Α. Αγγελάκης
Συν. Ερευνητής του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και Τεχνικός Σύμβουλος της Ένωσης των ΔΕΥΑ, Παπακυριαζή 37-43, 41222Λάρισα,angelak2@vodafone.net.gr
Εισαγωγή
Η αρχή ότι το παρελθόν αποτελεί το κλειδί για το μέλλον έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν αναφέρεται σε αντικείμενα υδατικών πόρων. Αρχαιολογικές και άλλες μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι, κατά τη διάρκεια της μεσομινωϊκής περιόδου, μια πολιτισμική έκρηξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των αρχαίων πολιτισμών έλαβε χώρα στην νήσο Κρήτη. Αυτό καταδεικνύεται από τις προωθημένες τεχνικές, που εφαρμόστηκαν στη διαχείριση του νερού την περίοδο αυτή. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτές οι τεχνικές συναντώνται και σε σύγχρονες επιστημονικές περιοχές των υδατικών πόρων, των υγρών αποβλήτων και της υδρολογίας του υπόγειου νερού. Πιο συγκεκριμένα αφορούν στα δίκτυα νερού και κυρίως αυτών οικιστικής χρήσης, στην κατασκευή, αξιοποίηση και χρήση επιφανειακών νερών, στα λουτρά και άλλες σχετικές κατασκευές υγιεινής και κάθαρσης, στα συστήματα αποχέτευσης και διάθεσης υγρών αποβλήτων και των νερών της βροχής, στην αποκατάσταση και άρδευση της γεωργικής γης και τέλος, στη χρησιμοποίηση νερού για αναψυχή. Ένα από τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του Μινωϊκού πολιτισμού είναι η αρχιτεκτονική των συστημάτων ύδρευσης και των συστημάτων για την αποχέτευση των αποβλήτων και των νερών της βροχής στα ανάκτορα και στις πόλεις της εποχής εκείνης. Στην δομή των περισσότερων Μινωϊκών ανακτόρων και πόλεων τίποτε δεν είναι πιο αξιοπρόσεκτο από τα πολύπλοκα και πολύ λειτουργικά συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσης. Επιπλέον στην ίδια περίοδο υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση υγρών αποβλήτων για την άρδευση γεωργικών καλλιεργειών (ca.3000-1100 π.Χ.).
Από την αρχαιολογική έρευνα συμπεραίνεται ότι οι Mινωΐτες υδρολόγοι και μηχανικοί ήταν γνώστες σε κάποιο βαθμό βασικών αρχών των επιστημών υδατικών πόρων και περιβάλλοντος, δηλαδή πολύ πριν από την καθιέρωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Οι τεχνολογίες αυτές συνεχίστηκαν και βελτιώθηκαν στη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων και συγχρόνως διαδόθηκαν σ’ άλλες πόλεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι στέρνες κι’ άλλες εγκαταστάσεις υδροδότησης, καθώς και τα λουτρά, ονομαζόμενα και ως ‘θέρμες’ στην Ελεύθερνα, στα Άπτερα και στην Κίσσαμο. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι οι δεξαμενές υδροδότησης και τα λουτρά στην αρχαία Φαλάσαρνα της Ελληνιστικής περιόδου και μετέπειτα την Ενετική περίοδο.
Φορείς της χώρας μας, όπως είναι τα ερευνητικά ιδρύματα, δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς και διάφορες ιδιωτικές εταιρείες που ασχολούνται με σχετικά αντικείμενα, έχουν πολλά να διδαχθούν από τις τεχνολογίες υδατικών πόρων και υγρών αποβλήτων, που οι αρχαίοι Κρητικοί ανέπτυξαν και εφάρμοσαν στους οικισμούς τους.
Πολιτισμική έκρηξη
Από τη νεολιθική εποχή, η Κρήτη κατοικήθηκε από διεσπαρμένους πληθυσμούς που ζούσαν εν μέρει σε σπηλιές σε κάποια απόσταση από την ακτή, αλλά και σε οργανωμένους οικισμούς. Αν και πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με την προέλευση αυτών των πρώτων αποίκων, η ενασχόληση τους με την αγγειοπλαστική και διάφορα χειροποίητα αντικείμενα υποδεικνύουν την καταγωγή τους από την Ανατολία και ενδεχομένως από την Αίγυπτο, παρά από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο πληθυσμός της Κρήτης ενισχύθηκε στην αρχή της Μινωικής περιόδου, δηλαδή αμέσως μετά από το ca.3 000 π.Χ., με την άφιξη νέων αποίκων, ίσως από τη Μικρά Ασία. Επιπλέον, γλωσσικές και τοπωνυμικές συγγένειες αποτελούν ένδειξη συγγένειας του Κρητικού πληθυσμού με τους Λουβίους, που στη μεσο-και υστερο-μινωική περίοδο, εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία.
Σημαντική πολιτιστική πρόοδος παρατηρήθηκε στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της τρίτης και δεύτερης χιλιετίας π.Χ., ενώ μια χωρίς προηγούμενο πολιτιστική και τεχνολογική ανάπτυξη παρατηρήθηκε στη μεσο-μινωική περίοδο (ca.2 100-1 600 π.Χ.), όταν ο πληθυσμός του νησιού στις κεντρικές και νότιες περιοχές αυξήθηκε σημαντικά, αναπτύχθηκαν οικισμοί, οικοδομήθηκαν τα πρώτα ανάκτορα, και γενικότερα αναπτύχθηκε ένας ακμάζων και ομοιόμορφος πολιτισμός. Μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου εξελίχθηκαν οι τέχνες, η τεχνολογία, η βιοτεχνία και το εμπόριο με το νησιωτικό Αιγαίο, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Στις πρώτες φάσεις της υστερο-μινωικής περιόδου (ca. 1600-1400 π.Χ.), η Κρήτη εμφανίζεται να ευημερεί, όπως μαρτυρούν τα μεγέθη των οικιστικών περιοχών και των κατοικιών, και τα πολυτελή ανάκτορα αυτής της περιόδου. Τα έργα τέχνης, η ανάπτυξη της μεταλλουργίας, η κατασκευή προηγμένων και εξοπλισμένων ανακτόρων και το άριστο οδικό σύστημα, πιστοποιούν την ύπαρξη μιας πλούσιας, ιδιαίτερα καλλιεργημένης, καλά οργανωμένης κοινωνίας και διακυβέρνησης στην Κρήτη. Η κατάρρευση τουMινωικού πολιτισμού, με την καταστροφή των ανακτόρων τοποθετείται περί το ca.1400 π.Χ. Τα ανάκτορα με εξαίρεση αυτό της Κνωσού δεν ξανακατοικήθηκαν. Μετά την κατάρρευση, οι ηπειρωτικές επιρροές στα ταφικά έθιμα, τον οπλισμό, την αρχιτεκτονική αλλά και την τέχνη και τη γλώσσα δείχνουν πως Μυκηναίοι Έλληνες επικράτησαν στην Κρήτη καθιστώντας το ανάκτορο της Κνωσού σημαντικό κέντρο.
Η σοβαρή και αναδυόμενη «πολιτισμική έκρηξη» από την πρωτο-μινωική εποχή που παρατηρείται στη συνέχεια, αναφέρεται, σε πολλά πολιτιστικά και επιστημονικά θέματα, τυπικά του καιρού μας, όπως η αρχιτεκτονική, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ένας κοινωνικά ανθρώπινος, υγιειονολογικός και καλαίσθητος τρόπος ζωής, η πρόοδος στη γεωργία, στη δασοπονία και στη ναυτιλία, η περιβαλλοντική ευαισθησία και προστασία και άλλα. Αυτή η πολιτιστική άνθηση ήταν εντονότερη κατά τη διάρκεια των σχετικά ψυχρών και υγρών περιόδων.
Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι υδραυλικά και άλλα τεχνικά έργα σχετιζόμενα με τη διαχείριση λεκανών απορροής, την ανάπτυξη υδατικών πόρων, τα λουτρά και τις τουαλέτες, τα πλυσταριά, τις δεξαμενές αποθήκευσης και διανομής νερού και τα αποχετευτικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης των εκροών των αποβλήτων, έχουν πραγματοποιηθεί με διάφορες μορφές από το ca.3000 π.Χ. και μετά, ( κατά τη πρωτο-μινωική περίοδο). Γενικά διαπιστώνεται ότι περίοδοι έντονης κοινωνικής ανάπτυξης και πολιτιστικών εκρήξεων, όπως και τα παραδοσιακά κριτήρια επιλογής των θέσεων εγκατάστασης και ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών, σχετίζονται με τις συνθήκες προστασίας, την καλαισθησία και το περιβάλλον, την επάρκεια τροφών και κυρίως τη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων.
Οι τεχνολογίες υδατικών πόρων που αναπτυχθήκαν και εφαρμόστηκαν την Μινωική περίοδο, παρά την διακοπή που παρατηρήθηκε στην εξέλιξη τους στις σκοτεινές περιόδους των φαίνεται ότι ακολούθησαν μια αυξητική πορεία, πράγμα που παρατηρείται στα έργα υδατικών πόρων κυρίως μεγάλης κλίμακας, κατά τη διάρκεια κυρίως της Ελληνιστικής περιόδου. Η εξέλιξη αυτή συνεχίστηκε κατά τη Ρωμαϊκή και την Ενετική περίοδο κατά τις οποίες παρατηρείται η υλοποίηση έργων υδατικών πόρων ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας. .
Εδώ περιγράφονται οι σημαντικότερες πρακτικές και τεχνολογίες υδατικών πόρων σε περιόδους Αρχαίων Κρητικών πολιτισμών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στον Μινωϊκό πολιτισμό, που φαίνεται να αποτελεί την αρχή σχεδιασμού και υλοποίησης έργων κυρίως ύδρευσης, που τεκμηριώνουν ότι οι υδραυλικοί μηχανικοί της περιόδου εκείνης ήταν γνώστες βασικών αρχών της επιστήμης υδατικών πόρων (όπως της ροής υγρών σε κλειστούς και ανοικτούς αγωγούς και του σίφωνος, καθώς ακόμη υδρογεωλογίας και υγειονολογίας). Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών, των Ρωμαϊκών και των Ενετικών περιόδων.
Η ανάπτυξη των τεχνολογιών
Η πολιτιστική ανάπτυξη, που εμφανίστηκε σε διάφορες περιόδους στην Κρήτη, καλύπτει πολλές πτυχές, χαρακτηριστικές του σύγχρονου κόσμου, όπως η αρχιτεκτονική, η τέχνη, η τεχνολογία, η ναυσιπλοΐα, η γεωργία, η δασοπονία και η προστασία του περιβάλλοντος. Από τα αξιολογότερα χαρακτηριστικά του Mινωικού πολιτισμού ήταν κατασκευή και χρήση εγκαταστάσεων υγιεινής, καθώς και συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης ομβρίων και υγρών αποβλήτων στα ανάκτορα και τις πόλεις, με εξελιγμένη αρχιτεκτονική και υδραυλική λειτουργία. Ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του ανακτόρου της Κνωσού είναι τα επιμελημένα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, που διασχίζουν όλο το εσωτερικό του ανακτόρου.
Ενδεικτικές τεχνολογίες, που αναπτυχτήκαν την περίοδο αυτή είναι οι παρακάτω:
Υδραγωγεία. Από την Μινωϊκή μέχρι την Ενετική περίοδο είναι γνωστά πάνω από 40 υδραγωγεία στην αρχαία Κρήτη. Τα πρώτα υδραγωγεία βρίσκονται στην Μινωϊκή Κρήτη, που πιθανόν είναι τα πρώτα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τέτοια είναι τα υδραγωγεία της Κνωσού, των Μαλίων, της Τυλίσσου και άλλα. Αρκετά υδραγωγεία κατασκευάσθηκαν και λειτούργησαν κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών περιόδων.
Δεξαμενές (Στέρνες). Πέντε στέρνες είναι γνωστές από την μεσο-και υστερο-μινωική περίοδο (ca.2000- 1200 π.Χ)’ δύο στον Πύργο Μύρτου και από μια στην κεντρική πλατεία του ανακτόρου της Ζάκρού, στις Αράχνες και στην Οικία Γ. Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν από προγενέστερους τύπους όπως αυτός της οικίας στο Χαμαίζι και βελτιώθηκαν περαιτέρω στους μετέπειτα πολιτισμούς και είχαν σημαντική ανάπτυξη, κυρίως στην Ανατολική Κρήτη μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.
Πηγάδια. Πηγάδια αναπτύχθηκαν επίσης κατά τη Μέσο Μινωϊκή εποχή (ca. 2000- 1550) στην περιοχή του «ανακτόρου» της Κνωσού. Η χρήση πηγαδιών ήταν πιο εκτεταμένη στην Ανατολική Κρήτη εξαιτίας των περιορισμένων επιφανειακών υδατικών πόρων. Έτσι, σε ανάκτορα και πόλεις, όπως της Ζάκρου, του Παλαιόκαστρου και της Ιτάνου, η χρήση υπόγειου νερού ήταν υποχρεωτική. Οι τεχνολογίες χρήσης υπόγειων νερών συνεχίστηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω στους μετέπειτα πολιτισμούς. Αυτή η τεχνολογική ανάπτυξη δημιούργησε μια σημαντική παράδοση σε όλη την Κρήτη με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα η υδατική οικονομία της νήσου να βασίζεται στα υπόγεια νερά.
Άλλες Εγκαταστάσεις.
Στους αρχαίους Κρητικούς πολιτισμούς αναπτύχθηκαν επίσης άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις, όπως πήλινοι σωλήνες διαφόρων διατομών και διαστάσεων, ανοικτοί ή κλειστοί, μολύβδινοι αγωγοί διαφόρων διαστάσεων, πέτρινοι αγωγοί σχήματος ανεστραμμένου Π και κτιστοί αγωγοί βαρύτητας, κυρίως σε αποχετευτικά συστήματα.
Η υδροδότηση των Μινωϊκών οικισμών
Οι συνθήκες υδροδότησης των ανακτόρων και άλλων οικιστικών εγκαταστάσεων, διαφοροποιούνται όχι μόνο ανάλογα με τις χρονικές περιόδους, αλλά και ανάλογα με τις υδρολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Έτσι, οι βασικές Μινωικές τεχνολογίες και πρακτικές που εφαρμόζονταν διακρίνονται σε τρεις κυρίως κατηγορίες:
α) Σε περιοχές με σχετικά υψηλά υψόμετρα και έλλειψη υπόγειων υδροφορέων αλλά και άλλων πηγών νερού η υδατική οικονομία βασιζόταν στη συλλογή και αποθήκευση σε υπόγειες δεξαμενές επιφανειακών απορροών τις περιόδους των βροχοπτώσεων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική η διευθέτηση πλατειών, αυλών και άλλων ανοιχτών χώρων κατάλληλα, ώστε να καθαρίζονται επιμελώς πριν από τη διαδικασία συλλογής με την επιμελή δημιουργία υποτυπωδών αυλάκων συλλογής ή ειδικών πήλινων αγωγών, που όμως δεν επηρεάζουν άλλες λειτουργίες των θεωρούμενων χώρων. Επίσης, παράπλευρα των δεξαμενών αποθήκευσης κατασκευάζονται αμμοδιυλιστήρια για την επεξεργασία του επιφανειακού νερού πριν από την αποθήκευσή του σε καλαίσθητες, προστατευμένες και πολύ λειτουργικές υπόγειες δεξαμενές. Τέτοιες εγκαταστάσεις παρατηρούνται στη Φαιστό, όπου δεν ήταν διαθέσιμες άλλες πηγές νερού. Σημειώνεται ότι ο καθηγητής Μ. Δέφνερ περιγράφει πήλινες στενόμακρες κατασκευές (υδραυλικά φίλτρα) με μικρές οπές στο ένα άκρο, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν ως μικρά διυλιστήρια στις εξόδους του νερού από τα υδραγωγεία. Η στροβιλώδης ροή του νερού δημιουργεί μικρές σχετικά πιέσεις στα εξωτερικά διάτρητα τοιχώματα εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας ροής. Έτσι, η εκροή απαλλάσσεται από αιρούμενα και διαλυτά στερεά (Σχήμα 1).
Σχήμα 1. Μινωικό φίλτρο νερού (Defner, 1921).
β) Σε περιοχές με πηγαία νερά η μεταφορά του νερού ύδρευσης σε ανάκτορα και άλλους κατοικήσιμους χώρους δεν γινόταν με κτιστούς αγωγούς όπως στην Ενετοκρατία και αργότερα κατά την Τουρκοκρατία αλλά με πήλινους σωλήνες κατασκευασμένους επιμελώς, ώστε ο ένας να συνδέεται με τον άλλο με ειδική συνθετική ύλη. Οι σωλήνες ήταν σχήματος κωνικού, μήκους 76 εκ. περίπου. Το σχήμα τους διευκόλυνε τη σύνδεση τους και επιδρούσε σημαντικά στη μείωση εναπόθεσης αλάτων στα τοιχώματά τους σε περιπτώσεις νερών με αυξημένο pH. Τέτοιοι κλειστοί αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν στο ανάκτορο της Κνωσού για τη μεταφορά του νερού ύδρευσης αρχικά από την πηγή «Μαυροκόλυμπος» και αργότερα από άλλες γειτονικές πηγές. Επίσης, η ίδια τεχνολογία εφαρμόστηκε στη διανομή του νερού σε ανάκτορα και άλλους κατοικήσιμους χώρους.
γ) Τέλος, σε περιοχές με υπόγειους υδροφορείς, όπως στο ανάκτορο της Ζάκρου και στην πόλη του Παλαιοκάστρου, η τεχνολογία ανόρυξης και άντλησης νερού από πηγάδια φαίνεται να ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Η τεχνολογία που εφαρμοζόταν για την άντληση του νερού των πηγαδιών ήταν επίσης αξιοθαύμαστη
Η υδροδότηση οικισμών στους Ελληνιστικούς, Ρωμαϊκούς και Ενετικούς χρόνους
Η παράδοση και η τεχνολογία διαχείρισης υδατικών πόρων της Μινωικής περιόδου συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο (330 π.Χ.- 330 μ.Χ.). Έτσι, βελτιώθηκε σημαντικά η ποιότητα των πήλινων σωλήνων ύδρευσης και η τεχνολογία των υδραγωγείων και των δεξαμενών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην Κρήτη είναι το σύστημα διανομής και καθαρισμού του υδρευτικού νερού στη Ρωμαϊκή Κίσσαμο, οι δεξαμενές υδροδότησης της αρχαίας Πολυρρήνιας και τα υδραγωγεία Χερσονήσου και Λύττου.
Ιδιαίτερης σημασίας και σπουδαιότητας αποτελούν οι δεξαμενές υδροδότησης της Δρήρου, της Λατούς, της Ελεύθερνας και των Απτέρων. Κάθε μια από αυτές αποτελεί ιδιαίτερης σημασίας έργο, με ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά που, ακόμη και σήμερα, τεχνικοί επιστήμονες μπορούν να διδαχθούν από την κατασκευή τους, τη συλλογή, τη μεταφορά νερού και από τα συστήματα διανομής του νερού για αστική χρήση. Την ίδια περίοδο κατασκευάσθηκαν και λειτούργησαν τα μοναδικά στην ιστορία της ανθρωπότητας λιμενικά έργα στην αρχαία Φαλάσαρνα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οικιακές δεξαμενές, λουτρά και υδραγωγείο.
Η διαχείριση των υδατικών πόρων συνεχίστηκε και βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο στην Ενετική περίοδο. Έτσι εξελίχθηκαν για παράδειγμα, οι τεχνολογίες των υδραγωγείων και των δεξαμενών, που επέβαλαν η πληθυσμιακή αύξηση και φυσικά οι αυξημένες υδρευτικές ανάγκες. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κατασκευή του γνωστού ως «υδραγωγείο Μοροζίνη» που άρχισε στις αρχές του 1627 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1628, εξαιτίας των πολύ πιεστικών υδροδοτικών αναγκών. Μ’ αυτό το υδραγωγείο μήκους 15,64 km, μεταφερόταν νερό από τους πρόποδες του Γιούχτα (περιοχή Καρυδάκι) στο κέντρο του Ηρακλείου. Ένας από τους προορισμούς ήταν και η κρήνη του «Μοροζίνη» πιο γνωστή με την ατυχή ονομασία «λιοντάρια». Σ’αυτό χρησιμοποιήθηκε το νερό των πηγών Γράμματα, του Άγιου Ιωάννη του Μυριστή και της μονής Παναγίας της Καρυδιανής. Το έργο ακολουθούσε τη διαδρομή των υδατογεφυρών Καρυδακίου και Φορτέτσας και έφθανε στην Καινούργια Πόρτα. Από εκεί πήγαινε παράλληλα στο τείχος, διερχόταν πίσω από τον «Λόφο», και με υδατογέφυρα πίσω από την Λαζαρέτου, κατέληγε στη θέση του σημερινού Αρχαιολογικού Μουσείου. Από εκεί παίρναγε τις «τρεις Καμάρες» (θέση σημερινού ξενοδοχείου Αστόρια), και με σήραγγα από το παλαιό τείχος κατέληγε δια μέσου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης στην κρήνη «Μοροζίνη». Την περίοδο αυτή κατασκευάσθηκαν και άλλες σημαντικές κρήνες, όπως η Bembo, η Sagredo και η Priuli. Η λειτουργία του υδραγωγείου σταμάτησε με την έναρξη της πολιορκίας της πόλης από τους Οθωμανούς το 1648. Άλλο παράδειγμα είναι οι δεξαμενές υδροδότησης κυρίως οχυρωματικών και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, όπως αυτών της νήσου Γραμβούσας, στο λόφο Βίγλα Βιάννου και αλλού. Οι δεξαμενές αυτές χαρακτηρίζονται από την αρτιότητα της κατασκευής τους και τα μεγέθη τους σε σχέση με τις διαθέσιμες επιφάνειες απορροής.
Η χρήση νερού για αναψυχή και δημιουργία περιβάλλοντος
Οι πρώτες ενδείξεις για χρήση του νερού για αναψυχή αναφέρονται στο Μινωικό πολιτισμό. Οι υδραυλικοί μηχανικοί εκείνης της περιόδου φαίνεται να είχαν αρκετές γνώσεις και αναπτύξει τεχνολογίες χρήσης του νερού για αναψυχή και βελτίωση του περιβάλλοντος. Διάφορα ευρήματα υποδεικνύουν την ύπαρξη στα «ανάκτορα» αυτής της εποχής συντριβανιών, πιδάκων νερού, ιχθυοτροφείων, ενυδρείων και άλλων σχετικών εγκαταστάσεων. Η πρώτη σοβαρή ένδειξη στην ιστορία των αρχαίων Ελληνικών πολιτισμών χρήσης νερού για αναψυχή, αποτελεί τμήμα αναπαράστασης, που ανακαλύφθηκε στο «Οικία των Τοιχογραφιών» στην Κνωσό και παριστάνει ένα τύπο αναβρυτηρίου ή πίδακα νερού “jet d’ eau”, που εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου.
Μια άλλη ένδειξη παρόμοιας χρήσης του νερού αποτελεί η υπόγεια, κυκλικής διαμέτρου (7 m) δεξαμενή που ανακαλύφθηκε στο κεντρικό τμήμα δίπλα (κατά μήκος) του ονομαζόμενου Βασιλικού Διαμερίσματος του «ανακτόρου» της Ζάκρου. Το δωμάτιο που βρίσκεται η δεξαμενή ονομάζεται «Δωμάτιο Δεξαμενής». Για τη χρήση αυτής της δεξαμενής έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες και απόψεις, όπως είναι η χρήση της για κολύμβηση, ως ενυδρείου ή για θρησκευτικές τελετές. Σήμερα πιστεύεται ότι η δεξαμενή αυτή είχε πολλαπλές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών αναψυχής.
Λουτρά και Άλλες Υγειονομικές Εγκαταστάσεις
Στα Μινωικά ανάκτορα αποχετευτικοί αγωγοί των λουτρών δεν ήταν πάντοτε απαραίτητοι, αν και χρήσιμοι. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα ανάκτορα δεν διέθεταν τέτοιους αγωγούς. Παρ' όλο που η λειτουργικότητα των δωματίων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, ο Εβανς αναγνώρισε στην Κνωσό τρία δωμάτια ως λουτρά. Τα λουτρά και οι δεξαμενές νερού ήταν χώροι απαραίτητοι στους Μινωικούς οικισμούς, χώροι ιεροί για τις καθάρσεις, κάτι παρόμοιο με τα χριστιανικά καθαρτήρια. Οι δεξαμενές των καθαρμών, ήταν απαραίτητες σ’ όλους τους Μινωικούς οικισμούς, γιατί η Μινωική θρησκεία απαιτούσε από τους πιστούς να ήταν πάντοτε καθαροί (Πλάτων, 1990). Χαρακτηριστικές είναι οι εγκαταστάσεις στο «Καραβάν Σεράι», που βρίσκεται απέναντι από την κυρία είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού. Εκεί ήταν πάντοτε διαθέσιμο νερό από το υδραγωγείο της Κνωσού για τον καθαρισμό των επισκεπτών. Εκεί υπήρχε και η λεγόμενη «ιερή κρήνη».
Ο βασικός τύπος λουτρών είναι αυτός που βρέθηκε δίπλα στην τραπεζαρία της βασίλισσας του ανακτόρου της Κνωσού. Αυτός ο τύπος ομοιάζει με τα λουτρά που βρέθηκαν στη Φαιστό και στα Μάλια. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι στο δάπεδο του ανακτόρου της Κνωσού δεν ήταν στο κατώτερο επίπεδο. Τμήματα πήλινων αγωγών βρέθηκαν λίγο έξω από την πόρτα του δωματίου. Προφανώς το νερό περνούσε μέσα από ένα μικρό κανάλι στο πάτωμα, που άρχιζε ακριβώς έξω από την πόρτα του λουτρού. Ένας αγωγός κάτω από το πάτωμα συνέδεε το άνοιγμα με τον πήλινο αγωγό κάτω από τη λεκάνη (Σχήμα 2). Η τουαλέτα μπορούσε επίσης να καθαριστεί ακόμη και κατά τη διάρκεια ξηρασίας το καλοκαίρι, είτε από κάποιον άλλο είτε από τον ίδιο τον χρήστη. Στην Κνωσό υπήρχε και δεύτερη τουαλέτα στο άνω όροφο ακριβώς επάνω από το δωμάτιο του λίθινου θρόνου στην ΝΔ γωνία του ανακτόρου.
Σχήμα 2.. Τομή και κάτοψη της τουαλέτας στο ισόγειο του ανακτόρου της Κνωσού (Angelakis et al., 2005).
Τουαλέτες παρόμοιας χρήσης με αυτές της Κνωσού, υπήρχαν στη Φαιστό, στα Μάλια, καθώς και σ’ άλλους οικισμούς. Μια κατοικία στην περιοχή του ανακτόρου των Μαλίων έχει κάθισμα τουαλέτας σε σχεδόν άριστη κατάσταση, αφού είχε κατασκευαστεί από συμπαγή πέτρα, όπως αυτό του ανακτόρου της Κνωσού. Αυτό το πέτρινο κάθισμα είχε διαστάσεις 68,60 - 45,70 cm πλάτος και 35 - 38 cm ύψος από το δάπεδο. Έχει κτιστεί ακριβώς απέναντι από έναν εξωτερικό τοίχο, διά μέσου του οποίου περνάει ένας ευρύχωρος αποχετευτικός αγωγός. Στην Κνωσό είναι προφανές ότι η χρήση του ήταν για κάθισμα και όχι για στήριγμα. Επιπλέον, μοιάζει περισσότερο με τις αιγυπτιακές τουαλέτες παρά με αυτές «τουρκικού τύπου» που βρέθηκαν στα ανάκτορα του Mari στον Ευφράτη. Μια παρόμοια τουαλέτα έχει ανακαλυφθεί στη δυτική πλευρά του λεγομένου «διαμερίσματος της βασίλισσας» στη Φαιστό, που συνδεόταν με έναν μικρό αποχετευτικό αγωγό, μέρος του οποίου υπάρχει ακόμη. Ένας άλλος αγωγός τουαλέτας είχε ανακαλυφθεί στο σπίτι Γ, στην Τύλισο. Παρόμοιες εγκαταστάσεις έχουν αναφερθεί σε άλλες περιοχές της Μινωικής Κρήτης.
Ορισμένες ημέρες του χρόνου, όπως προαναφέρθηκε, αγωγοί αποχέτευσης και τουαλετών στο ανάκτορο του Μίνωα πρέπει να καθαρίζονταν επαρκώς με νερό της βροχής που συλλεγόνταν σε δεξαμενές αποθήκευσης. Στην πραγματικότητα ο Εβανς παρατήρησε ότι στη μία άκρη του καθίσματος υπήρχε αρκετός χώρος για την τοποθέτηση μιας μεγάλης κανάτας. Με αυτά τα δεδομένα συμπέρανε με φανερή ικανοποίηση ότι συστήματα αποχέτευσης και άλλες υγειονολογικές εγκαταστάσεις όπως αυτά που υπήρχαν στην Κνωσό δεν διαθέτουν πολλά έθνη ακόμη και στις μέρες μας, δηλαδή μετά ca 4.000 έτη.
Οι λουτήρες στα λουτρά της Μινωικής Κρήτης πρέπει να γέμιζαν και να άδειαζαν με το χέρι. Ωστόσο, ένας ποδολουτήρας από το «Καραβανσεράι», στο νότιο μέρος του ανακτόρου της Κνωσού, γέμιζε με νερό από σωλήνα του συστήματος υδροδότησης και η υπερχείλισή του αποχετευόταν με άλλο αγωγό. Επιπλέον, πολλοί από τους χαρακτηριζόμενους ως λουτήρες ίσως να είχαν άλλες χρήσεις όπως η αποθήκευση ρουχισμού. Οι Πλάτων (1974) καιGraham (1987) αναφέρουν ότι οι καθαρτήριες δεξαμενές χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό του σώματος, και συμβολικά της ψυχής. Τα περισσότερα λουτρά της Μινωικής περιόδου συνδέονταν με ανεξάρτητα εξωτερικά σηπτικά συστήματα, μια πρακτική ενδεικτική της προηγμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων και του περιβάλλοντος εκείνης της περιόδου.
Συστήματα Αποχέτευσης
Ένα από τα αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά του Μινωικού πολιτισμού ήταν η αρχιτεκτονική και η υδραυλική λειτουργία των αποχετευτικών συστημάτων στα ανάκτορα και άλλους οικισμούς. Από το σύνολο των υποδομών του Μινωικού ανάκτορου στην Κνωσό τίποτε δεν είναι πιο αξιοσημείωτο από τα περίπλοκα αλλά πολύ λειτουργικά αποχετευτικά συστήματα, που διέρχονται διά μέσου των δημοτικών εγκαταστάσεων των πόλεων και των γειτονικών συνοικιών τους. Ο Εβανς (1964) και οι MacDonald και Driessen (1988) αναφέρθηκαν στην πορεία αυτών των αγωγών και σχεδίασαν την πιθανή αρχική τους μορφή, με ιδιαίτερη αναφορά στην αρχιτεκτονική τους. Αυτό το σχέδιο παρέχει στον επισκέπτη ένα βασικό προσανατολισμό της τοποθεσίας και τον βοηθάει να έχει πλήρη αντίληψη του όλου δικτύου. Το συνολικό μήκος του αποχετευτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών και δευτερευόντων αγωγών του, υπερβαίνει τα 150m. Το μικρό μέγεθος των αγωγών σε ορισμένα τμήματά του, οι κλίσεις και οι γωνίες εμποδίζουν τη λεπτομερή διερεύνηση του δικτύου.
Από ένα μέρος του κεντρικού δικοιτηρίου του ανακτόρου του Μίνωα, το επιφανειακό νερό συλλεγόταν από ένα πολύ μεγάλο σε χωρητικότητα υπόγειο τούνελ, κτισμένο από πέτρα, το οποίο διερχόταν κάτω από τον διάδρομο που οδηγούσε στη βόρεια είσοδο και μέσα στο οποίο αποχετεύονταν τα υγρά απόβλητα από διάφορες συνοικίες. Το πιο εξερευνημένο μέρος του αποχετευτικού συστήματος του ανακτόρου είναι το τμήμα που διερχόταν υπόγεια των συνοικιών, το οποίο σχημάτιζε ένα μεγάλο κύκλο, με το υψηλότερο σημείο του τοποθετημένο κάτω από τη δεξαμενή αποθήκευσης, δίπλα στη μεγάλη σκάλα, ανατολικά του ανακτόρου. Τουαλέτες, όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω, πιθανόν να καθαρίζονταν ακόμη και με το νερό της βροχής. Κατακόρυφοι σωλήνες συνέλλεγαν νερό από την ταράτσα και το διαμοίραζαν κατά πάσα πιθανότητα στις τουαλέτες των τελευταίων πατωμάτων. Οι αγωγοί, κτισμένοι με κατεργασμένες πέτρες, ήταν αρκετά μεγάλοι, ώστε να είναι δυνατός ο καθαρισμός και η συντήρησή τους. Στην πραγματικότητα υπήρχαν μικρά ανοίγματα γι' αυτό το σκοπό. Ανοίγματα των αγωγών βοηθούσαν στην εξαέρωση τους.
Γενικά οι υδραυλικές εγκαταστάσεις και ειδικά οι αγωγοί αποχέτευσης και μεταφοράς νερού στις Μινωικές πόλεις ήταν σχεδιασμένοι «τέλεια». Είναι αποδεδειγμένο ότι σε πολλές πόλεις τα αποχετευτικά συστήματα, καλυμμένα με πέτρα ή κτισμένα από μάρμαρο, αποχέτευαν τα υγρά απόβλητα μαζί με τα νερά της βροχής. Επίσης, νερό της βροχής συλλεγόταν από οροφές κτιρίων σε δεξαμενές αποθήκευσης και χρησιμοποιούνταν για να καθαρίζουν αγωγούς αποχέτευσης και τουαλέτες.
Τέλος, στη βίλα της Αγίας Τριάδας ανακαλύφθηκε το πιο προωθημένο αποχετευτικό σύστημα, τόσο των υγρών αστικών αποβλήτων όσο και των ομβρίων νερών σε ολόκληρη την ιστορία του Μινωικού πολιτισμού. Στις αρχές το 20ού αιώνα, αναφέρεται ότι ο συγγραφέας Angelo Mosso επισκέφθηκε τον οικισμό αυτόν κατά τη διάρκεια μιας έντονης νεροποντής και παρατήρησε ότι το όλο αποχετευτικό σύστημα λειτουργούσε τέλεια εξαιτίας της υδροδυναμικής προώθησης που δημιουργείται από την υψομετρική διαφορά και το σχήμα του αγωγού. Ο Mosso, που ήταν επίσης διάσημος υγιειονολόγος επιστήμονας, κατέγραψε το περιστατικό αναφέροντας ότι: «Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη περίπτωση αποχετευτικού συστήματος ομβρίων νερών, που να λειτουργεί 4000 χρόνια μετά την κατασκευή του». Ο αμερικάνος Gray (1940), που μεταφέρει την ιστορία συμπληρώνει: «Ίσως μπορεί να μας επιτραπεί να αμφιβάλλουμε αν τα σύγχρονα αποχετευτικά συστήματα θα λειτουργούν σε χίλια έστω χρόνια». Επομένως, οι Μινωίτες υδραυλικοί σχεδίαζαν και υλοποιούσαν έργα που λειτουργούσαν για πολλούς αιώνες, σε αντίθεση με τους σημερινούς που η λειτουργία ενός έργου για 40-50 έτη θεωρείται ικανοποιητική.
Εξελιγμένα αποχετευτικά συστήματα υπήρχαν και σε άλλες Μινωικές πόλεις και ανάκτορα, όπως σε αυτά της Φαιστού και της Ζάκρου. Το αποχετευτικό σύστημα της Ζάκρου ήταν αρκετά πυκνό και υψηλών προδιαγραφών. Όπως στην Κνωσό, έτσι και στη Ζάκρο οι κύριοι αποχετευτικοί αγωγοί ήταν πέτρινοι και αρκετά μεγάλης διατομής ώστε να επιτρέπουν τη διάβαση για τον καθαρισμό και τη συντήρησή τους. Οι μικρότερης διατομής αγωγοί ήταν κεραμικοί. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το σύστημα δεν ήταν αποτελεσματικό σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, παρόλο που η θέση της περιοχής, σε μια φυσική κλίση, είναι ευνοϊκή για την αποχέτευση των νερών της βροχής.
Οι έξοδοι των συστημάτων αποχέτευσης ανακτόρων και πόλεων, όπως στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Μάλια φαίνεται να είναι παρόμοιες. Οι περιοχές διάθεσης των αποβλήτων στα ανάκτορα Κνωσού και Ζάκρου ήταν στο χείμαρρο Καίρατο και στη θάλασσα, αντίστοιχα. Στο ανάκτορο της Φαιστού, αναφέρονται οι πρώτες δεξαμενές συλλογής, αποθήκευσης και επαναχρησιμοποίησης ομβρίων νερών. Παρόμοιες τεχνικές αποχέτευσης και συλλογής ομβρίων αναφέρονται και σε άλλες πόλεις και ανάκτορα της Μινωϊκής Κρήτης. Χαρακτηριστική είναι μια ορθογώνια δεξαμενή αποθήκευσης ομβρίων (διαστάσεων 1,6 × 2,0 × 6,0 m³) στην Αγία Τριάδα. Από αυτή τη δεξαμενή το νερό χρησιμοποιούνταν πιθανώς για πλύση ή άλλες οικιακές χρήσεις. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι στο ανάκτορο της Φαιστού και στη βίλα της Αγίας Τριάδας, εκτός από τη χρήση ομβρίων, γινόταν διάθεση εκροών αστικών υγρών αποβλήτων σε γεωργικές εκτάσεις. Όπως είναι γνωστό, η Κρήτη δεν έχει πλούσιο υδατικό δυναμικό, ενώ αρκετές περίοδοι του Μινωϊκού πολιτισμού πρέπει να χαρακτηρίζονταν από σοβαρή λειψυδρία. Κατά συνέπεια, η επαναχρησιμοποίηση νερού ήταν μια ανάγκη. Έτσι, φαίνεται ότι νερό λουτρών μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί για άρδευση κήπων και γεωργικών εκτάσεων.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τη Μινωική εποχή η γεωργική ανάπτυξη της Κρήτης ήταν αναγκαία προκειμένου να γίνει δυνατή η υποστήριξη της πληθυσμιακής έκρηξης. Στη νεοανκτορική περίοδο (ca.1750-1490 π.Χ.) η πρακτική των αρδεύσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Από τα αρδευτικά συστήματα που αναπτύχθηκαν την εποχή αυτή το πιο γνωστό είναι αυτό που ονομάζεται Λίνιες (από τη λέξη linea = ευθεία γραμμή), που εντοπίστηκε στο οροπέδιο Λασιθίου. Το οροπέδιο Λασιθίου σίγουρα αρδευόταν από την Μινωική περίοδο. Αυτό συνάγεται συμπερασματικά και από τους Νεολιθικούς και Μινωικούς οικισμούς που βρέθηκαν στην Παπούρα, στον Κάστελο, στην Πλάτη και στο Καρφί καθώς και τα ονομαστά ιερά σπήλαια κορυφής στο Κρόνιον στη Τραπέζα και το Δικταίο Άνδρο στο Ψυχρό. Εκεί τα πολυάριθμα στραγγιστικά κανάλια και αυλάκια άρδευσης διασταυρώνονται και δημιουργούν ένα αξιοπρόσεκτο σχήμα. Αυτή η τεχνική θεωρείται ότι μεταφέρθηκε μεταγενέστερα από τους Μινύες στην Κεντρική Ελλάδα.
Επίλογος
Σε αυτή τη μονογραφία επιχειρήθηκε μια πρώτη περιγραφή σημερινών ευρημάτων σε αρχαίους Κρητικούς οικισμούς, που σχετίζονται με έργα υδατικών πόρων. Η σπουδαιότητα τους βασίζεται (α) στην αρτιότητα των κατασκευών και λειτουργία τους πριν πολλές χιλιετίες (β) στον πρωτοποριακό χαρακτήρα πολλών τεχνολογιών, όπως είναι οι στέρνες συλλογής όμβριων νερών, τα υδραγωγεία μεταφοράς νερού σε οικιστικές περιοχές και τα αποχετευτικά συστήματα και (γ) στην μεταφορά αυτών των τεχνολογιών στην κεντρική Ελλάδα και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετέπειτα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων βασιστήκαν σε τεχνολογίες και πρακτικές των αρχαίων Κρητών.
Το παρακάτω χαρακτηριστικό αποσπάσιμα από σχετικό κείμενο του Αμερικανού υγιεινολόγου Gray (1940) αποδίδει πληρέστατα το μεγάλο ενδιαφέρον των Μινωϊτών σε τεχνολογίες υδατικών πόρων και υγρών αποβλήτων:
«Ακούμε συχνά να μιλούν για τη «σύγχρονη υγιεινή» σαν ήταν κάτι που αναπτύχθηκε πρόσφατα και φαίνεται να υπάρχει μια κρατούσα ιδέα ότι η αστική αποχέτευση είναι κάτι πολύ σύγχρονο που καθιερώθηκε κάπου στα μέσα του τελευταίου [19ου] αιώνα. Ίσως αυτές οι ιδέες προσπαθούν να ενδυναμώσουν μια κάπως κλυδωνισμένη υπερηφάνεια στο σύγχρονο πολιτισμό αλλά όταν εξετάζονται υπό το φως της ιστορίας προκύπτει ότι είναι κάθε άλλο παρά νέες ή πρόσφατες. Πράγματι, υπό το φως της ιστορίας, προκαλεί κατάπληξη, αν όχι πικρία, το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει προχωρήσει τόσο ελάχιστα, ίσως και καθόλου, σε περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια [...]. Οι αρχαιολόγοι ερευνητές αυτού του [Μινωικού] χώρου μας δίνουν την εικόνα ότι οι άνθρωποι είχαν προχωρήσει πολύ προς την άνετη και υγιεινή διαβίωση, με έναν ιδιαίτερο βαθμό ομορφιάς και πολυτέλειας […]. Και αυτό επιτεύχθηκε περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν.»
Βιβλιογραφία
1. Aλεξίου, Σ., 1964. Μινωϊκός Πολιτισμός. Υιοί Σπ. Αλεξίου, Ηράκλειο.
2. Angelakis A.N. and Spyridakis, S. V., 1996. Wastewater management in Minoan times. In: Proc. of the Meeting on Protection and Restoration of Environment, August 28-30, Chania , Greece , p. 549-558.
3. Angelakis, A.N., Koutsoyiannis, D., and Tchobanoglous, G., 2005. Wastewater management technologies in the Ancient Greece. Wat. Res. 39 (1): 210-220.
4. Angelakis, A. N., Savvakis, Y. M., and Charalampakis, G., 2007. Aqueducts During the Minoan Era. Water Sci. and Techn., Water Supply, 7(1): 95-102.
5. Castleden, R., 1993. Minoans: Life in Bronze Age Crete . Routledge, 11 New Fetter Lane, London , UK .
6. Crouch, D.C., 1996. Avoiding water shortages: Some Ancient Greek solutions. In: Diachronic Climatic Impacts on Water Resources with Emphasis on Mediterranean Region (A.N. Angelakis and A.S. Issar, Eds.), Ch. 7:129-159, Springer-Verlag, Heidelberg , Germany .
7. Evans , S.A. , 1921-1935. The Palace of Minos at Knossos : A Comparative Account of the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries. Vols. I-IV, Macmillan and Co., London (reprinted by Biblo and Tannen, New York , 1964).
8. Defner, Μ., 1921. «Διυλιστήριο Υστερομινωικής Εποχής» Αρχαιολογική Εφημερίδα, 78, Ηράκλειο, Ελλάδα..
9. Graham, J.W., 1987. The Palaces of Crete . Revised Ed. Princeton University Press, Princeton , New Jersey , USA .
10. Gray, H. F., 1940. Sewerage in Ancient and Medieval Times, Sewage Works Journal, 12 (5), 939 - 946.
11. Huxley, G., 1961. Crete and the Luwians. Oxford , UK .
12. Koutsoyiannis, D., Zarkadoulas, N., Angelakis, A. N., and Tchobanoglous, G., 2008. Urban Water management in Ancient Greece: Legacies and Lessons. ASCE, Journal of Water Resources Planning & Manag., 134 (1): 45-54.
13. Lyrintzis, A. and Angelakis, A. N., 2006. Is the “Labyrinth” a Water Catchment Technology? A Preliminary Approach. In: IWA Specialty Conference: 1st International Symposium on Water and Wastewater Technologies in Ancient Civilizations (A. N. Angelakis and D. Koutsoyannis Eds.), Iraklio, Greece, p. 163- 174.
14. Mac-Donald, C.F. and Driessen, J. M., 1988. The Drainage System of the Domestic Quarter in the Palace at Knossos .British School of Athens , 83: 235-358.
15. Mays, L. W., D Koutsoyiannis, D., and Angelakis, A. N., 2007. A Brief History of Water in Antiquity. Water Sci. and Techn., Water Supply, 7(1): 1-12.
16. Παναγιωτάκης, N. M., 1987. Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός. Βικελαία Βιβλιοθήκη. Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης. Τόμος 1ος, σελ. 416.
17. Πλάτων, N., 1974. Ζάκρος, Το Νέον Μινωϊκόν Ανάκτορον. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα.
18. Πλάτων, M., 1990. Νέες ενδείξεις για τα προβλήματα των καθαρτηρίων δεξαμενών και των λουτρών στο Μινωικό κόσμο. Πεπραγμένα του ΣΤ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά, Α2: 141-155.
19. Pendlebury, J. D. S., 1950. Οδηγός της Κνωσού. Μετάφραση από Ν. Πλάτων, Ηράκλειο.