Στην καταπράσινη Καλαμαύκα οι παραδόσεις διατηρούνται ανεξίτηλες. Τα πασχαλινά ήθη και έθιμα αναβιώνουν, με τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού να πρωταγωνιστεί και όλο τον κόσμο να συμμετέχει στα πασχαλινά δρώμενα.
Από τα ενεργά και ακούραστα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμαύκας, μάθαμε ότι κάθε Μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες του χωριού έκαναν τους "πούλους", ψωμιά-κουλούρες πάνω στις οποίες τοποθετούσαν βαμμένα αβγά.
Την ίδια μέρα οι νοικοκυρές που είχαν δικά τους μελίσσια έφτιαχναν και φτιάχνουν ακόμα και σήμερα κεριά σε σχήμα πλεξούδας για να τα τοποθετήσουν τη νύχτα αναμμένα στη άκρη του Σταυρού που σημειωτέον ήταν γεμάτος με στεφάνια που φτιάχνονταν από λουλούδια των ανθόκηπων του χωριού.
Ακόμα κατά την ανάγνωση των Ευαγγελίων οι γυναίκες κάνουν κέρινα σταυρουδάκια, για να τα κολλήσουν στις πόρτες των σπιτιών τους.
Πριν τη Μεγάλη Παρασκευή νεαρά κορίτσια, συνοδευόμενα και από μεγαλύτερες γυναίκες, ξεχύνονται στους κήπους για να κόψουν λεμονανθούς και με αυτούς να στολίσουν τον Επιτάφιο.
Τη νύχτα, κατά την περιφορά του Επιταφίου στις γειτονιές, δεν παρέλειπαν να κατευθυνθούν μέχρι το κοιμητήριο του χωριού που βρίσκεται στην άκρη του χωριού. Στο τέλος του επιτάφιου θρήνου, όταν το μεγαλύτερο πλήθος αναχωρούσε, έμεναν οι «μοιρολογήστρες» που συνέχιζαν να θρηνολογούν. Το βράδυ της Ανάστασης ξεχώριζε το κάψιμο του Ιούδα. Στις φουνάρες έκαιγαν το ομοίωμα του Ιούδα του Ισκαριώτη. Οι νεαροί φρόντιζαν αρκετές μέρες πριν να έχουν μαζέψει τις φουρναγκαλιές που αποτελούνταν από μεγάλα δέματα λιόκλαδων κυρίως, τα οποία είχαν μείνει από το κλάδεμα των ελαιοδέντρων, και με αυτή την καύσιμη ύλη τηρούσαν το έθιμο του καψίματος εκείνου που πρόδωσε τον Ιησού Χριστό.
Το έθιμο αυτό της φουνάρας το αποδίδει υπέροχα σε ένα ποίημά του το μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμαύκας, ο ξενιτεμένος εκπαιδευτικός Μιχάλης Πιτυκάκης, ο οποίος πάντα επιστρέφει τέτοιες μέρες να περάσει με την οικογένειά του Πάσχα στο χωριό:
«Παλιά όντε ν' ερχότανε η μεγαλοβδομάδα,
σ' αγώνα εριχνότανε Πάνω Μερά, Πλαγιάδα.
Ήθελε η κάθε γειτονιά φούντες για να σωριάσει
και τη φουνάρα τσης να δει πολύ ψηλά να φτάσει.
Τα σημαντήρια κτύπαγαν προτού να ξεκινήσουν,
τάξε πως ήρθε η στιγμή στα Όρη να βαδίσουν.
Πριόνια παίρναν οι μισοί και οι άλλοι τα μανάρια
κι από φωνές γεμίζανε, λόφοι, πλαγιές, δετάρια.
Άλλοι διαλέγαν το Χαυγά και άλλοι την Κεφάλα,
δέντρα να βρούνε φουντωτά μα όχι πολύ μεγάλα.
Εύκολα πέφταν καταγής λογιών-λογιών κλωνάρια,
μα δύσκολη η μεταφορά που 'θελε παλικάρια.
Σαφί τα απογεύματα η ομάδα μαζευόταν,
άναβε και καμιά φωτιά και προετοιμαζόταν.
Κι όταν ερχόταν η Λαμπρή περίμεναν οι ομάδες,
Να δούνε ποιοι θα ήτανε οι πρώτοι φουναράδες.
Κι ήθελε η κάθε γειτονιά να είναι η εστεμμένη,
γιατί 'μεινε η φουνάρα τσης πολύ αργά αναμμένη.
Στο τέλος όμως βγαίνανε να 'ν' όλοι κερδισμένοι,
αφού το 'ριχναν στα οφτά κι έφευγαν χορτασμένοι!
http://www.neakriti.gr/