Άρθρο του Γεωργίου Σκουλά
Ο Γεώργιος Σκουλάς είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α΄. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ ΤΗΛ; 2810346451
Ο Γεώργιος Σκουλάς είναι ο συγγραφέας του βιβλίου ΤΑ ΑΝΩΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α΄. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΣΤΙΣ ΤΗΛ; 2810346451
Αγαπητοί φίλοι, η περίοδος του Ομέρ Πασά είναι η πιο αιματοβαμμένη περίοδος της Κρητικής ιστορίας. Αποφάσισα να την δώσω με όλα τα ιστορικά στοιχεία που έχω στα χέρια μου, ώστε ο Κρητικός αλλά και ο Ελληνικός λαός να αντιληφθούν από μόνοι τους την απόκρυψη και παραποίηση της εποποιίας αυτής, που ονομάζω ως το δεύτερο 1821 του Ελληνισμού κατά το 19ο αιώνα. Όσοι παρακολουθούν τις εργασίες μου όλα αυτά τα χρόνια, γνωρίζουν ότι πάντα λέω λιγότερα από αυτά που στη πραγματικότητα έγιναν.
Ο Ομέρ πασάς μετά τον ερχομό του στην Κρήτη, απευθύνεται στον κρητικό λαό με προκήρυξή του ζητώντας του υποταγή. Ο κρητικός λαός όμως, όπως έχουμε δει απέρριψε τις προτάσεις του. Έτσι, αρχίζει τις πολεμικές προετοιμασίες. Πρώτος στόχος του είναι η επαρχία Σφακίων.
Οι επαναστάτες γνωρίζοντας τα σχέδιά του, αποφασίζουν να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στο Ηράκλειο, ώστε να απασχολήσουν μέρος του τουρκικού στρατού και να μειώσουν έτσι την πίεση των Τούρκων προς τους επαναστάτες, που θα υπερασπίζονταν τα Σφακιά.
Για τον λόγο αυτό ο Κορωναίος, σε συνεργασία με τον Κόρακα και τους αρχηγούς Μαλεβιζίου – Τεμένους και Μυλοποτάμου, έρχονται προς την περιοχή του Στρούμπουλα αρχίζοντας να προκαλούν τους Τούρκους του Ηρακλείου, ώστε να εξέλθουν σε μάχη. Έτσι, στις 7 Απριλίου λαμβάνει χώρα μία από τις εποικότερες μάχες της επανάστασης, η μάχη του Σωρού, περιοχή ανάμεσα στα χωριά Τύλισος και Γωνιές Μαλεβιζίου.
Εκθέσεις αρχηγών και οπλαρχηγών.
22 Απριλίου 1867
Προς την εν…
Κύριοι!
Συσσωματωθέντες εν χωρίω Γωνιαίς (Μαλεβυζίου) Κρήτης και εθελονταί, κατελάβαμεν την 6ην Απριλίου τας άνωθεν της Τηλίσσου οχυράς θέσεις και περιεμένομεν την εξ Ηρακλείου έξοδον του εχθρού, απέχοντος μίαν και ημίσειαν ώραν. Τούτου μη εμφανισθέντος, περί την 3ην ώραν μ.μ. της αυτής ημέρας, αφήσαντες τον Μ. Σκουλάν μετά 200 Κρητών φρουρόν της θέσεως ταύτης, ανεχωρήσαμεν διά χωρίον Κουρσώνα (Μαλεβυζίου) κείμενον απέναντι και πολλά εγγύς του Αγίου Μύρωνος, ένθα, ως γνωστόν, εδρεύει ο τουρκικός στρατός· ενταύθα διανυκτερεύσαντες την επομένην ημέραν λίαν πρωί κατελάβαμεν τας υπεράνωθεν του Κουρσώνος οχυράς θέσεις, καιροφυλακτούντες μη ο εις Άγιον Μύρωνα και Αγίαν Βαρβάραν τουρκικός στρατός εισβάλη διά της θέσεως ταύτης εις Μυλοπόταμον.
Λίαν πρωΐ ήρξατο μικρά αψιμαχία μεταξύ ευαρίθμων τινών εντοπίων Τούρκων και των προσκόπων του αρχηγού Μ. Σκουλά εν Τυλίσσω. Κατ’ εκείνην την ώραν επιστολή του κυρ. Κορωναίου ανήγγειλεν ημίν ότι οι ανωτέρω άτακτοι Τούρκοι μετ’ αλλαγήν μικρών τινών πυροβολισμών υπεχώρησαν και ότι κρίνει καλόν να κατέχωμεν τας θέσεις του Κουρσώνος. Περί την 2 ώραν μ.μ., επιστολή του ανθυπολοχαγού κυρ. Νικολαΐδου και του αρχηγούντος Μαλεβυζίου κυρ. Ηρ. Κοκκινίδου προσεκάλει ημάς να δράμωμεν προς βοήθειαν του κ. Σκουλά και του προ δύο ωρών καταφθάσαντος εκείσε κ. Κορωναίου.
Αυθωρεί μετά μεγάλης σπουδής εσπεύσαμεν μετά του αρχηγού κ. Πετροπουλάκη, καπετάν Νιώτη, Ανδ. Αρχοντάκη κτλ.. Καίτοι δε διελθόντες δύσβατα και λίαν κατωφερή μέρη, εφθάσαμεν όμως κάθυγροι εις την πλέον κρισιμωτάτην στιγμήν διά τους ημετέρους, καθότι ούτοι είχον υποχωρήσει, αναγκασθέντες υπό της ελθούσης νέας επικουρίας του εχθρού, συγκειμένης εκ 1500 ως έγγιστα.
Η διά πυροβολισμών συνάμα και κραυγών κατά την 3ην ώραν μ.μ. της αυτής, ημέρας εμφάνισις ημών, ήρκεσε τον μεν εχθρόν να τρέψη εις ακατάσχετον φυγήν, εις δε τους ήδη υποχωρήσαντες ημετέρους να εμπνεύση θάρρος. Συσσωματωθέντες όθεν ημείς μετά των τελευταίων ετρέξαμεν προς καταδίωξιν του εχθρού μέχρι του χωρίου Μονής, ένθα ήρξατο πάλιν νέα μάχη, πεισματωδεστέρα της πρώτης μεταξύ ημών και της νέας έτι επικουρίας, συγκειμένης εκ τακτικού μετά πυροβόλων, διαρκέσασα μέχρι εσπέρας, ότε αμφότερα τα διαμαχόμενα μέρη ανεχώρησαν εις τα ίδια.
Εις την μάχην ταύτην έδειξαν μεγάλην ανδρίαν άπαντες Κρήτες τε και εθελονταί· διεκρίθησαν μεταξύ των πολλών οι εξής: οι κ. Λεωνίδας Πετροπουλάκης, Αρις. Σπανόπουλος τελειόφοιτος, καπετάν Γιαννούκος· καθ’ ο κατέχοντες το κέντρον, έλαβον παρ’ εμού ευχαριστήριον έγγραφον, επηνέθησαν δε προφορικώς οι κύριοι Γουργούρης, Γ. Νικολαΐδης και Βότσης, οι δε υπαξιωματικοί του κυρ. Πετροπουλάκη, καπετάν Αγγελιδάκης, ο ημέτερος σημαιοφόρος και τινές άλλοι, ων τα ονόματα πολυλογίας χάριν παραλείπομεν.
Ωσαύτως συνεχάρημεν εκ καρδίας και απεδώκαμεν ευχαριστήριον έγγραφον εις τον ημέτερον υπασπιστήν Αιμίλιον Τσάπαλον, κατέχοντας επίκαιρον τινά θέσιν κατά το δεξιόν και εμποδίσαντα μέχρι της εσπέρας μετ’ ευαρίθμων τινών Κρητών και εθελοντών, εν οις και ο Λ. Πετροπουλάκης, γενναίως την δίοδον του εχθρού. Εκ των ημετέρων εφονεύθησαν επτά, εν οις και ο εκ Σπάρτης ανθυπασπιστής Δούβρης, επληγώθησαν δε δώδεκα· ο αριθμός του εχθρού, απολέσαντος και μίαν σημαίαν και ένα ζωγρηθέντα, άγνωστος· κατά πάσαν όμως πιθανότητα υπέρ τους 200.
Προς το τέλος την παρούσαν μας πέμποντες σας βεβαιούμεν ότι η ιερά ημών επανάστασις ακμάζει και ότι η ειρημένη μάχη, αν και όχι τόσον επιζήμιος εις τον εχθρόν, έδωκεν να εννοήση ότι ούτε ο Μουσταφάς, ούτε ο Σερβέρ, ούτε ο Χουσεΐν, ούτε ο Σάββας, ούτε και ο εσχάτως επισκεφθείς την αρηΐφαλον νήσον ημών Ομέρ δύνανται να κλονίσωσι την αμετάτρεπτον απόφασιν των Ελλήνων «αριστευόντων, μενόντων τε, μαρναμένων τε γης πέρι· και παίδων μέχρις ου θούρος άρης ουλέση.»
Εν Γωνιαίς τη 8 Απριλίου 1867.
Ο Γεν. αρχηγός του τμήματος Ηρακλείου
Μ. ΚΟΡΑΚΑΣ
Ο Υπασπιστής
Αιμίλιος Τσάπαλος.
Η β΄ Μάχη εν Τυλίσσω. (Σωρού)
Την 5 του μηνός όντες εστρατοπεδευμένοι εις Γωνίαις και λαμβάνοντες αντιφατικάς ειδήσεις περί του εχθρού, απεστείλαμεν τους κυρίους Αξιωματικούς Νικολαΐδην και Βότσην μετά του οπλαρχηγού Μαλεβυζίου και Τεμένους κ. Ηρ. Κοκκινίδου, τούτους παρηκολούθησε και ο Ούγγρος Συνταγματάρχης Σοτφρίδος Φερδινάνδος, ίνα κατοπτεύσωσι τας υπό του εχθρού κατεχομένας θέσεις.
Ούτοι μεταβάντες επληροφόρησαν ημάς ότι εις τα πέριξ του Ηρακλείου υπήρχεν ηρεμία και ότι το πλείστον του εχθρικού στρατού ήτο καλώς ωχυρομένον εις Άγιον Μύρωνα.
Την πρωΐαν της έκτης συνεφωνήθη παρ’ όλων των οπλαρχηγών να ενεδρεύσωμεν, διότι ο Ρεσίτ – πασάς βαδίζει ενίοτε μετά ολίγης δυνάμεως μέχρι της θέσεως «Σωρός», οσάκις Κρήτες εισβάλουν εις τα εγγύς του Ηρακλείου χωρία, και τούτο διά να καταδεικνύη εις του κ. προξένους ότι δεν υφίστανται σώματα επαναστατών, αλλά συμμορίαι διά λαφυραγωγίαν.
Όθεν αμέσως εξεκινήσαμεν και ημείς μεν κατελάβομεν μετά του αρχηγού του τμ. Ηρακλείου κ. Μιχ. Κόρακα και του οπλαρχηγού του Μαλεβυζίου κ. Ηρ. Κοκκινίδου την θέσιν «Σωρός», έχοντες το μέτωπον προς το Ηράκλειον, την αριστερόθεν δε ημών θέσιν «Κούπος» κατέλαβεν ο αρχηγός κ. Κορωναίος και την δεξιόθεν «Καβαλαρά», ο οπλαρχηγός του Μυλοποτάμου κ. Σκουλάς· ήτο τοιαύτη η τάξις της ενέδρας ώστε, εάν μεν ο πασάς ήρχετο μετά ολίγης δυνάμεως συνελαμβάνετε ή εφονεύετο, εάν δε μετά πολλής κατεστρέφετο· δυστυχώς αι επιθυμίαι ημών δεν εξεπληρώθησαν και μάτην ανεμείναμεν αυτόν μέχρι της μεσημβρίας.
Τότε απεφασίσαμεν μετά του κ. Κόρακα και Κοκκινίδου να ενεργήσωμεν μίαν επίδειξιν προς τον εχθρόν και να προκαλέσωμεν αυτόν εις μάχην· αμέσως αρχίσαμεν την πορείαν, και διελθόντες από Λευτάκια μετέβημεν εις το χωρίον Κορυφαίς και εκείθεν πλησίον και επί παρουσία του εις Άγιον Μύρωνα εχθρικού στρατοπέδου εις το χωρίον Κρουσώνα χωρίς να ενοχληθώμεν ποσώς. Όπου και εστρατοπεδεύσαμεν. Ο δε Κορωναίος ελθών κατόπιν ημών διενυκτέρευσεν εις την Μονήν Ιερουσαλήμ.
Οι Κρήτες εν Κρουσώνι απεφάσισαν να καύσωσι την οικίαν του εις Κωνσταντινούπολιν μεταβάντος ως πληρεξουσίου Οικονομίδου, θεωρούντες αυτόν ως προδότην, και μεταβάντες μετά μικράς επικουρίας εκ του σώματος ημών εις το παρακείμενον χωρίον Σάρχος επυρπώλησαν αυτήν· οι εχθροί φοβηθέντες μη προσβληθώσιν εις τας θέσεις των ήρχισαν να πυροβολώσιν, αν και η απόστασις μεταξύ ημών και αυτών ήτο πέρα βολής πυροβόλου, και καταλαβόντες το προ του Αγίου Μύρωνος χωρίον Πύργον ετάχθησαν εις τάξιν αμύνης· αμέσως απόσπασμα εκ των ημετέρων προέβη όπως προσβάλη τας εμπροσθοφυλακάς αυτού εν περιπτώσει καθ’ ην ο εχθρός ελάμβανεν αντί αμυντικής επιθετικήν καθ’ ημών θέσιν.
Την πρωΐαν της 7 ισταμένου εκινήσαμεν εκ του χωρίου τούτου, αλλ’ εν τη πορεία επιστολή του κ. Κορωναίου προς τον κ. Κόρακαν εγνωστοποίει ότι εις θέσιν Κούπον προ της Δυλίσσου συνεπλάκη ο Σκουλάς μετά 100 περίπου Τούρκων, ότι έτρεψεν αυτούς εις φυγήν και ότι παρίστατο η ανάγκη να καταλάβωμεν την προς τον Μηλοπόταμον δίοδον του Κρουσώνος, μη τυχόν ο εχθρός ήθελεν εισβάλει εκείθεν. Ο οπλαρχηγός Μαλεβυζίου και ο αξιωματικός Νικολαΐδης βαδίζοντες προ ημών εις μακρυνήν απόστασιν απεσπάσθησαν και μετέβησαν εις θέσιν Κούπος, όπου συνέβαινον τα εξής·
Χίλιοι και πεντακόσιοι επιτόπιοι οθωμανοί πεζοί τε και ιππείς εμάχοντο μετά πεντακοσίων περίπου Κρητών και εθελοντών υπό τους Κορωναίον και Σκουλάν, ημείς διαμένοντες εις θέσιν Λειβάδια Κρουσώνος επληροφορήθημεν ότι συνήφθη μάχη εις Αβδελιάρη· εις το άκουσμα τούτου η θέσις ημών μετά του αρχηγού Κόρακα και οπλαρχηγού Νιότη κατέστη δυσχερής ως ευρεθέντων εις το δίλλημα ή να εγκαταλείψωμεν την θέσιν και σπεύσωμεν εις βοήθειαν των αγωνιζομένων ή τουναντίον.
Μετ’ ολίγας στιγμάς επιστολή του κ. Νικολαΐδου και Η. Κοκκινίδου έλυσα πάσαν ημών αμφιταλάντευσιν· και λοιπόν αμέσως βαδίσαντες εν σπουδή μετά διακοσίων πεντήκοντα εθελοντών και άλλων τόσων Κρητών εφθάσαμεν το προς νότον του Συρού δύσβατον όρος Γιωματά, είδομεν τους εχθρούς προβαίνοντας και τους ημετέρους υποχωρούντας κατά την Καμάραν του Σκλαβοκάμπου, τους δε οθωμανούς ιππείς εις πριναρολάγκουφα, εξακολουθούντας να προχωρώσι· διετάξαμεν ευθύς να εκκενώσωσιν όλοι τα όπλα και να επιταχύνωσι το βήμα· οι εθελονταί απέδειξαν απερίγραπτον προθυμίαν και ενθουσιασμόν και διά να φθάσωσι το ταχύτατον εις το πεδίον της μάχης κατήρχοντο το απόκρημνον κατωφερές του όρους Γιωματά· οι εχθροί τοσούτον κατεπτοήθησαν από την επικουρίαν ταύτην και το ορμητικόν της καταβάσεως, ώστε μικρόν ταλαντευθέντες ήρχισαν να υποχωρώσι· τότε το μεν ήμισυ των εθελοντών και οι αξιωματικοί Λ. Πετροπουλάκης και Α. Βότσης έσπευσαν διά της προς τον Σωρόν αγούσης οδού, επίσης και ο Ούγγρος συνταγματάρχης Σοτφρίδος Φερδινάνδος και ο αρχηγός κ. Κόρακας με τους υπ’ αυτόν.
Εγώ δε μετά του λοιπού ημίσεος και οι κύριοι Εδμών Δασμάς Γάλλος και Ι. Σκύνερ Άγγλος, οι αξιωματικοί Γουργούρης, Σταρογιάννης και ο ανθυπασπιστής Βασιλάκος διήλθομεν υπό Γλυστήρι, και ότε ηρχίσαμεν πυροβολούντες τους υποχωρούντας εχθρούς, η υποχώρησις αυτών μετετράπη εις φυγήν μέχρι της Δυλίσσου, όπου ενισχυθέντες υπό 3 ταγμάτων πεζικού, υπό πυροβολικού και εκατόν περίπου άλλων ιππέων επήλθον καθ’ ημών.
Οι ημέτεροι υποχωρήσαντες κατέλαβον τον Αβδελιάρη και η μάχη επανελήφθη πεισματωδεστάτη μέχρι της εσπέρας, ότε ημείς μεν απεσύρθημεν και διενυκτερεύσαμεν εις Γωνιαίς, οι δε εχθροί παραμείναντες εις Δύλισσον και τα παρακείμενα χωρία εισήλθον εις το φρούριον και εις Άγιον Μύρωνα.
Αι ζημίαι του εχθρού συνίστανται εις 170 περίπου φονευθέντας κατά τας μέχρι τούδε πληροφορίας και εις μίαν σημαίαν αρπαγείσαν εις τεμάχια υπό των γενναίων Κρητών, αι δε ημέτεραι εις 6 πληγωθέντας, εν οις και ο Σ. Μπόκος και 9 φονευθέντας, εν οις και ο ανδρείος ανθυπασπιστής Γ. Δούβρης εκ Σπάρτης, όστις ενεταφιάσθη ενταύθα μετά θρησκευτικής και στρατιωτικής παρατάξεως, εκφωνηθέντων και δύο λογιδρίων υπό των συμπολιτών του Α. Σπανοπούλου και Μ. Αποστολίδου.
Οι εις το σώμα ημών ανήκοντες φιλέλληνες κ. Σοτφρίδος Φερδινάνδος συνταγματάρχης του αρχαίου στρατού της Ουγγαρίας , Εδμών Δασμάς και Ιωάννης Σκύνερ έδειξαν απαράμιλον τόλμην και ενθουσιασμόν, επίσης οι Κρήτες και οι εθελονταί επολέμησαν ανδρείως και εκ των πρώτων διεκρίθησαν ο αρχηγός Κόρακας και οι Ηρ. Κοκκινίδης, Ξετρύπης, οι αδελφοί Νειόται και ο Ανδρέας Αρχοντάκης, εκ δε των τελευταίων λυπούμαι, διότι δεν δύναμαι να κάμω μνείαν των διακριθέντων, ως λαβών ανέκαθεν την αρχήν ταύτην.
Εν Γωνιαίς Μαλεβυζίου τη 9 Απριλίου 1867.
Ο αρχ. των εθελοντών του τμήμ. Ηρακλείου
Δ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ
Μάχη του Σωρού δοθείσα την 7ην Απριλίου εις Μηλοπόταμον
Από πολλών ημερών ήτο γνωστόν, ότι ο εχθρός ητοιμάζετο να εισβάλει εκ τριών ημερών εις Άγιον Βασίλειον, ήτοι εκ Ρεθύμνης, εξ Ηρακλείου δια του Μυλοποτάμου, και τρίτον εκ της Μεσαράς δια Τυμπακίου. Κατά συνέπειαν ελάβαμεν άπαντες τα ανήκοντα μέτρα προς απόκρουσιν του εχθρού. Έκρινα όμως ότι εάν περιμέναμεν τον εχθρόν να εξέλθη πανταχόθεν, ήτο πιθανόν να μη δυνηθώμεν να αποκρούσωμεν αυτόν απανταχόσε∙ διό και εσκέφθην ότι ήθελεν είσθαι καλόν να προλάβωμεν αυτόν, να φέρωμεν περισπασμόν εις τους σκοπούς του, και να ανατρέψωμεν ούτω τα σχέδια του ή τουλάχιστον να κερδήσωμεν χρόνον∙ κατά συνέπειαν, επί τη προφάσει δήθεν ότι μεταβαίνω εις Μυλοπόταμον δια να παραλάβω σκεύη δια τους εθελοντάς, τα οποία έφερε το εσχάτως εκείσε προσορμισθέν ατμόπλοιον Αρκάδιον, επί τω σκοπώ όμως να ενεργήσω ως ανωτέρω, μετέβην εις Μυλοπόταμον. Συνεννοηθεί τότε μετά του Αρχηγού Ηρακλείου κ. Κόρακα του οπλαρχηγού της επαρχίας Κ. Σκουλά, και εκείνου του Μαλεβυζίου κ. Ηρ. Κοκκινίδου απεφασίσαμεν να ενεργήσωμεν κίνημα τι εις Μαλεβύζιον, κατά τα στενωπά, του Κούπου, Κουντουραίνης, και Σωρού, τα υπερκείμενα του χωρίου Τυλίσσου. Τιουτοτρόπως, ουχί μόνον εσύραμεν την προσοχήν του εχθρού προς εκείνα τα μέρη, αλλά και εμμέλλαμεν να ενθαρρύνωμεν τους κατοίκους αυτών όπως αποσύρωσι τας οικογενείας των εις τα άνω μέρη.
Κατά συνέπειαν τούτων, την 6 τρέχοντος, κατελάβαμεν τας ακολούθας θέσεις∙ το ημέτερον σώμα εις Κουτούραιναν και Κούπον, ο κ. Κόρακας μετά των σωμάτων εις τον Σωρόν, κ. Πετροπουλάκη και Κοκκινίδου εις τον Σωρόν, και ο κ. Σκουλάς εις Αγίαν Άνναν∙ όπως δώσωμεν δε αφορμήν εις τον εχθρόν δια να εκστρατεύση καθ’ ημών, απεφασίσθη να εκτελεσθή περιπολία από το χωρίον Τύλισσον μέχρι Καμαρίου, και ταύτην εξετέλεσεν ο κ. Κοκκινίδης. Η περιπολία εγένετο την πρωϊαν της 6, αλλ’ ο εχθρός δεν ενεφανίσθη δι’ όλης της ημέρας∙ τότε απεφασίσαμεν να εκτελέσωμεν κίνημα επιδεικτικώτερον, και καταβάντες των ορέων, διήλθαμεν το Μαλεβύζιον από Τύλισσον μέχρι του Κρουσώνος. Ο εχθρός και πάλιν έμεινεν ήσυχος. Την νύκτα διήλθαμεν, οι μεν εις το χωρίον Κουρσώνα, οι δε εις την μονήν Ιεροσολύμων.
Την πρωΐαν της επιούσης, αι φυλακαί μας ειδοποίησαν ότι ο εχθρός, αναβάς δια του Κούπου και Σωρού, εισέβαλεν εις Μυλοπόταμον, και ότι αι φυλακαί άς είχαμεν αφήσει εις τας θέσεις εκείνας ήλθαν εις χείρας μετά του εχθρού. Η ώρα ήτο 6η π.μ. Εις την είδησιν ταύτην, έπρεπε να βαδίσωμεν το ταχύτερον προς κατάληψιν των αρμοδίων θέσεων, ίνα εμποδίσωμεν τον εχθρόν να προχωρήση∙ συνάμα δε, διετάξαμεν τον οπλαρχηγόν κ. Σκουλάν μετά 150 Ανωγειανών να μεταβή δια της συντομωτέρας οδού, δηλαδή δια της πεδιάδος, εις τον τόπον της μάχης, όπως, εάν ο εχθρός εισέβαλλεν, ακολουθήση αυτόν κατά πόδας, ει δε ού, εμποδίση όσον ηδύνατο την προχώρησιν αυτού, μέχρις ού καταφθάσωμεν και ημείς. Ούτω και εξεκινήσαμεν.
Ας ίδωμεν, προς στιγμήν, τι εγένετο εις Κούπον και Σωρόν. Αυτός ούτος ο Ρεσίτ πασάς μετά 400 περίπου ήλθεν εις αναγνώρισιν των ημετέρων, και προχωρήσας αρκούντως, συνεπλάκη μετ’ αυτών, όντων κατ’ αρχάς μέχρι 50 ανδρών, Καμαριανών, Γαραζιανών, και ολιγίστων Αστυρακιανών και Ανωγειανών, υπό την οδηγίαν του Εμμ. Καμάρη, του Μανιούδη και του Δημητρίου Βασιλάκη, οίτινες εμπόδισαν την περαιτέρω προχώρησιν αυτών. Εν τούτοις, οι εχθροί ηύξαναν κατ’ αριθμόν∙ αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, έφθασε και ο οπλαρχηγός Σκουλάς, και ηνάγκασε τους εχθρούς να οπισθοχωρήσωσιν εις τα πεδινά μέρη, ένθα συνήφθη πεισματώδης μάχη∙ αλλ’ οι ημέτεροι, μαχόμενοι γενναίως, καίτοι πεζοί εναντίων ιππέων, και εις πεδίον, ηνάγκασαν τους εχθρούς να κλεισθώσιν εντός του χωρίου Τυλίσσου. Εν τούτοις, επικουρίας έφθαναν εις τον εχθρόν εξ Ηρακλείου ακαταπαύστως, και η θέσις των ημετέρων καθίστατο κρίσιμος∙ ήτο η ώρα 11η της πρωΐας. Επανέρχομαι εις τας εργασίας ημών των λοιπών, τουτέστι του κυρίου σώματος.
Μόλις ανέβημεν τα στενωπά του Κρουσώνος, ελάβαμεν την είδησιν ότι μάχη πεισματώδης συγκροτείται εις Τύλισσον. Αμέσως εδράμαμεν δια της συντομωτέρας οδού εις το πεδίον της μάχης, και ειδοποιήσαντες ταύτα εις τον αρχηγόν κ. Κόρακα, προσεθέσαμεν εις αυτόν να μας δώση την βοήθειάν του, αφίνων ισχυρόν απόσπασμα προς φύλαξιν των στενωπών του Κουρσώνος.
Η οδοιπορία μας εστάθη λίαν επίπονος, διότι έπρεπε να αναβώμεν και καταβώμεν δύσβατα όρη και απροσίτους φάραγγας. Ενώ ευρισκόμεθα εις το ήμισυ περίπου της οδοιπορίας μας, διάφοροι άνδρες, ερχόμενοι εκ του πεδίου της μάχης, μοί ανήγγειλαν ότι η μάχη έπαυσε, των εχθρών αποσυρθέντων εις Τύλισσον. Και τωόντι, περί την 10ην ώραν, εγένετο προς στιγμήν, δια λόγους συνήθεις εις τον πόλεμον, παύσις του πυρός εκατέρωθεν. Την είδησιν ταύτην εδώκαμεν αμέσως εις το υπό τον Κόρακα σώμα, αναγγείλαντες εις αυτόν να περιορισθή εις μόνην την φύλαξιν των στενωπών του Κουρσώνος, φοβηθέντες μη ο εχθρός εισβάλη εκ των στενωπών εκείνων, επειδή υπεθέσαμεν, ως ήτο επόμενον, ότι η προσβολή εκ των μερών της Τυλίσσου ήτο προσπεποιημένη, και ότι η κύρια προσβολή έμελλε να γείνη εκ των στενωπών του Κουρσώνος, εις ά ήσαν πολύ πλησιέστερα τα εχθρικά στρατεύματα, τα ευρισκόμενα εις Άγιον Μύρωνα και Αγίαν Βαρβάραν, και τα οποία δεν είχαν κινηθή εισέτι.
Τέλος, περί την 11ην ώραν, εφθάσαμεν εις το πεδίον της μάχης μετά 150 περίπου εθελοντών και άλλων τόσων Μυλοποταμιτών, υπό την οδηγίαν του πεντακοσιάρχου Γεωργίου Σκουλά (Μπογκιόρνου). Μετ’ ολίγον έφθασε και ο οπλαρχηγός, τοινών δε αντικαταστάτης του αρχηγού Παύλου Δεντιδάκη, πληγωμένου όντος, ως γνωστόν, εις Μαλεβύζιον και Τέμενος, μετά τινών ανδρών. Αμέσως ετοποθετήσαμεν, τον μεν κ. Κώσταν Τσάκωναν με το σώμα του εις το αριστερόν, τον δε Γεώργιον Σκουλάν με τους αποσπασματάρχας Φιέσαν και Ταβανάκην εις το δεξιόν, κατά το πεδίον, εγώ δε διηυθύνην εις το κέντρον. Η μάχη ήρξατο εκ νέου και εξηκολούθει πεισματωδώς, μαχομένων των πλείστων εκ των ημετέρων εις το πεδίον εναντίον του ιππικού του εχθρού, και εκεί εγένετο η πλείστη ζημία αυτού, συγκειμένου όλου εξ εντοπίων∙ εκεί εξωγρήθησαν και τίνες εχθροί, υπό των Κρητών Κώστα Σβόκου, Μανώλη Ξυλούρη, Νικολάου Καλέργη, Δημητρίου Μανιουδάκη, Νικολάου Κατραμάκη και Πέτρου Νικολάου Τσικόπουλου, και των εθελοντών Αδάμ Θ. Αδάμ, Μιχ. Φλέσα, Π. Κόκκινου, Κ. Μαυροβουνιώτου, Συμεώνος Στεφάνου, Νικολάου Μωραϊτίνη, Γεωργίου Μπαχτή και Σπυρίδωνος εκ Κεραμίων. Επίσης, εις την αυτήν περίστασιν, ηρίστευσε και ο αποσπασματάρχης Ιταλός Καίσαρ Καίσαρος με τους ολιγίστους Ιταλούς του.
Η ώρα ήτο πρώτη μ.μ. και η πάλη εξηκολούθει από της 6ης της πρωΐας, δια τους μεν, πολεμούντας κατά συνέχειαν, δια τους δε, πολεμούντας και κεκμηκότας από την επίπονον πορείαν, ήν ανωτέρω εσημείωσα∙ αφ ετέρου δε ο εχθρός ελάμβανεν ακαταπαύστως επικουρίας∙ ώστε η πάλη κατήντα πολύ άνισος. Είχομεν μεν ειδοπιήσει, άμα εφθάσαμεν εις το πεδίον της μάχης, δια πεζών, τον Κόρακα περί της επαναλήψεως της μάχης, και δεν αμφιβάλαμμεν ότι ήθελε δράμει εις βοήθειάν μας, αλλ’ ένεκα της ως ανωτέρω αντιφατικής ειδοποιήσεώς μας έμελλε να βραδύνη, δι’ ό και εσκέφθημεν ότι έπρεπε να ενδώσωμεν κατά μικρόν εις τας υπερτέρας δυνάμεις του εχθρού, μέχρις ού φθάσωσιν αι επικουρίαι ημών. Τούτο ήτο ίσως και ωφελιμώτερον, διότι εσύραμεν τον εχθρόν μακράν των σταθμών του, και εις μέρη δύσβατα και επικίνδυνα δι’ αυτόν. Και τωόντι, ότε έφθασαν αι επικουρίαι ημών, περί την 3ην ώραν μ.μ., υπό τον Κόρακα, μετά του σώματος του Πετροπουλάκη υιού και εκείνου του Μαλεβυζίου, η μάχη είχε μεταφερθή εις τας κορυφάς του Σωρού. Τότε προσβάλοντες εκ νέου άπαντες τον εχθρόν, ηναγκάσαμεν αυτόν να υποχωρήση μέχρι των προτέρων θέσεων του. Εις τας ανωμάλους ταύτας θέσεις έπαθεν ο εχθρός πολλάς ζημίας∙ αλλά τότε έφθασαν και νέας επικουρίας εις αυτόν εκ του Αγίου Μύρωνος και της Αγίας Βαρβάρας, το πλείστον τακτικός στρατός. Εκ τούτων λαβών θάρρος ο εχθρός, προσέβαλεν εκ νέου ημάς, αλλ’ εις μάτην, διότι οι ημέτεροι εκράτησαν αυτόν.
Τέλος, η ώρα ήτο 6η μ.μ. και προ πολλού ήδη τα πολεμοφόδια ημών, ως συμβαίνει συνήθως, ήρχισαν να εκλείπωσιν, αλλά και δεν είχαμεν πλέον πολλήν ανάγκην, διότι η νυξ έθετε τέλος εις την πάλην∙ και ημείς μεν εκρατήσαμεν των θέσεων μας, ο δε εχθρός απεχώρησεν εις τους σταθμούς του. Τοιούτο τέλος έλαβεν η ημέρα της 7 Απριλίου. Ημείς, αρχίσαντες την μάχην δια 30 ανδρών, την ετελειώσαμεν μετά 1.000, ο δε εχθρός,, αρχίσας δι’ 400 ανδρών, ετελείωσε με 4.000. Απωλέσαμεν 4 φονευμένους, μεταξύ των οποίων όμως συγκαταριθμείται ο γενναίος ανθυπασπιστής Δούβρης, διοικητής ενός αποσπάσματος εθελοντών εκ πεντήκοντα ανδρών. Περί τούτου, ποιήσας λόγον ιδία εις την έκθεσιν μου περί της μάχης των Αμπελακίων, αρκούμαι να προσθέσω ότι η έλλειψίς του μας είναι επαισθητή, και ότι ήτο αληθής στρατιώτης, γενναίος εις τας Μάχας, καρτερικός εις τας κακουχίας και πώποτε έχων αξιώσεις. Ταυτοχρόνως με τον ανθυπασπιστήν τούτον εφονεύθη και ο εκ Μάνδρας των Μεγάλων γενναίος και ευπειθής στρατιώτης Κίτσος Μαρούγκας. Επληγώθησαν δε εκ των ημετέρων 6, ών οι πλείστοι ελαφρώς. Εκ δε των εχθρών εφονεύθησαν και επληγώθησαν περί τους 350, άπαντες σχεδόν εκ των εντοπίων Οθωμανών. Αι πληροφορίαι, αύται περί των ζημιών του εχθρού είναι θετικαί, διότι τας εβεβαιώθημεν εκ πληροφοριών ληφθεισών εκ του Ηρακλείου, όπου εγένοντο φανεραί εκ των θρήνων και κοπετών των οικογενειών των φονευθέντων. Εξωγρήσαμεν και 5. Εις την μάχην παρευρέθη, οδηγών το σώμα του Πετροπουλάκη, εις ό είναι υποδιοικητής, ο Ούγγρος συνταγματάρχης Φερδινάνδος Sotfried, και έπραξε κατά την συνήθειαν του τόπου, τουφεκίζων ο ίδιος.
Εις την μάχην συνέβη επεισόδιον τι, αστείον αφ’ ενός, και εμφαίνον αφ’ ετέρου ότι τα ομηρικά ήθη δεν εξέλιπον του τόπου. Ενώ η μάχη ήτο εις την ακμήν της, συνηντήθη ο οπλαρχηγός Μιχαήλ Σκουλάς μετά του Ρεσίτ πασά, υποχωρούντος και σπεύδοντος συνάμα να κτυπήση δια της σπάθης του τον ημέτερον στρατιώτην Καλομοίρην ονομαζόμενον, απομεμονωμένον ευρεθέντα. Άμα ανεγνώρισε τον Σκουλάν ο Ρεσίτ πασάς, τω είπε: «Τώρα θα τα ξεκαθαρίσωμεν, καπετάν Σκουλά». Ούτος δε τω απήντησε με έν «ναι», και συγχρόνως με την βολήν του τουφεκίου του. Άμα είδεν ο Ρεσίτης ότι έθετεν αυτόν επί σκοπώ ο Κ. Σκουλάς, έκαμε μια στροφήν δια του ίππου του, και ούτω αυτός μεν εσώθη, αλλ’ εφονεύθη υπό της αυτής σφαίρας είς των υπασπιστών του. Τότε, στραφείς προς τα οποίσω ο πασάς, έφυγε, και ο Καλομοίρης εσώθη.
Π. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ.
Γωνιαίς της Επαρχ. Μαλεβυζίου την 19 Απριλίου 1867.
Αγαπητέ μου αδελφέ!
Έρχομαι δια της παρούσης μου να διαβεβαιωθώ περί των αισίων της περισπουδάστου μοι υγείας, ήν περκαγώ μετά των λοιπών μου οπαδών καλώς έχω, και να σας αναγγείλω, ότι η επανάστασις της πατρίδος μας ακμάζει γιγαντιαίως, πάντες οι Κρήτες και οι εθελονταί επιμένουν, μαχόμενοι μετά ζωηροτάτου ενθουσιασμού, και ουδέν άλλο ακούεται παρά «Ελευθερία ή θάνατος». Προ τεσσάρων ημερών ο γενικός αρχηγός του τμήματος Ηρακλείου, γηραιός μεν, πλην νεάζων, γενναίος Μ. Κόρακας, επιστρέφων μετά του υπ’ αυτόν σώματος, του οποίου και ημείς αποτελούμεν μέρος, εν ταις επαρχίαις αγίου Βασιλείου, εστρατοπέδευσεν εις την Μονήν του Δισκούρι κατά την επαρχίαν Μηλοπόταμον. Την 6 ισταμένου, διαδοθείσης της ειδήσεως ότι ο εχθρός συναθροίζεται εις άγιον Μύρωνα και προτίθεται να εισβάλη εις την επαρχίαν Μηλοποτάμου, εκινήθημεν κατά τα όρια της επαρχίας Μαλεβυζίου, και ελθόντες εστρατοπεδεύσαμεν εις το χωρίον Γωνιαίς. Την δε επιούσαν κινηθέντες λίαν πρωϊ, προκατελάβαμεν την θέσιν του Σωρού άνωθεν του χωρίου Τυλήσσου, και μείναντες εκεί άχρι της 7 ώρας και μη εμφανισθέντος του εχθρού, μετέβημεν εις το χωρίον Κρουσώνος, διελθόντες δια των χωρίων Καμάρη, Κορφαίς, Κιθαρίδα, και Σάρχου, ένθα ο εχθρικός στρατός ο εις άγιον Μύρωνα διαμένων, καίτοι ωχυρωμένος καλώς, άμα ιδών την διάβασιν ημών εκείθεν, κυριευθείς από φόβον και έκπληξιν, ήρχισε να πυροβολή καθ’ ημών, ημείς δε ατρόμητοι όντες τους απεκρινόμεθα μετά φωνών και αλλαλαγμών, διανυκτερεύσαντες ταύτην την εσπέραν εις Κρουσώνα. Την ογδόην ημέραν, Παρασκευήν, λίαν πρωϊ, ο Ρεσίτης επενόησε, να ανατρέψη τα σχέδια ημών και διέταξε υπέρ τους 500 ατάκτους εντοπίους και Αλβανούς όπως μεταβώσι και προσβάλωσι τους εις την θέσιν Σώρου φρουρούς του οπλαρχηγού Σκουλά∙ φθάσαντες δε εκεί και ευρόντες γενναίαν αντίστασιν παρά των εις την θέσιν ταύτην αποσπασμάτων του ανωτέρου οπλαρχηγού, ετράπησαν εις φυγήν, οίτινες και διωκόμενοι ωχυρώθησαν εντός του χωρίου Τυλίσσου∙ ο δυστυχής Ρεδίτης ιδών, όπερ δεν ήλπιζε, την γενναίαν αντίστασιν των γενναίων Κρητών, και δια να σώση τους ιδικούς του, έλαβεν 1500 υπό την οδηγίαν του μεθ’ ενός σώματος (ταμπούρ) τακτικού και απήλθεν εις το χωρίον Τύλησσον.
Φθάσαντες όθεν ωοπισθοχώρησαν τους ημετέρους, και διώκοντας αυτούς τους έφερον άχρι του Σκλαβοκάμπου, ημείς δε όντες άνωθεν του χωρίου Κρουσώνος, εκρίναμεν καλόν να διαβώμεν εκ της Μονής Ιερουσαλήμ και Καββαλαράς και να προκαταλάβωμεν την θέσιν του Σωρού εγκαίρως και ηθέλαμεν βεβαίως φέρει μέγιστον κίνδυνον και ολοτελή φθοράν του εχθρού, αν δεν εκωλυώμεθα παρ’ επιστολής του γενικού Αρχηγού του τμήματος Ρεθύμνης κυρίου Π. Κορωναίου, όστις επρότρεπεν ημάς ν’ αναβώμεν εις την θέσιν Πενταχώρι προς κατάληψιν των εκεί διαφόρων υπόπτων θέσεων, ίνα εμποδισθή η εκ του Αγίου Μύρωνος και Αγίας Βαρβάρας οθωμανική εισβολή εις την επαρχίαν Μηλοποτάμου. Ο γενναίος ούτος κύριος Συνταγματάρχης, βασιζόμενος εις την μικράν δύναμιν του εχθρού, και απατηθείς παρά τίνων ότι ετέρα επιδρομή θέλει λάβει χώραν εκ των κορυφών των κρουσανιώτικων λειβαδίων εμπόδισεν ημάς εις την θέσιν Πενταχώρι∙ η μάχη προώδευσε και αποκατέστη ζωηρά και πεισματωδεστάτη, χωρίς ημείς να ηξεύρωμεν την κατάστασιν των ημετέρων∙ ευτυχώς όμως ο οπλαρχηγός των επαρχιών Μαλεβυζίοιυ και Τεμένους κ. Ηρ. Κοκκινίδης, προχωρών περαιτέρω κατά το μέρος, όπερ εφαίνετο το πεδίον της μάχης, και γνούς τα των ημετέρων, ιδών δε και την ταχείαν εισβολήν του εχθρού κατά την επαρχίαν του Μηλοποτάμου, έσπευσε προς ειδοποίησίν μας, ημείς δε μολονότι είμεθα μακράν, δραμόντες μετά σπουδής προκατελάβαμεν την θέσιν ταύτην του Σκλαβοκάμπου, και άμα τη εμφανίσει του Τουρκοφάγου αρχηγού Κόρακα και μετά μόνον της ζωηράς φωνής αυτού ετράπησαν οι εχθροί εις άτακτον φυγήν∙ φθάσας δε εις κατάλληλον και αρμόδιον θέσιν, κατεδίωκεν αυτούς άχρι της θέσεως Σωρού, ένθα ο Φεσίτης μετά του υπ’ αυτόν περιβοήτου Δελή Χουσεϊνη ωχηρώθησαν επί των χαράκων και αντέκρουαν ημάς, τότε δε ο ατρόμητος ημών αρχηγός Κόρακας ώρμησε ξιφήρης εναντίον των, ετράπησαν εις φυγήν και διώκοντες αυτούς κατεβάσαμεν άχρι του χωρίου Τυλίσσου∙ ήτον, αδελφέ, μαγευτικόν θέαμα να βλέπη τις ενώ κατήρχοντο προς τα κάτω, ν’ αρπάζει λίθους ο γενναίος ούτος ήρως και να τους διώκη ώσπερ ζώα, τέλος επήλθε και η νύξ, και πάλιν απεσύρθημεν εις το χωρίον Γωνιαίς. Η μάχη αύτη αποκατέστη λίαν επιβλαβεστάτην εις τους Τούρκους, διότι καθ’ άς έχομεν θετικάς πληροφορίας εξ επισήμων ατόμων της πόλεως Ηρακλείου, ενταφίαζον από την Παρασκευήν το εσπέρας άχρι του Σαββάτου μετά το μεσημέριον, οι πληγωθέντες αυτού είναι υπέρ τους εκατόν, αιχμαλωτίσαμεν έξ, εφόνευσαν οι Ανωγειανοί και ένα με τους λίθους, εις εκ των φονευθέντων είναι και ο από αγίους δέκα της Μεσσαράς, Γιατιμάκης, εκ δε των ημετέρων εφονεύθησαν οκτώ, εν οίς και ο υπασπιστής του ταγματάρχου Κ. Κορωναίου, Δούβρης∙ και επληγώθησαν έξ, εκυρίευσαν οι ημέτεροι και την σημαίαν του Ρεσίτ, φονεύσαντες τον σημαιοφόρον∙ ο Καπετάν Μιχ. Μελησιότης από το χωρίον Φόδελε, ο γενναίος ούτος ήρως, έδειξε απαραδειγμάτιστον ηρωϊκότητα εις πολλάς μάχας, εις την του Αλμυρού και λοιπάς μετά του υπ’ αυτόν σώματος.
Οι λαβόντες μέρος εις τη ηρωϊκήν ταύτην μάχην αξιωματικοί του γενικού αρχηγού Κόρακα είναι ο γενναίος γέρων Φραγκιάς Μαστραχάκης, ο οπλαρχηγός των επαρχιών Μαλεβυζίου και Τεμένους Ηρ. Κοκκινίδης, ο οπλαρχηγός της επαρχίας Μονοφατσίου Χαράλαμπος Αγγελάκης, οι γενναιότατοι καπεταναίοι Ιωάννης Ζωρτζάκης, Αναγνώστης Κατεχάκης, Σάββας Μαρκάκης, Ζαχαρίας Ρωμανάκης, Χαρίδημος Καπελάκης, Μιχ. Μαράκης, επίσης δε και οι ατρόμητοι νέοι Γεώργ. Νικολάου, Ζαχαρίας Ιερωνυμάκης, Μιχ. Αργυράκης, και Νικ. Παπαδάκης. Είναι δε άξιος επαίνου και ο γέρω Νιώτης μετά των δύο αυτού υιών, και Ανδρέας Αρχοντάκης, οίτινες ευρέθησαν μετά των υπ’ αυτούς σωμάτων υπό τον ημέτερον αρχηγόν.
Σήμερον τέλος άγομεν εν ησυχία∙ ο Ρεσίτης καθ’ ά λέγουσι προτίθεται μεγάλα σχέδια, αλλά είναι εν μέσω φθοράς και αφθαρσίας ο άθλιος, οι Τούρκοι τον απεχθάνονται, διότι τους πηγαίνει θύματα των γκιαούριδων, ημείς όμως είμεθα και πάλιν έτοιμοι να του δώσωμεν να καταλάβη ότι οι Έλληνες μάχονται δια την ελευθερίαν των, και ότι απέναντι της πατρίδος των δεν πτοούνται θάνατον, κατά το μάθημα όπερ του εδώκαμεν την 1ην ισταμένου∙ το στρατόπεδον μας διαμένει εις Γωνιαίς και Αστηράκη, και εγκαρτερεί σφόδρα. Όλοι είμεθα λίαν καλώς.
Ο υμέτερος Γ.Μ.Κ.
(Γεώργιος Καλισπεράκης).
Η έκθεση του Μιχ. Σκουλά για την μάχη του Σωρού έχει ως εξής:
ΕΚΘΕΣΙΣ
Της εν Δυλίσσω μάχης της 7ης Απριλίου.
Επειδή πολλοί εκ των αρχηγών, ολίγον ή μηδόλως λαβόντες μέρος εις την αξιομνημόνευτον ταύτην μάχην έστειλαν εκθέσεις κακώς παριστανούσας τα πράγματα, ως μη παρευρεθέντες από την αρχήν, θεωρώ καθήκον μου να εκθέσω και εγώ την μνησθείσαν μάχην, όστις ήνοιξα αυτήν και διετέλεσα μαχόμενος μετά των Στρατιωτών μου απ’ αρχής μέχρι τέλους.
Κατά την 3 και 4 του μηνός εγένετο γενική συνάθροισις των εντοπίων και εθελοντών εις τα όρια της επαρχίας, και την μεν θέσιν Κρουσανιώτικα λιβάδια κατέλαβον εγώ μετά 300 περίπου Ανωγειανών και με τους αξιοματικούς μου αδελφούς Ξετρύπη, αδελφούς Σβόκου, Μιχ. Παντιδόνην, Ι. Κεφαλογιάννην, Ι. Κλίνην και λοιπούς∙ την δε θέσιν Γωνιάν οι αρχηγοί Κόρακας, Πετροπουλάκης και Ηρ. Κοκκινίδης, με τους υπ’ αυτούς αξιωματικούς και στρατιώτας 500 περίπου, και την θέσιν Αστυρακίου ο αρχηγός Κορωναίος μετά των εθελοντών του και ο αδελφός μου Γεώργιος με 400 περίπου Μηλοποταμίτας, υπό τους αξιωματικούς Μιχ. Μελισσώτην, Δημ. Βασιλάκην, Ι. Καλοκύρην, Δημ. Σφακιανάκην και λοιπούς.
Την 5, συμβουλίου γενομένου, ενεκρίθη να καταβή ο Ηρ. Κοκκινίδης μετά τινών οπλοφόρων εις Δύλισσον και Μονήν, όπως ερεθίσας τον Ρεσίτ Πασάν αναγκάση αυτόν εις παράτολμον τινά εκδρομήν εκ των συνεισθισμένων του, συγχρόνως δε να ενεδρεύωμεν εις τα κατάλληλα μέρη όπως τον συλλάβωμεν, του προξενήσωμεν ζημίαν τινά ή τέλος τον ηναγκάσωμεν να εξέλθη εις μάχην. Το σχέδιον εξετελέσθη∙ κατελάβομεν δε περί τα χαράματα, ημείς μεν την Αγίαν Άνναν, οι περί τον Μιχ. Κόρακα τον Σωρόν, και οι περί τον Κορωναίον τον Κούπον∙ αλλά παρήλθον δύο ώραι μ.μ. και ουδείς εχθρός εφάνη∙ τότε ελύσαμεν την ενέδραν, κατέβημεν εις το πεδίον και ωδεύσαμεν προς την Ιερουσαλήμ και Κρουσώνα, όπου κατεσκηνώσαμεν απέναντι του εν Αγίω Μύρωνι στρατού. Έν απόσπασμα εκ των ημετέρων κατελθόν εις Σάρχον επυρπόλησεν την οικίαν του τουρκόφρονος Ι. Οικονομίδου∙ ή σάλπιγξ του εχθρού εσήμανε «πυρκαϊάν»∙ έν τάγμα στρατού προκατέλαβε το χωρίον Πυργού δια να μη το καταλάβωμεν ημείς∙ δύο βολαί κανονίου εστάλησαν προς το μέρος μας∙ η νύξ επήλθεν άνευ ετέρου τινός σπουδαίου∙ οι άνδρες κατεκλείσθησαν εις Κρουσώνα και Ιερουσαλήμ.
Περί την 6ην ώραν της νυκτός ανηγγέλθη ημίν ότι ο Φεσίτης εξήλθεν εις Μονήν με 300 πεζούς και ιππείς∙ πάραυτα εξηγέρθην δια να πάρω τους Ανωγειανούς και να του στήσω ενέδραν, αλλ’ ο κ. Κορωναίος μοί έκαμε την παρατήρησιν ότι δεν ήτο καλόν να εκθέσω τους άνδρας εις τοιαύτην ώραν, και τω όντι εσκέφθην και εγώ ότι ο τόπος όπου ήθελεν διέλθωμεν μεταξύ Αγίας Άννης και Λεντακίου, ήτο στενός και ήθελε χάσωμεν πολλούς άνδρας, εάν ο εχθρός μας παρεφύλαττε, έστειλα δε μόνον τον Μαν. Καμάρην με 50 Καμαργιωθιανούς, δι’ άλλης οδού, όπως ενισχύση την βάρδια του Σωρού.
Την επομένην (7 του μηνός) έπαιξαν λίαν πρωΐ αι βάδιαις,από την θέσιν Διοματά εφώναζαν «Τούρκοι αναιβαίνουν τον Σωρόν»∙ Πάραυτα ώρμησα με τους 300 Ανωγειανούς προς το μέρος εκείνο, τον δε αδελφόν μου Γεώργιον (Μπογκιόρνος) άφησα να παραλάβη και οδηγήση τον Κορωναίον και λοιπούς Μηλοποταμίτας. Ημείς ανήλθομεν την Καβαλαριάν δια να κόψωμεν την πορείαν του εχθρού, ο δε γενναίος Ιωαν. Κλίνης, παραλαβών τους αξιωματικούς Π. Καλλέργην, Α. Σκουλάν, Ζαχ. Σπιθούρην και 3 στρατιώτας, επέρασε δια τινάς ατραπού και εκτύπησε την εις του Χαλιλή ταις Μάνδραις εκ 50 ανδρών βάρδιαν του εχθρού∙ μετ’ ολίγα λεπτά επεπέσαμεν και ημείς άνωθεν, ο εχθρός υπεχώρησε και κατέλαβε την θέσιν Σκαπολίβαδον. Ενταύθα είναι ανάγκη να φανερώσωμεν ότι οι περί τον Κορωναίον εις Ιερουσαλήμ, και οι περί τον Κόρακα και Πετροπουλάκην εις Κρουσώνα, διαβουκοληθέντες από ψευδήν είδησιν, ότι ο εχθρός εισήλθεν εις σκλαβόκαμπον, έκριναν εύλογον να ανέλθωσιν εις Κρουσανιώτικα Λειβάδια, να κατεβώσιν εις Γωνιαίς και να επιπέσωσιν εις τα πλάγια του εχθρού∙ διερχόμενοι δε τα δύσβατα εκείνα όρη και διαφόρας αντιφατικάς ειδήσεις λαμβάνοντες, κατά τας διαφόρους φάσεις του πολέμου, ότε μεν ότι ο πόλεμος έπαυσεν, ότε δε ότι εξακολουθεί, και βραδυπορούντες ως εκ τούτου, έφθασαν οι μεν περί την μεσημβρίαν σχεδόν, οι δε πολύ αργότερον. Όθεν οι Ανωγειανοί επολέμισαν επί έξ ολοκλήρους ώρας, έχοντας μικράς τινάς επικουρίας, οίον του Μιχ. Μελισσώτου, του παπά Νικολάου Κρανιώτου και του Ηρ. Κοκκινίδου, αίτινες έφθανον σποραδικώς και εκ διαλειμμάτων∙ και μολονότι αι επικουρίαι του εχθρού κατέφθανον συχνά και πολυπληθείς, ούτοι άπαντες όμως μαχόμενοι μετ’ απαραμίλλου γενναιότητος και προθυμίας, κατεδίωξαν τον εχθρόν τρεις μέχρι Δηλίσσου και πολλοί ηρίστευσαν προς ιππείς πεζομαχούντες.
Ο εχθρός εν τοσούτω ενδυναμούντο κατά πάσαν στιγμήν και ημείς ανυπόμονοι ητενίζομεν προς τας περιμενομέναι επικουρίας, καταλαβώντες τα ριζώματα, από Σκαπολίβαδον έως τον λαγγόν της Κουντούραινας, ένθα επεμέναμεν μετά μεγίστης επιμονής και καρτερίας. Εκ των περιμενομένων επικουριών έφθασε πρώτη η του Δημ. Μανιαδή με Αξικούς, δευτέρα υπό τον Εμμ. Παπαδάκην, Λιβαδιώτας και λοιποί ριζίται και τρίτη περί την 11 π.μ. η του αρχηγού Κορωναίου με τους εθελοντάς και λοιπούς Μηλοποταμίται, έστειλε δε εις την δεξιάν πτέρυγα τον αδελφόν μου Γεώργιον με 40 περίπου εθελοντάς υπό τον Γαβανάκην και Φλέσσαν, εις δε την αριστεράν τον Κώστα Τσάκωναν και Αδάμ Ελευσίνιον με τα σώματά των, ούτος δε κατέλαβεν το κέντρον άνωθεν του Κούπου. Η μάχη εξηκολούθησε τότε αμφοτέρων κρατερά και πεισματώδης∙ άπειροι εγένοντο έφοδοι εκ μέρους του εχθρού, αλλ’ άπασαι απεκρούσθησαν και πλείστοι ιππείς εκ των εχθρών κυλίσθησαν, με μεγίστην χαράν και γιουχαϊσμούς των ημετέρων. Εν τάγμα εχθρικού τακτικού εστάθη ακίνητον επί πολλάς ώρας εις της Καραβίτενας την ελαίαν, αι επικουρίαι του εχθρού κατέφθανον απειροπληθείς, δύο σημαίαι ανήλθον την θέσιν Πύργου, όπως μας τυλίξουν, αλλά και ούτοι αντεκρούσθησαν παρά των ημετέρων. Τέλος οι ημέτεροι απαυδήσαντες εκ του κόπου, του καύσωνος και της δίψης, καταναλώσαντες δε απείρας πυριτοβολάς μαχόμενοι εφ’ όλης της ημέρας, ωπισθοχωρήσαμεν εν τάξει και άνευ τινός ζημίας, εις τα υψώματα του Σωρού, όπως πίωσιν ύδωρ και εφοδιασθώσιν οι άνδρες∙ τότε κατέφθασε και η περιμενομένη τελευταία επικουρία του Κόρακα και Πετροπουλάκη (ώρα 4μ.μ.) αναζωογονηθέντος δε και οι ημέτεροι ώρμησαν όλοι ομού και κατελάβομεν τας πρώτας θέσεις μας, απωθήσαντες τον εχθρόν μέχρι του πεδίου. Έν τάγμα αιγυπτιακού στρατού ελθόν εκ του Αγ. Μύρωνος και το εις της Καραβίτενας την Ελαίαν εκ της πρωΐας σταθμεύον, ώρμησαν καθ’ ημών, αλλ’ απεκρούσθησαν με πολλήν των ζημίαν∙ ο τακτικός στρατός διελύθη τότε εις ακροβολισμόν, διό εκρίναμεν εύλογον να αποσυρθώμεν και αύθις εις τα υψώματα και να καταλάβωμεν καταλλήλους θέσεις, δια να μην εκτεθώμεν εις κύκλωσιν, όπου επολεμήσαμεν μέχρι εσπέρας, αψηφούντας και τας βολάς και τας βόμβας των πολεμίων.
Άπαντες, από του ανωτάτου αρχηγού μέχρι του τελευταίου στρατιώτου, επολέμησαν δι’ όλης της ημέρας μετά μεγίστης προθυμίας και γενναιότητος και εις όλους βεβαίως ανήκει το γέρας της νίκης. Ουδείς όμως, αμερολήπτως κρίνων, δύναται να αρνηθή ότι το πλείστον της μάχης ταύτης ανήκει εις μόνους τους γενναίους Ανωγειανούς, διότι και μόνοι εβάσταξαν αυτήν επί έξ ολοκλήρας ώρας και μετά των άλλων μαχόμενοι επροκινδύνευον πάντοτε, επρομάχοντο και διεκρίνοντο καθ’ όλην την γραμμήν. Ηρίστευσαν δε εκ μεν των εθελοντών ο Κώστας Μαυροβουνιώτης, κυριεύσας έν μυτηρίζι με τας πέτρας και φονεύσας ένα εχθρόν με το ξίφος. Εκ δε των Κρητών ο Κώστας Σβόκος Ανωγειανός, επιπεσών εις έτερον μυτηρίζι και κτυπήσας με τον κόπανον του όπλου του Οθωμανόν τινά, αφού πρώτον αντεπυροβολήθησαν, κατασφάξας δε αυτόν με την ιδίαν του Μάχαιραν. Ο Μανώλης Ξυλούρης, επίσης Ανωγειανός, ο και αεί ποτέ αριστεύων και ο Δημ. Μανιαδής, Αξ/κός φονεύσας έτερος δια της μαχαίρας.
Το εχθρικόν στράτευμα έφθασεν επί τέλους εις 5 χιλιάδας τακτικούς και άτακτους, το δε ημέτερον εις 1200 ως έγγιστα. Εκ των εχθρών ελάβαμεν μίαν σημαίαν ξεσχισμένην και τινά όπλα, αυτοί δε εξ ημών ουδέν έλαβον. Εφονεύθησαν δε και επληγώθησαν εκ μεν των εχθρών περί τους 400 κατ’ ακριβεστάτας πληροφορίας, εξ ών περί τους 60 τακτικοί, οι δε λοιποί εκ των επισημοτέρων εντοπίων Οθωμανών, εκ δε των ημετέρων εφονεύθησαν πέντε, οίον ο Ζαχαρίας Πλεύρης, Ανωγειανός, νέος εικοσαετής, γενναίος και πολλά υποσχόμενος, ο αξιωματικός Δούβρης, ο Κώστας Ελευσίνιος, ο Σπύρος Κεραμιανός και είς εθελοντής Αλκιβιάδης ονομαζόμενος, επληγώθησαν δε 11, εξ ών Ανωγειανοί 3∙ οίον ο άξιος και γενναίος αξιωματικός Δημ. Σβόκος, ο Κώστας Χαιρέτης και ο Ζαχ. Σπινθούρης, (όστις και με υπερασπίσθη γενναίως ότε ολίγον πρότερον περιεκυκλώθην κατά την θέσιν Γλυστέρνα, Αξ/κοί δύο, ο Εμ. Πατελάρος και Ι. Κουτάντος, Γαραζανοί δύο ελαφρώς άπαντες και 4 έτεροι, έξ ών δύο επικινδύνως, ο είς Αγιοβασιλίτης και ο έτερος Αμαριώτης.
Ανώγεια τη 25 Απριλίου 1867.
Ο οπλαρχηγός Μυλοποτάμου
Μ.Α. ΣΚΟΥΛΑΣ