειρείν”.
Τη δημιουργία αντι-κινήτρων στην επένδυση μέσω της φορολογικής πολιτικής επισημαίνει ο κ. Ρώμπαπας μέσα από την εφημρίδα “Νέα Κρήτη”, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Από την αρχή της κρίσης, οι κυβερνήσεις επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στην κατεύθυνση της μείωσης των ελλειμμάτων μέσω της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης των Ελλήνων, πράγμα που γίνεται εμφανές στην έρευνα. Το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής είναι ότι οι επιχειρηματίες έχουν σοβαρά αντι-κίνητρα να επενδύσουν. Όταν ξέρεις πως ένα μεγάλο κομμάτι των κερδών σου θα το πάρει το κράτος, τότε είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσεις να επενδύσεις. Το αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής ήταν ναι μεν να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, αλλά να μειωθεί αντίστοιχα η ανάπτυξη».
Κάθε πέρυσι και καλύτερα. Το 2015, τα συνολικά φορολογικά έσοδα ήταν 70,372 δισ. ευρώ και η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας στις 26 Ιουνίου. Έναν χρόνο μετά, τα έσοδα αυξήθηκαν σε 73,594 δισ. ευρώ και η φορολογική απελευθέρωση μετατέθηκε στις 5 Ιουλίου. Πέρυσι, τα έσοδα έφτασαν τα 74,954 δισ. ευρώ (6 Ιουλίου) και φέτος προβλέπεται πως θα κάνουν “άλμα” στα 82,062 δισ. ευρώ, καθυστερώντας την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας έως τις 18 Ιουλίου.
Ο κ. Ρώμπαπας κατέληξε κάνοντας λόγο για πολιτικές όπως μείωση των δαπανών κ.τ.λ., οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τον μέσο φορολογούμενο Έλληνα. Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Για να βελτιωθεί η κατάσταση, η οικονομική επιβάρυνση των Ελλήνων πρέπει να περιοριστεί. Για να περιοριστεί η φορολογική επιβάρυνση, πρέπει σταδιακά το κράτος να πληρώσει τις δαπάνες του. Αυτοί οι δύο τομείς πάνε χέρι-χέρι. Πρώτα πρέπει να έχουμε μείωση των δαπανών και μετά θα μπορέσουμε να έχουμε αντίστοιχο περιορισμό της φορολογικής επιβάρυνσης. Το άλλο που είναι πολύ σημαντικό είναι πως η Μέρα Φορολογικής Ελευθερίας εξαρτάται, εκτός από το κομμάτι των φορολογικών εσόδων, αλλά και από το καθαρό εθνικό εισόδημα, δηλαδή από τον πλούτο που παράγουν οι Έλληνες. Άρα, εάν θέλουμε να βελτιώσουμε την κατάσταση, θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε πολιτικές που αυξάνουν την ανάπτυξη».